Το Σάββατο της Διακαινησίμου εβδομάδος η Εκκλησία μας τιμά άπαντες τούς Αγίους Κολλυβάδες Πατέρες. Πρόκειται για οσιακές μορφές κυρίως του 18ου και του 19ου αιώνος, αν και δεν είναι άτοπο να συγκαταριθμήσουμε μαζί τους και άλλους Πατέρες του 20ου, οι οποίοι αγωνίστηκαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την γνήσια ορθόδοξη πνευματική ζωή. Η αρχή έγινε με οξείες διαφωνίες με άλλους αγιορείτες που υποστήριζαν την κατά την Κυριακή τέλεση των μνημοσύνων αλλά και την σπάνια συμμετοχή στην θεία Κοινωνία. Οι «Κολλυβάδες»- όνομα που τους επιδόθηκε σκωπτικά- αγωνίστηκαν να συνδέσουν τους ορθοδόξους της εποχής τους με την λοιπή ιερή ασκητική Παράδοση της Εκκλησίας μας, όχι μόνον διότι το ορθό ήταν να τελούνται τα μνημόσυνα το Σάββατο και οι Χριστιανοί να κοινωνούν συχνά, αλλά επειδή γενικότερα η ησυχαστική ζωή της Εκκλησίας είχε παραγκωνισθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Κολλυβάδες προτείνουν διαρκώς θέσεις του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Βέβαια, όπως τότε ο μεγάλος αυτός Πατήρ παρεξηγήθηκε έτσι και αυτοί παρεξηγήθηκαν, πολεμήθηκαν και διώχθηκαν προς χάρη της Αλήθειας. Το Φιλοκαλλικό Πνευματικό κίνημα αυτών των Οσίων οφείλουμε να το βιώνουμε διαρκώς εντός της Εκκλησίας, εάν θέλουμε να είμαστε συνδεδεμένοι με ολόκληρη την αγιοπνευματική Παράδοση Αυτής. Το φοβερότερο είναι πως ακόμη και σήμερα, ενώ πλέον έχουν ανακηρυχθεί Άγιοι της Εκκλησίας και εμείς είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε πως όσα δίδαξαν είναι απολύτως σύμφωνα προς την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, κατηγορούνται και συκοφαντούνται από κάποιους που θεώρησαν εαυτούς ανωτέρους των Αγίων.

κειμ. ΙΜ Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
εικών Δημητρέλος

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

ΤΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ Μ. ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ






ΤΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου

Περιοδικό
Βημόθυρο (τεύχ. 2-3, Άνοιξη - Καλοκαίρι 2010, σ. 259-265)

Πάμπολλες οι αναφορές και οι μελέτες για το έργο του Παπαδιαμάντη στην εποχή μας. Ειδικές εργασίες και μάλιστα τολμηρές, όπως χαρακτηρίζονται από διάφορους κριτικούς, απόπειρες ερμηνείες του έργου του, βλέπουν το φώς της δημοσιότητας συνεχώς. Και είναι γνωστό ότι υπάρχει και μία επιστημονική διχογνωμία για το ποιος τελικά Παπαδιαμάντης είναι ο αληθινός. Ο ορθόδοξος και κοσμοκαλόγερος ή ο σκοτεινός και ερωτικός νοσταλγός; Ο ταπεινός και ασίγαστος ψάλτης της Ορθοδοξίας ή ο “εωσφορικός”1 δημιουργός; Φυσικά, στο τεράστιο αυτό δίλημμα δεν θα δώσουμε απάντηση εμείς εδώ. Θα προσπαθήσουμε, όμως, να καταδείξουμε πως ο κυρ Αλέξανδρος δεν ήταν απλώς ένα πιστό μέλος της Εκκλησίας ή ένας πολύ καλός πρακτικός ψάλτης, που γνώριζε τα εκκλησιαστικά και λειτουργικά θέματα. Ο Παπαδιαμάντης ήταν γνώστης της Ορθόδοξης Θεολογίας όσο λίγοι στον καιρό του. Βίωνε την παράδοση της ρωμιοσύνης με απόλυτη ένταση γι’ αυτό και έγραψε, ουσιαστικά κατήγγειλε, τα προβλήματα στον κλήρο, την προτεσταντίζουσα δράση των θρησκευτικών οργανώσεων της εποχής του, την περιθωριοποίηση των λαϊκών, τους οποίους έβλεπε ως συλλειτουργός των ιερέων2. Ακόμη, αναδείχθηκε υπέρμαχος της Βυζαντινής λειτουργικής τέχνης, μουσικής και αγιογραφίας, πιστός τηρητής του τυπικού, λάτρης του μοναχισμού. Μόνος και φυσικά πρωτοπόρος στην εποχή του, αντιτάχθηκε στην μουσειοποίηση της λειτουργικής τέχνης3, περιέγραψε με σαφήνεια τις ολέθριες δυτικές επιδράσεις στον καθόλου εκκλησιαστικό βίο, προέβαλε το γνήσιο λειτουργικό ήθος. Πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι κανένας τότε δεν συμμερίστηκε την οδύνη του κυρ Αλέξανδρου, που εκπήγαζε από την βαθιά εκκλησιαστική του συνείδηση. Για τον Παπαδιαμάντη πρωτοτυπία στις λειτουργικές τέχνες, σημαίνει να μένει κανείς πιστός στους πρώτους τύπους της τέχνης αυτής. Η Εκκλησία για τον Παπαδιαμάντη “έχει έναν παραδεδεγμένο τύπον, ον ουδείς δύναται αποινεί να παραβή και ρητώς απαγορεύεται πάσα καινοτομία είτε εις την αρχιτεκτονικήν και γραφικήν και την λοιπήν των ναών διακόσμησιν, είτε εις την μουσικήν και των άλλην λατρείαν”.4
Και για να εστιάσουμε την μουσική προσωπικότητά του: Υπήρξε ψάλτης, τυπικάρης, υμνογράφος5 και παραϋμνογράφος – έγραφε δηλ. σατιρικά6 όπως οι Βυζαντινοί – και για την εποχή του μουσικολόγος, υπό την έννοια ότι προέβη σε καίριες παρατηρήσεις σχετικά με την εκκλησιαστική μουσική. Παρατηρήσεις, οι οποίες παραμένουν επίκαιρες και μάλλον διαχρονικές.
Ο Παπαδιαμάντης ήταν φορέας μιας σπουδαίας και ζωντανής, τότε, παραδόσεως: της Κολλυβαδικής ή καλύτερα φιλοκαλικής. Το μοναστήρι του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο, όπου πήγαινε ο Παπαδιαμάντης, ήταν η ορατή αλλά και ζωντανή παρουσία που διασφάλιζε την αγιορείτικη λειτουργική παράδοση των Κολλυβάδων πατέρων7. Αυτήν την παράδοση μεταφύτευσε ο Παπαδιαμάντης στην Αθήνα! Στο ναϋδριο του Προφήτου Ελισσαίου, όπου τελούνταν τις μεγάλες γιορτές αγρυπνίες μέχρι πρωίας, σύμφωνα με τις τυπικές διατάξεις του Αγίου Όρους. Σε αυτές τις παννυχίδες έψαλλαν οι δύο Αλέξανδροι: Ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης. Η μαρτυρία του μουσικολόγου και πρωτοψάλτου Κωνσταντίνου Ψάχου είναι ιδιαίτερα σημαντική: "αμφότεροι δεν ψάλλουσι προς επίδειξιν, αλλά ψάλλουσιν εκ συνειδήσεως δια να προσευχηθώσι και να επικοινωνήσωσι με το θείον, με πίστιν αληθή, η οποία κατέστη εγγενής του πνεύματός των. Ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει από στήθους όλα τα κείμενα, όπως και την μουσικήν όλων των κανόνων (ενν. του όρθρου), εις τους οποίους προπάντων είναι αμίμητος. Είναι ειδήμων των τυπικών διατάξεων των αγρυπνιών και όλων εν γένει των ιερών ακολουθιών, ψάλλει δε με όλως ατομικόν του ιδίωμα τους πολυελέους των Αγρυπνιών πάσης εορτής…".8 Το γεγονός ότι – όπως μαρτυρεί ο Κωνσταντίνος Ψάχος – ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει πάρα πολύ καλά να ψάλει τους κανόνες και τους πολυελέους, αποδεικνύει την ευεργετική επίδραση της κολλυβαδικής παραδόσεως. Ας σημειωθεί ότι οι περισσότεροι από τους σημερινές ψάλτες αγνοούν το μέλος των κανόνων και των πολυελέων – κυρίως αυτών που ονομάζουμε "εκλογή" από το ψαλτήρι του Δαβίδ. "Εν τη εκτελέσει των μελών τούτων ο Παπαδιαμάντης ήτο αμίμητος", αναφέρει ο Τσόκλης.9
Εννοείται ότι οι επιδράσεις από το αγιορείτικο τυπικό - εκτός από την φανέρωσή τους στην πράξη – καταφαίνονται και σε διηγήματα που έχουν ως σκηνικό τους όχι μόνο μοναστηριακούς χώρους, αλλά εκκλησίες και ξωκλήσια της Σκιάθου.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Παπαδιαμάντη, στο τέλος του 19ου αιώνα κυριαρχεί η φθορά του πατροπαράδοτου ήθους στην εκκλησιαστική μουσική, όχι μόνο λόγω της εισαγωγής της τετραφωνίας σε κεντρικούς ναούς των Αθηνών,10 αλλά και εξ αιτίας της άγνοιας, της αμβλύνσεως του ευλαβούς εκκλησιαστικού φρονήματος και της αδιαφορίας των υπευθύνων. Οι απόψεις του Παπαδιαμάντη για την εκκλησιαστική μουσική δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας αισθητικής προτίμησης. Η εισαγωγή της ευρωπαϊκής μουσικής έχει σχέση με την εμφάνιση του πιετισμού και την εκκοσμίκευση της εκκλησιαστικής τέχνης. Οι επιχειρούμενοι νεωτερισμοί αλλοιώνουν το πνεύμα και την ουσία της παράδοσης διαστρέφουν το ορθόδοξο βίωμα. Για τον Παπαδιαμάντη η εκκλησιαστική μουσική και υμνογραφία, ο λόγος και το μέλος, ως αδιάσπαστη ενότητα διδάσκουν και θεολογούν μέσα από τη δική τους συμβολική αποτύπωση της εκκλησιαστικής αλήθειας.
Όλα τα παραπάνω μπορεί να εντοπίσει κανείς στα άρθρα του Παπαδιαμάντη για την Μεγάλη Εβδομάδα. Πρόκειται για έξι σειρές άρθρων, γραμμένες για αθηναϊκές εφημερίδες. Οι τέσσερεις σειρές δημοσιεύονται στα ΑΠΑΝΤΑ του Παπαδιαμάντη, που έχει επιμεληθεί ο γνωστός Φιλόλογος Νίκος Τριανταφυλλόπουλος. Φέρουν τους τίτλους: Η Εβδομάς των Αγίων Παθών (1877),11Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς (1881), 12 Η Μεγάλη Εβδομάς εν Αθήναις (1887),13 και με τον ίδιο τίτλο το 1892.14
Οι άλλες δύο σειρές εκδόθηκαν από τον φιλόλογο Φώτη Δημητρακόπουλο,15 καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δημοσιεύτηκαν: η πρώτη στην εφημερίδα Ακρόπολις τον Μάρτιο του 1893,16 η δεύτερη στην εφημερίδα Εφημερίς τον Απρίλιο του 1894.17 Ο Φ. Δημητρακόπουλος στον σχολιασμό των άρθρων αυτών παρατηρεί: "Οπωσδήποτε, είναι εύλογο να αναμένει κανείς ότι δεν είναι μόνο τα έτη 1892 και 1893 που η Ακρόπολις δημοσίευσε άρθρα του Παπαδιαμάντη για τη Μεγάλη Εβδομάδα, το θέμα χρειάζεται έρευνα"18και επισημαίνει πως τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1900 δημοσιεύονται στην Εσπερινή ανυπόγραφα θρησκευτικά άρθρα που με ασφάλεια μπορούν να αποδοθούν στον Παπαδιαμάντη.19
Σε όλες αυτές τις σειρές των Μεγαλοβδομαδιάτικων άρθρων του ο Παπαδιαμάντης με συνοπτικό τρόπο αναφέρει το γεγονός που εορτάζει η Εκκλησία κάθε μέρα, επισημαίνει το βαθύτερο νόημά του, παραθέτει – πολλές φορές αυτούσια τροπάρια ή αγιογραφικά αναγνώσματα της ημέρας, δεν παραλείπει κάποιες ιστορικές αναφορές που θεωρεί απαραίτητες, και βέβαια προβαίνει σε σημαντικές παρατηρήσεις για την τυπική διάταξη, την μετρική των ύμνων και το ήθος του μέλους. Τέλος, καταγράφει συνήθειες – κυρίως αθηναϊκές – που επικρατούσαν στους ναούς κατά την τέλεση των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδος.
Ο λόγος του την Μεγάλη Δευτέρα, προτρεπτικός: "…. κατανυσσόμενοι και ενούντες την φωνήν της ψυχής μας εις τους λυρικούς της Εκκλησίας ύμνους τους κατακηλούντας ημάς διά της γλυκυτάτης βυζαντινής μούσης των, ας ενωτισθώμεν την μελαγχολική κ' εμπνέουσα ακολουθίαν του Νυμφίου".20 Ο Παπαδιαμάντης στέκεται ιδιαίτερα στο Τριώδιο της Μεγάλης Δευτέρας, "Τω την άβατον κυμαινομένην θάλασσαν", δηλαδή στον κανόνα που έχει τρείς ωδές και είναι ποίημα του "υψιπέτου" – όπως τον χαρακτηρίζει – Κοσμά του Μελωδού. Τα τροπάρια του κανόνος τα θεωρεί "κατανυκτικότατα και τρυφερά, άτινα εν ήχω αρμόζοντι ψάλλονται".21 Ο αρμόζων ήχος εδώ είναι ο δεύτερος. "Εν γένει, γράφει ο Παπαδιαμάντης, όλα τα τροπάρια είναι αμίμητου καλλονής και μελωδίας, και συνιστώμεν να προσέξωσιν οι φιλόχριστοι αναγνώστες όχι διά των εξωτερικών οφθαλμών αυτών, αλλά διά των ομμάτων της ψυχής εν καθαρώ συνειδότι".22 Δηλαδή, αυτό όπου έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι ο πιστός να προσεγγίζει τους ύμνους της Εκκλησίας διανοητικά, αλλά κυρίως βιωματικά. Δεν έχει σημασία αν ο ψάλτης έχει ορισμένες τυπικές ή τεχνικές γνώσεις, αλλά το αίσθημα που εκφράζει. Και το ήθος του μέλους εκπηγάζει από την ψυχή.
Την Μεγάλη Τρίτη στον Όρθρο ψάλλεται “το Διώδιον του θεσπεσίου ποιητού Κοσμά", 23 το οποίο περιλαμβάνει βραχύτατα τροπάρια, αλλά περιεκτικά σε νοήματα υψηλά και διδακτικά. Εδώ ο Παπαδιαμάντης προβαίνει σε απίθανες παρατηρήσεις περί της αρχαίας Ελληνικής μετρικής και της σχέσεώς της με την εκκλησιαστική: "Καθώς η ρυθμοποιία του Πινδάρου και των άλλων χορικών της Δωρίου μούσης βαίνει κατά κώλον, ήτοι ημιστίχιον, και ουχί κατά στίχον, δεσπόζοντος μεν του μέλους, υπουργούντος δε του ρυθμού, ούτω και των ιερών ποιητών μας, αληθών εγκαλλωπισμάτων του μεσαιωνικού Ελληνισμού, η ρυθμοποιία βαίνει κατά κώλον, και ουχί κατά στίχον, διαφέρουσα μόνον της πινδαρικής κατά τούτο, ότι βάσις του ρυθμού είναι ο λογικός ήτοι γραμματικός τόνος, και όχι η απολεσθείσα ποσότης των μακρών και βραχέων. Και η λυρική δε ποίησις της Εκκλησίας είναι χορική, καθώς η της Δωρίου σχολής των αρχαίων, και οι ειρμοί και τα τροπάρια είναι αι στροφαί και αντιστροφαί, και η καταβασία ουδέν άλλο είναι ειμή η επωδός της πινδαρικής ποιήσεως. Γράφονται δε τα τροπάρια κατά συνήθειαν εν συνεχεία και ισότητι γραμμών..., της στίξεως γενομένης ουχί κατ’ έννοιαν, αλλά κατά ρυθμόν και μέλος".24 Οι παρατηρήσεις αυτές φανερώνουν πόσο ο Παπαδιαμάντης γνώριζε καλά την αρχαία ελληνική ποίηση και θεωρούσε ότι συνέχειά της είναι η ποίηση της Εκκλησίας. Σ’ ένα άλλο κείμενό του που διερευνά την σχέση αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής μουσικής, αποφαίνεται με κατηγορηματικότητα. Και, θα πρέπει να πούμε ότι και σύγχρονη μουσικολογική έρευνα τον δικαιώνει: "Η Βυζαντινή μουσική είναι τόσον Ελληνική όσον πρέπει να είναι. Ούτε ημείς την θέλομεν, ούτε την φανταζόμεθα, ως αυτήν την μουσικήν των αρχαίων Ελλήνων. Άλλ' είναι η μόνη γνησία και η μόνη υπάρχουσα. Και δι’ ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των Ελλήνων, είναι η μουσική των Αγγέλων".25
Την Μεγάλη Τετάρτη στον όρθρο “ψάλλεται αργώς και μετά μέλους το πλήρες βαθείας ποιήσεως εκκλησιαστικής τροπάριον της Κασσιανής, το ευωδέστερον ίσως άνθος της Βυζαντίδος μούσης", 26 σημειώνει ο Παπαδιαμάντης. Και εξηγεί ότι "μέλος ημείς εννοούμεν το Βυζαντινόν, διότι η ποίησις και ο ρυθμός αυτός του τροπαρίου... έχει τονισθεί υπό αρχαιοτάτου μουσικοσυνθέτου, συνδυάσαντος τον ρυθμόν των στίχων με του μέλους την αφελή χάριν. Δεν χωρεί λοιπόν εις ταύτα ουδείς νεωτερισμός, ουδεμία καινοτομία τετραφωνική ή πολυφωνία, ως την σήμερον αποπειρώνται τούτο καινοτόμοι τινές. Δεν είναι δυνατόν να τονίση τις σήμερον αυτό καλλίτερον ή ο ποιητής του τροπαρίου ο και μελοποιός τυγχάνων. Ώστε κατά τας ημέρας τουλάχιστον ταύτας άφετε την μονοφωνίαν της Βυζαντινής και μη μιγνύετε εν αυτή ξενισμούς, οίτινες δεν είναι άλλο παρά αυτόχρημα βεβήλωσις του αγνού θρησκευτικού βυζαντινού μέλους".27 Ο Παπαδιαμάντης εδώ αναδεικνύεται υπέρμαχος της μονόφωνης εκκλησιαστικής μουσικής, καταδικάζοντας οποιαδήποτε απόπειρα καινοτομίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι επειδή γνωρίζει την έλλειψη του αρχετύπου μέλους, δηλαδή του μέλους της Κασσιανής, σημειώνει: “προτιμάται και σχετικώς τελειοτέρα λογίζεται του αρχαιοτέρου τονίσαντος μουσικού η περισωζομένη σύνθεσις".28 Κάτι που συμβαίνει εν πολλοίς και κατ' αναλογίαν στις μέρες μας, καθώς επικράτησε να ψάλλεται η μουσική σύνθεσις του τροπαρίου από τον Πέτρο τον Πελοποννήσιο, Λαμπαδάριο της Μ.τ.Χ.Ε. περί τα μέσα 18ου αιώνα. Γι’ αυτό προβαίνει και σε δύο καίριες επισημάνσεις που αφορούν στους ψάλτες της εποχής του, και όχι μόνο... Σημειώνει ότι το "περιλάλητον ιδιόμελον Κασσιανής μοναχής... οι πολλοί των εν Αθήναις ψαλτών καλώς εν γένει φιλοτιμούνται να μέλπωσιν, ως και παν ό,τι από διφθέρας ψάλλουσιν. Τα ποιητικώτατα όμως και μελωδικότατα τριώδια του ιερού Κοσμά, δεν ηξίωσαν ποτέ να μελετήσωσιν, αταλαιπώρως έχοντες και ολιγώρως προς τα τοιαύτα".29 Δηλαδή, μπορεί οι ψάλτες να αποδίδουν το περίτεχνο και μακροσκελές τροπάριο της Κασσιανής, αλλά αδυνατούν να ερμηνεύουν όμως πρέπει τους κανόνες της Μεγάλης Εβδομάδος, που είναι μέλη συλλαβικά. Ο απαράμιλλος γνώστης των κανόνων, ο κυρ Αλέξανδρος, ονειδίζει έτσι την ολιγωρία των ψαλτών σε σχέση με το λαμπρό αυτό ποιητικό είδος. Κι ακόμα διαπιστώνει με θλίψη ότι το τροπάριο της Κασσιανής "δυστυχώς δεν ψάλλεται παντού, ως δεί, κατανυκτικώς, αλλά φωναίς ατάκτοις!!"30 Προφανώς εδώ ο Παπαδιαμάντης μεταφέρει σε μία μόνο φράση τον 75ο κανόνα της Πενθέκτης εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου: "μήτε βοαίς ατάκτοις κεχρήσθαι και την φύσιν προς κραυγήν εκβιάζεσθαι … αλλά μετά πολλής προσοχής και κατανύξεως τα ψαλμωδίας προσάγειν τω των κρυπτών εφόρω Θεώ".31
Στον όρθρο της Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται πλήρης κανόνας, ποίημα και αυτός του Αγίου Κοσμά του Μελωδού, επισκόπου Μαϊουμά. Ο Παπαδιαμάντης, ο οποίος ελκύεται ιδιαίτερα από το ποιητικό αυτό είδος, παραθέτει μία σύντομη ανάλυση του κανόνος. Όταν φτάνει στην έβδομη ωδή, παρατηρεί ότι "το πρώτον μετά τον ειρμόν τροπάριον ταύτης, "Νευστάζων κάραν Ιούδας, κακά προβλέπων", ηρανίσθη ο μελωδός εκ του Ομηρικού στίχου της Οδυσσείας:
Νευστάζων κεφαλήν, δη γαρ κακόν όσσετο θυμώ.”32 Προφανώς, ο Παπαδιαμάντης έχει υπόψιν του την σχετική ερμηνεία του τροπαρίου από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο οποίος στο Εορτοδρόμιόν του γράφει: "την αρχήν του τροπαρίου κλέπτει από το Σ, της Οδυσσείας˙ εκεί γάρ εισάγει ο Ποιητής τον Οδυσσέα, ότι επέστρεψεν εις τον οίκον του, ως ένας ξένος και πτωχός, και ότι ύβρισεν ένα από τους μνηστήρας της Γυναικός του Πηνελόπης Αμφίνομον ονομαζόμενον˙ ο δε Αμφίνομος εκείνος, θυμωθείς δια τας ύβρεις, ανεχώρησε νεύων την κεφαλήν του, και κακά μελετών κατά του Οδυσσέως".33 Αυτά λοιπόν τα ομηρικά λόγια "Νευστάζων κεφαλήν˙ δη γάρ κακόν όσσετο θυμώ", μεταφέρει ο μελωδός στον νέο Αμφίνομο, τον Ιούδα, ο οποίος "νευστάζων κάραν, κακά προβλέπων εκίνησεν, ευκαιρίαν ζητών παραδούναι τον Κριτών εις κατάκρισιν".34 Το γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη δεν είναι δυσεξήγητο, αφού ο Άγιος Νικόδημος υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της κολλυβαδικής, δηλ. φιλοκαλικής αναγεννήσεως, της οποίας μέτοχος υπήρξε από τα νεανικά του χρόνια ο Παπαδιαμάντης.
Στο τέλος του όρθρου της Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται το ιδιόμελον "Μυσταγωγών σου, Κύριε, τους μαθητάς…", το οποίο, σημειώνει ο Παπαδιαμάντης, περιέχει "κάλλος τρυφερόν και ύψος αληθείας. Ο ήχος εις ον ψάλλεται το τροπάριον τούτον, όστις είναι ο πλάγιος του πρώτου, το καθιστά έτι τρυφερώτερον και μελωδικώτερον".35 Σε άλλο άρθρο του για την Μ. Τετάρτη το χαρακτηρίζει "περιπαθές και κατανυκτικόν".36



Την Μεγάλη Πέμπτη τελείται η θεία λειτουργία του Μ. Βασιλείου, η οποία διακρίνεται από την συνήθη του ιερού Χρυσοστόμου, λόγω του μήκους των ευχών, και γι’ αυτό ψάλλονται αργά ο επινίκιος ύμνος "Άγιος, Άγιος, Άγιος", το "Αμήν", το "Σε υμνούμεν" και το "Επί σοι χαίρει". Ο Παπαδιαμάντης παρατηρεί ότι "τα αργά ταύτα μέλη, αρχαιότατα και σεμνότατα όντα, εμπνέουσι τοις ακροατοίς μέγαν σεβασμόν”.37 Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι εκτός από αυτά τα μέλη της Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου, πολλά μέλη της Μεγάλης Εβδομάδος φέρουν στα μουσικά χειρόγραφα την ένδειξη "μέλος αρχαίον". Και αυτό το μέλος μας πηγαίνει πολύ πίσω και μας συνδέει με ήχους κι εποχές βυζαντινές, ίσως και πρωτοχριστιανικές, καθώς πολλά στοιχεία της Αρχαίας Εκκλησίας διασώζονται μέχρι σήμερα στην Μεγάλη Εβδομάδα, όπως π.χ. τα αντίφωνα της Μεγάλης Παρασκευής.
Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει με ένθεο ζήλο την μοναδικότητα της Ακολουθίας των Παθών: “Αλλά μετά προσοχής παρακολουθήσατε τους απαραμίλλους των μελωδών ύμνους ψαλλομένους εξόχως κατανυκτικά, οίτινες και ως ποίησις και ως μέλος θα παραμείνωσιν εσαεί αθάνατα μνημεία της Βυζαντίδος μούσης. Η της Μεγάλης Παρασκευής ακολουθία είνε η μόνη ήτις περιλαμβάνει τόσην ποικιλίαν τροπαρίων αρμονικώς και μετά σπανίας χάριτος εναλλασσομένων των οκτώ ήχων, οίτινες όλοι απόψε ψάλλουσιν εκθάμβως και επηρμένως υπέρ της Βυζαντινής μουσικής τον πειστικώτερον των ρητορικών λόγων. Τα λεγόμενα Αντίφωνα σεμνοπρεπή και κατανύττοντα, αναφερόμενα δε εις τα Πάθη του Σωτήρος καθιστώσι μελωδικωτάτην και λίαν επαγωγόν την ακολουθίαν ταύτην, δεξιώτατα ποικίλλοντα εις ρυθμούς και ήχους και μεταπίπτοντα εν μαγευτική αντιθέσει από του χρωματικού εις το διατονικόν.”38 Εξαισία και παθητικωτάτη η ακολουθία των Αγίων Παθών. Αυτή η ακολουθία είναι γνωστή στο λαό ως η ακολουθία που διαβάζονται "τα δώδεκα Ευαγγέλια". Πως όμως διαβάζονται και αυτές και οι υπόλοιπες ευαγγελικές περικοπές της Μεγάλης Εβδομάδος;
Ο Παπαδιαμάντης είναι πεπεισμένος ότι ένας τρόπος υπάρχει. Αυτός της εμμελούς απαγγελίας. "Ο λογαοιδικός ούτος τρόπος της απαγγελίας, είναι αρχαιότατος εν τη Εκκλησία, και είναι γνησίως Ελληνικός, όπως φαίνεται και εις τα παλαιά δράματα... Ο τρόπος ούτος της απαγγελίας, δια της παρατάσεως όλων μεν των συλλαβών, αλλά μάλιστα της καταλήξεως εκάστης περιόδου ή εκάστου κώλου, σημαίνει και μιμείται το κήρυγμα, ήτοι την φωνήν του κήρυκος, και ανταποκρίνεται εις την εντολήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, "κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει". Εθίζεται δε ν’ απαγγέλληται ο Απόστολος μετά τινος ποικιλίας τόνων και φθόγγων, το δε Ευαγγέλιον απλούστερον και όλως απερίττως".39 Ήδη από την εποχή του Παπαδιαμάντη εμφανίσθηκαν κάποιοι "καινοτόμοι" ιερείς, οι οποίοι "κατήργησαν αυθαιρέτως τον λογαοιδικόν τρόπον και απαγγέλλουσιν τας περικοπάς των θείων ρημάτων δι’ απλής αναγνώσεως".40 Ο Παπαδιαμάντης εμφανίζεται απόλυτος: "Εις τους τοιούτους ιερείς πρέπει ν’ απαγορευθή αρμοδίως η καινοτομία αύτη".41 Δυστυχώς στις μέρες μας τείνει να χαθεί η αρχαιοπρεπής εμμελής απαγγελία των αναγνωσμάτων και επικρατούν οι δύο ακραίες τάσεις: είτε η ξηρή ανάγνωση είτε η εξεζητημένη ψαλμώδησις των αναγνωσμάτων. Μορφές που παραμορφώνουν το κλίμα της Μ. Εβδομάδος και παραποιούν το ήθος των ακολουθιών.
Επιτάφιος Θρήνος – όρθρος του Μ. Σαββάτου – είναι ελεγειακή ούτως ειπείν εκκλησιαστική ποίησις – σημειώνει ο Παπαδιαμάντης – άπασα η ακολουθία περιπαθής λίαν και το εν τροπάριον συγκινητικώτερον του άλλου. Οποίον πάθος εις τα θρηνώδη εγκώμια, οποία λυρική δύναμις εν αυτοίς συγκινούσα μέχρι ενδομύχων τον άνθρωπον!".42 Η ποίησις και η μελωδία τους είναι αμίμητη! Ο Παπαδιαμάντης ξεχωρίζει και πάλι τον κανόνα που είναι γνωστός από τις πιο πρώτες λέξεις του ειρμού: "Κύματι θαλάσσης". Τον θεωρεί "κελάδημα ποιητικώτατον” 43 “εν των περικαλλεστάτων της Εκκλησίας μουσουργημάτων".44Και επειδή ο κανόνας αυτός είναι ποίημα τριών υμνογράφων: της Κασσιανής, του Κοσμά Μαϊουμά και του Μάρκου επισκόπου Υδρούντος, ο Παπαδιαμάντης αφιερώνει μεγάλο μέρος ενός άρθρου του45 για να διερευνήσει την πατρότητα των ωδών. "Ο πένθιμος ήχος, ο πλ. β', εις ον είναι τονισμένα τα τροπάρια ταύτα, καθιστώσιν αυτά θρηνώδη λίαν και περιπαθέστατα, ψαλλόμενα μάλιστα από καλόν ψάλτην",46 επισημαίνει ο Παπαδιαμάντης, υπαινισσόμενος έτσι, και πάλι, την αδεξιότητα των ψαλτών σχετικά με την ερμηνεία των κανόνων.
Ο Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζει τους ύμνους του Επιταφίου ως "παθητικά άσματα". Ακριβώς διότι βιώνει τον λόγο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου: "ο εμός έρως εσταύρωται". Και μαζί με τον άνθρωπο πάσχει και η κτίσις "εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον".47 Στο διήγημά του "Παιδική Πασχαλιά" ο κύρ Αλέξανδρος περιγράφει την συμμετοχή της φύσης με τους θεσπέσιους ήχους της κατά την περιφορά του Επιταφίου: "Και η αύρα πραεία εκίνει ηρέμα τους πυρσούς, χωρίς να τους σβήνη, και η άνοιξις έπεμπε τα εκλεκτότερα αρώματά της εις τον Παθόντα και Ταφέντα, ως να συνέψαλλε και αυτή "ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!" και η θάλασσα φλοισβίζουσα και μορμύρουσα παρά τον αιγιαλόν επαναλάμβανε "οίμοι! γλυκύτατε Ιησού!"48
Οι ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδος όπως τους θέλει η Εκκλησία και τους περιγράφει ο Παπαδιαμάντης, είναι γλυκείς, χωρίς να διέπονται από οποιονδήποτε συναισθηματισμό. Είναι αβίαστοι ρυθμού και μέλους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν απαιτούν την δέουσα προσοχή από τους ψάλτες για την καλύτερη δυνατή ερμηνεία. Είναι περιπαθείς, χωρίς βέβαια να εξάπτουν τα γήϊνα πάθη, αλλ’ αντιθέτως διεγείρουν προς πόθον του Πάθους του Χριστού. Είναι ποιητικότατοι, αλλά πάνω απ’ όλα είναι θεόπνευστοι.
Η αναφορά μας στο μέλος της Μ. Εβδομάδος κατά τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη προσπαθεί να αποκαλύψει το "κεκρυμμένον μέλος". Όχι το αγοραίον, αυτό δηλαδή που περιφέρεται συνήθως στα τηλεοπτικά κανάλια και αποτελεί είδος προς κατανάλωσιν. Δυστυχώς, κατακλυζόμαστε τις ημέρες αυτές από τραγουδιστές και ψάλτες, οι οποίοι περιφέρουν στα ΜΜΕ μία άσαρκη, άηχη, μη έχουσα είδος ουδέ κάλλος μελωδία, η οποία ουδεμία σχέση έχει με το ήθος της Μ. Εβδομάδος. Έγινε πλέον της μόδας οι πιο γνωστές μεγαλοβδομαδικές μελωδίες να αποδίδονται με όργανα, παραδοσιακά και άλλα επιδιώκοντας να δώσουν μίαν άλλη διάσταση – όπως λένε – στην Βυζαντινή μουσική. Όμως η αυτή η μουσική από τη φύση της είναι λειτουργική και όχι μουσική ακροάματος. Διακονεί το μυστήριο του ένσαρκου Λόγου, επενδύοντας τον Θεολογικό λόγο, για να μπορεί το σώμα της Εκκλησίας να "πλέκει" στον Θεό Λόγο "εκ λόγων μελωδίαν". Γι’ αυτό και δεν βρήκαν στην Ορθόδοξη λατρεία ποτέ θέση τα μουσικά όργανα. Στην Εκκλησία, "όργανο" γλυκύφθογγο του Αγίου Πνεύματος γίνεται το πιστός, με την καθαρή καρδιά του. "Αυτός ο άνθρωπος ψαλτήριον γενόμενος", λέει ο Μέγας Αθανάσιος. Ο Παπαδιαμάντης σημειώνει σ’ ένα άρθρο του για το Μεγάλο Σάββατο: "Εις τινας ναούς των ημετέρων κοινοτήτων ανά την Ευρώπην, ακούω ότι και βιολία υπό γυναικών κρουόμενα ευρίσκουσι χώρον εις τας λειτουργίας … Αλλά η παραδεδεγμένη ερμηνεία πολλών χωρίων της Π. και της Κ.Δ. είναι αλληγορική, το δε "εν χορδαίς και οργάνω" ιδέ πως το ερμηνεύει η Εκκλησία: "Εν κυμβάλοις χείλεσιν αγνοίς, μουσική τε καρδίας φόρμιγγι, εν ευήχω σάλπιγγι υψηλής διάνοιας …".49 Άρα πρέπει να μη χαθεί η λεπτή ισορροπία: Η γλυκύτητα της μουσικής να μην καταλήγει στον ερεθισμό των παθημάτων και τον μετεωρισμό, αλλά στην απαλλαγή από την ηδονή του συναισθήματος και στην αναζήτηση του θείου εκείνου άσματος, το οποίο "της γής απαλλάττει, και των του σώματος απολύει δεσμών και φιλοσοφείν ποιεί".


Έχοντας εμπιστοσύνη στις πληροφορίες των αισθητηρίων οργάνων μας πολύ εύκολα οδηγούμαστε στην πλάνη και την οίηση, εφ' όσον έχουμε τη σιγουριά ότι κατέχουμε την αλήθεια. Έτσι γινόμαστε "οιηματίες μουσικοί”, κατά την έκφραση του Παπαδιαμάντη.
Η μουσική είναι ελευθερία και καταφύγιο: όχι αυθαιρεσία και οίηση. Ο άνθρωπος που υψώνει το δικό του (τον δικό του πόνο, τη δική του χαρά, τη δική του αξία) καταστρέφοντας την ισορροπία με τους άλλους και με τον κόσμο, δεν εννοεί την βαθύτερη φωνή της μουσικής”.50 Και ο οιηματίας μουσικός για να προβάλλει το δικό του, επικαλείται και την παράδοση, με την οποία φυσικά ουδεμία σχέση έχει. "Σαν λείψει η αλήθεια, λέει ο Κόντογλου, η ψυχή πεθαίνει από την φωτιά, μ’ όλο που κάνει τον ζωντανό με ξιπασμένα καμώματα".
Το μέλος των ύμνων της Μεγάλης Εβδομάδος δεν έχει σχέση με την περιρρέουσα μουσική ατμόσφαιρα. Τα αληθινά κριτήρια έχουν χαθεί, και ο κίνδυνος της πλάνης είναι κάθε φορά επί θύραις. Τα ακούσματα της Μεγάλης Εβδομάδος, όπως ξεπροβάλλουν γύρω μας, είναι θορυβώδη, σαν τις μηχανές και τα μεγάφωνα των ναών. Δεν έχουν τίποτα από τη χαρμολύπη που πρέπει να χαρακτηρίζει την Μεγάλη Εβδομάδα. Γι’ αυτό περνάνε και φεύγουν. Δεν μπορούν να μας αγγίξουν εσωτερικά. Όμως οι ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδος σαρκώνουν τη χαρμολύπη. Είναι πένθιμοι οι φαιδροί μαζί, γιατί το πένθος ταιριάζει στην ωραιότητα. Έτσι, στο Μυρολόγι της φώκιας, την ώρα που ο Παπαδιαμάντης περιγράφει ένα βασίλεμα του ήλιου σχεδόν δοξαστικό πάνω στα πάλλευκα μνήματα που λάμπουν, η γριά-Λούκαινα "με ψίθυρον φωνήν έμελπεν έν πένθιμον βαθύ μυρολόγι …".51 Με δεδομένη, εδώ, την αρχική σημασία του ρήματος "μέλπω" που είναι τραγουδώ, υμνών με τραγούδι και χορό. Αυτό είναι το μέλος των ύμνων της Μεγάλης Εβδομάδας: μία απρόσμενη συμφωνία του θρήνου και του πένθους με την ελπίδα της Ανάστασης. “Τότε η μουσική καταλήγει σε μίαν εσωτερική αρμονία που δεν σκορπίζει τον άνθρωπο. Του δίνει τη δύναμη ν’ ανέβει πάλι στον επάνω κόσμο˙ υπομένει, αντέχει, σηκώνει το φορτίο του και περιμένει πορευόμενος. Η μουσική του είναι προανάκρουσμα της επερχόμενης αυγής, δε χάνεται στη νύχτα, αν και πρέπει να περάσει μέσα απ’ αυτή. Είναι η μουσική του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η λεπτή αύρα που από τα χείλη του ανεβαίνει την κλίμακα του "άνω βυθού".52 Και αυτή η ανάβαση οδηγεί από την μουσική τελειότητα της αρμονίας του ηδύτατου μέλους, στην άφθογγο τελειότητα της αρμονίας των προσώπων, την οποία επιτυγχάνει η άρρητος μουσική της αγάπης.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
  1. βλ. Guy (Michel) Saunier, Εωσφόρος και Άβυσσος, Ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη, Αθήνα 2001. Και επίσης τις ιδιαίτερες προσεγγίσεις στο έργο του Παπαδιαμάντη:
- Λάκης Προγκίδης, Η κατάκτηση του μυθιστορήματος, Από τον Παπαδιαμάντη στον Βοκκάκιο, Αθήνα 1998.
- Κωστή Παπαγιώργη, Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, Αθήνα 1997.
  1. Για τα θέματα αυτά βλ. τα αντίστοιχα κεφάλαια στο: Ανέστη Γ. Κεσελόπουλου, Η λειτουργική παράδοση στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Θεσσαλονίκη 1994.
  2. βλ. την σχετική προβληματική στο: Δημ. Δ. Τριανταφυλόπουλλος, “Πελιδνός ο παράφρων τύραννος”, Αρχαιολογικά στον Παπαδιαμάντη, Αθήνα 1996.
  3. Ο Επιτάφιος και η Ανάστασις εις τα χωρία, Άπαντα, κριτική έκδοση Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος, τ. Ε', Αθήνα 1998 (2), σ. 119-120.
  4. Άπαντα, τ. Ε', σ. 43 – 62. Βλ. Και τα σχετικά κεφάλαια στο: Π.Β. Πάσχου, Παπαδιαμάντης, Μνήμη δικαίου μετ' εγκωμίων, Αθήνα 1991. Τα υμνογραφικά του Παπαδιαμάντη έχει ηχογραφήσει στο σύνολό τους η Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία υπό την διεύθυνση του Λυκούργου Αγγελόπουλου (δύο κασσέτες, έκδοση ΕΛΒΥΧ, 1993). Για την μουσική στον Παπαδιαμάντη βλ. Άγγελου Καλογερόπουλου, Ο θρους του δέρατος, Αθήνα 1993.
  5. Άπαντα, τ. Ε', όπ. π., σ. 63 – 64.
  6. Κεσελόπουλος, όπ. π., σ. 180 κ.εξ.
  7. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο του, Αθήνα 1979, σ. 54.
  8. Αλ. Παπαδιαμάντης, Είκοσι κείμενα..., όπ. π.. σ. 61.
  9. Βλ. σχετικά, Γιάννης Φιλόπουλος, Εισαγωγή στην ελληνική πολυφωνική εκκλησιαστική μουσική, Αθήνα 1990.
  10. Άπαντα, τ. Ε', όπ. π. σ. 67 – 78.
  11. όπ. π., σ. 82 – 93.
  12. όπ. π. 96 – 114.
  13. όπ. π. 170 – 183.
  14. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης {Το λάβαρον}, ανέκδοτες παπαδιαμαντικές σελίδες από το Αρχείο Απόστολου Γ. Παπαδιαμάντη, έκδοση κειμένων, σχόλια και περιγραφή του Αρχείου Φώτης Δημητρακόπουλος, Αθήνα 1989.
  15. όπ. π., σ. 52 – 61.
  16. όπ. π., 102 – 105.
  17. όπ. π., σ. 90.
  18. όπ. π., σ. 91.
  19. όπ. π., σ. 52.
  20. Άπαντα, τ. Ε', όπ. π., σ. 67.
  21. όπ. π., σ. 68.
  22. όπ. π., σ. 173.
  23. όπ. π., σ. 173.
  24. όπ. π., σ. 240.
  25. Αλ. Παπαδιαμάντης {Το λάβαρον}, όπ. π., σ. 55.
  26. όπ. π., σ. 56.
  27. Άπαντα, τ. Ε', όπ.π. σ. 175.
  28. όπ. π., σ. 99.
  29. όπ. π. σ. 84.
  30. Τυπικόν της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας (υπό Γεωργίου Βιολάκη), βλ. Ερμηνεία του κανόνος σ. ζ' – ια'.
  31. Άπαντα, τ. Ε', όπ. π., σ. 103.
  32. Νικοδήμου εν μοναχοίς ελαχίστου του Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον, Εν Βενετία 1836, σ. 343.
  33. Τροπάριον ζ' ωδής κανόνος Μ. Πέμπτης.
  34. Άπαντα, τ. Ε', όπ. π., σ. 72.
  35. όπ. π., σ. 104.
  36. όπ. π., σ. 104.
  37. Αλ. Παπαδιαμάντη {Το λάβαρον}, όπ. π., σ. 59
  38. Άπαντα, τ. Ε', σ. 238.
  39. όπ.π.
  40. όπ.π.
  41. όπ. π., σ. 75
  42. όπ. π.
  43. όπ. π. σ. 112.
  44. όπ.π., σ. 112 -114.
  45. όπ. π., σ. 75.
  46. Ιδιόμελον Ήδη βάπτεται κάλαμος, Και νυν... Αποστίχων της ακολουθίας των Παθών.
  47. Αλ. Παπαδιαμάντη, Παιδική Πασχαλιά, Αθήνα 1999, σ. 13-14.
  48. Άπαντα, τ. Ε', .οπ.π., σ. 183.
  49. Άγγελου Καλογερόπουλου, Ο θρους του δέρατος, Αθήνα 1993, σ. 83.
  50. Άπαντα, τ. Δ', σ. 297.
  51. Άγγελου Καλογερόπουλου, όπ.π., σ. 85. 

     http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/
     

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Πάσχα με τον Παπαδιαμάντη και τον Μωραϊτίδη



 Το Πάσχα, η μεγαλύτερη γιορτή της Ορθοδοξίας, αποτελεί το κέντρο της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας μας. Ιδιαίτερα όμως, για την μικρή κοινωνία της Σκιάθου, ο εορτασμός του Πάσχα υπήρξε πάντοτε σημείο αναφοράς και καθορίζει τον εκκλησιαστικό, κοινωνικό και πολιτιστικό βίο της. Τόπος με έντονη θρησκευτική παράδοση, την οποία η παρουσία των κολλυβάδων αγιορειτών πατέρων το 18ο αιώνα αναθέρμανε, διατηρεί μέχρι σήμερα τα εκκλησιαστικά έθιμά του. Θεματοφύλακες των εθίμων αυτών οι δύο ενορίες, των οποίων η λειτουργική πράξη παραμένει αναλλοίωτη, με εμφανείς τις επιρροές από το μοναχικό τυπικό και την σεμνή αρχαιοπρέπεια των Κολλυβάδων. 
Το λειτουργικό έτος έχει ως κέντρο του τη Μεγάλη γιορτή του Πάσχα, περίοδο κατά την οποία οι πιστοί νησιώτες θα συναχθούν στις δύο ενορίες ως εις ένα Σώμα, όπου με την Χάρι του Θεού θα βιώσουν τα μεγάλα και σωτηριώδη γεγονότα της θείας Οικονομίας, το Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού[1].
            Η αγάπη για τα τοπικά έθιμα που περιβάλλει τις παραδόσεις του νησιού ενέπνευσε και τους δύο διηγηματογράφους του νησιού, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη.
            Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αφιερώνει στην Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση 12 διηγήματα και 10 άρθρα του. Όλα εμπνέονται από το ευφρόσυνο κλίμα της εορτής και εκφράζουν την βαθειά του πίστη, όπως διαφαίνεται και στην παροιμιώδη φράση του, στο πασχαλινό διήγημα Λαμπριάτικος Ψάλτης: ‘‘Τὸ ἐπ᾿  ἐμοί, ἐνόσῳ ζῷ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη’’[2].
            Στο πλαίσιο αυτό ο Παπαδιαμάντης περιγράφει στα άρθρα του τα τεκταινόμενα κατά την Μεγάλη Εβδομάδα με απλό και λιτό τρόπο, επεξηγώντας τα σωτηριώδη γεγονότα που εορτάζονται κάθε ημέρα της. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα άρθρα του Ἡ ἐβδομάς τῶν Ἁγίων Παθῶν, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἐβδομάς και δύο ακόμη άρθρα του με τον ίδιο τίτλο Ἡ Μεγάλη Ἐβδομὰς ἐν Ἀθῆναις.
            Στο διήγημα Παιδική Πασχαλιά, ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται στο Έθιμο των Καλάντων της Μεγάλης Πέμπτης, που τηρείται μέχρι στις μέρες μας στη Σκιάθο. Μετά τη Θεία Λειτουργία τα παιδιά, αφού στολίσουν έναν ‘‘ὑψηλὸν καλάμινον σταυρὸν’’ με ‘‘μὲ ρόδα εὐώδη καὶ μὲ μήκωνας κατακοκκίνους, μὲ δενδρολίβανον καὶ μὲ ποικιλόχροα ἀγριολούλουδα, μὲ τὸν ἀποσπασθέντα ἀπὸ τ᾿ Ὀχτωήχι χάρτινον Ἐσταυρωμένον εἰς τὸ μέσον τοῦ σταυροῦ, καὶ μὲ ἐρυθρὸν μανδήλιον κυματίζον’’[3] θα τραγουδήσουν σε όλα τα σπίτια της Σκιάθου τα πένθιμα Κάλαντα, το προανάκρουσμα του Πάθους και της Αναστάσεως του Χριστού.
Οι υποδεχόμενοι στα σπίτια τα παιδιά τα φιλεύουν για τον κόπο τους δίνοντάς τους και ‘‘ἀνὰ δυὸ ἀρτιβαφὴ αὐγὰ’’...’’κόκκινα, καὶ τί εὐτυχία! τί νίκη!’’[4].
            Την ίδια στιγμή κάθε σπίτι και κάθε οικογένεια κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες για το Πάσχα. Οι γυναίκες βάφουν τα αυγά ‘’μὲ ῥιζάρι, κιννάβαρι καὶ ὄξος’’ και ζυμώνουν τις ‘‘κουλοῦρες μετ᾿ αὐγῶν διὰ τὸν σύζυγον’’ και ‘‘διὰ τὴν πενθεράν της, δι᾿ ἐαυτήν, διὰ τὲς κουμπάρες, ὡς καὶ μικρὲς «κοκῶνες» για τα παιδιά τους αλλά και ‘‘διὰ τ᾿ ἀνεδεξίμια της καὶ διὰ τὰ πτωχὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς.’’[5] Έτσι και η Θειά Σοφούλα στο διήγημα Η τελευταία βαπτιστική, την βλέπουμε ανασφουγγωμένη να ζυμώνει μόνη της ‘‘ἐν συνόλῳ’’...‘‘ἑβδομήκοντα καὶ πλέον κοκκώναις, δηλ. παιδικὰς κουλούρας διὰ τοὺς βαπτιστικούς, διὰ τοὺς ἐγγονοὺς καὶ τὰ δισέγγονα’’[6]. Όλα πρέπει να είναι έτοιμα ώστε οι πιστοί απερίσπαστοι να μπορέσουν να μετάσχουν από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης στα  Άχραντα Πάθη του Χριστού.
Ιδιαίτερο χρώμα έχει η ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Μετά την Ακολουθία των Ωρών, του Εσπερινού και της Αποκαθήλωσης, οι πιστοί θα ασπαστούν το Επιτάφιο, που από νωρίς το πρωί οι νέες του νησιού έχουν στολίσει, και τα μικρά παιδιά αφού κάνουν ‘‘τρεῖς γονυκλισίας πρὸ τοῦ ἀνθοστεφοὺς κουβουκλίου’’ θα ασπαστούν ‘‘τὸν μυρόπνοουν Ἐπιτάφιον, τὸ ἀργυρόχρυσον Εὐαγγέλιον μὲ τ᾿ ἀγγελούδια, καὶ τὸν Σταυρὸν μὲ τ᾿ ἀνθρωπάκια καὶ τὶς Παναγίτσες’’ και θα περάσουν τρεις φορές κάτω από τον ‘‘ὑψηλόν, μεγαλοπρεπῆ Ἐπιτάφιον’[7]. Οι καμπάνες των ναών κτυπούν πένθιμα όλη την ημέρα μέχρι τη δύση του ηλίου, και αρκετοί πιστοί παραμένουν στην Εκκλησία θέλοντας να ξενυχτίσουν τον Χριστό, μιας και σύμφωνα με το αρχαίο Έθιμο, η Ακολουθία του Επιταφίου ξεκινά όρθρου βαθέως, στη 1 μετά τα μεσάνυκτα, με την περιφορά του Επιταφίου να γίνεται από τις 4:00π.μ. έως τις 5:15π.μ. Η περιφορά γίνεται ‘‘ὑπὸ τὸ ἀμαυρωθὲν φέγγος τῆς φθινούσης σελήνης, ἐνῷ ἡ αὐγὴ’’ λάμπει ‘‘ροδίνη καὶ ξανθή, προπέμποντες τὸν Ἐπιτάφιον ἀγλαόφωτον μὲ σειρὰς λαμπάδων. Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα’’ κινεί ‘‘ἠρέμα τοὺς πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβύνῃ, καὶ ἡ ἄνοιξις’’ πέμπει ‘‘τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ Ταφέντα, σαν να συμψάλλει και αυτή ‘‘«ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἱγιαλὸν’’ επαναλαμβάνει ‘‘«οἴμοι! γλυκύτατε Ἰησοῦ!»’’[8].
Το αρχαίο αυτό έθιμο όπως και την αναπαράσταση της Εις Άδου Καθόδου του Χριστού περιγράφει ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης στο διήγημά του Άρατε Πύλας. Με γλαφυρό τρόπο περιγράφει την περιφορά κατά την αυγή του Μεγάλου Σαββάτου, ‘‘ὅτε δὲν εἶναι οὔτε ἡμέρα οὔτε νύξ, ἢ μᾶλλον μὲ ὀλίγην ἡμέραν καὶ πολλὴν νύκτα, μὲ ὀλίγον φῶς καὶ μὲ πολλὰ ἄστρα, καμιὰ φορὰ μὲ σελήνην λειψίφωτον, ὅτε τὸ θέαμα γίνεται ὑπερκατανυκτικόν, μὲ ὀλίγας ἀηδόνας καὶ πολλὰ πρωινὰ πουλιῶν χαιρετίσματα, μὲ ὀλίγον εὐωδιάζοντα ἄρωμα πρωινὸν ἀέρα καὶ μὲ πολὺ θυμίαμα˙ καὶ κάτω τὸ κῦμα μελανόφαιον, ἐφ᾿ οὗ ν᾿ ἀντανακλῶνται τῶν ἱερῶν λαμπάδων αἱ χρυσαῖ λάμψεις’’[9].
Η λιτανεία διαρκεί περίπου μια ώρα. Πολλοί υποδέχονται τον Επιτάφιο θυμιάζοντας από τα σπίτια τους  και η ευωδία ‘‘φθάνει ἀπὸ μακρὰν ὡς ἄρωμα αὐτῆς τῆς νυκτὸς ἀνέκφραστον’’[10].
Με συγκίνηση καταγράφει τις παιδικές του αναμνήσεις: ‘‘Ποσάκις δακρύων ἐξ ἀγνώστου χαρᾶς ἔμεινα κρυφὰ εἰς τὴν γωνίαν ἐκεῖ κάτω ἀκίνητος, ὡς ὁ φιλάργυρος ὁ φοβούμενος μὴ κλέψωσι τὸν θησαυρόν του˙ ἔμεινα νὰ βλέπω κρυφὰ – κρυφὰ τὴν τρυφερὰν αὐτὴν τοῦ Ἐπιταφίου πομπήν, κατερχομένην ἀπὸ τὸν ἀνήφορον, εἰσπνέων βαθέως ἐν ἄσθματι ὡς ἐντὸς κήπου ἀνθέων, ὡς νὰ ἤθελον νὰ ροφήσω διὰ μιᾶς ὅλην ἐκείνην τὴν μαρμαρυγήν, ὡς νὰ ἤθελον νὰ χορτάσω ὅλην ἐκείνην τὴν ἀχόρταστον μαγείαν’’[11].

Κατά την επιστροφή του Επιταφίου γίνεται η αναπαράσταση της καθόδου του Σωτήρος Χριστού στον Άδη. Ο Μωραϊτίδης την χαρακτηρίζει ως ‘‘συνήθεια ἀρχαιοτάτη’’[12], γνωρίζοντας πιθανώς ότι δεν απαντάται αλλού, ούτε και στο Άγιον Όρος[13]. Η λιτανεία σταματά έξω από την βασιλική είσοδο του ναού, την οποία κρατά κλειστή ο επίτροπος, ο οποίος αναπαριστά τον Άδη. Οι Ιερείς βαστώντας στους ώμους το Σώμα του Χριστού, αίροντας από το κουβούκλιο τον Επιτάφιο, πλησιάζουν στην κλειστή θύρα. Εκεί διαμείβεται ο διάλογος μεταξύ του θριαμβευτή Σωτήρος Χριστού και του Άδου, μέσω των ερωταποκρίσεων του εβδόμου και ογδόου στίχου του ΚΓ’ ψαλμού. ‘‘Τότε ὁ πρῶτος τῶν ἐφημερίων, προσεγγίζων εἰς τὰς πύλας κελεύει ἐπιτακτικῶς κρούων αὐτὰς καὶ κράζων: «- Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης!». Ὁ δὲ ἔσωθεν τῶν κεκλεισμένων πυλῶν παρὰ τὰ κλεῖθρα ὑποκρινόμενος τὸν Ἅδην ἐρωτᾶ αὐθαδῶς: «-Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;» Ἡ ἐπιτακτικὴ κέλευσις ὡς καὶ ἡ αὐθάδης ἐρώτησις ἐπαναλαμβάνονται ἐκ τρίτου. Καὶ τότε τὴν τρίτην φορὰν ὁ ἱερεὺς ὠθῶν ἰσχυρῶς διὰ τοῦ ποδὸς καὶ τῶν χειρῶν τὰς πύλας, ἀναφωνεῖ ἐν κυριαρχικῇ δυνάμει: «- Κύριος τῶν Δυνάμεων, αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς Δόξης!» Καὶ ἀνοίγει βασιλικῶς καὶ αὐταρχικῶς τὰς πύλας, καὶ οὕτως εἰσέρχεται εἰς τὸν ναὸν ὁ Ἐπιτάφιος.’’[14]
Στο ευφρόσυνο κλίμα της Αναστάσεως μας μεταφέρουν τόσο ο Παπαδιαμάντης όσο και ο Μωραϊτίδης, ο πρώτος περιγράφοντας κυρίως την τελετή της Αναστάσεως στην εξοχή, όπου ο ιερέας μετέβαινε για να λειτουργήσει κοντά στους βοσκούς του νησιού, στον Αη-Γιάννη στο κάστρο(Αλιβάνιστος), στον Αη Δημήτρη(Εξοχική Λαμπρή) ή στο ομώνυμο με το διήγημα εξωκκλήσι της Αγίας, στην Αγι᾿ Αναστασιὰ.
Στον Λαμπριάτικο Ψάλτη οι γυναίκες άρχισαν ‘‘νὰ ἀναζωπυρῶσι τὰ φυτίλια, νὰ ρίπτωσιν ἔλαιον εἰς τὰς κανδήλας καὶ νὰ κάμνωσιν ἐγκαρδίους σταυροὺς’’ καθώς ‘‘ἠσθάνοντο ἀνέκφραστον χαρὰν καὶ γλύκαν εἰς τὰ σωθικά των. Ἦτον Ἀνάστασις. Ἀνάστασις!’’.
Αλλά και ο παπα-Διανέλλος ‘‘λαβὼν τεμάχιον παλαιᾶς σανίδος καὶ σφυροειδὲς ξύλον, κατεσκεύασεν αὐτοσχέδιον σήμαντρον’’ και με αυτό ‘‘ἤρχισε νὰ κρούῃ ὁ ἱερεὺς εἰς τροχαίους πρῶτον (τὸν ἀδάμ, ἀδάμ, ἀδάμ), εἶτα εἰς ἰάμβους (τὸ τάλαντον, τὸ τάλαντον) καὶ νὰ ἐξυπνῇ τὰς μεσονυκτίους ἠχοῦς’’[15].
Οι χωρικοί ‘‘ἤναψαν τὰς λαμπάδας κι᾿ ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τὸ ὕπαιθρον ν᾿ ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν’’. Πόσο ‘‘Γλυκεῖαν καὶ κατανυκτικὴν’’ υπήρξε η Ανάσταση εκείνη ‘‘ἐν μέσῳ τῶν ἀνθούντων δένδρων, ὑπὸ ἐλαφρᾶς αὔρας σειομένων εὐοδῶν θάμνων καὶ τῶν λευκῶν ἀνθέων τῆς ἀγραμπελιᾶς’’[16]
Στο διήγημα πάλι Παιδική Πασχαλιά ο Παπαδιαμάντης μας μεταφέρει στην πόλη της Σκιάθου. ‘‘Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἤστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεία ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸ πρόναον, καὶ τίνες παῖδες δεκαετεῖς ἐπυροβόλουν μὲ μικρὰ πιστόλια, ἄλλοι ἔρριπτον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους τὰ βαρέα καρφία μὲ τὰ καψύλια’’[17].
Ο Μωραϊτίδης στο διήγημα Ο κυρ- Μανωλάκης θυμάται με νοσταλγία τα παιδικά του χρόνια, όταν με ‘‘ἀπερίγραπτον ἀνυπομονησίαν’’ ανέμενε ‘‘τὴν νύκτα τοῦ Πάσχα’’ ώσπου στο άκουσμα της καμπάνας πετιόνταν επάνω ‘‘πτερωτός, ἐλαφρός ὡς πτηνὸν’’ και έτρεχε ‘‘πρῶτος-πρῶτος εἰς τὴν Ἀνάστασιν’’[18].
Οι πιστοί, ‘‘καθαρῶς καὶ εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένοι’’[19] συγκεντρώνονται στο ναό όπου καταλαμβάνουν  τα στασίδια τους όλοι οι προύχοντες και οι γέροντες στους δυο χορούς ‘‘ἔνθεν καὶ ἔνθεν φοροῦντες τὰ καλά των’’[20], ενώ οι νεώτεροι καταλαμβάνουν ‘‘τὰ πρὸ τῶν χορῶν κενά, νηφάλιοι καὶ σιωπηλοί’’[21]. Πίσω τους δεξιά και αριστερά κάθονται ‘‘οἱ νησιῶται ὅλοι ναυτικοὶ καὶ γεωργοὶ ἀνάμεικτοι’’[22] και κοντά σε αυτούς τα παιδιά, καθένα ‘‘μὲ τὸ κόκκινον αὐγὸν εἰς χεῖρας, γεμᾶτα χαράν’’, ‘‘σεμνὴ ἐν τῇ ὅλῃ ἁπλότητι αὐτῆς παράταξις’’[23].
Η παννυχίδα της Αναστάσεως αρχίζει και οι χοροί ψάλλουν ‘‘σιγὰ-σιγὰ μὲ ταπεινὴν φωνὴν καὶ ταπεινότερον ὕφος τὸ Κύματι θαλάσσης ἵνα ἀργότερον, ὅταν θὰ ἐμελῴδουν βροντοφώνως τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, γίνῃ καταφανὴς ἡ ἀντίθεσις τοῦ πένθους καὶ τῆς χαρᾶς’’[24].
Με το Δεύτε λάβετε Φῶς, έλαμψε ο ναός όλος από τα φώτα της Αναστάσεως, ‘‘λάμψιν φαεινὴν κ᾿ ἐπέραστον, ἀλησμόνητον λάμψιν, φωτὶ ἀνεσπέρῳ περιλουόμενος’’[25].
Αλλά και η φύση η ίδια συμμετέχει και αυτή στη μεγάλη χαρά του Δημιουργού της. ‘‘Ὅλα ἐγελοῦσαν ὡς μικρὰ ἀθῶα παιδία, ὅλα ἐμοσχοβολοῦσαν εἰς τὴν μικρὰν ἐκείνην νῆσον, ὅλα ἦσαν λαμπροφορεμένα’’‘‘Τὰ ἀηδόνια εἶχαν ἔλθει τόσον ἐγγὺς εἰς τὴν κωμόπολιν, ὥστε μερικὰ ἀφόβως εἰσέδυσαν καὶ εἰς τὸ πυκνὸν τοῦ ναΐσκου κηπάριον καὶ συνώδευον καὶ ἐκεῖνα μὲ τὴν μαγευτικὴν μελωδίαν των τὸ γλυκύλαλον «Χριστὸς Ἀνέστη»’’...‘‘Ἀλλ᾿ ἴσως καὶ τὰ πάμπολλα τριαντάφυλλα τοῦ κηπαρίου τῆς Ἐκκλησίας προσέφερον καὶ αὐτὰ ἐν ἀναλογίᾳ τὸ ἄρωμά των τὸ μεθυστικόν’’[26].
Η συμμετοχή της φύσης στη θεία ευφροσύνη κορυφώνεται καθώς προχωρεί η θεία Λειτουργία. ‘‘Γλυκοχαράζει πλέον. Ροδίζει εὔμορφα ἡ αὐγὴ προσπαθοῦσα νὰ διασπάσῃ τῆς νυκτὸς τὴν μαύρην καλύπτραν, ἥτις ἁπλοῦται ἀκόμη εἰς τὸ μικρὸν χωρίον μου καὶ εἰς τὸν εὔμορφον λιμένα του, τοῦ ὁποίου τὰ νερὰ ἀκίνητα ἡσυχάζουν ἐν τῇ σιωπηλῇ τῆς νυκτὸς γαλήνῃ. Οὔτε ὁ φλοῖσβος ὁ μελωδικὸς ἀκούεται εἰς τὴν ἄμμον κάτω. Τὰ ἄστρα τρέμουν παιγνιώδη ἐν τῷ κυαναυγεῖ στερεώματι, ὡς νὰ τὰ ἐξήγειρον τώρα ἀπὸ τοῦ βαθέος ὕπνου αἱ πρῶται τῆς ἠοῦς ἀκτῖνες. Δύο ἡδύλαλοι ἀηδόνες κελαδοῦν περιπαθῶς τὸ ἑωθινὸν ἐν τῷ κηπαρίῳ, ἀφ᾿ οὗ ἀναδίδεται εὐωδία μεθυστικὴ ἀρωμάτων’’[27]
 Η λαϊκή ευσέβεια στην προσπάθειά της να προβάλει το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως δεν διστάζει να περιλάβει στα έθιμά της  πυροβολισμούς και άλλα ηχηρά μέσα. Η χαρμόσυνος βοή, ‘‘ἠχηρὰ καὶ κραταιὰ ἐν κρότοις πιστολισμῶν καὶ κροταλισμοῖς καψυλίων’’ μετέφερε παντού, ‘‘εἰς πόλεις καὶ δάση καὶ κοιλάδας καὶ πελάγη, εἰς γὴν καὶ οὐρανόν, τὸ πανευφρόσυνον Χριστὸς Ἀνέστη, ψαλλόμενον πανηγυρικῶς ἐν τῇ μικρᾷ τοῦ ναοῦ πλατείᾳ’’[28].
Ο Μωραϊτίδης έμμεσα μας προτρέπει να μην φύγει κανείς αλειτούργητος από την Εκκλησία την Ανάσταση, τονίζοντας την μεγάλη ευλογία της ‘‘λειτουργημένης’’ αναστάσιμης λαμπάδας. ‘‘Μετ᾿ ὀλίγον ρεῦμα φωτὸς ἐξεχύθη ἐν τῇ πλατείᾳ λαβὸν παντοίας ἀνὰ τὰς σκολιὰς ὁδοὺς διευθύνσεις. Ἔληξεν ἡ Λειτουργία καὶ οἱ πιστοὶ νησιῶται, κρατοῦντες ἀναμμένην τὴν λαμπάδα τοῦ Πάσχα, μετέβαινον ἐν ἀγαλλιάσει εἰς τοὺς οἴκους των νὰ φέρωσιν εἰς αὐτοὺς τὸ φῶς, τὴν χαράν, τὴν Ἀνάστασιν’’...‘‘ἕκαστος τῶν ὁποίων μετεβλήθη εἰς ναὸν ἑορτάζοντα’’[29].
 Kων. Κουτούμπα


[1] . ‘‘Σήμερον ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡμᾶς συνήγαγε’’, ιδιόμελον του Εσπερινού της Κυριακής των Βαΐων, Τριώδιον, εκδ. «Φως», Αθήναι 1992, σ. 380.
[2] . Αλ. Παπαδιαμάντη, Λαμπριάτικος ψάλτης, τόμ. Β᾿, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 517.
[3] . Αλ. Παπαδιαμάντη, Παιδική Πασχαλιά, τόμ. Β᾿, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 171.
[4] . Όπ. π., σ. 172.
[5] . Όπ. π.
[6] .  Αλ. Παπαδιαμάντη, Η τελευταία βαπτιστική, τόμ. Β᾿, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 91.
[7] . Όπ. π., Παιδική Πασχαλιά, σσ. 172-173.
[8] . Όπ. π., σ. 173.
[9] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Α΄, Άρατε πύλας,  εκδ. «Γνώση και Στιγμή», σ.  180.
[10] . Όπ. π.
[11] . Όπ. π., σ. 181.
[12] . Όπ. π., σ. 178.
[13] . Ιερόν Κελλίον Ευαγγελισμού Καρυών Αγίου Όρους, Αγιορειτικόν Τυπικόν της Εκκλησιαστικής Ακολουθίας, εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 21997, σ. 218, υποσημ. 46. : ‘‘Αι ερωταποκρίσεις «Άρατε πύλας» κλπ. Δεν συνηθίζονται εν Αγίω Όρει…’’.
[14] . Αλ. Μωραϊτίδη, όπ. π., σ. 178.
[15] . Αλ. Παπαδιαμάντη, Λαμπριάτικος Ψάλτης, τομ. Β’, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 524.
[16] . Αλ. Παπαδιαμάντη, Εξοχική Λαμπρή, τομ. Β’, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 127 .
[17] . Αλ. Παπαδιαμάντη, Παιδική Πασχαλιά, τομ. Β’, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 174.
[18] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Β’, Ο κυρ-Μανωλάκης, εκδ. «Γνώση & Στιγμή», Αθήνα 1991, σσ. 31-32.
[19] . Όπ. π., σ. 33.
[20] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Α΄, Άρατε πύλας, σ. 173.
[21] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Β΄, Ο κυρ-Μανωλάκης, σ. 33.
[22] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Α΄, Άρατε πύλας, σ. 173.
[23] . Όπ. π.
[24] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Β΄, Ο κυρ-Μανωλάκης, σ. 33.
[25] . Όπ. π.
[26] . Όπ. π., σ. 171.
[27] . Όπ. π., σ. 172.
[28] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Β΄, Ο κυρ-Μανωλάκης, σ. 40.
[29] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Α΄, Άρατε πύλας, σ. 173.

Copyright © 2008 Ιερά Μητρόπολις Χαλκίδος

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ένας μεγάλος ησυχαστής Πατέρας (Γ')


Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

(συνέχεια από τό προηγούμενο)

5. Τό οσιακό τέλος του
Τό τέλος ενός τέτοιου αγίου ήταν αντάξιο τής ζωής του. Σέ όλη του τήν ζωή ζούσε μέ ησυχία καί νοερά προσευχή, καί έτσι έπρεπε νά τελειώση τόν βίο του καί νά περάση στήν αιωνιότητα.
Κατά τήν μαρτυρία τού βιογράφου του Μητροφάνη «πολλές ημέρες νωρίτερα έλαβε ειδοποίηση από τόν Κύριο περί τού θανάτου του, διότι σταμάτησε πιά τή μετάφραση τών πατερικών έργων». Τόν επισκέφθηκε στό κελλί του καί τόν είδε «εξαιρετικά χαρούμενο». Τού έθεσε «τέσσερα δύσκολα θεολογικά ερωτήματα» καί εκείνος τού έδωσε καλές εξηγήσεις. Όταν αποχώρησε από τό κελλί του, τότε ο αδελφός πού τόν υπηρετούσε «κλείδωσε τήν πόρτα καί δέν επέτρεψε σέ κανέναν νά μπεί μέσα. Τήν επομένη ημέρα αρρώστησε. Τότε δέν επέτρεψε σέ κανέναν νά κτυπήσει τήν πόρτα, γιά νά μήν επιδεινωθεί η κατάστασή του».
Υπέφερε τρείς ημέρες καί τήν Κυριακή πού αισθάνθηκε καλύτερα πήγε στήν θεία Λειτουργία. Πολύ δύσκολα επέστρεψε στό κελλί του. «Από τότε η αρρώστια του επιδεινώθηκε καί σέ κανέναν δέν επέτρεπαν νά τόν επεσκεφθεί, επιθυμώντας νά τελειώσει ο μακαριστός μέσα σέ ησυχία».
«Όταν έφθανε τό τέλος κοινώνησε τών αχράντων μυστηρίων, καί αφού κάλεσε δύο πνευματικούς, διά τών οποίων μετέφερε σ’ όλους τούς αδελφούς ευλογία καί ειρήνη, αποδήμησε σάν νά κοιμήθηκε καί παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τού Θεού, αφήνοντας τήν αδελφότητα, σύμφωνα μέ τήν κρίση τής κοινής σύναξης, νά εκλέξει Γέροντα καί ποιμένα».
Όταν έγινε γνωστή η εκδημία τού οσίου Παϊσίου «συνάχθηκε πλήθος μοναχών καί εγγάμων ιερέων καί απλών ανθρώπων, καί έγινε κοινός θρήνος όλων, καί ημών καί εκείνων, τόν ενταφιάσαμε δέ μέ τιμές μέσα στόν ναό».
Εκοιμήθη τήν 15η Νοεμβρίου τού έτους 1794. Οσιακή ζωή, οσιακή καί η κοίμηση. Ζωή ησυχαστική, κοίμηση καί εκδημία πρός τόν Κύριο ησυχαστική.
6. Η φιλοκαλική κίνηση στόν ορθόδοξο χώρο
Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, χωρίς νά τό επιδιώξη, συνδέθηκε μέ ένα γεγονός μεγάλης σημασίας πού παρατηρήθηκε τόν 18ο αιώνα στόν ορθόδοξο χώρο καί αυτό λέγεται φιλοκαλική αναγέννηση πού έπαιξε σημαντικό ρόλο στήν αναβίωση τής Ορθοδόξου Παραδόσεως καί ανέδειξε νέους αγίους Πατέρες καί Νεομάρτυρες.
Είναι γνωστόν ότι στήν Ευρώπη τόν 18ο αιώνα αναπτύχθηκε ένα ιδεολογικό ρεύμα πού ονομάσθηκε Διαφωτισμός, ο οποίος αποδεσμεύθηκε από τό κομοσμοείδωλο τού δυτικού Χριστιανισμού καί στηρίχθηκε στούς αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους καί συγγραφείς. Τέτοιες διαφωτιστικές ιδέες, έστω καί μέ μετριότερη μορφή μετέφεραν στήν Ελλάδα οι Έλληνες διαφωτιστές, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος ενδιαφερόταν γιά τήν έκδοση τών έργων τών αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων καί συγγραφέων.
Αυτήν τήν περίοδο στόν ελληνικό χώρο εμφανίσθηκαν οι λεγόμενοι Κολλυβάδες ή Φιλοκαλικοί Πατέρες, όπως ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο όσιος Αθανάσιος Πάριος κ. ά., οι οποίοι κινήθηκαν σέ αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν πού εκινούντο οι Διαφωτιστές, δηλαδή αναζητούσαν καί δημοσίευαν κείμενα τών Πατέρων τής Εκκλησίας καί κυρίως κείμενα πού αναφέρονταν στήν ορθόδοξη ησυχία, η οποία είναι η μόνη μέθοδος Θεογνωσίας.
Ο άγιος Μακάριος, πρώην Κορίνθου, Νοταράς (1731-1805) εργάσθηκε πολύ γιά τήν εύρεση καί συγκρότηση τών συγγραμμάτων τών νηπτικών Πατέρων τής Εκκλησίας καί έδωσε σέ αυτά τόν τίτλο Φιλοκαλία τών ιερών νηπτικών. Ο όσιος Παΐσιος αναφέρεται σέ αυτόν τόν μεγάλο ησυχαστή Επίσκοπο πού πήγε στό Άγιον Όρος γιά τήν ανεύρεση καί συλλογή αυτών τών νηπτικών κειμένων. Κάνει εντύπωση πού μεταξύ τών άλλων ο όσιος Παΐσιος γράφει: «Όταν ήρθε στό Άγιον Όρος». Γνωρίζουμε, όμως, ότι ο άγιος Μακάριος ήταν στό Άγιον Όρος τό 1775, ενώ ο όσιος Παΐσιος είχε φύγει από τό Άγιον Όρος τό 1763. Έτσι, αυτό τό «ήρθε» τού οσίου Παϊσίου δείχνει ότι αισθανόταν καί ενεργούσε ως αγιορείτης, καίτοι εκείνο τόν καιρό ζούσε στήν Μολδαβία.
Πάντως, ο όσιος Παΐσιος αναφέρεται μέ πολύ ωραία λόγια γιά τόν άγιο Μακάριο, Επίσκοπο πρώην Κορίνθου, αφού είχαν τήν ίδια επιθυμία καί τήν ίδια αναζήτηση. Γράφει:
«Ο Πανιερώτατος κύρ Μακάριος, πρώην Μητροπολίτης Κορίνθου, από τή νεανική του ακόμη ηλικία, Θεού συνεργούντος, είχε τόση απερίγραπτη αγάπη γιά τά πατερικά συγγράμματα, τά αναφερόμενα στή νήψη, καί τήν προσοχή τού νοός, τήν ησυχία καί τή νοερά προσευχή, ήτοι τή διά τού νοός τελουμένη στήν καρδιά τών εργαζόμενων αυτήν, ώστε όλη του τή ζωή νά τήν αφιερώσει στήν αναζήτησή τους καί μέ τό φίλεργο χέρι του, ως εμπειρότατος στή θύραθεν παιδεία καί χωρίς φειδώ σέ έξοδα, παράγγειλε τήν αντιγραφή τους».
Στήν συνέχεια αφηγείται πώς ο Επίσκοπος Μακάριος ερεύνησε όλες τίς Βιβλιοθήκες τών Ιερών Μονών τού Αγίου Όρους, πώς ανακάλυψε αυτόν τόν «ανεκτίμητο θησαυρό» στήν Μονή Βατοπεδίου, «δηλαδή βιβλίο περί ενώσεως τού νοός μετά τού Θεού, συλλογή από όλους τούς αγίους, πού είχε γίνει σέ αρχαίους χρόνους από μεγάλους ζηλωτές», όπως καί άλλα συγγράμματα πού ήταν άγνωστα μέχρι τότε. Ο Επίσκοπος Μακάριος τά αντέγραψε, μέ τήν βοήθεια εμπείρων αντιγραφέων, τά διάβασε μέ επιμέλεια από τό πρωτότυπο καί τά διόρθωσε εγκύρως. Έγραψε δέ καί σύντομη βιογραφία τών αγίων πού τά συνέταξαν. «Τότε ανεχώρησε από τό Άγιον Όρος μέ ανείπωτη χαρά, σάν νά είχε βρεί στή γή ουράνιο θησαυρό καί, αφού ήρθε στήν ένδοξη μικρασιατική πόλη Σμύρνη, τά απέστειλε στήν Βενετία μέ πολλά χρήματα, τά οποία συνέλεξε από ελεημοσύνες Χριστιανών», γιά τήν έκδοσή τους. Ο όσιος Παΐσιος επαινεί τόν άγιο Μακάριο γιά τό σημαντικό αυτό έργο πού επιτέλεσε, διότι κατάλαβε τήν αξία αυτών τών συγγραμμάτων «καί σχεδόν ολόκληρη τή ζωή του τήν εξάντλησε στήν εντατική αναζήτηση αυτών τών συγγραμμάτων παντού, προπάντων όμως στό Άγιον Όρος Άθω». Μάλιστα αυτά τά συγγράμματα, όπως γράφει, είναι γιά τούς αθλητές τού μοναχικού βίου στόν αγώνα μέ τά αόρατα πνεύματα «πιό απαραίτητα καί από τήν ίδια τήν αναπνοή».
Καί ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809) βοήθησε στήν έκδοση τής Φιλοκαλίας ύστερα από παρότρυνση τού αγίου Μακαρίου, πρώην Κορίνθου όταν επισκέφθηκε τό 1777 τό Άγιο Όρος καί τόν συνάντησε. Ο ιερομόναχος Ευθύμιος, ο παραδελφός τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου, αναφέρεται στήν περίπτωση αυτή:
«Εις δέ τού 1777 ήλθεν ο άγιος Κορίνθου Μακάριος καί μετά τήν προσκύνησιν τών ιερών Μαναστηρίων ήλθεν εις ταίς Καραίς καί εφιλοξενήθη εις τόν "Άγιον Αντώνιον" από ένα συντοπίτην του Γερο-Δαβίδ. Καί όντας αυτού έκραξε καί τόν Νικόδημον καί τόν επαρακάλεσεν νά θεωρήση τήν "Φιλοκαλίαν". Καί μέ τούτον τόν τρόπον άρχισεν ο ευλογημένος-μα τί άρχισεν; απορώ, δέν ηξεύρω τί νά ειπώ• νά ειπώ πνευματικούς αγώνας ή υπερβολικούς κόπους τού νοός καί τής σαρκός του; όχι μόνον αυτά είναι, οπού είπα, αλλά καί άλλα, οπού δέν φθάνει ο νούς μου νά τά στοχασθή-άρχισε λέγω από τήν "Φιλοκαλίαν". Καί αυτού βλέπομεν τό ωραιότατον Προοίμιον, τούς εν συνόψει μελισταγείς βίους τών θεσπεσίων Πατέρων».
Ο αυθεντικός, όμως, αυτός βιογράφος τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου μάς δίνει καί τήν σημαντική μαρτυρία, ότι ο άγιος Νικόδημος είχεν ακούσει γιά τόν όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι καί θέλησε νά τόν επισκεφθή.
«Καί εκεί όντας (στήν Μονή Διονυσίου) ήκουσε τήν καλήν φήμην τού κοινοβιάρχου Παϊσίου Ρώσου, όπου ήτον εις τήν Μπογδανίαν (Μολδαβία) καί είχε υπέρ τούς χιλίους αδελφούς εις τήν επίσκεψίν του, καί ότι εδίδασκεν τήν νοεράν προσευχήν. Καί αγαπώντας καί αυτός αυτήν τήν θείαν εργασίαν εμβήκεν εις καράβιον, διά νά υπάγη εις αναζήτησιν τής φιλουμένης του θείας προσευχής. Καί αρμενίζοντας έξω από τόν Άθωνα τούς ηύρε φουρτούνα καί εκινδύνευσαν έως νά φθάσουν τόν λιμένα τής Παναγίας εις τήν Θάσον. Καί εκεί ευγαίνοντας άλλαξε τούς σκοπούς του από τήν φουρτούναν κατά τό φαινόμενον, τή δέ αληθεία νεύσις Θεού τόν εγύρισε, διά νά επιχειρισθή τό μέγα τούτο καλόν εις τήν Εκκλησίαν τού Χριστού». Προφανώς κάνει λόγο γιά τήν επιμέλεια εκδόσεως διαφόρων Πατερικών κειμένων.
Εδώ προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση η επικοινωνία μεταξύ αυτών τών τριών μεγάλων μορφών τής εποχής εκείνης, ήτοι τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, τού αγίου Μακαρίου, επισκόπου πρώην Κορίνθου, καί τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου. Αγαπούσαν καί οι τρείς τήν ησυχαστική παράδοση καί ζωή, τήν θεωρούσαν ως τήν ουσία τής ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωής, αγωνίσθηκαν γιά νά εντοπίσουν καί νά ανακαλύψουν τά νηπτικά συγγράμματα τών ησυχαστών Πατέρων καί έκαναν τά πάντα γιά νά τά εκδώσουν καί νά τά διαδώσουν. Κυρίως, αγάπησαν τήν νοερά ησυχία καί τήν νοερά-καρδιακή προσευχή, καί κατάλαβαν τήν αξία τους γιά τήν ένωση τού νού τού ανθρώπου μέ τόν Θεό. Καί αυτό είναι εκείνο πού τούς κατέστησε αγίους στήν συνείδηση τού λαού καί τήν ζωή τής Εκκλησίας.
Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι γράφει καί γιά τήν προσφορά τής ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στήν Ρωσική Εκκλησία:
«Μέ τήν ανέκφραστη τού Θεού φιλανθρωπία, κατά τούς εσχάτους καιρούς, η πάσης Ρωσίας Εκκλησία μας αξιώθηκε νά λάβη τήν αγία ορθόδοξη πίστη καί τό ορθόδοξο βάπτισμα από τήν Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία. Μέ τήν αγία πίστη έλαβε καί τήν Αγία Γραφή καί όλα τά ιερά βιβλία, τά εκκλησιαστικά καί τών αγίων διδασκάλων καί τά πατερικά, τά μεταφρασμένα από τά Ελληνογραικικά. Αυτά είναι οι πηγές τών σλαβικών βιβλίων, διότι αλλιώς δέν θά προέκυπταν σλάβικα βιβλία».
Έτσι, οι φιλοκαλικοί Πατέρες άγιος Μακάριος Νοταράς, άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης κ.ά. συνετέλεσαν στήν αναγέννηση τού ησυχαστικού μοναχισμού καί τής ησυχαστικής παραδόσεως, η οποία αντιστάθηκε στό ρεύμα τού Διαφωτισμού, πού επιδίωκε τήν επαναφορά τού νέου ελληνισμού στήν αρχαία Ελλάδα, περιφρονώντας όλη τήν ενδιάμεση βυζαντινή-ρωμαίϊκη-πατερική περίοδο. Κατά τόν ίδιο τρόπο καί ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι αντιστάθηκε μέ θετικό τρόπο σέ όλο τό διαφωτιστικό ρεύμα πού είχε εισχωρήσει στήν Ρωσία καί τήν γύρω περιοχή, όπως, άλλωστε καί ο ίδιος τό είχε συναντήσει στήν Εκκλησιαστική Σχολή τού Κιέβου, ως ιεροσπουδαστής.
Ο Ομότιμος Καθηγητής Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος στήν μελέτη του μέ τίτλο «Ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι καί η ασκητικοφιλολογική Σχολή του», ύστερα από έρευνα τών πηγών, μάς δίνει σημαντικές πληροφορίες γιά τήν έκδοση τής «Φιλοκαλίας» στήν ελληνική γλώσσα καί τήν μετάφρασή της στήν σλαβονική καί, βεβαίως, συσχετίζει τίς παράλληλες προσπάθειες τού οσίου Παϊσίου καί τού αγίου Μακαρίου Νοταρά Επισκόπου Κορίνθου.
Ήδη ο όσιος Παΐσιος γιά νά καλύψη τήν απουσία πνευματικού οδηγού καί προκειμένου νά καθοδηγήση τήν αδελφότητά του ενδιαφέρθηκε γιά τήν εύρεση, μελέτη καί μετάφραση νηπτικών κειμένων τών ησυχαστών Πατέρων. Έχει εντοπισθή προηγούμενως αυτή η προσπάθειά του.
Όταν είχε αναχωρήσει από τό Άγιον Όρος καί βρισκόταν στήν Μολδαβία πληροφορήθηκε τήν παράλληλη κίνηση τού αγίου Μακαρίου Νοταρά γιά τήν εύρεση καί συγκέντρωση τών κειμένων τών νηπτικών Πατέρων. Οι πληροφορίες μεταφέρονται σέ αυτόν από τόν μαθητή του μοναχό Γρηγόριο, ο οποίος βρισκόταν πλησίον τού αγίου Μακαρίου. Όταν η ελληνική έκδοση τής Φιλοκαλίας εξεδόθη τό 1782, τότε ο όσιος Παΐσιος έλαβε αντίτυπο αυτής τής εκδόσεως καί τότε τόσο ο ίδιος όσο καί οι μοναχοί του αναθεώρησαν τήν μετάφραση πολλών κειμένων τους. Αφού ολοκληρώθηκε η μετάφραση τών πατερικών κειμένων, στήν συνέχεια τυπώθηκε η σλαβονική Φιλοκαλία στό Συνοδικό Τυπογραφείο τής Μόσχας τό 1793, ήτοι ένδεκα χρόνια μετά τήν έκδοση τής ελληνικής Φιλοκαλίας. Όμως, η σλαβονική Φιλοκαλία περιλάμβανε τά συγγράμματα 24 επί συνόλου 36 συγγραφέων τής ελληνικής εκδόσεως. Αργότερα η σλαβονική Φιλοκαλία μεταφράσθηκε στήν ρουμανική καί τήν ρωσική γλώσσα.
Ο ίδιος Καθηγητής σέ ιδιαίτερο κεφάλαιο μέ τίτλο «Η Μονή Όπτινα κληρονόμος τού πνεύματος τής Σχολής τού Παϊσίου Βελιτσκόφσι» καταγράφει τό πώς οι Ρώσοι μοναχοί, μαθητές τού οσίου Παϊσίου, τό 1779, μετά τήν Συνθήκη τού Κιουτσούκ Καναϊρτζί καί αργότερα μετά τήν κοίμηση τού οσίου Παϊσίου, επαναπατρίσθηκαν στήν Ρωσία καί μετέφεραν τό ησυχαστικό πνεύμα τού οσίου Παϊσίου. Μετέφεραν καί τήν προφορική παράδοση, αλλά καί χειρόγραφα μεταφράσεων ασκητικών έργων πού είχαν γίνει από τήν Σχολή τής Ιεράς Μονής Νεάμτς. Οι μαθητές αυτοί τού οσίου Παϊσίου κατέλαβαν διάφορες θέσεις στά Ρωσικά Μοναστήρια, έγιναν Ηγούμενοι καί Πνευματικοί Πατέρες καί αυτό βοήθησε στήν ανάπτυξη τού ησυχαστικού μοναχισμού.
Έχει υπολογισθή ότι 103 Μονές τής Ρωσίας είχαν επηρεασθή από τό πνεύμα τού ησυχαστικού μοναχισμού, όπως τό εξέφραζε ο όσιος Παΐσιος. Όμως η Μονή Όπτινα ήταν εκείνη πού αποδείχθηκε η κατ' εξοχήν «κληρονόμος» τής μεγάλης ασκητικής παραδόσεως τής Σχολής τού Παϊσίου Βελιτσκόφσκι. Η Ιερά Μονή Όπτινα απέκτησε μεγάλη δόξα κατά τίς ημέρες τού Ιερομονάχου Μακαρίου (1788-1860). Επί τών ημερών του η Ιερά Μονή ανέλαβε τήν έκδοση ασκητικών συγγραμμάτων «τά οποία εκληροδότησεν εις τήν Ρωσίαν η σχολή τού Παϊσίου».
Η περίοδος αυτή στήν Ρωσία ήταν πολύ σημαντική γιατί μεταφέρονταν από τήν Δύση η λογικοκρατία καί η γερμανική φιλοσοφία πού επηρέασαν πολλούς διανοουμένους. Ήταν επόμενο ότι παράλληλα πρός τόν δυτικό γερμανικό διαφωτισμό αναπτυσσόταν καί η ησυχαστική παράδοση τής Εκκλησίας, όπως τήν εξέφραζε ο όσιος Παΐσιος. Έτσι αναπτύχθηκαν δύο ρεύματα στήν ρωσική κοινωνία, ήτοι τό ρεύμα τού δυτικού διαφωτισμού καί τό ρεύμα τού ησυχασμού από τούς σλαβόφιλους, όπως άλλωστε τό συναντούμε έκδηλα στό έργο τού Ντοστογιέφσκι «Αδελφοί Καραμάζοφ».
Στό μυθιστόρημα αυτό ο Ντοστογιέφσκι παρουσιάζει τά ρεύματα τά οποία επικρατούσαν στήν Ρωσία τήν εποχή του. Τά τρία παιδιά τού Θεοδώρου Καραμάζοφ, ήτοι ο Μίτια-Ντημίτρι, ο Ιβάν καί ο Αλεξέϊ-Αλιόσια εκφράζουν τά τρία ρεύματα τής ρωσικής κοινωνίας. Ο Μίτια εκπροσωπεί τήν παλιά πρωτόγονη αισθησιακή καί διονυσιακή Ρωσία. Ο Ιβάν εκπροσωπεί τήν ρωσική διανόηση, πού είχε επηρεασθή από τόν δυτικό διαφωτισμό καί ο ίδιος ήταν διανοούμενος, αγνωστικιστής καί εκπρόσωπος τών στοχαστών. Καί ο Αλιόσια εκπροσωπεί τόν διανοητικό κόσμο πού είχε επηρεασθή από τήν ορθόδοξη πνευματικότητα καί εκφράζει τόν τρόπο σκέψεως τών σλαβοφίλων. Ο δέ Στάρετς Ζωσιμάς, όπως τόν παρουσιάζει ο Ντοστογιέφσκι, εκφράζει τόν Μακάριο καί τόν Αμβρόσιο τής Μονής Όπτινα καί όλη τήν παράδοσή της.
Πάντως, οι 103 ρωσικές Μονές, ιδίως δέ η Μονή Όπτινα υπήρξαν κέντρα μελέτης τής Φιλοκαλίας καί τών πατερικών κειμένων. Μάλιστα δέ η Μονή Όπτινα επηρέασε πάρα πολύ τήν ρωσική κοινωνία καί τόν διανοητικό κόσμο, αφού εκτός από τόν λαό σύχναζαν στήν Ιερά Μονή θεολόγοι, φιλόσοφοι, λογοτέχνες, συγγραφείς, όπως ο Αλεξέϊ Χομιακώφ, ο Νικολάϊ Γκόγκολ, ο Λέον Τολστόϊ κ.ά.
Έτσι από τήν παράδοση πού δημιούργησε ο εκπληκτικός όσιος Παΐσιος επηρεάσθηκαν μοναχοί μέχρι καί τόν άγιο Σεραφείμ τού Σάρωφ, πού θεωρείται ως πνευματικός απόγονος τού οσίου Παϊσίου, καί άλλοι θεολόγοι, λογοτέχνες καί φιλόσοφοι.
Επίλογος
Η πορεία καί η ζωή τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (1722-1794) είναι θαυμαστή καί εκπληκτική. Η μητέρα του ήθελε νά τόν οδηγήση στόν γάμο καί τήν ιερωσύνη, ώστε δι’ αυτού τού τρόπου νά παραμείνη στήν ιστορία τό επίθετο τής οικογενείας. Καί αυτό γιατί η μητέρα του, όπως διηγείται ο όσιος Παΐσιος, έχασε τόν ιερέα σύζυγό της καί παρέμεινε αυτός τό μοναχοπαίδι της, «η μόνη γιά τά γηρατειά φροντίδα γιά τό σπίτι καί κατά Θεόν παρηγοριά». Όμως, ο όσιος Παΐσιος ακολούθησε άλλο δρόμο καί τελικά έσωσε χιλιάδες ανθρώπους, αναδείχθηκε ένας νέος Μωϋσής στήν Μολδαβία, τήν Βλαχία, τήν Ρωσία καί όλη τήν γύρω περιοχή, οπότε παρέμεινε λαμπρό τό επίθετό του στούς αιώνες. Ακόμη δέ καί η ίδια η μητέρα του, ύστερα από τήν πρώτη θλίψη της, έγινε μοναχή καί εκοιμήθη ως μοναχή.
Ο ίδιος μετέφερε στό Άγιον Όρος τόν ζήλο του γιά τήν ησυχαστική ζωή, αλλά ωφελήθηκε από τήν ησυχαστική παράδοση πού προϋπήρχε σέ αυτό, καίτοι από πολλούς ήταν ξεχασμένη, αλλά διαφυλασσόταν καί στίς βιβλιοθήκες καί σέ μεμονωμένους ασκητές. Αυτό δείχνει ότι η πατερική διδασκαλία είναι η ίδια διά μέσου τών αιώνων, είναι ουσιαστικά η θεολογία τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Πατέρων, καί δέν μπορεί νά υπερβή αυτήν τήν ορθόδοξη θεολογία, ούτε η σχολαστική θεολογία, ούτε η λεγομένη νεοπατερική-ρωσική θεολογία.
Ο Καθηγητής Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος γράφει εύστοχα στόν πρόλογο τού βιβλίου:
«Η μελέτη τής αναβίωσης τής ησυχαστικής πνευματικότητας στόν ορθόδοξο κόσμο κατά τόν 18ο αιώνα αναποφεύκτως οδηγεί στό πρόσωπο τού μεγάλου ασκητή καί κοινοβιάρχη, οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, ο οποίος επανεισήγαγε τόν σλαβικό καί ρουμανικό κόσμο στόν χώρο τής πνευματικής ζωής αυτής τής μορφής. Ο όσιος Παΐσιος υπήρξε αυτός πού συνετέλεσε στήν αναβίωση τού κοινοβιακού βίου στόν ρουμανικό μοναχισμό, μέ βάση τό αγιορειτικό πρότυπο, καί στήν στροφή πρός τήν ησυχαστική πνευματικότητα, όπως αυτή είχε ανθίσει στό Άγιον Όρος τόν 14ο αιώνα. Τό έργο του πρός τήν κατεύθυνση αυτή υπήρξε μία παράλληλη προσπάθεια μέ εκείνη τήν οποία είχε κάνει μέσα στόν ελληνικό κόσμο ο σύγχρονός του άγιος Μακάριος ο Νοταράς, τού οποίου τό έργο χρησίμευε ως υπόδειγμα γιά τόν Παΐσιο».
Καί πάλι θέλω νά ευχαριστήσω καί νά συγχαρώ τόν Ομότιμο Καθηγητή κ. Αντώνιο-Αιμίλιο Ταχιάο γιά τήν όλη προσφορά του στήν Εκκλησία, αλλά, ιδιαιτέρως, γιά τήν παρουσίαση τής ζωής καί τής δράσεως τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, πού είναι ένα λαμπρό τέκνο τής ζωής πού υπάρχει πλούσια μέσα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία.– 

parembasis