ολόκληρο εδώ
Ένα ιστολόγιο αφιερωμένο στην πνευματική κίνηση των Αγίων Κολλυβάδων, στην φιλοκαλική παράδοση και το ορθόδοξο ύφος και ήθος.
Το Σάββατο της Διακαινησίμου εβδομάδος η Εκκλησία μας τιμά άπαντες τούς Αγίους Κολλυβάδες Πατέρες. Πρόκειται για οσιακές μορφές κυρίως του 18ου και του 19ου αιώνος, αν και δεν είναι άτοπο να συγκαταριθμήσουμε μαζί τους και άλλους Πατέρες του 20ου, οι οποίοι αγωνίστηκαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την γνήσια ορθόδοξη πνευματική ζωή. Η αρχή έγινε με οξείες διαφωνίες με άλλους αγιορείτες που υποστήριζαν την κατά την Κυριακή τέλεση των μνημοσύνων αλλά και την σπάνια συμμετοχή στην θεία Κοινωνία. Οι «Κολλυβάδες»- όνομα που τους επιδόθηκε σκωπτικά- αγωνίστηκαν να συνδέσουν τους ορθοδόξους της εποχής τους με την λοιπή ιερή ασκητική Παράδοση της Εκκλησίας μας, όχι μόνον διότι το ορθό ήταν να τελούνται τα μνημόσυνα το Σάββατο και οι Χριστιανοί να κοινωνούν συχνά, αλλά επειδή γενικότερα η ησυχαστική ζωή της Εκκλησίας είχε παραγκωνισθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Κολλυβάδες προτείνουν διαρκώς θέσεις του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Βέβαια, όπως τότε ο μεγάλος αυτός Πατήρ παρεξηγήθηκε έτσι και αυτοί παρεξηγήθηκαν, πολεμήθηκαν και διώχθηκαν προς χάρη της Αλήθειας. Το Φιλοκαλλικό Πνευματικό κίνημα αυτών των Οσίων οφείλουμε να το βιώνουμε διαρκώς εντός της Εκκλησίας, εάν θέλουμε να είμαστε συνδεδεμένοι με ολόκληρη την αγιοπνευματική Παράδοση Αυτής. Το φοβερότερο είναι πως ακόμη και σήμερα, ενώ πλέον έχουν ανακηρυχθεί Άγιοι της Εκκλησίας και εμείς είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε πως όσα δίδαξαν είναι απολύτως σύμφωνα προς την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, κατηγορούνται και συκοφαντούνται από κάποιους που θεώρησαν εαυτούς ανωτέρους των Αγίων.
κειμ. ΙΜ Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
εικών Δημητρέλος
Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011
Στον Χριστό, στο Κάστρο-Αλεξ. Παπαδιαμάντης
ολόκληρο εδώ
Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011
Φώτης Κόντογλου - Χριστούγεννα στὴ σπηλιά
Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα καὶ χιονιᾶς πάντα πᾶνε μαζί. Μὰ ἐκείνη τὴ χρονιὰ οἱ καιροὶ ἤτανε φουρτουνιασμένοι παρὰ φύση. Χιόνι δὲν ἔρριχνε. Μοναχὰ ποὺ ἡ ἀτμόσφαιρα ἤτανε θυμωμένη, καὶ φυσούσανε σκληροὶ βοριάδες μὲ χιονόνερο καὶ μ᾿ ἀστραπές. Καμμιὰ βδομάδα ὁ καιρὸς καλωσύνεψε καὶ φυσοῦσε μία τραμουντάνα ποὺ ἀρμενιζότανε. Μὰ τὴν παραμονὴ τὰ κατσούφιασε. Τὴν παραμονὴ ἀπὸ τὸ πρωΐ ὁ οὐρανὸς ἤτανε μαῦρος σὰν μολύβι, κ᾿ ἔπιασε κ᾿ ἔρριχνε βελονιαστὸ χιονόνερο.
Σὲ μία τοποθεσία ποὺ τὴ λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ἕνα μαντρὶ μὲ γιδοπρόδατα, ἀπάνω σὲ μιὰ πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ κοίταζε κατὰ τὸ πέλαγο· τὸ μέρος αὐτὸ ἤτανε ἄγριο κ᾿ ἔρημο, γεμάτο ἀγριόπρινα, σκίνους καὶ κουμαριές, ποὺ ἤτανε κατακόκκινες ἀπὸ τὰ κούμαρα. τὸ μαντρὶ ἤτανε τριγυρισμένο μὲ ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].
Οἱ τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ ποὺ βρισκότανε παραμέσα καὶ πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὴ μάντρα καὶ ποὺ κοίταζε κατὰ τὴ νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, μὲ τρία - τέσσερα χωρίσματα, κι ἀψηλὴ ὡς τρία μπόγια. Τὰ ζωντανὰ σταλιάζανε κάτω ἀπὸ τὶς χαμηλὲς σάγιες, ποὺ ἔσκυβες γιὰ νὰ μπεῖς μέσα. Σωροὶ ἀπὸ κοπριὰ στεκόντανε ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, καὶ βγάζανε μία σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, τὸ χῶμα ἤτανε σκουπισμένο καὶ καθαρό, γιατὶ οἱ τσομπάνηδες ἤτανε μερακλῆδες, καὶ βάζανε τὰ παιδιὰ καὶ σκουπίζανε ταχτικὰ μὲ κάτι σκοῦπες κανωμένες ἀπὸ ἀστοιβιές.
Ἀρχιτσέλιγκας ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος, ἕνας ἄνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ἀνάμεσα στὰ γίδια καὶ στὰ πρόβατα. Ἤτανε μαῦρος, μαλλιαρός, μὲ γένεια μαῦρα κόρακας, σγουρὰ καὶ σφιχτὰ σὰν τοῦ κριαριοῦ. Φοροῦσε σαλβάρια κοντὰ ὡς τὸ γόνατο, σελάχι στὴ μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριὰ τζεσμέδια στὰ ποδάρια του· τὸ κεφάλι του τὸ εἶχε τυλιγμένο μ᾿ ἕνα μεγάλο μαντίλι σὰν σαρίκι, κ᾿ οἱ μαρχαμάδες [= τὰ κρόσια] κρεμόντανε στὸ πρόσωπό του. Ἀρχαῖος ἄνθρωπος!
Εἶχε δυὸ παραγυιούς, τὸν Ἀλέξη καὶ τὸν Δυσσέα, δυὸ παλληκαρόπουλα ὡς εἴκοσι χρονῶν. Εἶχε καὶ τρία παιδιά, ποὺ τοὺς βοηθούσανε στ᾿ ἄρμεγμα καὶ κοιτάζανε τὸ μαντρὶ νά ῾ναι καθαρό. Αὐτὲς οἱ ἕξι ψυχὲς ἐζούσανε σὲ κεῖνο τὸ μέρος, κρυφὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀνάρια βλέπανε ἄνθρωπο.
Ἡ σπηλιὰ ἤτανε καπνισμένη κι ὁ βράχος εἶχε μαυρίσει ὡς ἀπάνω ἀπὸ τὴν καπνιὰ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα τῆς σπηλιᾶς. Ἐκεῖ μέσα εἴχανε τὰ γιατάκια τους, σὰν μεντέρια, στρωμένα μὲ προβιές. Στοὺς τοίχους τῆς σπηλιᾶς εἴχανε μπήξει παλούκια μέσα στὶς σκισμάδες τοῦ βράχου, καὶ κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια καὶ μαχαίρια, λὲς κ᾿ ἤτανε λημέρι τῶν ληστῶν. Ἀπ᾿ ἔξω φυλάγανε οἱ σκύλοι, ὅλοι ἄγριοι σὰν λύκοι.
Ἡ ἀκροθαλασσιὰ βρισκότανε ὡς ἕνα τσιγάρο ἀπόσταση ἀπὸ τὴ μάντρα. Ἤτανε ἔρημη, κι ἄλλο δὲν ἀκουγότανε ἐκεῖ πέρα παρὰ μοναχὰ ὁ ἀγκομαχητὸς τοῦ πελάγου, μέρα - νύχτα. Μὲ τὸν βοριὰ ἀπάγκιαζε, καὶ καμμιὰ φορᾶ πόδιζε κανένα καΐκι. Ἀλλιῶς δὲν ἔβλεπες βάρκα πουθενά. Ἀπὸ τὸ μαντρὶ ἀγνάντευε κανένας τὸ πέλαγο ἀνάμεσα στὰ δέντρα, καὶ τὸ μάτι ξεχώριζε καθαρὰ τὰ βουνὰ τῆς Μυτιλήνης.
Τὴν παραμονὴ τὰ Χριστούγεννα, εἴπαμε πὼς ὁ καιρὸς χάλασε, κι ἄρχισε νὰ πέφτει χιονόνερο. Οἱ τσομπάνηδες εἴχανε μαζευτεῖ στὴ σπηλιὰ κι ἀνάψανε μία μεγάλη φωτιὰ καὶ κουβεντιάζανε. Τὰ παιδιὰ εἴχανε σφάξει δυὸ ἀρνιὰ καὶ τὰ γδέρνανε. Ὁ Ἀλέξης ἔβαλε ἀπάνω σ᾿ ἕνα ράφι μυτζῆθρες καὶ τυρὶ ἀνάλατο μέσα στὰ τυροβόλια, ἁγίζι καὶ γιαούρτι. Ὁ Δυσσέας εἶχε μία παλιὰ Σύνοψη, κ᾿ ἐπειδὴ γνώριζε λίγο ἀπὸ ψαλτικὰ κ᾿ ἤξερε καὶ πέντε γράμματα, διάβαζε τὶς Κυριακάδες κι ὅποτε ἤτανε γιορτὴ κανένα τροπάρι καὶ λιγοστὰ ἀπὸ τὸν Ἑξάψαλμο. Ἐκείνη τὴν ὥρα φυλλομετροῦσε τὴ Σύνοψη, γιὰ νὰ δεῖ τί γράμματα ἤτανε νὰ πεῖ.
Θά ῾τανε ὥρα σπερινοῦ. Κείνη τὴν ὥρα ἀκούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πὼς θά ῾τανε τίποτα κυνηγοί· τὸ ἕνα παιδί, ποὺ εἶχε πάγει νὰ φέρει ξύλα μὲ τὸν γάϊδαρο, εἶπε πὼς τὸ πρωὶ εἶχε ἀκούσει τουφεκιὲς κατὰ τὴν ἀπὸ μέσα θάλασσα, κατὰ τὴν Ἁγιὰ-Παρασκευή. Οἱ σκύλοι πιάσανε καὶ γαβγίζανε ὅλοι μαζὶ καὶ πεταχτήκανε ὄξω ἀπὸ τὴ μάντρα.
Σὲ λίγο φανερωθήκανε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ δυὸ ἄνθρωποι μὲ τουφέκια, καὶ φωνάζανε τοὺς τσομπάνηδες νὰ μαζέψουνε τὰ σκυλιά, ποὺ χυμήξανε ἀπάνω τους. Ὁ Σκούρης ἄφησε τοὺς ἀνθρώπους κι ἅρπαξε ἕνα ἀπὸ τὰ ζαγάρια πού ῾χανε οἱ κυνηγοὶ καὶ τὸ ξετίναζε νὰ τὸ πνίξει. Ὁ κυνηγὸς ἔρριξε ἀπάνου του, καὶ τὰ σκάγια τὸν πόνεσανε καὶ γύρισε πίσω, μαζὶ μὲ τ᾿ ἄλλα μαντρόσκυλα, ποὺ πηγαίνανε πισώδρομα ὅσο κατεβαίνανε οἱ κυνηγοί. Τέλος πάντων, ἐβγῆκε ὁ Μπαρμπάκος μὲ τοὺς ἄλλους καὶ πιάσανε τὸν Σκούρη καὶ τὸν δέσανε, διώξανε καὶ τ᾿ ἄλλα σκυλιά.
«Ὥρα καλή, βρὲ παιδιά!» φώναξε ὁ Παναγὴς ὁ Καρδαμίτσας, ζωσμένος μὲ τὰ φυσεγκλίκια, μὲ τὸ ταγάρι γεμάτο πουλιά.
Ὁ ἄλλος, ποὺ ἤτανε μαζί του, ἤτανε ὁ γυιός του ὁ Δημητρός.
«Πολλὰ τὰ ἔτη!» ἀποκριθήκανε ὁ Μπαρμπάκος κ᾿ ἡ συντροφιά του. «Καλῶς ὁρίσατε!»
Τοὺς πήγανε στὴ σπηλιά.
«Μωρέ, τ᾿ εἶν᾿ ἐδῶ; Παλάτι! Παλάτι μὲ βασιλοποῦλες!» εἶπε ὁ μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τὶς μυτζῆθρες ποὺ ἀχνίζανε.
Τοὺς βάλανε νὰ καθήσουνε, τοὺς κάνανε καφέ. Οἱ κυνηγοὶ εἴχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.
«Βρὲ ἀδερφέ», ἔλεγε ὁ μπάρμπα-Παναγής, «ποιὸς νὰ τό ῾λεγε, χρονιάρα μέρα, πὼς θὰ κάνουμε Χριστούγεννα στὸ σπήλαιο ποὺ ἐγεννήθη ὁ Χριστός! Ἐχτὲς περάσαμε στὴν Ἁγιὰ-Παρασκευή, νὰ κυνηγήσουμε λίγο. Ἔ, δικός μας εἶναι ὁ ἡγούμενος, κοιμηθήκαμε στὸ μοναστήρι, καὶ σήμερα τὴν αὐγὴ βγήκαμε στὸ κυνήγι. Βλέποντας πὼς φουρτούνιασε ὁ καιρός, εἴπαμε πὼς δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ περάσουμε τὸ μπουγάζι μὲ τὴ σαπιόβαρκα τοῦ μπάρμπα-Μανώλη τοῦ Βασιλέ. Κ᾿ ἐπειδὴ ξέραμε ἀπ᾿ ἄλλη φορὰ τὸ μαντρί, καὶ μὲ τὸ κυνήγι πέσαμε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, εἴπαμε νὰ ῾ρθουμε στ᾿ ἀρχοντικό σας... Μωρέ, τί σκύλο ἔχετε; Αὐτὸ εἶναι θηρίο, ἀσλάνι καὶ καπλάνι!
Μπρέ, μπρέ, μπρέ! τὸ ζαγάρι τὸ πετσόκοψε! Γιὰ κοίταξε τί χάλια τό ῾κανε!»
Καὶ γύρισε σὲ μία γωνιὰ τῆς σπηλιᾶς, ποὺ κλαμούριζε τὸ σκυλὶ κ᾿ ἔτρεμε σὰν θερμιασμένο.
«Ἔλα δῶ, Φλόξ! Φλόξ!»
Μὰ ἡ Φλὸξ ἀπὸ τὴν τρομάρα της τρύπωνε πιὸ βαθιά.
Ἅμα ἤπιανε δυὸ-τρία κονιάκια, ὁ μπάρμπα-Παναγὴς ἄρχισε νὰ μασᾶ τὰ μουστάκια του, καὶ στὸ τέλος ἔπιασε νὰ τραγουδᾶ:
Καλὴν ἑσπέραν, ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Ὕστερα ὁ Δυσσέας ἔψαλε τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε».
Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀκούσανε πάλι τὰ σκυλιὰ νὰ γαβγίζουνε. Στείλανε τὰ παιδιὰ νὰ δοῦνε τί εἶναι. Ὁ ἀγέρας εἶχε μπουρινιάσει κ᾿ ἔρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!
Σὲ λίγο πάψανε τὰ σκυλιά, καὶ γυρίσανε πίσω τὰ παιδιά. Ἀπὸ πίσω τοὺς μπήκανε στὴ σπηλιὰ τρεῖς ἄντρες, ποὺ φαινόντανε πὼς ἤτανε θαλασσινοί, καὶ δυὸ καλόγεροι, βρεμένοι ὅλοι καὶ ξυλιασμένοι ἀπ᾿ τὸ κρύο. Τοὺς καλωσορίσανε, τοὺς βάλανε καὶ καθήσανε.
Μόλις πῆγε κοντὰ στὴ φωτιὰ ὁ πρῶτος, ὁ καπετάνιος, τὸν γνώρισε ὁ Μπαρμπάκος κ᾿ ἔβγαλε μία χαρούμενη φωνή. Ἤτανε ὁ καπετάν-Κωσταντὴς ὁ Μπιλικτσῆς, ποὺ ταξίδευε στὴν Πόλη. Εἶχε περάσει κι ἄλλη φορὰ ἀπὸ τὴ Σκρόφα, κ᾿ εἴχανε δέσει φιλία μὲ τὸν Μπαρμπάκο, ποὺ δὲν ἤξερε τί περιποίηση νὰ τοὺς κάνει· οἱ ἄλλοι δυὸ ἤτανε γεμιτζῆδες κι αὐτοί, ἄνθρωποι τοῦ καϊκιοῦ του.
Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς καλόγερους, ἕνας σωματώδης μὲ μαῦρα γένεια, ὀμορφάνθρωπος, ἤτανε ὁ πάτερ-Σίλβεστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ὁ ἄλλος ἤτανε λιγνός, μὲ λίγες ἀνάριες τρίχες στὸ πηγούνι, σὰν τὸν Ἅγιο Γιάννη τὸν Καλυβίτη. Τὸν λέγανε Ἀρσένιο Σγουρή.
Ὁ καπετάν-Κωσταντὴς ἐρχότανε ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ πῆρε στὸ καΐκι τὸν πάτερ-Σίλβεστρο, ποὺ εἶχε πάγει στὴν Πόλη ἀπὸ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος γιὰ ἐλέη, κ᾿ ἤθελε νὰ κάνει Χριστούγεννα στὴν πατρίδα του. Ὁ πάτερ-Ἀρσένιος εἶχε ταξιδέψει μαζί του ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Παντοκράτορας στὸ Ὄρος, κ᾿ ἤτανε ἀπὸ τὴ Θεσσαλία.
Ταξιδέψανε καλά. Μὰ σὰν καβατζάρανε τὸν Κάβο-Μπαμπᾶ, ὁ ἀγέρας μπουρίνιασε, κι ὅλη τὴ μέρα ἀρμενίζανε μὲ μουδαρισμένα πανιὰ καὶ μὲ τὸν στάντζο, ὡς ποὺ φτάξανε κατὰ τὸ βράδυ ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸ Ταλιάνι. Ὁ καιρὸς σκύλιαξε κι ὁ καπετάνιος δὲν μπόρεσε νά ῾μπεῖ στὸ μπουγάζι, νὰ κάνουνε Χριστούγεννα στὴν πατρίδα.
Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ ποδίσει, καὶ πῆγε καὶ φουντάρισε στ᾿ ἀπάγκειο, πίσω ἀπὸ ἕναν μικρὸν κάβο, ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ μαντρί. Κ᾿ ἐπειδὴ θυμήθηκε τὸν φίλο του τὸν Μπαρμπάκο, πῆρε τοὺς γέροντες καὶ τοὺς δυὸ ἄλλους νοματέους καὶ τραβήξανε γιὰ τὸ ἁγίλι [=μαντρί]. Στὸ τσερνίκι εἴχανε ἀφήσει τὸν μπαρμπ᾿ - Ἀπόστολο μὲ τὸν μοῦτσο.
Σὰν εἴδανε πὼς στὴ σπηλιὰ βρισκότανε κι ὁ κύρ-Παναγὴς μὲ τὸν κύρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρὰ καὶ φασαρία.
«Μωρὲ νὰ δεῖς», ἔλεγε ὁ κύρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε τὸ τροπάρι, κι ἀπάνω ποὺ λέγαμε «ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο...», φτάξατε κ᾿ ἐσεῖς οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα! Γιατὶ βλέπω μία νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσὸν καὶ λίβανον»!
«Χά! Χά! Χά!» - γελοῦσε δυνατὰ ὁ κύρ-Παναγής, μισομεθυσμένος καὶ ψευδίζοντας, καὶ χάϊδευε τὴν κοιλιά του, γιατὶ ἤτανε καλοφαγᾶς.
Στὸ μεταξὺ ὁ πάτερ - Ἀρσένιος ὁ Σγουρῆς ζωντάνεψε ὁ καϊμένος, κ᾿ εἶπε σιγανὰ χαμογελώντας καὶ τρίβοντας τὰ χέρια του:
«Δόξα σοι ὁ θεός, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, ποὺ μᾶς ἐλύτρωσες ἐκ τοῦ κλύδωνος!» κ᾿ ἔκανε τὸν σταυρό του.
Ὁ πάτερ-Σίλβεστρος εἶπε νὰ σηκωθοῦνε ὄρθιοι, κ᾿ εἶπε λίγες εὐχές, τὸ «Χριστὸς γεννᾶται», κ᾿ ὕστερα μὲ τὴ βροντερὴ φωνή του ἔψαλε:
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων.
Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον, θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον, τὴν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλήθη ὁ ἀχώρητος Χριστὸς ὁ Θεός, ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν».
Ὕστερα καθήσανε στὸ τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο καὶ χαρούμενο δὲν ἔγινε σὲ κανένα παλάτι. Τρώγανε καὶ ψέλνανε. Καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα εἶχε ἀπάνω, ἀπὸ τὰ μοσκοβολημένα τ᾿ ἀρνιά, τὰ τυριά, τὰ μανούρια, τὶς μυτζῆθρες, τὶς μπεκάτσες καὶ τ᾿ ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ, ὡς τὴ λακέρδα καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ πολίτικα ποὺ φέρανε οἱ θαλασσινοί, καθὼς καὶ κρασὶ μπρούσικο.
Ὄξω φυσομανοῦσε ὁ χιονιᾶς, καὶ βογγούσανε τὰ δέντρα κ᾿ ἡ θάλασσα ἀπὸ μακριά. Ἀνάμεσα στὰ βουΐσματα ἀκουγόντανε καὶ τὰ κουδούνια ἀπὸ τὰ ζωντανὰ ποὺ ἀναχαράζανε. Μέσα ἀπὸ τὴ σπηλιὰ ἔβγαινε ἡ κόκκινη ἀντιφεγγιὰ τῆς φωτιᾶς μαζὶ μὲ τὶς ψαλμωδίες καὶ μὲ τὶς χαρούμενες φωνές. Κι ὁ κυρ-Παναγὴς ἔκλεβε κάπου-κάπου λίγον ὕπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ᾿ ὕστερα ξυπνοῦσε κ᾿ ἔψελνε μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία.
Ἀληθινά, ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔλειπε τίποτα. Ὅλα ὑπήρχανε: τὸ σπήλαιο, οἱ ποιμένες, οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα, κι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἤτανε παρὼν μὲ τοὺς δυὸ μαθητές του, ποὺ εὐλογούσανε «τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν».
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/fwths_kontogloy/xristoygenna_sth_sphlia.htm
Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ι.Μ. ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ. ΑΡΧ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΖΟΥΜΗ ΤΟΥ ΠΑΡΙΟΥ.
Τις μέρες πού έκανα τοποτηρητής στην Λογγοβάρδα πήγα μια μέρα στην κατοικία του Μοναστηρίου, πού μόνιμα έμενε ένα γεροντάκι, πού είχε την ευθύνη των ζωντανών της Μονής. Πλησιάζοντας, βλέπω τον γέροντα Γαβριήλ, 92 χρόνων, να μεταφέρει τροφή για τα γουρουνάκια. Από το ένα του χέρι βαστούσε το μπαστουνάκι του και από το άλλο τον γκαζοτενεκέ με την τροφή, πού 'τανε αλεύρι και πίτουρο, αναμεμιγμένο με νερό. Πήγαινε βήμα-βήμα.
-Τί κάνεις αυτού, γέρο-Γαβριήλ; Αν πέσεις, θα σε φάνε κ' εσένα τα γουρούνια. -Γέροντα μου, το Μοναστήρι είναι αγροτικό. Φέτος τίποτα δεν θα πάρουν από τα κριθάρια. Αν δεν έχουν ένα ζώο να πουλήσουν, πώς θα πορευθούνε;
Κι ό πολυθρύλητος οικονόμος της Μονής, ό παπά-Δαμιανός, με το νερό πού έπλενε τα πόδια του, μέχρι τα 90 του χρόνια σφουγγάριζε την σκάλα πού ανέβαινε στα κελιά. Κι όχι με κάποια σφουγγαρίστρα με κοντάρι, αλλά γονατιστός από σκαλί σε σκαλί καθάριζε την σκάλα.
Ή βία είναι χαρακτηριστικό των αγίων και των προοδευτικών ανθρώπων. Εκείνοι πού καταβάλλουν βία στα υλικά, έχουνε βία και στα πνευματικά.
-Γέρο-Γαβριήλλ, προφθάνεις να κάνης τον κανόνα σου, πού όλη την ήμερα βολοδέρνεσαι στα χωράφια και φροντίζεις τα ζώα, για να έχει το Μοναστήρι γάλα και αυγά;
-Ναι, Γέροντα και τον κανόνα μου και τις Ακολουθίες κάνω.
Το τέλος τού μοναχού Δανιήλ του Κρικελλιώτου
Μεσουρανεί ή γερμανική Κατοχή. Ή πείνα και ή αρρώστια σαρώνει κάθε ηλικία. Ό ένας κατόπιν του άλλου επιστρέφει στην γήν έξ ης ελήφθη. Είναι τόσο απεχθή τα πρόσωπα των νεκρών, πού ακόμη και ή μάνα δυσκολεύεται να δώσει το στερνό φιλί στο παιδί της. Τα νησάκια γονάτισαν από τον αποκλεισμό και τον περιορισμό. Και ό κατακτητής έγινε δυστυχέστερος των κατακτημένων. Μουλάρια και γαϊδούρια αποσυντεθειμένα και σκουληκιασμένα α μαγειρεύουν στο καζάνι τους, για να ικανοποιήσουν την πείνα τους. Ή Μονή Λογγοβάρδας περιορίζει την σίτιση των μοναχών στο ελάχιστο, για να προσφέρει φαγητό στους κατοίκους του νησιού. Κάθε δύστυχος και πεινασμένος εκεί καταφεύγει. Ξέρει πώς ή Ζωοδόχος Πηγή αστείρευτα πηγάζει ιάματα.
Εκείνον τον καιρό ένας από τούς ασκητικότερους μοναχούς της Αδελφότητος πλησιάζει στην δύση της ζωής. Αυτός είναι ό Δανιήλ από το Κρίκελλο της Ευρυτανίας. Μοναχός σπουδαίος. Στόχευε πάντα την αιώνια ζωή. Έβλεπε πατρίδα μόνιμη τον ουρανό.
Χτύπησε ή καμπάνα μετά τον Εσπερινό με τον χαρακτηριστικό ήχο τού στερνού αποχαιρετισμού. Όλοι οι μοναχοί συγκεντρώθηκαν έξω από το μικρό του κελί. Στάθηκαν σε δύο σειρές, φέροντες όλη την μοναχική πανοπλία, μέγα σχήμα, ράσο και κουκούλι. Σαν να γινότανε Λειτουργία. Όχι με βαριεστιμάρα και προχειρότητα-Δεν βαριέσαι μεταξύ μας είμαστε μήπως υπάρχει κόσμος να μας δη;». Οι φέροντες ιεροσύνη εισήλθαν στο κελί τού ετοιμοθάνατου. Άρχισε το άγιο Ευχέλαιο. Όλοι γονάτισαν στην συγχωρητική ευχή. Όλοι μυρώθηκαν από το ίδιο βαμβάκι πού σταύρωσε το μέτωπο του Δανιήλ. Σε λίγο έρχεται ό αρραβώνας της αιώνιας ζωής.
Όλοι με ξέσκεπη την κεφαλή σιγά ψιθυρίζουν «Σώμα Χρίστου μεταλάβετε, πηγής αθανάτου γεύσασθε. Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ό Κύριος». Και κατόπιν ό αποχαιρετισμός, κατά τον όποιον ό Δανιήλ με τον δικό του τρόπο πλήρωσε τις καρδιές των μοναχών με την ελπίδα της κοινής αναστάσεως. Ό μισονεκρωμένος Δανιήλ, ανακαθισμένος στο κρεβάτι του, σηκώνει άποχαιρετιστικά τα χέρια, και στον κάθε μοναχό πού υποκλίνεται μπροστά στην κλίνη του κράζει και βοά
-Αδελφοί μου, αναχωρώ για την άνω Ιερουσαλήμ, αναχωρώ για την άνω Ιερουσαλήμ...
Και τα γερασμένα χέρια επιστρέφουν στο σώμα γεμάτα θεία χάρη, μετά τον τελευταίο ύποκλιθέντα μοναχό. Και ή ψυχή αποχωρεί για τα άνω δώματα, για την κατοικία των πρωτοτόκων, για την χώρα των ζώντων, χωρίς ρόγχο και αγωνία θανάτου. Άφησε βεβαία σε όλους τούς μοναχούς την ελπίδα της αιώνιας ζωής. Έτσι, φεύγοντας για τα κελιά τους, έλεγαν
-Από σήμερα ό αδελφός μας Δανιήλ βρίσκεται στον παράδεισο του ουρανού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ ΤΕΥΧΟΣ 701.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ι.Μ. ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΌΡΟΥΣ ΑΡΧ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΖΟΥΜΗ ΤΟΥ ΠΑΡΙΟΥ.
http://apantaortodoxias.blogspot.com/2011/12/blog-post_8281.html
Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011
Φώτης Κόντογλου - Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ Μέγα Μυστήριον
Μυστήριο ξένον, λέγει ὁ Ὑμνωδός, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ γεννηθῆ σὰν ἄνθρωπος, ὄχι κανένας προφήτης, ὄχι κανένας ἄγγελος, ἄλλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει σὲ μία τέτοια πίστη; Οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ἄλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ἤτανε δυνατὸ νὰ παραδεχθοῦν ἕνα τέτοιο πράγμα; Ἀπὸ τὴν κρισάρα τῆς λογικῆς τους δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἢ παραμικρὴ ψευτιά, ὄχι ἕνα τέτοιο τερατολόγημα! Ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ἐμπεδοκλῆς κι ἄλλοι τέτοιοι θαυματουργοί, ποὺ ἤτανε καὶ σπουδαῖοι φιλόσοφοι, δὲ μπορέσανε νὰ τοὺς κάνουνε νὰ πιστέψουνε κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, καὶ θὰ πιστεύανε ἕνα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀνάμεσα σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀνάμεσα σὲ ἀπονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στὸ παχνί, ποὺ τρώγανε τὰ βόδια.
Κανένας δὲν τὸν πῆρε εἴδηση, μέσα σε ἐκεῖνον τὸν ἀπέραντο κόσμο, ποὺ ἐξουσιάζανε οἱ Ῥωμαῖοι, γιὰ τοῦτο εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Γεδεών, πὼς θὰ κατέβαινε ἥσυχα στὸν κόσμο, ὅπως κατεβαίνει ἡ δροσιὰ ἀπάνω στὸ μπουμπούκι τοῦ λουλουδιοῦ, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ἀνάμεσα σὲ τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιὸς νὰ πάρει εἴδηση τὸ πιὸ πτωχὸ ἀπὸ τὰ πτωχά, ἐκεῖνο ποῦ γεννήθηκε ὄχι σὲ καλύβι, ὄχι σὲ στρούγκα, ἀλλὰ σὲ μία σπηλιά; Καὶ κείνη ξένη, γιατὶ τὴν εἴχανε οἱ τσομπαναρέοι νὰ σταλιάζουνε τὰ πρόβατά τους.
Τὸ «ὑπερεξαίσιον καὶ φρικτὸν μυστήριο» τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ἕνας μοναχὰ αὐτοκράτορας ἀπάνω στὴ γῆ, ὁ Αὔγουστος, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Καίσαρα, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ αἱματοχυσία ἀνάμεσα στὸν Ἀντώνιο ἀπὸ τὴ μία μεριά, καὶ στὸν Βροῦτο καὶ τὸν Κάσσιο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τότε γεννήθηκε κι ὁ ἕνας καὶ μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ὁ Χριστός. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ἡ ποιήτρια Κασσιανὴ στὸ δοξαστικὸ ποὺ σύνθεσε, καὶ ποὺ τὸ ψέλνουνε κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῶν Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν...».
Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴν προφητέψανε οἱ Προφῆτες. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τὴν προφήτεψε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, τὴ μέρα ποὺ εὐλόγησε τοὺς δώδεκα υἱούς του, καὶ εἶπε στὸν Ἰούδα «δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα μήτε βασιλιὰς ἀπὸ τὸ αἷμά του, ὡς ποὺ νὰ ἔλθει ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένο νὰ βασιλεύει ἀπάν᾿ ἀπ᾿ ὅλους, κι αὐτὸν τὸν περιμένουμε ὅλα τὰ ἔθνη». Ὡς τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸ γένος τοῦ Ἰούδα, εἴχανε ἄρχοντες, δηλαδὴ κριτὲς καὶ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἤτανε κ᾿ οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντές τους. Ἀλλὰ τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἔγινε ἄρχοντας τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἤτανε ἐθνικὸς καὶ ἔβαλε ἀρχιερέα τὸν Ἀνάνιλον «ἀλλογενῆ», ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς εἴχανε πάντα μητέρα Ἰουδαία. Τελευταῖος Ἰουδαῖος ἀρχιερεὺς στάθηκε ὁ Ὑρκανός. Καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες προφητέψανε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, προπάντων ὁ Ἡσαΐας. Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴ λένε οἱ ὑμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», κατὰ τὰ λόγια του Παύλου ποὺ γράφει: «Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τὸν ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει, πὼς αὐτὸ τὸ μυστήριο δὲν τὸ γνωρίζανε καθαρὰ καὶ μὲ σαφήνεια οὔτε οἱ Ἄγγελοι, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ μὲ τρόμο τὸ εἶπε στὴν Παναγία. Καὶ στοὺς Κολασσαεῖς γράφοντας ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι τὶς ὁ πλοῦτος, τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ Χριστὸς ἐν ἡμῖν ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης». Λέγει, πῶς φανερώθηκε αὐτὸ τὸ μυστήριο στοὺς ἁγίους, ποὺ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ μάθουνε, καὶ αὐτοὶ θὰ τὸ διδάσκανε στὰ ἔθνη; στοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ προσκυνούσανε γιὰ θεοὺς πέτρες καὶ ζῶα καὶ διάφορα ἀλλὰ κτίσματα.
Ἑξακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ εἶδε στὸ Ὄνειρό του, πὼς βρέθηκε μπροστά του ἕνα θεόρατο φοβερὸ ἄγαλμα, καμωμένο ἀπὸ χρυσάφι, ἀσήμι, χάλκωμα, σίδερο καὶ σεντέφι: Κι ἄξαφνα ἕνας βράχος ξεκόλλησε ἀπὸ ἕνα βουνὸ καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα καὶ τό ῾κανε σκόνη. Καὶ σηκώθηκε ἕνας δυνατὸς ἄνεμος καὶ σκόρπισε τὴ σκόνη, καὶ δὲν ἀπόμεινε τίποτα. Ὁ βράχος ὅμως ποὺ τσάκισε τὸ ἄγαλμα ἔγινε ἕνα μεγάλο βουνό, καὶ σκέπασε ὅλη τη γῆ. Τότε ὁ βασιλιὰς φώναξε τὸν προφήτη Δανιὴλ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ἐξήγησει τὸ ὄνειρο.
Κι ὁ Δανιὴλ τὸ ἐξήγησε καταλεπτῶς, λέγοντας πὼς τὰ διάφορα μέρη τοῦ ἀγάλματος ἤτανε οἱ διάφορες βασιλεῖες, ποὺ θὰ περνούσανε ἀπὸ τὸν κόσμο ὕστερα ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα καὶ πὼς στὸ τέλος ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει κάποια βασιλεία ποὺ θὰ καταλύσει ὅλες τὶς βασιλεῖες, ὅπως ὁ βράχος ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ἐνύπνιό του ἐξαφάνισε τὸ ἄγαλμα μὲ τὰ πολλὰ συστατικά του: «Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασελέων ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται», «κάποιο βασίλειο, λέγει, ποὺ δὲν θὰ καταλυθεῖ ποτὲ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων».
Αὐτὴ ἡ βασιλεία ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Κυρίου ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τέτοια βασιλεία, γι᾿ αὐτὸ θὰ εἶναι αἰώνια, γι᾿ αὐτὸ δὲν θὰ χαλάσει ποτέ, ὅπως γίνεται μὲ τὶς ἄλλες ἐπίγειες καὶ ὑλικὲς βασιλεῖες. Ὅπως ὁ βράχος μεγάλωνε κι ἔγινε ὄρος μέγα καὶ σκέπασε τὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων: « Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν».
Ὥστε βγῆκε ἀληθινὴ ἡ ἀρχαιότερη προφητεία τοῦ Ἰακώβ, πὼς σὰν πάψει ἡ ἐγκόσμια ἐξουσία τῶν Ἰουδαίων, θὰ ἔρθει στὸν κόσμο ἐκεῖνος ποὺ προορίστηκε, «ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν».
Σημείωσε πὼς οἱ Ἑβραῖοι πιστεύανε πὼς ἡ φυλή τους μονάχα ἦταν βλογημένη, καὶ πὼς ὁ Θεὸς φρόντιζε μονάχα γι᾿ αὐτή, καὶ πὼς οἱ ἄλλοι λαοί, «τὰ ἔθνη», ἦταν καταραμένα καὶ μολυσμένα κι ἀνάξια νὰ δεχτοῦν τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν εἶναι παράξενο νὰ μιλᾶ ἡ προφητεία τοῦ Ἰακὼβ γιὰ τὰ ἔθνη, γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ περιμένουν τὸν Μεσσία νὰ τοὺς σώσει καὶ μάλιστα νὰ μὴ λέει κἂν πὼς τὸν ἀναμενόμενο Σωτῆρα τὸν περιμένανε οἱ Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τὰ ἔθνη, ἀλλὰ νὰ λέει πὼς τὸν περιμένανε μονάχα οἱ ἐθνικοί: «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Ὅπως κι ἔγινε. Γιατί, τὴ βασιλεία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, τὴ θεμελίωσαν μὲν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἦταν Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὴν ξαπλώσανε καὶ τὴν στερεώσανε μὲ τοὺς ἀγῶνες τους καὶ μὲ τὸ αἷμα τοὺς οἱ ἄλλες φυλές, «τὰ ἔθνη».
Εἶναι ὁλότελα ἀκατανόητο, γιὰ τὸ πνεῦμα μας, τὸ ὅτι κατέβηκε ὁ Θεὸς ἀνάμεσά μας σὰν ἄνθρωπος συνηθισμένος καὶ μάλιστα σὰν ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς φτωχούς. Αὐτὴ τὴ μακροθυμία μονάχα ἅγιες ψυχὲς εἶναι σὲ θέση νὰ τὴ νιώσουνε ἀληθινά, καὶ νὰ κλάψουνε ἀπὸ κατάνυξη.
Κάποιοι, μ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, δὲν θὰ νιώσουμε τίποτα ἀπὸ τὸ Μυστήριο, ποὺ γιορτάζουμε. Σ᾿ αὐτούς, ἐγὼ ὁ τιποτένιος, δὲ μπορῶ νὰ πῶ τίποτα. Μοναχὰ θὰ τοὺς θυμίσω τὰ αὐστηρὰ λόγια ποὺ γράφει στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ θερμότατος κήρυκας τῆς ἀγάπης: «Πᾶν πνεῦμα, ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι. Καὶ πᾶν πνεῦμα, ὃ μὴ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν. Οὗτος ἐστὶν ἀντίχριστος».
πηγη
Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Η χρήση των αποδείξεων στη Θεολογία
Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ
[2] Ιωάννου Δαμάσκηνου, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, ΕΠΕ (=Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας) 1, 60. Ψαλμ. 13,1.
[3] Κυρίλλου Αλεξάνδρειας, Ερμηνεία εις τους Ψαλμούς, PG 69,801.
[4] Γρηγοριου Παλαμά, Προς Βαρλαάμ 2,12, ΕΠΕ 1, 526.
[5] Ρωμ. 1,18-32.
[6] Πράξ. 14,16-17.
[7] Γρηγοριου Παλαμά, Προς Βαρλαάμ 1, 31-33, ΕΠΕ 1,480 κ.ε.
[8] Ρωμ. 1,19
[9] Μ. Βασιλείου, Επιστολή 234, 1, ΕΠΕ 1, 152.
[10] Επιστολή 235,1, ΕΠΕ 1,156-158.
[11] Προς Βαρλαάμ 2, 19, ΕΠΕ 1, 530.
[12] Αυτόθι 22, ΕΠΕ 1,540.
[13] Αυτόθι 20, ΕΠΕ 1, 538.
[14] Προς Ακίνδυνον 1,11-12, ΕΠΕ 1,422-426.
[15]Προς Βαρλαάμ 2, 9, ΕΠΕ 1, 524.
[16] Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήναι 21956, σ. 38-39.
[17] Π. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1959, τομ. 1, σ. 155.
[18] Αυτόθι, σ. 157.
[19] Ανδρ. Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά, Αθήναι 1995, εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 12-14.
Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΠΕΡΙ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ (απόσπασμα)
«Συλλογίσου αδελφέ το χάος, εις το οποίον ευρίσκετο καταβυθισμένη , προ της ενσάρκου οικονομία, η ανθρώπινη φύσις τόσο δια τας αμαρτίας , την προπατορικήν και τας προαιρετικάς.
Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011
Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ἕνας ὑμνωδὸς ἀπὸ τὸν Ἄθωνα
Διδάκτορος Φιλολογίας, Πρωτοσυγκέλλου Ἱ. Μητροπόλεως Βεροίας
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ προσκυνηματικὸ ὁδηγὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, 1950).
Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011
Αγίου Νικοδήμου και Αγίου Μακαρίου αναφορά στους Πατέρες περί Θείας Κοινωνίας
Ο θείος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέει ότι με τη θεία Μετάληψη οι νοητοί κλέφτες, οι δαίμονες δεν βρίσκουν την ψυχή μας άδεια, ώστε να μπουν σε αυτή μέσω των αισθήσεων. Πρέπει να εννοήσεις σαν θύρα της οικίας τις αισθήσεις. Μέσω αυτών εισέρχονται στη καρδιά οι εικόνες όλων των πραγμάτων και χύνεται σε αυτήν το άμετρο πλήθος των επιθυμιών. Ο προφήτης Ιωήλ ονομάζει αυτές τις αισθήσεις παράθυρα λέγοντας ότι από αυτά θα μπουν οι κλέφτες, επειδή δεν ήταν χτισμένα με το Τίμιο Αίμα του Χριστού. Ο Άγιος Κύριλλος λέει ακόμη πως με τη θεία Κοινωνία καθαριζόμαστε από κάθε ψυχική ακαθαρσία και λαμβάνουμε προθυμία και ζέση για τις αρετές. Το Τίμιο Αίμα του Χριστού όχι μόνο μας ελευθερώνει από κάθε φθορά, αλλά μας καθαρίζει και από κάθε ακαθαρσία που κρύβεται μέσα στη ψυχή μας. Δεν μας αφήνει να ψυχρανθούμε από την αμέλεια αλλά μας κάνει ζέοντες και θερμούς στο Άγιο Πνεύμα.
Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης επισημαίνει: τα δάκρυα και η κατάνυξη έχουν μεγάλη δύναμη. Πέρα όμως από όλα μαζί, η αγία Κοινωνία έχει μεγάλη δύναμη και ωφέλεια και από ότι βλέπω είσθε πολύ αμελείς σε αυτό το ζήτημα. Δεν προσέρχεστε στη θεία Μετάληψη. Απορώ και εξίσταμαι, γιατί σας βλέπω να κοινωνείτε μόνο την Κυριακή ενώ δεν μεταλαμβάνετε αν τελείται Λειτουργία κάποια άλλη μέρα. Αυτά δε σας τα λέω, για να κοινωνείτε απλά και όπως έτυχε, δίχως προετοιμασία, (Ο Απόστολος γράφει να δοκιμάζει κανείς τη συνείδησή του και έτσι να τρέφεται από τον άγιο Άρτο και να πίνει από το θείο Ποτήριο. Όποιος μεταλαμβάνει ανάξια θα κατακριθεί, επειδή δε διακρίνει καλά, ώστε να ευλαβείται το άγιο Σώμα και Αίμα του Κυρίου). Μη γένοιτο. Σας λέω να κοινωνούμε συχνά, να καθαρίζουμε όσο μπορούμε τους εαυτούς μας με την επιθυμία μας και την αγάπη μας για τη θεία Κοινωνία και έτσι καθαροί να μεταλαμβάνουμε.
Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011
Κώστας Παπαδημητρίου - Τὸ Δωδεκαήμερο τῶν Χριστουγέννων στὸν Παπαδιαμάντη
ἐβγᾶτ᾿ ἀκοῦστε, μάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται…᾿,