Το Σάββατο της Διακαινησίμου εβδομάδος η Εκκλησία μας τιμά άπαντες τούς Αγίους Κολλυβάδες Πατέρες. Πρόκειται για οσιακές μορφές κυρίως του 18ου και του 19ου αιώνος, αν και δεν είναι άτοπο να συγκαταριθμήσουμε μαζί τους και άλλους Πατέρες του 20ου, οι οποίοι αγωνίστηκαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την γνήσια ορθόδοξη πνευματική ζωή. Η αρχή έγινε με οξείες διαφωνίες με άλλους αγιορείτες που υποστήριζαν την κατά την Κυριακή τέλεση των μνημοσύνων αλλά και την σπάνια συμμετοχή στην θεία Κοινωνία. Οι «Κολλυβάδες»- όνομα που τους επιδόθηκε σκωπτικά- αγωνίστηκαν να συνδέσουν τους ορθοδόξους της εποχής τους με την λοιπή ιερή ασκητική Παράδοση της Εκκλησίας μας, όχι μόνον διότι το ορθό ήταν να τελούνται τα μνημόσυνα το Σάββατο και οι Χριστιανοί να κοινωνούν συχνά, αλλά επειδή γενικότερα η ησυχαστική ζωή της Εκκλησίας είχε παραγκωνισθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Κολλυβάδες προτείνουν διαρκώς θέσεις του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Βέβαια, όπως τότε ο μεγάλος αυτός Πατήρ παρεξηγήθηκε έτσι και αυτοί παρεξηγήθηκαν, πολεμήθηκαν και διώχθηκαν προς χάρη της Αλήθειας. Το Φιλοκαλλικό Πνευματικό κίνημα αυτών των Οσίων οφείλουμε να το βιώνουμε διαρκώς εντός της Εκκλησίας, εάν θέλουμε να είμαστε συνδεδεμένοι με ολόκληρη την αγιοπνευματική Παράδοση Αυτής. Το φοβερότερο είναι πως ακόμη και σήμερα, ενώ πλέον έχουν ανακηρυχθεί Άγιοι της Εκκλησίας και εμείς είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε πως όσα δίδαξαν είναι απολύτως σύμφωνα προς την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, κατηγορούνται και συκοφαντούνται από κάποιους που θεώρησαν εαυτούς ανωτέρους των Αγίων.

κειμ. ΙΜ Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
εικών Δημητρέλος

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Μνήμη Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου (†1809)



ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
(Χώρα Νάξου Κυκλάδων 1749 -
Άγιο Όρος 14 Ιουλίου 1809)
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ (ήχος α΄)
«Τον του Άθω φωστήρα και της Νάξου το βλάστημα,
και της Εκκλησίας απάσης τον θεόπτουν διδάσκαλον,
Νικόδημον τιμήσωμεν πιστοί,
ως έμπλεων σοφίας θεϊκής.
Διδαχάς γάρ ουρανίους και δαψιλείς,
βλυστάνει τοις κραυγάζουσι.
Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ,
δόξα τω σε στεφανώσαντι,
δόξα τω σε χορηγούντι διά σου ημίν τα πρόσφορα».
ΕΤΕΡΟΝ (ήχος γ΄)
«Σοφίας χάριτι,
Πάτερ κοσμούμενος,
σάλπιγξ θεόφθογγος,
ώφθης του Πνεύματος,
και αρετών υφηγητής,
Νικόδημε θεηγόρε.
Πάσι γαρ παρέθηκας,
σωτηρίας διδάγματα,
βίου καθαρότητος,
διεκφαίνων την έλαμψιν,
τω πλούτω των ενθέων σου λόγων,
δι' ών ως φως τω κόσμω έλαμψας».


.......Α΄. Γέννηση - ανατροφή
Το 1749 γεννήθηκε στη χώρα της Νάξου Κυκλάδων ο Νικόλαος Καλιβούρτζης. Ο πατέρας του ονομαζόταν Αντώνιος και η μητέρα του Αναστασία.  Είχε και ένα μικρότερο αδελφό, τον Πιέρο, που αργότερα έγινε ένας από τους βασικούς συνδρομητές του πολυγραφότατου Αγίου μας. Από μικρό παιδί πήρε την εκκλησιαστική ευσέβεια από την μητέρα του και έκανε παρέα με τον εξάδελφό του, μετέπειτα επίσκοπο Ευρίπου Ιερόθεο.
Δίπλα στο σπίτι του ήταν ο  ενοριακός Ι. Ναός της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο σύχναζε σε όλες τις ακολουθίες, όπου και έμαθε πολλούς ύμνους. Ο ιερέας τον έχει μαζί του σ' όλες τις ιεροπραξίες. Σε ηλικία 12 ετών, εισάγεται στην ονομαστή σχολή της Νάξου, πραγματική Ακαδημία. Λειτουργούσε στην Ι. Μ. του Αγίου Γεωργίου Γρώττας, με Διευθυντή τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, τον Αρχ. Χρύσανθο τον Εξωχωρίτη.
Β΄.  Ανώτερες Σπουδές στη Σμύρνη
Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Νησί του κοντά στον Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο, τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.  Όχι μόνον οι γονείς του, αλλά και ο δάσκαλός του Χρύσανθος αισθάνθηκαν την ανάγκη να τον προωθήσουν για ανώτερες σπουδές. Με πατρική μέριμνα του μητροπολίτη Παροναξίας Άνθιμου Βαρδή, στέλνεται στην «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης. Εκεί τον ανέλαβε ο ξακουστός Ιερόθεος Βουλισμάς. Εκεί είχε σαν συμμαθητές, μεταξύ άλλων, και τους μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτον τον Ζ΄ και Γρηγόριον τον Ε΄.
Ο Νικόλαος έγινε γνωστός για την πολυμάθειά του και την δυνατή μνήμη του. Αρκούσε να διαβάσει μία φορά ένα βιβλίο και να το θυμάται πάντα! Η ευφυΐα του, η ταπεινότητά του και ο πληθωρισμός των γνώσεων, εκκλησιαστικών και κοσμικών, τον ανέδειχναν σε δάσκαλο ακόμα και των συμμαθητών του. Πέρα από την βαθιά γνώση των Θεολογικών γραμμάτων και  των επιστημών της εποχής, έμαθε τέλεια την Λατινική, την Ιταλική και την Γαλλική Γλώσσα. Μετά από την πενταετή οικότροφη φοίτησή του, σε ηλικία 21 ετών, παρά τις προσπάθειες να μείνει ως δάσκαλος στη Σχολή, αυτός τον νου του τον είχε αλλού...
Γ΄. Στην Νάξο με τους κολλυβάδες
Το 1770 (ήταν 21 ετών) ο Ρωσικός στόλος κατέκαψε τον Τουρκικό στα Δωδεκάνησα. Οι Τούρκοι για αντίποινα σήκωσαν στην Σμύρνη αντίποινα, όπου έσφαξαν πολλούς Χριστιανούς. Μεγάλο προσφυγικό κύμα φτάνει μέχρι την Πελοπόννησο, ο δε Νικόλαος στη Νάξο. Τότε, για μια πενταετία περίπου εργάστηκε ως Γραμματέας της Μητροπόλεως Παροναξίας με την εποπτεία και την καθοδήγηση του Μητροπολίτου Παροναξίας Ανθίμου του Γ΄ (1742-1779). Του πρότεινε μάλιστα να γίνει κληρικός και με τις γνώσεις του να αντιμετωπίσει την θεολογία των Φράγκων, που υπήρχαν στο νησί.
Την εποχή αυτή (1774) βρέθηκαν στην Νάξο εξόριστοι από το Άγιο Όρος, οι υπέρμαχοι της Ορθοδοξίας αγιορείτες πατέρες, Ιερομόναχοι Γρηγόριος και Νήφων και ο Γερο-Αρσένιος. Γνωρίστηκαν και μίλησαν για το «κολυβαδικό» κίνημα, με το οποίο οι μοναχοί υπερασπίζονταν την Κυριακή, ημέρα της Ανάστασης, ημέρα χαράς και όχι... μνημοσύνων και γονυκλισιών! Του μίλησαν για τις μορφές του Γέροντα Σιλβέστρου και του Αγίου Μακαρίου (Νοταρά), πρώην επισκόπου Κορίνθου, που βρίσκονταν στην Ύδρα. Εκεί τους συνάντησε ο Νικόλαος, και πήρε την ευλογία να μονάσει στο Άγιο Όρος και να γνωρίσει την Φιλοκαλική παράδοση, στοιχεία της οποίας είναι η γιορτή της Ανάστασης, η άσκηση, η νήψη (εσωτερική εγρήγορση)  και η καρδιακή προσευχή.
Ζήτησε την ευλογία του επισκόπου και της μητέρας του (ο πατέρας του είχε κοιμηθεί). Παρ' ότι ο επίσκοπος τον ήθελε κοντά του, δεν τον εμπόδισε. Με την μητέρα του συμφώνησαν την ημέρα της αναχώρησής του να την ανεβάσει στην Ι. Μ. Χρυσοστόμου του νησιού. Όταν αυτό έγινε και κατέβηκε στην παραλία για να πάρει το πλοιάριο, αυτό αναχώρησε χωρίς να προλάβει ν' ανέβει. Ο αποφασισμένος Νικόλαος κολυμπώντας ανάγκασε μετά από ώρα να γυρίσουν να τον πάρουν... Η μητέρα του αργότερα κάρηκε μοναχή με το όνομα Αγάθη! 
Δ΄. Στο Άγιο Όρος
Ο Νικόλαος σε πελάγη ευτυχίας, φτάνει το 1775, στο άγιο Όρος, στη Ι. Μ. Διονυσίου. Οι συστατικές επιστολές του Γερο - Σίλβέστρου πολύ τον βοήθησαν. Γνώρισε τους κολυβάδες αδελφούς Σκουρταίους και τον ασκούμενο στην καλύβα της Καψάλας μοναχό Ευθύμιο, αργότερα παραδελφό του και βιογράφο του.
Μετά από λίγους μήνες στη Ι. Μ. Διονυσίου και οι αρετές του ανάγκασαν τον ηγούμενο να κάρει μικρόσχημο μοναχό, με το όνομα Νικόδημος. Μετά από δύο χρόνια (1777) έφτασε ο πρώην Κορίνθου άγιος Μακάριος στο Όρος και έμεινε στο κελί «Άγιος Αντώνιος». Από εκεί μήνυσε στο Νικόδημο για συνάντηση.
Με ευλογία έφτασε εκεί και ο άγιος του εμπιστεύτηκε να συντάξει προοίμιο στη «Φιλοκαλία» και τον «Ευεργετινό» και να διορθώσει τυχόν ορθογραφικά σφάλματα. Παρέλαβε ακόμη και το πόνημα περί «Συνεχούς Θείας Μεταλήψεως» για να το πλατύνει με υποσημειώσεις. Το βιβλίο μάλιστα «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών», που αποτελεί ανθολογία πατερικών κειμένων, είναι έργο του ίδιου του πρώην Κορίνθου αγίου Μακαρίου, ο οποίος το παρέδωσε στον άγιο Νικόδημο, το 1777, «προς πληρεστέραν επεξεργασίαν, συμπλήρωσιν και έκδοσιν», και εξεδόθη το 1782 στην Βενετία. Όλα αυτά έγιναν σ' αυτό το κελί και με τις συχνές επισκέψεις του Ευθύμιου ...
Όταν τελείωσε αυτά τα σημαντικά έργα για το δούλο Ορθόδοξο Γένος, ήλθε στο κελί του Ευθύμιου στην Καψάλα (1778). Εκεί αποκάθαρε τα αβλεπήματα στην «Αλφαβηταλφάβητο» ή «Παράδεισο» του αγίου Μελετίου του Ομολογητή. Το επόμενο έτος (1779), επανήλθε πάλι στη Μονή της Μετανοίας του. Εκεί έμαθε για την φήμη του κοινοβιάρχου οσίου Παϊσίου Βελιτσόφσκι, όπου είχε στην Μολδαβία χίλιους μοναχούς, που τους δίδασκε την νοερά προσευχή. Πήρε ευλογία να τον επισκεφθεί, αναχώρησε, αλλά το πλοίο προσάραξε στη Θάσο και έτσι θείος Νικόδημος επέστρεψε στο όρος για να φωτίσει το  Γένος που στέναζε.
Επιστρέφοντας ασκήτεψε δύο χρόνια στην έρημο της Καψάλας (1779-1781) στην καλύβα του Αγίου Αθανασίου, όπου έγινε υποτακτικός του Πελοποννήσιου μοναχού Αρσένιου του Κολυβά, τον οποίο είχε γνωρίσει στη Νάξο. Η άσκηση και η ταπείνωσή του αυτό διάστημα ήταν απερίγραπτες...
Ε΄. Στην Σκυροπούλα
Πολλές φορές θελγόταν από τον έρωτα της αναχώρησης και έλεγε: «Πάμε πατέρες μου σε κανένα ερημονήσι για να γλιτώσουμε από τον κόσμο». Έτσι το 1781 (32 ετών), φτάνει με τον γέροντά του στο άνυδρο ερημονήσι της Σκυροπούλας, βόρεια της Εύβοιας. Σύντομα ο γέροντάς του Αρσένιος επέστρεψε στον Άθωνα, ο όσιος όμως έσπερνε χειρονακτικά λίγο σιτάρι  και με λίγο νερό είχε τροφή για όλο το χρόνο. Ρούχα του έστειλε ο εξάδελφός του, επίσκοπος Ευρίπου Ιερόθεος, από την Κύμη. Στις τρομερές δυσκολίες της άσκησης ήλθε να προστεθεί η υπερβολική πίεση του Ιερόθεου να... συγγράψει  «συμβουλευτικό εγχειρίδιο για Αρχιερείς»...
Στο τέλος ταπεινά το αποδέχτηκε, το οποίο έγραψε με σημειώσεις και παραπομπές, όλες από μνήμης! Οι δαίμονες σε αντιπερισπασμό δεν τον άφηναν σε... χλωρό κλαρί...
Στ΄. Μεγαλόσχημος
Αυτό τον καιρό μετά από δύο χρόνια φοβερής άσκησης, επέστρεψε στο κελί του παραδέλφου του Ιερομόναχου Ευθύμιου στον Άθωνα. Επιθυμούσε περισσότερες μοναχικές υποχρεώσεις, ζήτησε και πήρε το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα από τον γέροντα του Ευθύμιου, Δαμασκηνό Σταυρουδά τον Κολυβά. Ήταν το 1783 (34 ετών).
Με την άδεια του γέροντά του αγόρασε άλλο κελί, στο ύψωμα του Κυριακού Ναού. Σύντομα σε διπλανά κελιά έφτασαν αρκετοί μοναχοί, για να παίρνουν κι αυτοί από τα χαρίσματά του.
Το 1784 δέχτηκε πάλι επίσκεψη του φίλου του Αγίου Μακαρίου για να παραφράσει τα «άπαντα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου». Ο δεινός ερμηνευτής τελείωσε το έργο το 1790 το οποίο καλλιγράφησε και εξέδωσε με προτροπή του ο φίλος του Κολυβάς Ιερομόναχος Διονύσιος Ζαγοραίος το 1790.
Την εποχή αυτή έγραψε το «Εξομολογητάριον» για βοήθεια τόσο των εξομολόγων, όσο και των μοναχών. Αργότερα έγραψε το «Θεοτοκάριο», όπου συμπεριέλαβε  ονομαστών υμνογράφων κανόνες προς την Κυρία Θεοτόκο, σε όλους τους ήχους. Το βιβλίο αυτό κάνει χρήση η Αγία μας εκκλησία.
Έγραψε εδώ και τα εποικοδομητικά του συγγράμματα «Αόρατο πόλεμο» και  «Πνευματικά Γυμνάσματα».
Ζ΄. Νέα σκάνδαλα
Μέχρι την εποχή εκείνη  ζούσε ασκητικά και ειρηνικά. Ήδη η «Φιλοκαλία», ο «Ευεργετινός» και το «περί συνεχούς θείας μεταλήψεως» κυκλοφορούσαν και πολλοί του ομολογούσαν χάριτες για την ωφέλεια που απολάμβαναν. Όμως δεν ήταν δυνατόν να μην περάσει και το καμίνι των μεγάλων πειρασμών, τι άγιος θα ήταν άλλωστε...
Το βιβλίο για την «Συνεχή Θεία Μετάληψη» βρήκε όμως και εχθρούς, γιατί επί χρόνια θεωρούσαν πολλοί ως ορθόδοξη Παράδοση το αντίθετο!!! Ένας τέτοιος μοναχός, το έστειλε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Προκόπιο, μαζί με όσες μπορούσε κατηγορίες... Παροξύνθηκε ο πατριάρχης και με Σύνοδο, το 1786, καταδίκασε το βιβλίο και το νομιζόμενο συγγραφέα του Άγιο Μακάριο Νοταρά και όποιο Χριστιανό το... διάβαζε!!! Οι φωτισμένοι Αγιορείτες αγωνίστηκαν ενάντια στη λάθος Συνοδική απόφαση και πέτυχαν με τον επόμενο Πατριάρχη Νεόφυτο Ζ΄, την άρση της άδικης καταδίκης. Έτσι οι αντιφρονούντες που ακολουθούσαν «ό,τι ήβραν» φιμώθηκαν...
Ο μισόκαλος όμως βρήκε άλλο δρόμο για να κτυπήσει τους κολυβάδες. Κατηγόρησαν τον Νικόδημο, ότι πιστεύει ότι στον Άγιο Άρτο δεν... ευρίσκεται όλος ο Χριστός, αλλά τμήμα Του, γι' αυτό εξ άλλου είναι υπέρ της συνεχούς θείας μεταλήψεως!!! Για να καταλάβουμε τον σάλο που δημιουργήθηκε, αρκεί να αναφέρουμε πως η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους ανακήρυξε τον Άγιο  «Ορθοδοξότατο και των δογμάτων της του Χριστού Εκκλησίας τρόφιμον...», μετά από 22χρόνια!!! Μαζί μ' αυτό το θέμα αναμοχλεύτηκε και το θέμα των μνημοσύνων την ημέρα της εορτής της Αναστάσεως, δηλ. την Κυριακή... με «παγίδα»,  που έστησαν στον άγιο Μακάριο!!!
Έτσι άρχισαν νέες ταραχές και διωγμοί... Παρ' όλα αυτά ήρεμος και με αγάπη προς τους συκοφάντες του, συνέχιζε το πολλαπλό έργο του. Στην ερημική Καψάλα, στο κελί του Αγίου Βασιλείου, έγραψε την «Χρηστοήθεια» και έκανε διορθώσεις στα «Εγκώμια του Επιτάφιου», κυρίως όμως έκανε συλλογή στα «άπαντα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά», αλλά κάηκαν στο Τυπογραφείο της Βιέννης μαζί με επαναστατικά κείμενα του Ρήγα Φερραίου... Στενοχωρήθηκε πολύ γι' αυτό και μετακόμισε το 1789, κοντά στο γέρο-Λουκά, δίπλα στην Ι. Μ. Παντοκράτορα.
Εκεί έκανε την συλλογή και σχολιασμό όλων των Ιερών Κανόνων, που ονομάστηκε «Πηδάλιο της νοητής νηός». Ο λόγιος Αχιμ. από τα Ιωάννινα Θεοδώρητος, που μαζί με τον Ιεροκήρυκα Δωρόθεο του Πατριάρχη Νεόφυτου Ζ΄ (που έδωσε την έγκριση, μετά το ταξίδι του Ιερομονάχου Αγάπιου) πήγαν στη Λειψία για την εκτύπωση, έκανε αλλαγές στα σχόλια τόσο για τα μνημόσυνα, όσο και για τη Συνεχή Θεία Μετάληψη... Και πάλι ο μέγας κανονολόγος έφαγε «μαχαιριά», τώρα από τον «ψευδάδελφο» Θεοδώρητο...
Η΄.  Έργα οικοδομής
Μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στην Καψάλα, κοντά στη θάλασσα, σε νέα καλύβα, του Αγίου Σεργίου. Ήταν τότε 45 ετών, πλήρης από δημιουργική δύναμη. Βρέθηκε εκεί από μοναχούς τόσο απορροφημένος, που ξέχναγε και την μπουκιά στο στόμα του επί ώρες... Έγραψε στο κελί αυτό διορθωμένο το «Ευχολόγιο», νέο «Εξομολογητάριο», «Ερμηνεία» στις 14 Επιστολές του απ. Παύλου, στις 7 Καθολικές, στο ψαλτήρι του Ευθύμιου Ζυγαβινού και στη Στιχολογία των εννέα Ωδών, που ονόμασε «Κήπο Χαρίτων».
Ποτέ δεν έμεινε αργός, ούτε άφησε την άσκηση και την αδιάλειπτο, μονολόγιστο και νοερά προσευχή. Ποτέ δεν άφησε την αγάπη του προς το πλήρωμα της Εκκλησίας με τα έργα οικοδομής... Τα έργα αυτά τα είχε τελειώσει μέχρι το 1799 (48 ετών).
Θ΄. Τα τελευταία χρόνια του
Το 1800 βρισκόταν εξόριστος ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, κοντά στον Νικόδημο. Επειδή πολλοί χριστιανοί γινόντουσαν Μωαμεθανοί από την πίεση των Τούρκων, έφταναν απ' αυτούς αρκετοί στο Άγιο Όρος να συμβουλευτούν τον Πατριάρχη. Αυτός τους έστελνε στη συνέχεια στο Νικόδημο... Ανάμεσα σ' αυτούς που εμψυχώθηκαν είναι και ο Νεομάρτυρας Κωνσταντίνος ο Υδραίος.
Εκείνη την εποχή είχαν έλθει παπικοί για να συζητήσουν δογματικά ζητήματα στο Άγιο Όρος. Η Ιερά κοινότητα τους έστειλε στον Άγιό μας. Αυτός εμφανίστηκε, όπως πάντα, ρακένδυτος και τσαρουχοφόρος! Αυτοί το πήραν για προσβολή. Δόθηκαν εξηγήσεις και μετά έπαθαν τέτοια ήττα στη συζήτηση που σιώπησαν και τράπηκαν σε άτακτο φυγή...
Ο Νικόδημος έχει φτάσει σε ηλικία 57 ετών (1805) και το χαλκέντερο κορμί του αρχίζει να λυγίζει. Αισθάνεται την ανάγκη κάποιας περιποίησης και πηγαίνει στους Σκουρταίους. Δεν γηροκομείται, αλλά συνεχίζει να ωφελεί. Συντάσσει τώρα τον «Συναξαριστή των 12 μηνών» με υπομονή για 2 χρόνια!
Από λεπτότητα αναχωρεί και πάλι για την Καψάλα, κοντά σε ευλαβή μοναχό. Τότε ξεσπάει και άλλο κύμα επιθέσεων και κατηγοριών, για την συνεχή Θεία μετάληψη! Τότε όμως επενέβη η Ιερά Κοινότητα και προστάτεψε το κύρος του: «ει τις... ανοίγει στόμα και λαλεί κατά του ανωτέρω διδασκάλου κυρ Νικοδήμου αδίκως και συκοφαντοικώς, ούτος προφανώς ελεγθείς, όχι μόνον θέλει παιδευθεί αυστηρώς υπό της κοινής ημών Συνάξεως, οποίας τάξεως και καταλόγου είναι, αλλά και θέλει εξορισθεί τελείως και τον ιερόν τούτον τόπον, ως σκανδαλοποιός».
Αλλά και ο ίδιος αναγκάστηκε να απολογηθεί για την Ορθόδοξη πίστη του ήρεμα... Συνέχισε μάλιστα με διάθεση ψυχής το έργο του με ογκώδη βιβλία, το «Εορτοδρόμιο» και την «Νέα κλίμακα»!
Ι΄. Η συνοπτική εργογραφία του
Η ακτημοσύνη, η παρθενία και υπακοή, η αδιάλειπτη προσευχή, η επιμονή στην ορθόδοξη λατρεία και ευχαριστία, η ανάδειξη του αναστασίμου της Κυριακής ήταν οι κεντρικοί πυλώνες της ζωής του. Η επιμονή του στην ορθόδοξη πίστη, ειδικά απέναντι στις εκστρατείες προτεσταντών μισιοναρίων και της μεγάλης επιρροής των παπικών κυρίως στις Κυκλάδες, τον οδήγησαν να χρησιμοποιήσει και δικά τους έργα για τη στήριξη της ορθόδοξης πίστης στους επιρρεπείς. Αναφέρω τα έργα ο «αόρατος πόλεμος» του Λορέντσο Σκουπόλι του τάγματος των Θεατίνι και τα «πνευματικά γυμνάσματα» του Ιγνάτιου Λοϋόλα, ιδρυτή του τάγματος των Ιησουϊτών, για τα οποία δέχεται σήμερα αδόκιμες και άδικες επιθέσεις.
Δεν κατανοείται πλήρως δηλαδή, ότι η κριτική στάση, που έλαβαν όλοι οι «Κολλυβάδες» έναντι του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, οι οποίοι απέρριψαν απ' αυτόν τα στοιχεία εκείνα που απειλούσαν να νοθεύσουν την γνησιότητα του ήθους και του τρόπου ζωής των ορθοδόξων και γενικά των Ελλήνων - Ρωμιών, χωρίς να τον απορρίπτουν ολοτελώς!
Έτσι η κολλυβαδική θεολογία  με μια τριανδρία αγίων, τον Νικόδημο Αγιορείτη, το Αθανάσιο Πάριο και τον Μακάριο Νοταρά πέτυχε την τροφοδότηση του υπόδουλου Γένους με μια σειρά κειμένων πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, με κορυφαίο αυτό της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών Πατέρων (Βενετία 1782). Το ασκητικό ιδεώδες της Ορθοδοξίας, που για μια ακόμη φορά  προήλθε μέσα από το μοναχισμό, έδινε στην υπόδουλη ρωμηοσύνη λόγο υπαρκτικής αφύπνισης στις ουσιώδεις πνευματικές ανάγκες που τότε είχε.
Ο Γαλλικού τύπου διαφωτισμός, πέρα από την βίαιη είσοδο του ανερχόμενου καπιταλισμού στο κοινωνικό επίπεδο, ανεπτυγμένος μέσα στη φράγκικη και φεουδαρχική κληρικαλιστική Γαλλία, προσπάθησε βίαια να μεταφυτεύσει στην Ρωμιοσύνη και πνευματικά ζητήματα, όπως: το  αντιεκκλησιαστικό και αντικληρικό πνεύμα, τον ηθικισμό σε βάρος του εκκλησιαστικού γεγονότος, την εναντίωση στον έως τότε παραδοσιακό τρόπο αγιογράφησης των ορθοδόξων ναών και την χωρίς φειδώ μονόπλευρη έξαρση της «ανάστασης» της Αρχαίας Ελλάδας  (νεοκλασικισμός - αρχαιολατρία - νεοπαγανισμός).
Με αυτό το μάτι λοιπόν πρέπει να ιδωθεί και η τεράστια συγγραφική δουλειά του αγίου μας με πολυποίκιλα έργα και μέσα σε αντίξοες συνθήκες.
  
α). Αγιολογικά:
1. «Νέον Εκλόγιον», 1797 στην έρημο της Καψάλας, έκδοση το 1803.
2. «Νέο Μαρτυρολόγιο», 1797 στην έρημο της Καψάλας, έκδοση το 1799.
3. «Συναξαριστής των Δώδεκα μηνών του Ενιαυτού», 1805-1807, στην Ι. Μ. Παντοκράτορα.
β). Απολογητικά:
1. «Απολογία περί της Κυρίας ημών Θεοτόκου», 1799 στην έρημο της Καψάλας.
2. «Ομολογία Πίστεως», 1805 στην Ι. Σκήτη Παντοκράτορα.
γ). Ασκητικά:
1. «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών», 1777 στις Καρυές, έκδοση το 1782.
2. «Ευεργετινός», 1777 στις Καρυές, έκδοση το 1794.         
3. «Βίβλος Βαρσανοουφίου και Ιωάννου», 1797 στη καλύβα Άγιος Βασίλειος στην  έρημο της Καψάλας, έκδοση το1805.
δ). Εποικοδομητικά - Ηθικά:
1. «Περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως των αχράντων του Χριστού Μυστηρίων», 1778 στις κελί Άγιος Αντώνιος, έκδοση το 1794.
2. «Βιβλίον καλούμενον Αόρατος πόλεμος», 1785 στην Ι. Σκήτη Παντοκράτορα, έκδοση το 1796.
3. «Πνευματικά γυμνάσματα», 1785 στο ίδιο μέρος.
4. «Επιτομή εκ των Προφητανακτοδαυϊτικών ψαλμών», 1797 στη καλύβα Άγιος Βασίλειος (Καψάλα).
5. «Χρηστοήθεια», 1798 στο ίδιο μέρος.
ε). Ερνηνευτικά:
1. «Αι δεκατέσσαρες Επιστολαί του Αποστ. Παύλου», 1797 στη καλύβα Άγιος Βασίλειος, έκδοση το 1804.
2. «Ψαλτήριον Ευθυμίου Ζυγαβηνού», 1797 στο ίδιο μέρος.
3. «Κήπος χαρίτων», 1798 στο ίδιο μέρος.
4. «Επτά καθολικαί επιστολαί», 1799 στο ίδιο μέρος.
5. «Νέα Κλίμαξ», 1806 στην έρημο της Καψάλας.
6. «Εορτοδρόμιον», 1806 στο ίδιο μέρος.
στ). Θεολογικά:
1. «Αλφαβηταλφάβητος», 1778-1779 στην Ι. Σκήτη του Παντοκράτορα.
2. «Συμεών του Νέου Θεολόγου Άπαντα, 1784 στην Ι. Σκήτη του Παντοκράτορα και συμπλήρωση το 1794 στη καλύβα Άγιος Βασίλειος.
3. «Άπαντα Γρηγορίου του Παλαμά»,1787 στη Καψάλα.
ζ). Ποιμαντικά - κανονικά:
1. «Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον περί φυλακής των πέντε αισθήσεων», 1781-1782 στο τόπο εξορίας του, δηλ. στην ερημόνησο Σκυροπούλα Βορίων Σποράδων, έκδοση το 1801.
2. «Εξομολογητάριον», 1784 στη Ι. Σκήτη του Παντοκράτορα και συμπλήρωση το 1794 στη καλύβα Άγιος Βασίλειος.
3. «Πηδάλιον», 1793 στη καλύβα του γερο-Λουκά Ι. Μ. Παντοκράτορα, έκδοση το 1800.
η). Ποιητικά:
1. Επιγράμματα - Ποιήματα.
2. Λειτουργικοί Ύμνοι και Εγκώμια.
3. «Νέον Θεοτοκάριον κλπ. 1795 στην Ι. Σκήτη Παντοκράτορα.
Ια΄. Η κοίμησή του
Το 1809, στις 23 Απριλίου, εορτή του Αγίου Γεωργίου, ήλθε πολύ βεβαρημένος στους Σκουρταίους. Επανήλθε στην Καψάλα κοντά στον Ευθύμιο. Αποφάσισαν και οι δύο να πάνε στο κοινόβιο, που είχε ιδρύσει στη Σκιάθο ο κολυβάς Νήφων από την Νάξο, για περισσότερη περίθαλψη. Όμως οι Σκουρταίοι δεν το επέτρεψαν και  έμεινε σ' αυτούς. Σε λίγο ασθένησε βαριά και άρχισε να προετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι...
Στις 5 Ιουλίου είχε πιαστεί το δεξί του χέρι στην Ι. Μ. Κουτλουμουσίου και στην επιθανάτιο κλίνη έδινε τις τελευταίες του ευλογίες και ζητούσε την συγχώρεση των αδελφών...
Κατά την Ανατολή του ήλιου στις 14 Ιουλίου 1809 παρέδωσε το πνεύμα του, σε ηλικία μόνο 60 ετών. Τάφηκε έξω από το κελί των Σκουρταίων. Κοιμήθηκε λοιπόν ο ένας από τους δύο μεγάλους γίγαντες, που ωσάν Άτλαντες κράτησαν το Γένος στους ώμους τους. Ο άλλος στύλος ήταν ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
Την είδηση της κοιμήσεώς του με θλίψη έμαθε ο εκκλησιαστικός, θεολογικός, μοναστικός και όχι μόνο, κόσμος της εποχής του. Σημειώνει ο χρονογράφος σχετικά με την κοίμηση του αγίου Νικοδήμου: «Ανατέλλοντος του αισθητού ηλίου, εις την γην, εβασίλευσεν ο νοητός ήλιος της Εκκλησίας του Χριστού. Έλειψεν ο πύρινος στύλος, ο οδηγών τον νέον Ισραήλ εις ευσέβειαν. Εκρύβη η νεφέλη η δροσίζουσα τους τηκομένους τω καύσωνι των αμαρτιών».
Είναι ακόμη χαρακτηριστική και η σκέψη την οποία εξέφρασε τότε ένας Χριστιανός: «Πατέρες μου, καλύτερον ήτο να απέθνησκαν σήμερα χίλιοι χριστιανοί και όχι ο Νικόδημος».
Κατά καιρούς, πολλά εγκώμια γράφτηκαν για τον Άγιο Νικόδημο, όπως: «Υπήρξε ο μέγιστος των μονασάντων από συστάσεως του Αγίου Όρους». «Υπήρξε ο πάντοτε πενία τρυχόμενος και γιγαντωθείς προ της ασήμου ημών γενεάς».
Κατά τον V. Grumel, «υπήρξε κανονολόγος, λειτουργιολόγος, αγιογράφος, δηλαδή ερμηνευτής των Γραφών, ασκητικός συγγραφεύς, εκδότης βιβλίων, εις των πλέον γονίμων συγγραφέων και αναμφιβόλως ο πλέον φιλόπονος Μοναχός, παρά του οποίου δοξάζεται η ελληνική Εκκλησία».
Κατά τον Θ. Σπεράντσον, ο Άγιος Νικόδημος υπήρξε πρόδρομος της εθνικής παλιγγενεσίας.
 Ο Γάλλος Καρδινάλλιος Luis Petit γράφει πως ο Νικόδημος με τα βιβλία του αντικατέστησε το ζωντανό κήρυγμα του Κοσμά του Αιτωλού και χαρακτήρισε το κίνημα των «Κολλυβάδων» ως «δείγμα αφυπνιζόμενης ζωής του ελληνικού έθνους».
Ο Ιερός Νικόδημος αναμφίβολα υπήρξε ο κορυφαίος εκφραστής του οσιακού βίου και η θύρα που οδηγεί στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Είναι ο εξαίσιος θεολόγος και ο ασίγαστος διαχρονικός διδάσκαλος της Ορθοδοξίας και του Γένους. Αποτελεί  πολύ σπάνιο  φαινόμενο συνδυασμού  θείων χαρισμάτων, αγιότητος βίου, άσκησης και συγγραφικής παραγωγής.
Ιβ΄. Αναγνώριση της αγιότητας
Κάτω από την πρώτη εικόνα του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, που δημοσιεύθηκε το 1819 στην πρώτη έκδοση του έργου του «Ερμηνεία των ΙΔ΄ Επιστολών του Αποστόλου Παύλου», υπάρχει ένα επίγραμμα - λεζάντα, το οποίο αναφέρει επί λέξει: «Τίς Νικόδημος, ου κλέος μέγα - εν Ορθοδόξοις και σοφοίς Όρους Άθω - ος τήνδε Βίβλον ευφυώς τάξε, φίλε - Νάξιος ανήρ. Εύγε της ευφυΐας».
Με αρ. Πρωτ. 1717/31-5-1955, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας  μαζί με την Σύνοδο πως «... εξ ονόματος και πάντων των εν Αγιωνύμω Όρει ενασκουμένων Οσιοτάτων Μοναχών, υπέβαλε ο του εν Καρυοίς Κελλίου Λαυριώτης Γέρων Ανανίας, αιτούμενος όπως, η επέτειος του θανάτου αυτού καθιερωθεί εν τιμή Αγίου, έγνωμεν, συνοδά τοις προ ημών θείοις Πατράσι... Δι' ό και θεσπίζομεν Συνοδικώς και διοριζόμεθα και εν Αγίω διακελευόμεθα Πνεύματι, όπως από του νυν και εις τον εξής αιώνα τον άπαντα, Νικόδημος ο Αγιορείτης συναριθμείται τοις οσίοις και Αγίοις της Εκκλησίας ανδράσιν, ετησίοις ιεροτελεστίαις και αγιαστίαις τμώμενος και ύμνοις εγκωμίων γεραιρόμενος τη ιδ΄ Ιουλίου εν ή μακαρίως προς τον Κύριον εξεδήμησεν...».
Ο άγιος Νικόδημος εορτάζει κατά την καθιερωμένη Πανήγυρη της 14ης Ιουλίου.
Επίσης εορτάζει την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, κατά την Σύναξη των Πέντε Αγίων της Παροναξίας που καθιερώθηκε πρόσφατα και η οποία τελείται στο νεόδμητο Ι. Ναό των Ναξίων Αγίων Νικοδήμου του Αγιορείτου και Νικολάου του Πλανά, στην πόλη της Νάξου.  Επίσης εορτάζει την Τρίτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου στην Πάρο, όπου επίσης τελείται η Σύναξη των Αγίων.
Οι Ασματικές Ακολουθίες του Αγίου Νικοδήμου, οι οποίες ευρίσκονται σε λειτουργική χρήση, συντάχθηκαν από τον αείμνηστο Υμνογράφο, Μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, από τον πρώην Σεβ. Μητροπολίτη Πατρών κ. Νικόδημο, καθώς και από τον Αρχιμ. Νικόδημο Παυλόπουλο, Ηγούμενο της Ι. Μονής Λειμώνος Λέσβου.
Ιγ΄. Αποφθέγματα
1). « ...Διότι και ο διάβολος έχει μεγάλην συγγένειαν και οικείωσιν προς την φαντασίαν και σχεδόν εξ όλων των δυνάμεων της ψυχής, αυτήν έχει επιτηδειότερον όργανον δια να παραπλανά τους ανθρώπους και να ενεργεί τα πάθη και τας κακίας του. Έχει μεγάλην οικείωσιν προς αυτήν.
Διότι και αυτός, νους κτισθείς παρά του Θεού πρότερον,  απλούς και ασχημάτιστος και αφάνταστος, ως οι λοιποί θείοι άγγελοι, ύστερον ηγάπησεν τα σχήματα και την φαντασίαν και φαντασθείς να θήση τον θρόνον του υπεράνω του ουρανού και να γίνει όμοιος τω Υψίστω, από αγγέλου φωτεινού, έγινεν διάβολος σκοτεινός...». (Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον, σελ. 104).
2). «Από την πολλάκις ρηθείσαν κακίαν της φιλαυτίας, δηλαδή της αγάπης και υπολήψεως και τιμής, που έχομεν εις τον εαυτόν μας, γεννάται μία άλλη κακία που μας προξενεί βαρυτάτην ζημίαν. Αύτη είναι η αυθάδης κρίσις και κατάκρισις  που κάνομεν εις τον πλησίον, από την οποίαν κατάκρισιν ερχόμεθα εις το να εξευτελίζωμεν αδελφούς, να τους περιφρονούμεν και να τους ταπεινώνωμεν...». (Αόρατος πόλεμος, σελ. 158).
3). «Εις τόπον χλόης εκεί με κατεσκήνωσεν: Τόπος χλόης είναι η πρακτική αρετή, ύδωρδε αναπαύσεως είναι η θεωρητική φιλοσοφία, κατά τον Άγιον Μάξιμον. Εκεί λοιπόν λέγει ο καθείς από τους εθνικούς, θέλει με κατασκηνώσει ο Κύριος, όπου είναι τόπος χλόης. Επέμεινε δε εις την μεταφοράν του ποιμένειν, επειδή χλόη και νερόν, αυτά είναι η ευτυχία  του ποιμνίου.
Θέλει να ειπή δε ότι κατέστησε ο Κύριος εις απόλαυσιν νομής και πνευματικών αγαθών. Νοείται δε και άλλως, ότι τόπος χλόης είναι η εκκλησία, χλόη δε είναι οι Χριστιανοί, οπού ανθούν εις την Εκκλησίαν κατά την αρετήν. Ή χλόην θέλεις νοήσεις την πίστιν των Χριστιανών, δια τι νεάζει και ανθεί πάντοτε ωσάν την χλόην, επειδή η των Ελλήνων πλάνη εγήρασεν ωσάν το χορτάρι και εξηράνθη». (Ερμηνεία εις τους Ψαλμούς, τόμ. Α΄, σελ. 344).
4). «...Φανερόν είναι λοιπόν, ότι αφήκε να νοούμεν ημείς, πως ο Μέγας Βασίλειος μεταχειρίζεται την Ακρίβειαν, αυτή δε, και η Οικουμενική β΄, εμεταχειρίστηκαν την Οικονομίαν, και ούτω δεν φαίνεται καμμία αντίφασις, ή εναντιότης ανάμεσά των. Και ούτος μεν ο λόγος της Οικονομίας είναι η πρώτη και κυριωτέρα αιτία, δια την οποίαν αι σύνοδοι αύται, άλλων μεν αιρετικών εδέχθησαν το βάπτισμα, και άλλων όχι. Κοντά δε εις τον λόγον της Οικονομίας εστάθη και δευτέρα αιτία, δια την οποίαν ούτως εποίησαν.
Αύτη δε είναι διότι, εκείνοι μεν οι αιρετικοί, των οποίων εδέχθησαν το βάπτισμα, εφύλαττον απαράλλακτον και το είδος, και την ύλην του βαπτίσματος των ορθοδόξων, και εβαπτίζοντο κατά τον τύπον της Καθολικής Εκκλησίας. Εκείνοι δε οι αιρετικοί, των οποίων το βάπτισμα δεν εδέχθησαν, επαραχάραξαν την τελετήν του βαπτίσματος και διέφθειραν, ή τον τρόπον του είδους, ταυτόν ειπείν των επικλήσεων, ή την χρήσιν της ύλης, ταυτόν ειπείν των καταδύσεων και αναδύσεων ». (ΠΗΔΑΛΙΟΝ, Σχόλιο στον ΜΣΤ΄κανόνα των Αγίων αποστόλων, σελ. 54).
5). «... Η  Κυριακή είναι ογδόη: Διότι μετά την εβδόμην αριθμείται και υπεραναβένηκε τον εβδοματικόν και ιουδαϊκόν σαββατισμόν, κατά τον Αθανάσιον κατά τον Βασίλειον, και κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον. Διότι και η εν τη Κυριακή γενομένη Ανάστασις του Κυρίου ογδόη εστίν, αριθμουμένη μετά τας επτά Αναστάσεις, τάς γενομένας προ της Αναστάσεως Αυτού, κατά τον Θεσσαλονίκης Γρηγόριον.
Ογδόη λέγεται ότι ο Κύριος αναστάς κατά την ογδόην και φανείς εις τους Αποστόλους, πάλιν μετά οκτώ ημέρας εφάνη εις αυτούς, παρόντος και του Θωμά. Διατί αι μεν άλλαι Δεσποτικαί εορταί μίαν μόνην φοράν τον χρόνον εορτάζονται, η δε Κυριακή εορτάζεται εις κάθε οκτώ ημέρας, και ακολούθως εορτάζεται πενηνταδύω φοραίς τον χρόνον. Ιδιού πόσον ανωτέρα και υπερέχουσα των άλλων εορτών είναι η Κυριακή...» (Ομολογία Πίστεως).
      Πηγή
 
 http://agioritikesmnimes.blogspot.gr/2012/07/1562-1809.html

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Πάντων των εν Αγίω Όρει διαλαμψάντων Πατέρων




Κυριακή Β΄Ματθαίου
Τη αυτή Κυριακή την μνήμην εορτάζομεν
πάντων των εν Αγίω Όρει διαλαμψάντων Πατέρων
Ο ΚΟΙΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
ΚΑΙ Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥΣ
Ο κοινός εορτασμός των αγίων του Αγίου Όρους αρχίζει με τη σύνθεση της ακολουθίας και του εγκωμίου τους από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, που είναι και ο τελευταίος συναξαριογράφος. Γνωστότεροι παλαιότεροι Αγιορείτες συναξαριογράφοι είναι οι άγιοι Βασίλειος ο Νέος ο Συναξαριστής, Φιλόθεος ο Κόκκινος, Κάλλιστος ο Α΄, Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι Αγάπιος Λάνδος, Καισάριος Δαπόντες και παπα-Ιωνάς ο Καυσοκαλυβίτης. Ο άγιος Νικόδημος ξεκίνησε την εργασία του αυτή «προτροπή και αξιώσει της Ιεράς και κοινής Συνάξεως πάντων των Μοναστηριακών του Αγίου Όρους Πατέρων».
Ακολουθία και εγκώμιο τυπώθηκαν στην Ερμούπολη της Σύρου το 1847, «διά συνδρομής της Σεβάσμιας ομηγύρεως των εν Άθω Πατέρων», οι οποίοι προεγράφησαν για πεντακόσια περίπου αντίτυπα, και προς «κοινήν των Μοναχών, και πάντων των Ορθοδόξων Λαϊκών Χριστιανών ωφέλειαν». Ο ακριβής χρόνος της συγγραφής δεν είναι γνωστός.
Η πρώτη χρονολογημένη εικόνα της Συνάξεως των Αθωνιτών Πατέρων αγιογραφήθηκε το 1796 και βρίσκεται στο αντιπροσωπείο της ιεράς μονής Κωνσταμονίτου στις Καρυές (φωτ. πάνω). Πιθανώς το 1796 να γράφτηκε η ακολουθία και μέχρι της εκδόσεως της να κυκλοφόρησε σε χειρόγραφα, όπως συνηθιζόταν.
Περί το 1800 αγιογραφήθηκε η εικόνα των Αγιορειτών Αγίων (φωτ. πάνω), που βρίσκεται στην αίθουσα των Συνάξεων της Ιεράς Κοινότητος (φωτ. κάτω), ενώ παλαιότερα βρισκόταν στο τέμπλο του ιερού ναού του Πρωτάτου Καρυών Αγίου Όρους.
           
Ο άγιος Νικόδημος στο γλαφυρό του εγκώμιο πρός τους οσίους αναφέρει τους λόγους που τον οδήγησαν στην «καινή και κοινή μνήμη πάντων των του Όρους άγιων Πατέρων».
Γιατί «κοινοί προστάται και ευεργέται όλου κοινώς του αγίου Όρους» φάνηκαν. Αυτοί οι οποίοι «έγιναν εις ημάς μυρίων αγαθών πρόξενοι» άξιο είναι να εορτάζονται μαζί. Παλαιά συνήθεια της Εκκλησιάς ο κοινός εορτασμός αγίων, όπως των «εν Σινά και Ραϊθω αναίρεθέντων Οσίων», των «εν τω Σαββάτω της Τυρινης Οσίων Πατέρων», των «εν τη Λιβύη και Αιγύπτω και Θηβαΐδι ασκησάντων» και άλλων πολλών αγίων εόρτιες συνάξεις κατά χώρες, τόπους και μονές. Συνεχίζοντας ο άγιος Νικόδημος γράφει πως, με την κοινή πανήγυρη των Αγιορειτών Οσίων, «όσοι Πατέρες του Όρους, είτε από τους ονομαστούς, είτε από τους ανωνύμους, έμειναν έως τώρα ανεγκωμίαστοι, διότι δεν έχουσιν ιδίαν ασματικήν ακολουθίαν, διά της κοινής ταύτης ακολουθίας και εορτής, και αυτοί» καθίσταται δυνατόν πλέον να «τιμώνται και εορτάζωνται». Ακόμη «ίνα μη ως αχάριστα τέκνα φανώμεν, μη τιμήσαντες κοινώς τους πνευματικούς ημών Πατέρας τούτους και διδασκάλους και ευεργέτας και οδηγούς, των οποίων και τα Μοναστήρια κατοικούμεν, και τας διδασκαλίας εντρυφώμεν, και τον άρτον αυτών τρώγομεν». Και ακόμη «ίνα η κοινή αύτη των αγίων Πατέρων εορτή, γένηται παρακίνησις προς μίμησιν της αρετής, και του ζήλου αυτών εις ημάς τους μοναχούς του νυν καιρού».
Η πλήρης ασματική ακολουθία των οσίων είναι γραμμένη με όλη τη χάρη και την αγάπη του θείου Νικόδημου. Ο μεγάλος του σεβασμός προς τους τιμωμένους αγίους τον κάνει εκστατικό, θαυμαστό και εμπνευσμένο συνθέτη. Στους κανόνες του Όρθρου αναφέρονται ονομαστικά οι άγιοι, αλλά λείπουν αρκετά ονόματα.
Οι κόποι του αγίου Νικόδημου και το σκύψιμο του στις αρχαίες του Όρους βιβλιοθήκες δεν του έδωσαν όλα τα ακριβά μυστικά τους. Προσπάθεια συμπληρώσεως της ακολουθίας έκανε ο σύγχρονος και ήδη μακαριστός υμνογράφος μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, αλλά και από εδώ απουσιάζουν ονόματα αγίων, που η έρευνα στις ημέρες μας έφερε στο φως.
Η ακολουθία των οσίων ψάλλεται πανηγυρικά, με ιδιαίτερη λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια, τη Δεύτερη Κυριακή του Ματθαίου, μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων, σε όλες τις αγιορείτικες μονές και σκήτες και ιδιαίτερα στους προς τιμή των οσίων ναούς και το Πρωτάτο. Γνωστοί των οσίων ναοί στο Άγιον Όρος είναι: Σε Καλύβη της σκήτης των Καυσοκαλυβίων, της σκήτης Ξενοφώντος, του Λάκκου, στον αγιογραφικό οίκο των Δανιηλαίων στα Κατουνάκια, σε Κάθισμα της μονής Γρηγορίου, στη ρωσική σκήτη της Θηβαΐδος, στο κοιμητήρι της σκήτης του Αγίου Ανδρέου (Σεράϊ), στο αντιπροσωπείο (κονάκι) της μονής Κωνσταμονίτου και σε κελλί της Καψάλας. Στους Ρώσους η τιμή των Αθωνιτών Οσίων υπήρξε μεγάλη.
 
Η αγιογράφηση πολλών εικόνων της Συνάξεως των Οσίων του Άθω, αμέσως μετά τη σύνθεση της ακολουθίας τους, η ανέγερση και αφιέρωση προς τιμή τους ναών, η εκτύπωση, οι επανεκδόσεις της ακολουθίας τους και οι σλαβικές μεταφράσεις της, η τύπωση πολλών χαλκογραφιών, λιθογραφιών, χρωμολιθογραφιών και εικόνων, ελληνικών και ρωσικών, δείχνει τη μεγάλη αγάπη των Αγιορειτών στυην κοινή των οσίων εορτή, τη μεγάλη τιμή των προστατών τους. Μια παρόμοια κίνηση τιμής και ευλαβείας μεμονωμένων Αγιορειτών Οσίων έχουμε πολύ πιο πριν από τις ημέρες του αγίου Νικοδήμου. Αμέσως μετά την κοίμηση αγίων κτητόρων παρουσιάζονται συγγραφές βίων, συνθέσεις ακολουθιών και εικονογραφήσεις τους, τη μνήμη των οποίων οι μονές τους τιμούν με ολονύκτιες αγρυπνίες και ιδιαίτερους Παρακλητικούς Κανόνες και Χαιρετισμούς που ψάλλονται τακτικά.
Η τιμή των Αγιορειτών Οσίων, παρότι επικεντρώνεται στον τόπο που έζησαν, δεν άργησε να λάβει και ευρύτερες διαστάσεις. Έτσι τιμώνται κι εορτάζονται στις γενέτειρες τους και στις περιοχές που έδρασαν ή που κατέχουν εικόνες και τίμια λείψανα τους. «Η τιμή για την υπέρβαση των τοπικών ορίων της τιμής, ωρισμένης τουλάχιστον κατηγορίας αγίων, των νεομαρτύρων, οφείλεται κατά τους νεώτερους χρόνους στην ευλογημένη από τον Θεό αναγεννητική προσπάθεια των Κολλυβάδων ... Σκοπός των αγίων αυτών ανδρών, των Κολλυβάδων, ήταν ένας και μόνος: Η κατά το δυνατόν πανορθόδοξη προβολή του παραδείγματος των αγίων νεομαρτύρων για τη στήριξη του ορθοδόξου γένους στην πίστη του Χριστού και για την παραμυθία του». Ο Άγιος Νικόδημος υπήρξε ο πρώτος συνθέτης της ακολουθίας της συνάξεως των Αγιορειτών Οσίων. Έτσι οι άγιοι Κολλυβάδες βρίσκονται πρώτοι στην προσπάθεια της ομαδικής τιμής αγίων στους νεώτερους χρόνους, τους οποίους μιμήθηκαν πολλοί στα τελευταία χρόνια, με τις συνθέσεις νέων ακολουθιών κατά τόπους. Μεταξύ των αγίων αυτών υπάρχουν και αρκετοί Αγιορείτες όσιοι. Σε ορισμένες αγιορειτικές μονές την Γ΄Κυριακή του Ματθαίου τιμώνται με ιδιαίτερες χειρόγραφες ή έντυπες φυλλάδες οι άγιοι που αγίασαν στα όρια κάθε μονής.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Ποιὲς μεταβολὲς ἔγιναν κατὰ τὴν Πεντηκοστή; Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης


Εἰς τήν Πεντηκοστήν, κατά τήν ὁποίαν ἐνήργησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἰς τούς Ἀποστόλους

Α´. Μεταβολήν τοῦ νοῦ.

Β´. Μεταβολήν τῆς καρδίας.
Γ´. Μεταβολήν τῆς γλώσσης.

Α΄

Συλλογίσου ἀγαπητέ, πῶς τό Πανάγιον Πνεῦμα ὅταν κατέβη εἰς τό ὑπερῷον ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, ὡσάν ἕνας σφοδρότατος ἄνεμος καί βροντή, ἐγέμισεν ὅλον τόν οἶκον, εἰς τόν ὁποῖον ἦσαν καθήμενοι οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καί ἐπροσηύχοντο· «καί ἐπλήρωσε τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι» (Πραξ. β´. 2)· καί τόν ἔκαμεν ὡσάν μίαν κολυμβήθραν, ὡς λέγει ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, διά νά βαπτίσῃ τούς Ἀποστόλους μέ τήν θείαν χάριν του, περί τοῦ ὁποίου τούτου βαπτίσματος προεῖπεν εἰς αὐτούς ὁ Κύριος· «ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετά πολλάς ταύτας ἡμέρας (Πράξ. α´ 5). Ἐπλήρωσε δέ τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι, κολυμβήθραν αὐτόν ἀπεργαζομένη πνευματικήν, καί πληροῦσα τήν τοῦ Σωτῆρος ἐπαγγελίαν, ἥν καί αὐτήν ἀναλαμβανόμενος πρός αὐτούς ἔλεγεν, ὅτι Ἰωάννης μέν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ…ἀλλά καί τήν κλῆσιν ἥν αὐτοῖς ἐπέθηκεν, ἐπαληθεύουσαν ἔδειξε· διά γάρ τοῦ ἐξ οὐρανοῦ τούτου ἤχου, ὄντως υἱοί βροντῆς γεγόνασιν οἱ Ἀπόστολοι» (Λόγος εἰς τήν Πεντηκ.) Τότε δή τότε αὐτό τό Πανάγιον Πνεῦμα ἐνήργησεν εἰς τούς Ἀποστόλους τρεῖς μεταβολάς (καί αὐταί αἱ μεταβολαί εἶναι κυρίως ὁ καρπός καί τῶν παρόντων πνευματικῶν γυμνασμάτων).


Ἡ α´ μεταβολή ἦτο τοῦ νοός τῶν Ἀποστόλων, ἡ ὁποία μετέβαλεν εἰς αὐτούς ἐκείνας τάς πρώτας ἰδέας ὅπου εἶχον περί τῶν πράγματων τοῦ κόσμου τούτου καί τούς ἔκαμε νά γνωρίσουν καθαρά τό ταπεινόν καί μάταιον τῶν παρόντων ἀγαθῶν, καί ἐξεναντίας νά γνωρίσουν τό μεγαλεῖον καί αἰώνιον τῶν μελλόντων, ὥστε ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὅπου ὀλίγον προτήτερα φιλονικοῦσαν ἀναμεταξύ τους ποῖος ἀπό αὐτούς νά ἦτο ὁ πρῶτος καί μεγαλύτερος· «ἐγένετο δέ καί φιλονικία ἐν αὐτοῖς τό τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων» (Λουκ. κβ´ 24). Ὕστερα ἀφ᾿ οὗ ἔλαβαν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐμετροῦσαν διά μεγάλην εὐτυχίαν, τό νά εἶναι μικρότεροι ἀπό ὅλους· τό νά καταφρονοῦνται ἀπό ὅλους διά τόν Χριστόν καί τό νά λογίζωνται ἀσθενεῖς, μωροί, ἄτιμοι, ὄνειδος, σκύβαλα καί σκουπίδια τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων· «ἡμεῖς μωροί διά Χριστόν, ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ἡμεῖς ἄτιμοι, ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α´ Κορ. δ´ 10).


Τώρα ἀδελφέ στοχάσου ἀνίσως ἔγινε καί εἰς ἐσέ αὐτή ἡ μεταβολή τοῦ νοός διά μέσου τούτων τῶν πνευματικῶν γυμνασμάτων ὅπου ἀνάγνωσες καί ἕως εἰς ποῖον βαθμόν ἔφθασες, διότι ἀνίσως καί ἕως τώρα ἐνόμισες ἕνα μεγάλον καλόν, τό νά σέ τιμοῦν καί νά σέ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι εἰς ὑπόληψιν, τό νά ζῇς εἰς τήν καρδίαν πάντων, ἤγουν τό νά σέ ἀγαποῦν ὅλοι, τό νά γυρεύης πάντοτε καινούργιαις ἡδοναῖς καί νά ἐξοδεύης εἰς αὐταῖς τόν καιρόν ὅπου σοῦ ἐδόθη διά νά κερδίσης τά αἰώνια ἀγαθά καί τό νά ζῇς μέ τέλη καί ἀντιρρήσεις κοσμικάς, φανερόν εἶναι ὅτι ὁ νοῦς σου ὡδηγεῖτο ἕως τώρα ἀπό τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί ὄχι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί πρέπει διά τοῦτο νά λυπῆσαι καί νά μετανοῇς διότι ἀπέθανεν ὁ Χριστός καί ἀνέστη καί ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, ὄχι διά νά σοῦ δώσῃ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου, ἀλλά διά νά σοῦ δώσῃ τό Πνεῦμα τό ἰδικόν του καί ἐσύ μέ τήν κακήν ζωήν ὅπου ἔζησες δέν ἔγινες δεκτικός τοῦ θείου του Πνεύματος· «ἡμεῖς δέ οὐ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. β´ 12). Πρέπει ὅμως ἀπό τώρα καί ὕστερα νά εἶσαι ἀποφασισμένος νά κάμνης ὅλα τά ἐναντία, ἤγουν νά ὁδηγῆσαι μέ τάς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά μή λογιάζῃς ἄλλην τιμήν, παρά ἐκείνην ὅπου σέ μεγαλύνει ἐμπρός εἰς τόν Θεόν καί νά μή ψηφᾷς ἄλλο καλόν, παρά ἐκεῖνο ὅπου σοῦ προξενεῖ τήν ἀπόλαυσιν τοῦ Παραδείσου. Εἶναι καλόν σημάδι πῶς ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἄρχισε νά φωτίζῃ τόν νοῦν σου καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό ἐκεῖνον ὅπου ἤσουν εἰς ἄνδρα ἄλλον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ· «καί ἐφαλεῖται ἐπί σέ Πνεῦμα Κυρίου, καί στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον» (Α´. Βασιλ. ι´. 6) καί πρέπει διά τοῦτο νά χαίρῃς καί νά εὐχαριστῇς τόν Κύριον ὅπου σέ ἐφώτισε μέ τό Ἅγιόν του Πνεῦμα, διά νά μή περιπατῇς πλέον ὡσάν νήπιος, ἀλλά ὡσάν ἄνδρας τέλειος· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐφρόνουν ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δέ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά τοῦ νηπίου» (Α´. Κορ. ιγ´ 11)· καί διά νά μή ἀκολουθῇς πλέον τό φρόνημα τῆς σαρκός ὅπου εἶναι θάνατος ἀλλά τό φρόνημα τοῦ Πνεύματος ὅπου εἶναι ζωή· «τό γάρ φρόνημα τῆς σαρκός θάνατος· τό δέ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ζωή καί εἰρήνη» (Ρωμ. η´. 6).


Αἰσχύνθητι λοιπόν διά τήν περασμένην ζωήν ὅπου ἔζησες ὄχι ὡσάν οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὡσάν ξένος καί ἀλλότριος, μέ τό νά μή εἶχες τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή κατά τόν Ἀπόστολον· «εἴτις Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ οὐκ ἔχει οὗτος, οὐκ ἔστιν αὐτοῦ» (Ρωμ. η´ 9). Καί παρακάλεσαι ταπεινῶς τό Ἅγιον Πνεῦμα νά μεταβάλη τελείως τόν νοῦν σου εἰς τό θεῖον του θέλημα, φωτίζωντάς τον μέ τήν χάριν του. Ὄχι κατά τήν ἐπιφάνειαν ἀλλά κατά βάθος διά νά μή ὑστερηθῇς καί ἐσύ τόν φωτισμόν καί τήν χάριν του καί νά λέγῃς μέ τόν Δαβίδ· «καί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί αὐτό οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ» (Ψαλμ. λζ´ 10)· ἀλλά μᾶλλον νά λαμβάνης ἐπάνω εἰς τόν ἁμυδρότερον φωτισμόν, ἄλλον καθαρώτερον καί λαμπρότερον φωτισμόν καί νά λέγῃς· «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. λε´ 10). Πῶς δέ νά συγκρατῇς τόν φωτισμόν τοῦτον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τόν νοῦν σου καί πῶς νά μή τόν ἀφήσῃς νά σβύσῃ; Ἄκουσον τί σοῦ λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος· καθώς τό φῶς τοῦ λύχνου μέ τό λάδι ἀνάπτει καί συγκρατεῖται, καί ὅταν σωθῇ τό λάδι τότε σβύνει καί αὐτό, ἔτσι καί ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνάπτει καί μᾶς φωτίζει, ὅταν ἔχωμεν καλά ἔργα, καί ἐλεημοσύνην εἰς τήν ψυχήν μας. Ὅταν δέ τά καλά ἔργα λείψουν καί ἡ ἐλεημοσύνη, ἀναχωρεῖ ἀπό ἡμᾶς καί τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· «καθάπερ γάρ τό λυχνιαῖον φῶς ἐλαίῳ κατέχεται καί ἀναλωθέντος τούτου, κᾀκεῖνο σβέννυται, οὕτω δή καί ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις, παρόντων μέν ἡμῖν ἔργων ἀγαθῶν, καί ἐλεημοσύνης πολλῆς ἐπιχεομένης τῇ ψυχῇ, μένει καθάπερ ἐλαίῳ κατεχομένη ἡ φλόξ· ταύτης δέ οὐκ οὔσης, ἄπεισι καί ἀναχωρεῖ» (Τόμ. Θ´ λόγος 55). Καθώς καί τό Πνεῦμα Κυρίου ὅπου ἐδόθη εἰς τόν Σαούλ, ἀνεχώρησεν ἀπό λόγου του μέ τό νά μή εἶχε γνώμην ὀρθήν καί ἔργα θεάρεστα· «Πνεῦμα Κυρίου ἀπέστη ἀπό Σαούλ» (Α´. Βασιλ. ις´ 14)· διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος παραγγέλει γράφων· «τό Πνεῦμα μή σβέννυτε» (Α´. Θεσσ. ε´ 19).


Λέγει γάρ ὁ μέγας Βασίλειος καί καθώς ἄλλη μέν θερμότης εὑρίσκεται εἰς τά σώματα καθ᾿ ἕξιν πολυχρόνιος, ἄλλη δέ κατά διάθεσιν ὀλιγοχρόνιος, ἔτσι καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, εἰς ἄλλους μέν παραμένει καθ᾿ ἕξιν διά τήν στρεότητα τῆς καλῆς των γνώμης, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Ἐλδάδ καί Μωδάδ, περί τῶν ὁποίων γράφουσιν οἱ ἀριθμοί, ὅτι ἐπροφήτευον πάντοτε· εἰς ἄλλους δέ μόνον εὑρίσκεται ὡς διάθεσις, καί γρήγορα ἀναχωρεῖ διά τό ἀστερέωτον τῆς γνώμης των, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Σαούλ καί εἰς τούς ἑβδομήκοντα πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι μίαν φοράν μόνον ἐπροφήτευσαν, καί ὕστερον ἔχασαν τῆς προφητείας τό χάρισμα. Ὡς ἐν σώμασιν ὑγίεια, ἤ θερμότης, ἤ ὅλως εὐκίνητοι διαθέσεις, οὕτω καί ἐν ψυχῇ πολλάκις ὑπάρχει τό πνεῦμα, τοῖς διά τό τῆς γνώμης ἀνίδρυτον εὐκόλως ἥν ἐδέξατο χάριν ἀπωθουμένοις οἷος ὁ Σαούλ καί οἱ πρεσβύτεροι οἱ ἑβδομήκοντα τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, πλήν τοῦ Ἐλδάδ καί Μωδάδ· «τούτοις γάρ μόνοις ἐκ πάντων φαίνεται παραμεῖναν τό Πνεῦμα· καί ὅλως εἴ τις τούτοις τήν προαίρεσιν παραπλήσιος» (Κεφ. κς´. Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).



Β΄


Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν β´. μεταβολήν ὅπου ἔκαμε τό Πανάγιον Πνεῦμα εἰς τήν καρδίαν τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι εἰς τήν ἀρχήν ἦσαν τόσον φιλόζωοι, τόσον φιλόσαρκοι, τόσον δειλοί, ὅπου διά νά φυλάξουν τήν ζωήν τους, ὁ ἕνας ἄφησε τόν διδάσκαλόν του εἰς τό πάθος καί ἔφυγε γυμνός· «καί εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθει αὐτῷ περιβεβλημένος σινδόνα ἐπί γυμνοῦ… ὁ δέ καταλιπών τήν συνδόνα γυμνός ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν» (Μαρκ. Ιδ´ 51. (Οὗτος ἦτο ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ὅστις ἐφόρει ἕνα μόνον ἱμάτιον εἰς ὅλην του τήν ζωήν, ὡς λέγει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος), ὁ ἄλλος τόν ἠρνήθη καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀνεχώρησαν· «καί ἀφέντες αὐτόν πάντες ἔφυγον». (Μαρκ. ιδ´. 51). Καί τόσον ἦσαν τρομαγμένοι ὡσάν λαγωοί ὅπου ἔστεκαν κεκλεισμένοι ἀπό τόν φόβον τους μέσα εἰς τό ὑπερῶον καί δέν ἐτόλμων νά εὔγουν ἔξω σχεδόν εἰς ὅλον τό διάστημα τῶν πεντήκοντα ἡμερῶν ὅπου ἐπέρασαν μετά τήν Ἀνάστασιν ἀλλ᾿ ἀφ᾿ οὗ κατέβη εἰς αὐτούς τό Ἅγιον Πνεῦμα, μετέβαλε τήν ἀσθένειαν τῆς καρδίας των εἰς ἀνδρείαν καί γενναιότητα. Ὅθεν εὐγῆκαν ἔξω ὡσάν τόσοι ἄφοβοι λέοντες καί ἐκήρυττον τόν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν ἐμπρός εἰς ὅλον τό πλῆθος τοῦ λαοῦ μέ μέτωπον ἀνοικτόν, μέ στῆθος ἀνδρειωμένον καί μέ τόλμην καί παρρησίαν χωρίς νά δειλιάσουν οὔτε ἀπό φοβερισμούς, οὔτε ἀπό δαρμούς, οὔτε ἀπό βάσανα καί μαρτύρια, οὔτε ἀπό τόν ἴδιον θάνατον· ἀλλ᾿ ἐπεθύμουν ταῦτα πάντα ὡς τρυφάς καί ξεφαντώματα καί ἔχαιρον ὑπερβολικά ὅταν τά ἐλάμβανον· «οἱ μέν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπό προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πραξ. ε´. 41). Τότε ἤθελες ἰδεῖ ἐκεῖνον τόν δειλότατον καί φιλόζωον Πέτρον, ὅπου πρότερον δέν ἠδυνήθη νά ἀκούσῃ χωρίς φόβον οὔτε ἕνα ψιλόν λόγον ἑνός δυστυχισμένου κορασίου, πῶς ἐστάθη μέ τόσην ἀφοβίαν καί τόλμην καί ἐδημηγόρησε μεγαλοφώνως ἔμπροσθεν εἰς ἕνα μυριάριθμον πλῆθος ἀνθρώπων, χωρίς νά στοχάζεται πῶς εἶναι ὁλότελα ἄνθρωποι ἀλλά πῶς εἶναι κνώδαλα καί φυτά ἤ λίθοι, καί μέ τήν δημηγορίαν του εἵλκυσεν εἰς τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τρεῖς χιλιάδας λαοῦ· «σταθείς δέ Πέτρος σύν τοῖς ἕνδεκα ἐπῆρε τήν φωνήν αὐτοῦ, καί ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς» (Πράξ. β´. 14). Τότε ἤθελες ἰδῇ ἐκείνους τούς ἁλιεῖς καί ἀγραμμάτους πλουτισμένους ἀπό τόσην σοφίαν καί σύνεσιν, ὥστε νά κάμνουν τούς σοφούς καί γραμματισμένους νά ἐξίστανται καί νά ἀποροῦν· «καί καταλαβόμενοι, ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσι καί ἰδιῶται ἐθαύμαζον». (Πράξ. δ´ 13). Καί τοῦτο διατί; διότι ἔδωκεν εἰς τήν καρδίαν αὐτῶν χῦμα γνώσεως τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σολομῶντος· «καί ἔδωκε Κύριος φρόνησιν τῷ Σολομών καί χῦμα καρδίας» (Γ´ Βασιλ. δ´ 29)· καί διότι ἥψατο Κύριος καρδίας αὐτῶν ὡς γέγραπται» (Α´ Βασιλ. ι´ 26). Ὤ χάρις! ὤ ἐνέργεια! ὤ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον ὅταν μίαν φοράν ἀνάψῃ τήν καρδίαν, τούς λαγῳούς κάμνει λέοντας, τούς ἀδυνάτους δυνατούς, τούς ἀσόφους σοφούς, τούς πηλίνους κατασκευάζει πυρίνους καί τούς πρῴην ἀνδριάντας μεταβάλλει εἰς ἄνδρας τελείους. Καί τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεός ὑπεσχέθη νά δώσῃ διά τοῦ Προφήτου Μιχαίου λέγων· «οὐκ ἔσται ὁ ἐπακούων αὐτῶν, ἐάν μή ἐγώ ἐμπλήσω ἰσχύν ἐκ Πνεύματος Κυρίου» (Μιχ. γ´ 8).


Τώρα καί ἐσύ ἀδελφέ ὅπου ἀναγινώκεις ταῦτα, στοχάσου, ἐάν ἔλαβες αὐτήν τήν γενναιότητα καί θέρμην εἰς τήν καρδίαν σου διά νά μή φοβῆσαι σάρκα, κόσμον καί κοσμοκράτορα, τοῦτο εἶναι σημεῖον πῶς μετεβλήθης ἀπό τό Πνεῦμα Κυρίου, καθώς εἶναι γεγραμμένον· «τότε μεταβαλεῖ τό Πνεῦμα καί διελεύσεται, καί ἐξιλάσεται· αὕτη ἡ ἰσχύς τῷ Θεῷ μου» (Ἀββακ. α´ 11). Στοχάσου, καί ἐάν ἐσύ προτήτερα ἐγύρευες μέ ὅλην τήν ὁρμήν τῶν ἐπιθυμιῶν σου τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, τά πλούτη, τάς δόξας, τάς ἡδονάς καί ἐλόγιαζες ὅτι ἦτο μακαριώτερος ὅποιος εἶχεν ἀπό αὐτά τά ἀγαθά περισσότερα, ἤξευρε ὅτι ἕως τώρα ἦτο ἡ καρδία σου πεπαλαιωμένη, ἀναίσθητος καί πεπωρωμένη ὡσάν πέτρα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τῆς σαρκός. Καί λυπήσου διά τοῦτο καί μετανόησον, πώς εἰς τόσους χρόνους τῆς ζωῆς σου, δέν ἔγινες ἄξιος νά λάβῃς διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μίαν καινούργιαν καρδίαν αἰσθητικήν τοῦ συμφέροντός σου, τήν ὁποίαν ὑπεσχέθη νά σοῦ δώσῃ ὁ Θεός· «καί δώσω ὑμῖν καρδίαν καινήν καί πνεῦμα καινόν δώσω ὑμῖν· καί ἀφελῶ τήν καρδίαν τήν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκός ὑμῶν καί δώσω ὑμῖν καρδίαν σαρκίνην καί τό πνεῦμά μου δώσω ἐν ὑμῖν» (Ἰεζεκ. λς´. 26).


Ἐάν δέ τώρα γυρεύῃς ὅλα τά ἐναντία καί ἀντί νά ὑπερηφανεύεσαι διά τά πλούτη, ἐσύ περισσότερον ταπεινώνεσαι καί χαίρεις εἰς τήν πτωχείαν· ἀντί νά θέλῃς τάς τρυφάς καί τά ξεφαντώματα, ἐσύ ἀγαπᾷς τήν ὀλιγάρκειαν καί ἐγκράτειαν, ἤξευρε, ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἄρχισε νά μεταβάλῃ τήν καρδίαν σου εἰς ἄλλην καρδίαν, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ. «Καί ἐγενήθη ὥστε ἐπιστραφῆναι τῷ ὤμῳ αὐτοῦ ἀπελθεῖν ἀπό Σαμουήλ, μετέστρεψεν αὐτῷ ὁ Θεός καρδίαν ἄλλην». (Α´. Βασίλ. ι´. 9) Ὅθεν εὐφράνθητι καί εὐχαρίστησαι τόν Κύριον, ὅπου διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι μόνο σοῦ ἐκαθάρισε τόν νοῦν, ἀλλά καί σοῦ ἐθέρμανε τήν καρδίαν καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό σαρκικόν εἰς πνευματικόν· ἀπό νήπιον μωρόν, εἰς ἄνδρα σοφόν· καί ἀπό κοσμικόν καί ἐθνικόν, εἰς ἀληθινόν χριστιανόν. Τοιαύτας γάρ θεοπρεπεῖς καί παραδόξους μεταβολάς συνειθίζει νά ἐνεργῇ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς θεολογεῖ περί αὐτοῦ ὁ Μέγας Θεολόγος Γρηγόριος· «τοῦτο τό Πνεῦμα (σοφώτατον γάρ καί φιλανθρωπότατον) ἄν ποιμένα λάβῃ, ψάλτην ποιεῖ πνευμάτων πονηρῶν κατεπᾴδοντα καί βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ ἀναδείκνυσιν· ἐάν αἰπόλον συκάμινα κνίζοντα, προφήτην ἐργάζεται· τόν Δαβίδ καί τόν Ἀμώς ἐνθυμήθητι· ἐάν μειράκιον εὐφυές λάβῃ πρεσβυτέρων ποιεῖ κριτήν καί παρ᾿ ἡλικίαν· μαρτυρεῖ Δανιήλ ὁ νικήσας ἐν λάκκῳ λέοντας· ἐάν ἁλιέας εὕρῃ, σαγηνεύει Χριστῷ, κόσμον ὅλον τῇ τοῦ λόγου πλοκῇ συλλαμβάνοντας. Πέτρον λάβε μοι καί Ἀνδρέαν καί τούς τῆς βροντῆς υἱούς τά πνευματικά βροντήσαντας· ἐάν τελώνας, εἰς μαθητείαν κερδαίνει καί ψυχῶν ἐμπόρους δημιουργεῖ· φησί Ματθαῖος, ὁ χθές τελώνης, καί σήμερον εὐαγγελιστής· ἐάν διώκτας θερμούς, τόν ζῆλον μετατίθησι, καί ποιεῖ Παύλους ἀντί Σαύλων καί τοσοῦτον εἰς εὐσέβειαν, ὅσον εἰς κακίαν κατέλαβε». (λογ. Εἰς τήν Πεντηκοστήν).


Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, διότι ἕως τώρα ἤσουν μακράν ἀπό τέτοιους συλλογισμόυς, πορευόμενος ἐν τοῖς κακοῖς θελήμασι τῆς καρδίας σου καί μή δίδωντας τόπον εἰς αὐτήν, διά νά κατοικήσῃ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· καί συντόμως εἰπεῖν, διότι ἔζησες ὡσάν ἕνας ψυχικός μόνον ἄνθρωπος, ὅς οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος· «μωρία γάρ αὐτῷ ἐστι καί οὐ δύναται γνῶναι» (Α´. Κορ. β´ 14). Κάμε ἀπόφασιν εἰς τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς σου, νά μή λυπήσης πλέον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ καμμίαν ἄτακτον καί κακήν ὄρεξιν τῆς καρδίας σου, κατά τήν παραγγελίαν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Ἀπόστολος· «καί μή λυπῆτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. δ´. 30)· μηδέ νά ἐναντιωθῇς ὡς σκληροκάρδιος εἰς τό Ἅγιον αὐτοῦ θέλημα, κατά τούς σκληροκαρδίους ἐκείνους Ἑβραίους, πρός τούς ὁποίους εἶπεν ὁ Στέφανος· «σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καί τοῖς ὠσίν· ὑμεῖς ᾀεί τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε» (Πράξ. ζ´. 51)· ἀλλά νά δώσῃς ὅλην τήν καρδίαν σου εἰς αὐτό μέ ὅλας της τάς ἐπιθυμίας διά νά ἐνοικήσῃ καθώς αὐτό τό ἴδιον πνεῦμα σέ προστάζει λέγον· «υἱέ δός μοι τήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´. 26)· θέλεις δέ δώσει τήν καρδίαν σου εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐάν μελετᾷς πάντοτε εἰς αὐτήν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ μίαν ἀδιάλειπτον προσευχήν. Ἐπειδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μολονότι καί ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ὅμως εἶναι καί λέγεται καί Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ διά τήν ὁμοουσιότητα καί ἐν τῷ Υἱῷ ἀναπαύεται καί χαίρει ὅταν αὐτός ὀνομάζεται· «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις, κράζον ἀββᾶ ὁ Πατήρ»· (Γαλ. δ´. 6)· ἵνα διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς καί πνευματικῆς προσευχῆς , ἐν μέν τῷ Πνεύματι θεωρῇς τόν Υἱόν, ἐν δέ τῷ Υἱῳ θεωρῇς τόν Πατέρα, ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· καί ἵνα καταξιωθῇς διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς ἐργασίας, νά εὕρῃς καί νά ἰδῇς νοερῶς τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποίαν ἔλαβες μέν διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τήν ἔχωσες δέ ὡσάν σπινθῆρα μέσα εἰς τά πάθη καί ἁμαρτίας.


Καί τέλος πάντων, ἐπειδή καί τό Πανάγιον Πνεῦμα· ὁ ἄλλος παράκλητος, τό συμπληρωτικόν πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος· ὁ χορηγός πάντων τῶν χαρισμάτων ἡ ζωή τῶν ζώντων· ἡ κίνησις τῶν κινουμένων· καί ἡ τελειότης ἁπάντων τῶν ὄντων, ἠθέλησεν ἐκ μόνης τῆς φιλανθρωπίας του νά εἰδοποιήσῃ εἰς τήν καρδίαν σου τάς πρώτας γραμμάς καί τό πρῶτον σχέδιον τῆς χάριτός του, παρακάλεσαί τον νά μή σέ ἀφήσῃ ἀτελῆ ἀλλά νά φέρῃ εἰς τελειότητα αὐτήν τήν εἰδοποίησιν καί τό ἔργον ὅπου ἄρχισεν εἰς ἐσέ, χαρίζωντάς σου τό χάρισμα τῆς διαμονῆς καί τῆς μέχρι τέλους ὑπομονῆς ἐν τῇ αὐτοῦ χάριτι, τό ὁποῖον χάρισμα εἶναι τό μεγαλύτερον ἀπό ὅλα τά χαρίσματα καί αὐτό μόνον συνιστᾷ καί ἐπισφραγίζει τόν ἑκάστου προορισμόν κατά τούς θεολόγους καί διά τοῦ χαρίσματος τούτου νά σέ ἀξιώσῃ ἀπό ἐδῶ ἀκόμη, νά γίνῃς ὅλος πνευματικός, ὅλος ἀγγελοειδής, ὅλος ἅγιος καί υἱός Θεοῦ, καί Θεός κατά χάριν, ἀπ᾿ ἐκεῖ ὅπου εἶσαι τώρα γῆ καί σποδός· καθώς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελθόν εἰς ψυχήν ἀνθρώπου, ἔδωκε μέν ζωήν, ἔδωκε δέ ἀθανασίαν· ἤγειρε κείμενον· τό δέ κινηθέν κίνησιν ἀΐδιον ὑπό Πνεύματος Ἁγίον, ζῶον ἅγιου ἐγένετο· ἔσχε δέ ἄνθρωπος ἀξίαν πνεύματος εἰσοικισθέντος ἐν αὐτῷ προφήτου, ἀποστόλου, ἀγγέλου Θεοῦ, ὤν πρό τοῦ, γῆ καί σποδός»· (ὁμιλ. Περί τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, ἧς ἡ ἀρχή, ἐνθυμηθῶμεν πᾶσα ψυχή).



Γ΄


Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν γ´. μεταβολήν ὅπου ἐνήργησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἰς τήν γλῶσσαν τῶν Ἀποστόλων· διότι ἐκεῖνοι ὅπου προτήτερα δέν ἐλαλοῦσαν ἄλλο παρά γήϊνα καί χαμερπῆ διά δόξας καί τιμάς προσωρινάς καί ματαίας· «δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου» (Μάρκ. ι´. 37)· ἐκεῖνοι ὅπου ἐλάλουν περί τοῦ Χριστοῦ ταπεινά καί εὐτελῆ· «ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὦδε εἶναι καί ποιήσωμεν σκηνάς τρεῖς, μίαν σοί καί Μωσεῖ μίαν καί μίαν Ἠλίᾳ» (Λουκ. θ´. 33). Ἐκεῖνοι ὅπου πρότερον ἔφθασαν ἕως καί νά συμφωνήσουν μέ τόν Ἰούδαν καί νά κατηγορήσουν τήν εὐλογημένην ἐκείνην Μαρίαν καί νά θυμωθοῦν καταπάνω της, διότι ἄλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ μέ τόσον πολυέξοδον μῦρον, λέγοντες μέ ἀγανάκτησιν· «εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; ἠδύνατο γάρ τοῦτο πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καί δοθῆναι πτωχοῖς καί ἐνεβριμῶντο αὐτῇ» (Μάρκ. ιδ´. 4) Αὐτοί λέγω οἱ ἴδιοι, ὕστερα ἀπό τόν ἐρχομόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ἐλαλοῦσαν πλέον δι᾿ ἄλλο, παρά διά τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, διά ὑψηλά καί μεγάλα πράγματα διά τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, διά τήν θεολογίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος, διά τό ἀκατανόητον μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας· διότι εἶναι Θεός ἀληθινός ὁ Χριστός· μέ ρητορικήν ἀνήκουστον, μέ ἐλευθεροστομίαν ἀσύγκριτον καί μέ γλῶσσας διαφόρους· «ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. (Πράξ. β´ 11).


Τώρα στοχάσου ἐσύ ἀγαπητέ τά λόγια ὅπου ὡμιλοῦσες προτήτερα ἀπό τά παρόντα γυμνάσματα, καί τά λόγια ὅπου πρέπει τώρα νά λαλῇς, διά νά λάβῃς καί ἐσύ τήν μεταβολήν αὐτήν τῆς γλώσσης ἀπό τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τήν γλῶσσαν σοῦ τήν ἔδωκεν ὁ Θεός ἀδελφέ ὄργανον διά νά λαλῇς ὅλα τά καλά ὄχι τά κακά. Ὅθεν πρέπει νά τήν μεταχειρίζεσαι καί ἐσύ κατά τόν σκοπόν ὅπου ὁ Θεός σοῦ τήν ἔδωκεν· ἤγουν εἰς τό νά δοξολογῇς καί νά αἰνῇς μέ αὐτήν πάντοτε τόν Θεόν, καί νά μελετᾷς τά θεῖά του λόγια καθώς γέγραπται· «πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιπ. β´ 11). Καί πάλιν «καί ἡ γλῶσσά μου μελετήσει τήν δικαιοσύνην σου, ὅλην τήν ἡμέραν τόν ἔπαινόν σου»· (Ψαλμ. λδ´. 32)· καί ὄχι εἰς τό νά λαλῇς λόγια ἀνευλαβῆ κατά τοῦ Θεοῦ καί εἰς τό νά ὀνομάζῃς τό θεῖον του ὄνομα εἰς πράγματα μάταια· «οὐ λήψῃ γάρ φησι τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ» (Ἐξοδ. κ´. 7) εἰς τό νά κατηγορῇς καί νά μέμφεσαι τόν ἑαυτόν σου καί ὄχι εἰς τό νά τόν ἐπαινῇς μόνος σου «ἐγκωμιαζέτω σε ὁ πέλας καί μή τό σόν στόμα· ἀλλότριος, καί μή τά σά χείλη» (Παροιμ. κζ´. 2). Εἰς τό νά συμβουλεύῃς τόν ἀδελφόν σου ὅλα ἐκεῖνα ὅπου εἶναι συμφέροντα εἰς τήν σωτηρίαν του καί νά στερεώνῃς εἰς τό καλόν καί τήν ἀρετήν, καί ὄχι εἰς τό νά ἀκονᾷς ὡς μάχαιραν τήν γλῶσσάν σου κατ᾿ αὐτοῦ περιπαίζωντάς τον, κατηγορῶντάς τον καί ὑβρίζωντάς τον καταφρονητικῶς μέ θυμόν· «ἠκόνησαν ὡς ραμφαίαν τήν γλῶσσαν αὐτῶν» (Ψαλμ. ξγ´. 30) ἤ καί δίδωντάς του κακάς συμβουλάς μέ λόγια ἁπαλά μέν καί φιλικά, ἐπίβουλα δέ καί ἐχθρικά, διά νά τόν κακοποιήσῃς καί νά τόν βλάψῃς· «ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτῶν ὑπέρ ἔλαιον καί αὐτοί εἰσι βολίδες» (Ψαλμ. νδ´. 24). Καί διά νά εἰπῶ μέ ἕνα λόγον, εἰς τήν γλῶσσάν σου πρέπει νά ἔχῃς τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τά λόγια τῆς παλαιᾶς καί νέας Γραφῆς· τά περί τῆς θείας προνοίας· τά περί τῆς κρίσεως· καί τά περί τῆς ἀγαθότητός του· καί ὅλαι αἱ συνομιλίαι σου νά ᾖναι περί πνευματικῶν καί θείων πραγμάτων καί περί ὠφελείας ψυχικῆς. Ἐάν περί τοιούτων μεταχειρίζεσαι τήν γλῶσσάν σου, ἤξευρε, ὅτι ὁ Κύριος ἔπλασε νοερῶς τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καθώς ἔπλασε ποτέ καί τοῦ κωφοῦ καί μογιλάλου· «καί πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῦ… καί ἐλύθη ὁ δεσμός τῆς γλώσσης αὐτοῦ». (Μάρκ. ζ´ 33). Καί εἶναι καλόν σημάδι, ὅτι ἄρχισε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά μεταβάλῃ καί τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καί νά λαλῇ αὐτό δι᾿ αὐτῆς, ὡς ποτέ ἐλάλει καί διά τῶν Ἀποστόλων καί διά τοῦ Δαβίδ «Πνεῦμα Κυρίου ἐλάλησεν ἐν ἐμοί καί ὁ λόγος αὐτοῦ ἐπί γλώσσης μου» (Β´. Βασιλ. κγ´. 2).


Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, πῶς ἕως τώρα ἐλάλεις ὡσάν ἕνας σαρκικός καί νήπιος καί ὄχι ὡσάν πνευματικός καί τέλειος ἄνδρας· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν» (Α´. Κορ. ιγ´ 11) καί ἡ γλῶσσά σου ἐμελέτα τήν ἀδικίαν, καθώς λέγει ὁ Ἡσαΐας· «ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀδικίαν μελετᾷ» (νθ´. 3).

Ἀποφάσισαι εἰς τό ἑξῆς νά μή ἀφήνῃς νά εὔγουν ἀπό τό στόμα σου λόγια σαπρά, λόγια γελοιώδη καί μάταια, ἀλλά ὠφέλιμα καί σωτηριώδη πρός οἰκοδομήν τῶν ἀκουόντων, καθώς σοῦ παραγγέλει ὁ Ἀπόστολος· «πᾶς λόγος σαπρός ἐκ τοῦ στόματος ἡμῶν μή ἐκπορευέσθω, ἀλλ᾿ εἴτις ἀγαθός πρός οἰκοδομήν ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσιν» (Ἐφέσ. δ´ 29)· διότι ὁ λόγος εἶναι σκιά τοῦ ἔργου, καθώς εἶπεν ἕνας σοφός (Οὗτος ἐστίν ὁ Δημόκριτος εἰπών· «λόγος ἔργου σκιή»)· καί οἱ λόγοι οἱ κακοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά κακά, καθώς καί ἐκ τοῦ ἐναντίου οἱ λόγοι οἱ καλοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά καλά. Διά τοῦτο εἶπε καί ὁ Σολομῶν, ὅτι εἰς τό χέρι τῆς γλώσσης στέκεται ἡ ζωή καί ὁ θάνατος· «θάνατος καί ζωή ἐν χειρί γλώσσης» (Παροιμ. ιη´. 21). Καί καθώς ὅποιος βαστᾷ μυρωδικά καί τόν ἑαυτόν του εὐωδιάζει καί τούς ἄλλους ὁμοίως καί ὅποιος βαστᾷ βρωμερά καί τόν ἑαυτόν βρωμίζει καί τούς ἄλλους· τοιουτοτρόπως καί ὅποιος λαλεῖ τά καλά λόγια, ἤ τά κακά καί τόν ἑαυτόν του ὠφελεῖ, ἤ βλάπτει καί τούς ἀκούοντάς του.

Καί τέλος πάντων, παρακάλεσε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά δυναμώσῃ τοῦτο ὅπου ἄρχισε νά ἐνεργῇ εἰς ἐσέ· «δυνάμωσον ὁ Θεός τοῦτο, ὅ κατειργάσω ἐν ἡμῖν» (Ψαλμ. ξζ´. 31)· καί νά δείξῃς μίαν τελείαν μεταβολήν εἰς τήν γλῶσσάν σου διά τῆς χάριτός του, ὥστε νά μή σέ ἀφήσῃ νά σφάλῃς πλέον μέ αὐτήν εἰς κανένα λόγον ἄπρεπον· «εἴτις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ (Ἰακωβ. γ´. 2)· ἀλλά νά μεταχειρισθῇ τήν γλῶσσάν σου ὡσάν ἕνα κονδύλι, διά νά τήν κινῇ μέ τήν δεξιάν του εἰς τό νά λαλῇς ἐκεῖνα μόνον ὅπου αὐτό θέλει καί βούλεται· ὥστε ὅπου, σύ μέν νά λέγῃς· «ἡ γλῶσσά μου κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου» (Ψαλμ. μδ´ 2)· ἐκεῖνοι δέ ὅπου σέ βλέπουν καί σοῦ ἀκούουν, νά λέγουν· «αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου». (Ψαλμ. ος´ 10).



http://www.agiazoni.gr
http://enoriakonstantinouelenis.blogspot.gr/2012/06/blog-post_02.html