"Εβλεπε στον παπά τον συνεχιστή του έργου του Χριστού."Εδειχνεν ό παπάς τον αόρατο Χριστό. Έδάνειζε το χέρι και το στόμα του σ' Εκείνον. Και όπως ό Χριστός νοιαζότανε τους ανθρώπους στα χρόνια της ένσάρκου οικονομίας Του, έτσι και ό παπάς νοιάζεται τους άνθρώπους. Λειτουργεί και συλλειτουργεί μαζί τους στο Ναό. Παίρνει τα αιτήματα τους,«τα πάθια και τούς καϋμούς» των και τα προσφέρει στο Χριστό,πού είναι «ό αμνός του Θεού, ό αϊρων τήν άμαρτίαν του κόσμου». Κατεβάζει με την έγκριση των πιστών το "Αγιο Πνεύμα σε όλους και στα Δώρα. Και σε λίγο, άφού μεταλάβει αύτός, βγαίνει να κοινωνήσει τούς πιστούς το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας.
Και γίνεται έτσι ό παπάς πατέρας πού γεννά μέσα μας το Χριστό. Αρχικά βέβαια με το μυστήριο του Βαπτίσματος και υστέρα με τ'αλλα.
Οί τύποι των ιερέων στον Παπαδιαμάντη είναι μορφές (δηλαδή μορφωμένοι), ενάρετοι, σεβάσμιοι, ιεροπρεπείς. Μπορεί νά είναι ολιγογράμματοι, αλλά μπορούν και κάνουν πολύ καλά το έργο τους.
Μπορούν και στέκουν μέσα στο Ναό μα και στην Κοινωνία.
Κάνουν τη θεία Λειτουργία και παίρνουν τα ύπερκόσμια δώρα της.Και υστέρα βγαίνουν, «προέρχονται εν ειρήνη», και συνεχίζουν τη λειτουργία της ζωής. Τη λειτουργία μετά τη Λειτουργία.
Ό ίερέας πατέρας του ήταν άριστος λειτουργος,τέκνον των Κολλυβάδων,αλλά και ικανός και θαρραλέος και χρήσιμος μέσα στην Κοινωνία.
Στό διήγημα «Στό Χριστό στο Κάστρο» νοιάζεται για τούς δυο αποκλεισμένους σε αυτό. Κάνοντας ό ίδιος το ντελάλη,το ανακοινώνει. Κι υστέρα στο σπίτι του συγκεντρώνει ενορίτες και συνεργάτες του καί, αποφασισμένος όντας εκείνος, συμπαρασύρει και πείθει αρκετούς να τον ακολουθήσουν στον πηγαιμό του για βοήθεια των κινδυνευόντων ενοριτών του.
Και όλοι μαζί πηγαίνουν με κίνδυνο της ζωής των στο Χριστό στο Κάστρο, βρίσκουν σώους τούς κινδυνεύοντας από τα χιόνια, κάνουν έκεί τή Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, προσφέρουν βοήθεια καί σε ναυαγούς πού ξώκειλαν κατά τ'ακροθαλάσσι, κι όλοι μαζί τρώνε και πίνουν ευχαριστημένοι και κοιμούνται πανάλαφροι. Και την άλλη μέρα το απόγευμα γυρίζουν αίσίως στην πολίχνη.
Τι καρτερούν οί άνθρωποι από την Εκκλησία; Την αγάπη την έμπρακτη, την έγνοια καϊ την αποδοχή. Ή "Εκκλησία είναι ή Μάννα μας, κι έμείς πιστά Της τέκνα. Όπως και ό σήμερα τιμώμενος και φίλτατός μας κυρ-Αλέξανδρος.
Στήν Αθήνα τον έσαγήνευε ό μακάριστος παπα-Πλανάς. Ό ταπεινός.Ό άξιος του πρώτου μακαρισμού του Σωτήρος. Πόση γαλήνη εύρισκε κοντά του.Γνωστό μας είναι και το άρθρο του γι' αυτόν.
Τα μέγιστα τιμούσε και τους άγαμους ενάρετους κληρικούς και μοναχούς. Είχε υπέροχο παράδειγμα τον Διονύσιο το Γέροντα, τον ιεροπρεπή ασκητή και λόγιο,τον συγγενή του.Τόνιζε την προσφορά τους τη μεγάλη...
Και στα τελευταία του έκάλεσε τον αξιαγάπητο αρχιμανδρίτη Ανδρέα Μπούρα, τον σπουδαίο και φίλο του, για εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία. Ζήτησε να του διαβάσει τη μεγάλη εξομολογητική ευχή. Και τον μετέλαβε.Κι υστέρα ό κυρ-Άλέξανδρος άρχισε να κλαίει."Εφευγε για την άλλη πλάση. Είχε συναίσθηση τής άμαρτωλότητός του.
Αναφέρει στα έργα του και ίερείς με αδυναμίες. Αναγκάζεται να κρίνει. Άλλα με πόνο και ταπείνωση και μοναδικό σκοπό τη διόρθωση, τη θεραπεία καί την σωτηρία. Φέρεται μ' ευσπλαχνία και καλωσύνη. Ποτέ δεν προσβάλλει και δεν έκχυδαίζει τους ήρωες του. Περιβάλλει μ' άνείπωτη στοργή ακόμα καί τον πειναλέο άνθρωπίσκο στο «Λαμπριάτικο Ψάλτη». Και δείχνει σε όλους και στον εαυτό του, χωρίς αφόρητο διδαχτισμό, τήν θύρα του Παραδείσου, πού είναι ή Μετάνοια.
Θεωρεί ως κύρια αιτία του πολλαπλασιασμού των αιρέσεων την έλλειψη πραγματικής ποιμαντικής μέριμνας εκ μέρους τών ιερέων.
Το δέσιμο κλήρου και λάου και ή συνεργασία σώζει. Παντοτε φυσικά με του Χρίστου τη Χάρη.
Διαβάζοντας κανείς τα έργα του Παπαδιαμάντη έχει τήν αίσθηση πώς βρίσκεται εδώ και κάπου άλλου ταυτόχρονα. Πώς βρίσκεται εδώ,στα πάθια και τους καυμούς του κόσμου και συγχρόνως στα Ρόδινα ακρογιάλια της Θείας Βασιλείας. Και τούτο γιατί ό Παπαδιαμάντης είναι γνήσιον τέκνον της "Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Και όλα μέσα σ' αυτήν είναι θεανθρώπινα.
Καί ζώντα μέσα σ' αυτήν την θεανθρώπινη διάσταση της Εκκλησίας ό κυρ-Άλέξανδρος, μεταξύ της άνθρώπινης αδυναμίας και της Πηγής της Παντοδυναμίας σχοινοβατούσε κι αγωνιζότανε.Αφηνε την οντότητα του στην Άγκάλη του Χρίστου και στη στοργή τής Παναγίας, που Τοϋς υπεραγαπούσε. Υμνούσε «μετά λατρείας τον Χριστό του».
Έπόνεσεν αμέτρητα στη ζωή του. Πέρασε φτώχεια σαν ασκητής,μα έμεινε στην έντιμη πενία του, όπως έγραψε κάποτε στον ιερέα πατέρα του, και είχε τη βοήθεια του Θεού. Πέρασε μοναξιά και δυσκολίες «σαν σκοτεινό και άμοιρο τρυγόνι». Κατέφευγεν όμως στην αγία Εκκλησιά, έκεί που «το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τρυγόνι σκέπη».
Δεν έγινε ό ϊδιος ιερέας,μα ίερουργοϋσε με τα αθάνατα γραφτά του τον λόγον της άληθείας.Και πόσους δεν ωφέλησε και ωφελεί.
Λένε πώς κάποια φορά απελπισμένος επήγε να εξομολογηθεί (πίστευε στην Εξομολόγηση). Και είπε στον παπα πώς δυσκολεύεται και υποφέρει πολύ. Καί ό παπά, χωρίς να τον ξέρει, άφού τον παρηγόρησε δεόντως, του συνέστησε να διαβάζει τα έργα του Παπαδιαμάντη.
Αναφέρει ό Μικρασιάτης λογοτέχνης και μακαριστός πλέον Ήλίας Βενέζης πως ενώ ευρίσκοντο στα περίφημα τάγματα εργασίας κι έμεναν σ'ένα σταύλο κλεισμένοι,βρήκε κάποιος πεταμένο μέσα έκεί ένα φύλλο από περιοδικό και άρχισε να το διαβάζει, για να περνά ή ώρα. Και καθώς έδιάβαζε άρχισαν όλοι ν' άκοϋνε μ' ενδιαφέρον. Μαλάκωσαν και γαλήνεψαν οι ταλαίπωρες ψυχές τους. Και καθώς τελείωσε το διάβασμα, έβγαλαν όλοι ανακουφισμένοι μια φωνή: «ρε αυτό ήταν Ευαγγέλιο. Λες κι είμαστε στήν 'Εκκλησία.» Και τί λέτε πώς ήταν; Ενα κομμάτι άπ'το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Υπό την Βασιλικήν Δρύν».
Θυμάμαι κάποια φορά ήρθε και με βρήκε στην εκκλησία ένας πολύ πονεμένος.'Ήθελε να πεθάνει, μου έλεγε. Δεν ήξερα τί να κάνω."Ήταν Μεγαλοβδομάδα. Είχα μαζί μου τα «Πασχαλινά Διηγήματα» του κυρ-Άλέξανδρου και σκέφθηκα να ζητήσω κι εγώ μια εξυπηρέτηση από τον πονεμένο αδελφό μας. Τον παρακάλεσα να μου διαβάσει, αν ήθελε,ένα διήγημα πασχαλινό. Του είπα πώς ήμουν πολύ κουρασμένος, και ήμουν, και θα με εξυπηρετούσε μ'αυτό. Κι υστέρα θα μιλάγαμε για τα δικά του. Έκείνος σάστισε για λίγο, μα υποχώρησε στο αίτημα μου και άρχισε να διαβάζει σιγά-σιγά το «Λαμπριάτικο Ψάλτη». Και διαβάζοντας άρχισε λίγο-λίγο να συνέρχεται. Εβλεπα το πρόσωπο του ν' αλλάζει. "Ελαμπε άγάλι-άγάλι ή θωριά του. Διάβασεν αρκετά. Και κάποια στιγμή άρχισε να κλαίει.'Έσκυψε και μου φίλησε το χέρι. Κι είπε με χαρμολύπη: «Παππούλη, τί μου έκανες; Τί είναι αυτό πού διαβάζω; Γιατί έφυγεν ό πόνος από μέσα μου κι άλάφρωσεν ή ψυχή μου;» Κι έκλαιγεν,όλο έκλαιγε από χαρά και θαυμασμό. Του είπα για τον Παπαδιαμάντη και το έργο του. «Μα τούτος είναι άγιος, άνθρωπος του Θεού,σοφός, ποιητής μεγάλος, μάγος του λόγου» μου είπε. Και έφυγεν ό άνθρωπος πουλάκι "Ηθελε να ζήσει.
Αυτός είναι ό κυρ-Άλέξανδρος. Μιλάει όμως με γλύκα και αποδοχή για τους αρχαίους. Και συναιρεί στο έργο του το διαιώνιο Ελληνισμό.Καταγράφει τη γλώσσα μας άπ' τις αμμουδιές τ''Όμηρου μέχρι σήμερα.
Είναι λάτρης του Χριστού και μέγιστος Πατριώτης. Και συνάμα αγαπά «πάντα τα έθνη», λέγοντας σε κάποιο διήγημα του «πώς κι ό Έβραίος έχει ψυχή».
Ευχαριστούμε το Θεό, πού μας έδωκε τον κυρ-Άλέξανδρο. Ευχαριστούμε και τον ίδιο, πού άφηκε σε μας «άλλο,τάς βίβλους,στόμα του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου