Του Γιώργου Καραμπελιά
Οι Κολυβάδες επανενεργοποίησαν ένα σημαντικό ιδεολογικό και πολιτισμικό ρεύμα του οποίου οι επιδράσεις ξεπερνούν τα όρια του ελληνικού χώρου και φθάνουν στη Ρωσία, μέσω μιας διαφορετικής «αναγέννησης», την οποία φαίνεται να αγνοούν ή να παρασιωπούν οι ιστορικοί μας, της «Φιλοκαλλικής Αναγέννησης». Πράγματι η επίδραση των Κολυβάδων στην διαμόρφωση της ιδεολογίας του σλαβόφιλου και αντιδυτικού πνεύματος, σε όλο τον ορθόδοξο χώρο και κατεξοχήν στη Ρωσία, αποσιωπάται συστηματικά και παραμένει άγνωστη…
Η έκδοση από τον Μακάριο Νοταρά και τον Νικόδημο Αγιορείτη της Φιλοκαλίας, μια συλλογής μεταφρασμένων στα νεοελληνικά κειμένων των Πατέρων της εκκλησίας, που έως τότε κείτονταν ξεχασμένοι σε παλιά χειρόγραφα στο Άγιο Όρος και αλλού, υπήρξε τουλάχιστον ισάξιας σημασίας με την έκδοση των αρχαίων ελληνικών κειμένων από τον Κοραή και τον Δούκα. Εγκαινίαζε μια πνευματική παράδοση που στη νεώτερη Ελλάδα επανεύρισκε το νήμα του ριζικού αντιδυτικισμού, εκεί που το είχε αφήσει ο Γρηγόριος ο Παλαμάς και έτσι θεμελίωνε μια παράδοση που περνώντας από τον Παπουλάκο και τον Παπαδιαμάντη, θα φθάνει μέχρι τη σύγχρονη Νέο-ορθοδοξία. Έριχνε πνευματικές γέφυρες προς τον ορθόδοξο κόσμο των Βαλκανίων και της Ρωσίας, που σε μεγάλο βαθμό είχαν διακοπεί μετά την Άλωση, φθάνοντας μέχρι τον Ντοστογιέφσκυ, τον Μπερντιάγιεφ και τη σύγχρονη ρώσικη σχολή.
Δεν είναι προφανώς τυχαίο πως η πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού είναι σφαιρική και καθολική, δεν κατευθύνεται μόνο προς την παιδεία του Διαφωτισμού, προς την επιστροφή στους Αρχαίους Έλληνες, αλλά επεκτείνεται και στην «επιστροφή» στους Πατέρες της Εκκλησίας και την πνευματική παράδοση του Βυζαντίου.
Αυτό το πνευματικό γεγονός, που παρασιωπήθηκε συστηματικά, απορρίπτει την κοινωνία και τις ιδεολογικές αρχές του αναπτυσσόμενου δυτικού κόσμου και κηρύττει την επιστροφή σε έναν κόσμο που θα διαπνέεται από τις παλιές αξίες του Βυζαντίου και του ορθόδοξου μοναχισμού. Αυτό το πνευματικό ρεύμα δεν θα περιοριστεί, όπως μπορούμε να πιστέψουμε με μια πρώτη ανάγνωση, στο κίνημα του Παπουλάκου, ή το θρησκευτικό-πολιτικό κίνημα του Απόστολου Μακράκη. Θα προσελκύσει ή θα επηρεάσει προσωπικότητες όπως ο Κολοκοτρώνης – που φυλακίστηκε για συνομωσία –, ο Νικηταράς – που υπήρξε μέλος της «Φιλορθόδοξης Εταιρείας» και διώχθηκε ως συνωμότης – και ο Μακρυγιάννης, και θα έχει ως πνευματικό του τέκνο τους δύο σημαντικότερους νέο-έλληνες πεζογράφους, τον… Μακρυγιάννη και τον Παπαδιαμάντη.
Και όμως ένα τέτοιο ρεύμα, το μοναδικό που στη νεοελληνική ιστορική διαδρομή που θα επιδράσει καθοριστικά και εκτός Ελλάδας, και μάλιστα σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο, θα παραμένει άγνωστο και θα αποσιωπάται. Γιατί δεν διαθέτουμε, ιδιαίτερα στους τομείς των κοινωνικών επιστημών, μια διανόηση που να μελετάει τα ελληνικά φαινόμενα. Η διανόηση στις κοινωνικές επιστήμες μεταφέρει, αναπαράγει, αλλά σπανίως παράγει.
Στην περίοδο που πραγματευόμαστε η επίδραση των Κολλυβάδων και του κινήματος τους θα είναι αποφασιστική. Ο κυριότερος αγωγός του θα είναι ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, Ουκρανός μοναχός, που έμεινε για πάνω από εικοσιπέντε χρόνια στο Άγιο Όρος, από το 1746 έως το 1763, και αφού έμαθε τα ελληνικά ήρθε σε επαφή με τα κείμενα των Πατέρων και των ησυχαστών.
Στη συνέχεια μαζί με εξηντατέσσερεις μοναχούς μολδοσλαβικής καταγωγής επέστρεψαν στη Ρουμανία όπου, με την βοήθεια του ηγεμόνα Κωνσταντίνου Μουρούζη, ανέδειξαν την μονή Νεάμτσου σε κέντρο του ορθόδοξου μοναχισμού, η οποία διέθετε σχολή ελληνικής γλώσσας και ανέλαβε την μετάφραση τόσο της Φιλοκαλίας στα σλαβονικά όσο και πολλών άλλων κειμένων. Η μονή Νεάμτσου επέβαλε παράλληλα και μια μορφή μοναστικού κοινοβίου, με βάση τα πρότυπα του Αγίου Όρους, όπου ίσχυε η απόλυτη κοινοκτημοσύνη, η νοερά προσευχή και η από κοινού μελέτη των έργων των πατερικών κειμένων. Στον αρχόμενο 19o αιώνα η ρωσική μονή Όπτινα, μια από τις τουλάχιστον 103 ρωσικές μονές που ακολουθούσαν τη σχολή του Παϊσίου, στελεχωμένη με μαθητές του, μεταβλήθηκε στο κέντρο της εισαγωγής στη Ρωσία της Φιλοκαλίας και των κειμένων της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης. Η μονή της Όπτινα αποτέλεσε και την έδρα ορισμένων από τους μεγαλύτερους στάρτσκι της ρωσικής παράδοσης τον 19o αιώνα, όπως του Μακάριου και του Αμβρόσιου. Όταν ο φιλόσοφος Ιβάν Βασίλιεβιτς Κιρεγέφσκι (1806-1856), που είχε χρηματίσει μαθητής του Σέλλινγκ και του Σλεϊερμάχερ στη Γερμανία, έλθει σε επαφή με τον «στάρετς» Μακάριο της Όπτινα θα πραγματοποιηθεί η μετάβαση από το πεδίο της θρησκείας στη φιλοσοφία. Ο Κιρεγέφσκι μαζί με τον φίλο του και ομοϊδεάτη Xομιακώφ θα θεωρηθούν οι ιδρυτές του ρεύματος των σλαβοφίλων. Το κύριο έργο του Κιρεγέφσκι και του Μακάριου θα είναι η έκδοση των σλαβονικών μεταφράσεων του Βελιτσκόφσκι των κειμένων των Ελλήνων πατέρων καθώς και νέων στα ρωσικά,. Ανάμεσα στα άλλα έργα που εξέδωσαν ήταν και εκείνο του Αρχιεπισκόπου Νικηφόρου Θεοτόκη, Τέσσαρες κατηχητικοί λόγοι προς μοναχήν, το οποίο εξεδόθη σε δύο εκδόσεις το 1848 και το 1849, στη μετάφραση του Βελιτσκόφσκι.
Η απόπειρα μιας «ανατολικής οδού» προς τη νεωτερικότητα
Το λεγόμενο ρεύμα των «σλαβοφίλων», που θα συκοφαντηθεί ως «σκοταδιστικό» σε ό,τι αφορά στους ιδρυτές του, τους Ακσάκωφ, Κιρεγέφσκι και Χομιακώφ, θα επιχειρεί μία σύζευξη της ρώσικης και ορθόδοξης ταυτότητας με την νεωτερικότητα και την παγκοσμιότητα. Μάλιστα οι περισσότεροι από τους επιφανείς οπαδούς του χρημάτισαν ενθουσιώδεις οπαδοί του Χέγκελ και του Σέλλινγκ. Ο Αλεξέι Στεπάνοβτς Χομιακώφ (1804-1860) που ανάμεσα στους δασκάλους του περιλαμβανόταν και ένας Έλληνας λόγιος, επέκρινε τον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό, θεωρώντας τους ως παραλλαγές της ίδιας κοσμοθεωρίας. Το όραμά του ήταν μια οργανική κοινωνία-κοινότητα, που θα συνδυάζει την ελευθερία και την αναγκαιότητα-συνεργασία και αποδιδόταν με έναν όρο που έγινε πασίγνωστος στη συνέχεια, «σομπορνόστ», (αλληλεγγύη και ομοφωνία ταυτόχρονα). Ο Κιρεγέφσκι όπως και ο Χομιακώφ θα καταδιωχθούν από το ρωσικό καθεστώς. Για τον Κιρεγέφσκι η δυτική φιλοσοφία οδηγείται σε ένα αδιέξοδο. Απέναντι σε αυτό το διέξοδο ο «καλλιεργημένος Ρώσος θα βρει στα βάθη μιας ιδιαίτερης φιλοσοφίας, που παραμένει ζώσα στην φιλοσοφία των αγίων της εκκλησίας, τις πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις». «Στην παλιότερη ζωή της πατρίδας του, θα του δοθεί η δυνατότητα να κατανοήσει την ανάπτυξη ενός άλλου πολιτισμού».
Ο μεγάλος Ρώσος ιστορικός Ριαζανόφσκυ θα δείξει πως οι «σλαβόφιλοι δημιούργησαν έναν ορθόδοξο και ρωσικό αυθεντικό ρομαντισμό. Οι απόψεις του Χομιακώφ αποδίδονται με τον καλύτερο τρόπο στην ακόλουθη περιγραφή του Α. Οσσίπωφ:
Ο Χομιακώφ θέλει μονίμως να υποδεικνύει ότι η Εκκλησία είναι ένας ζωντανός οργανισμός και όχι ένας μηχανισμός, ένα ζωντανό σώμα, που αποτελείται από ένα άπειρο πλήθος κυττάρων ομοουσίων μεταξύ τους και όχι από ένα εξωτερικό άθροισμα ταυτόσημων στοιχείων, ακόμα και εάν έχουν συναρθρωθεί αρμονικά. Σε αυτή την ιδέα ο Χομιακώφ και όλοι οι ομοϊδεάτες του διαβλέπει τη λύση ενός από τα σημαντικότερα κοινωνικά και θεολογικά προβλήματα, αυτό της ελευθερίας του ατόμου μέσα στην κοινωνία […]
Ο Χομιακώφ επιμένει διαρκώς πάνω στην προτεραιότητα της αγάπης, στην θεμελιώδη σημασία της για όλες τις όψεις της ζωής της Εκκλησίας και της κοινωνίας […] Η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται ούτε στον αυτόνομο, ανεξάρτητο χριστιανό, ούτε στην κοινωνία, ούτε στην μεγαλοφυΐα, αλλά στον αμοιβαίο έρωτα, δηλαδή στην αγία και καθολική Εκκλησία.
Σε ότι αφορά στους μεγάλους Ρώσους συγγραφείς του 19ου αιώνα, εδώ η επίδραση της ορθόδοξης παράδοσης θα είναι άμεση. Στη μονή της Όπτινα θα συχνάζουν οι συγγραφείς Νικολάϊ Γκόγκολ και, ο Κωνσταντίν Λεόντιεφ, που θα γίνει μοναχός στο τέλος της ζωής του, ο Λέον Τολστόϊ, ο Βλαντιμίρ Σολοβιώφ. Όσο για τον Ντοστογιέφσκι, όχι μόνο θα επηρεαστεί βαθύτατα από το πνεύμα της Φιλοκαλίας και από τους στάρτσκι της Όπτινα, Μακάριο και Αμβρόσιο, αλλά θα τους μεταβάλει, και σε ήρωες των βιβλίων του και σε πρότυπο του στάρετς Ζωσιμά των Αδελφών Καραμαζώφ.
Δυστυχώς δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε περισσότερο πάνω στην επίδραση, άμεση και έμμεση, τόσο του εθνικο-απελευθερωτικού και διαφωτιστικού ρεύματος και των Κολυβάδων στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά ελπίζουμε ότι υπογραμμίσαμε τουλάχιστον μια αγνοημένη παράμετρο ιδιαίτερα σημαντική για την ελληνική πνευματική ζωή· ίσως επρόκειτο για την τελευταία φορά που η ελληνική οικουμένη θα επιδράσει τόσο ουσιαστικά στον γεωπολιτικό και πολιτισμικό της περίγυρο.
* Απόσπασμα από το ανέκδοτο (τότε) βιβλίο του συγγραφέα: Η Ελληνική Αναγέννηση, 1700-1922, Μέρος Α΄ Ο φωτισμός και η παλιγγενεσία (1700-1821). Αναδημοσίευση από το αφιέρωμα «Το πνευματικό κίνημα των Κολλυβάδων», στο περιοδικό “Πειραϊκή Εκκλησία”, τχ 205, Ιούνιος 2009.
ΠΗΓΗ: Τρίτη, 30 Αύγουστος 2011, Πρώτη διαδικτυακή ανάρτηση: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου