Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἀναγεννήθηκε μὲ τὸ βάπτισμά του καὶ παρέμεινε
πιστός διὰ βίου στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ὀρθοδόξως κατανοεῖ ὡς σῶμα
Χριστοῦ καὶ ὄχι ὡς σωματεῖο χριστιανῶν. Καταθέτοντας τὴν αὐτοσυνειδησία
του, ὁμολογεῖ: «Ἐγώ εἶμαι τέκνον γνήσιον τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
ἐκπροσωπουμένης ὑπὸ τῶν Ἐπισκόπων Της. Ἐὰν δὲ τὐχὸν πολλοί τούτων εἶναι
ἁμαρτωλοί, ἁρμοδία νὰ κρίνει εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησία, καὶ μόνον τὸ
ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡμεῖς πρέπει νὰ ἐπικαλώμεθα. Τὸ κῦρος καὶ τὴν
ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἡμεῖς δὲν τὰ συγχέομεν μὲ τὰς ἁμαρτίας τῶν
προσώπων, καθώς οἱ παρασυνάγωγοι»11.
Δὲν παραλείπει, βεβαίως, νὰ γίνεται κάποτε καὶ ἀγαπητικὰ καυστικός,
ἀναφερόμενος σὲ κείμενά του στὴν ἀπροθυμία ἐνίων Κληρικῶν καὶ δὴ ἀγάμων
νὰ εἶναι γνήσιοι σ’ ὅ,τι ἐπαγγέλονται ὅτι εἶναι καὶ στὴν ἀντιευαγγελικὴ
ἐπιλογὴ ἄλλων τινων νὰ βόσκουν ἑαυτοὺς καὶ ὄχι τὰ πρόβατα12. Ὠφέλιμο θὰ ἦταν νὰ μελετήσουμε καὶ αὐτὰ τὰ ἔργα του, ὅπως λ.χ. «Ὁ καλόγερος»13, «Τὰ πτερόεντα δῶρα»14, «Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Δεσπότη»15, «Ἐκκλησιαστικοί Ρήτορες καὶ Ἱερά Σύνοδος»16, «Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ Ἱερεῖς τῶν χωρίων»17 καὶ ἄλλα.
Ὡς υἱός εὐλαβοῦς Ἱερέως, ὁ Ἀλέξανδρος, ἀνατράφηκε μὲ τὶς Θεῖες
Λειτουργίες, τὰ Ἱερὰ βιβλία, τὰ μυροβόλα συναξάρια, τὰ πατερικὰ καὶ
νηπτικὰ κείμενα, τὴν φιλοκαλία, τὶς ἀσματικὲς ἀκολουθίες, τὶς ἅγιες
εἰκόνες, τὶς ἀπαράβατες ἐκκλησιαστικὲς παραδόσεις, τὰ ὡραῖα ἔθιμα, τὰ
ἐξαίρετα ἤθη, τὸ μεθυστικὸ καὶ ἀναγεννητικὸ ἄρωμα τῆς κολλυβάδικης
ἁγιορειτικῆς παραδόσεως, τὴν ὁποία σθεναρῶς ὑπερασπίζεται,
ὑπογραμμίζοντας γιὰ τοὺς Κολλυβάδες ὅτι «τὸ σκωπτικὸν ἐπίθετον ἀναξίως
ἐδόθη αὐτοῖς ὑπὸ φθονερῶν τοῦ μοναστικοῦ βίου ἀπτήνων»18 καὶ
σημειώνοντας ἐπιπροσθέτως ὅτι «ἐκ τῶν Κολλυβάδων ἦσαν ἐκ τῶν παλαιῶν
λογίων πατέρων ὁ Κορίνθου Μακάριος, ὁ Νοταρᾶς, ἅγιος τιμώμενος,
Ἀθανάσιος ὁ Πάριος καὶ Νικόδημος ὁ πολυγραφώτατος, ὁ Κύριλλος, ὁ Ἠλίας, ὁ
Ἀρσένιος καὶ ἄλλοι ἐνάρετοι πατέρες»19.
«Παρὰ τῶν ἱεροπρεπῶν ἐκείνων Κολλυβάδων ἐδιδάχθη ὁ πατέρας του, ὅπως καὶ
οἱ ἀρχαιότεροι τῆς νήσου ἐφημέριοι, τὴν τῶν μυστηρίων τέλεσιν
άναδειχθείς φίλος ἀκραιφνής τῆς τάξεως ἐν τῇ προσευχῇ τῇ προκαλούσῃ τὴν
κατάνυξιν»20, καθώς ὁ ἴδιος (ὁ
Παπαδιαμάντης) ἀνέφερε στὴ νεκρολογία γιὰ τὸν πατέρα του. Ὁ
Παπαδιαμάντης εἶναι Ἱεροψάλτης καὶ Ἀναγνώστης. Ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς
καὶ τῶν ἀγρυπνιῶν. Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ περιγραφή τέτοιων ἀγρυπνιῶν, ποὺ
ἔκαμε ὁ ἀείμνηστος πατήρ Φιλόθεος Ζερβᾶκος21.
Ὅπως φαίνεται ἀπ’ τὰ ἔργα του, ὁ κυρ- Ἀλέξανδρος γνωρίζει πολύ καλὰ τὴν
Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα τὰ ὑμνογραφικὰ.
Χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ κ. Νῖκος Τριανταφυλλόπουλος, ὁ ὁποῖος
πρόσφατα ἀνηγορεύθη ἐπίτιμος διδάκτωρ τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.,
ὁ ὑπ’ Αὐτῆς δικαίως χαρακτηρισθείς ὡς ὁ πατριάρχης τῶν μελετητῶν τῶν
παπαδιαμαντικῶν ἔργων, «τὰ πράγματα αὐτὰ τὰ ἤξερε καλύτερα καὶ ἀπὸ τὴν
παλάμη του»22. Ζεῖ καὶ διασώζει τὴν ἁπλῆ εὐλαβικὴ λαϊκὴ εὐσέβεια καὶ παράδοση.
Περιγράφει τὰ ἔθιμα καὶ τὰ πανηγύρια, ποὺ κέντρο τους ἔχουν τὴν Θεία
Λειτουργία. Δὲν ὑπάρχουν ὡραιότερα διηγήματα Χριστουγεννιάτικα,
Πασχαλινὰ καὶ ἄλλα ἑορταστικὰ, ποὺ νὰ συνδυάζουν τόσο ἁρμονικὰ τὴ
Θεολογία καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Πιστεύει θερμὰ στὸν Θεὸ καὶ τοὺς
ἁγίους καὶ στὰ θαύματά τους. «Μικρός ἐζωγράφιζα Ἁγίους…»23 θὰ
σημειώσει στὴν αὐτοβιογραφία του.Μιὰ φορὰ, διηγεῖται ὁ Ἀλέξανδρος
Μωραϊτίδης, ἔγινε καλὰ ἀπὸ ἰσχυρὸ πονόδοντο καὶ ἔγραψε άκολουθία στὸν
Ἅγιο Ἀντίπα, ποὺ προστατεύει ὅσους πονοῦν στὰ δόντια. Καὶ βέβαια καὶ σ’
ἄλλους ἁγίους ἔγραψε ὑμνολογίες, κυρίως ὅμως στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Ἰδιαίτερη πράγματι, εἶναι ἡ εὐλαβική σχέση του μὲ τὴν Παναγία, εὐθέως
ἀνάλογος μὲ ἐκείνη τῶν Σκιαθιτῶν. Στὸ διήγημά του «Ρεμβασμός τοῦ Δεκαπενταυγούστου»24 π.χ.
περιγράφει αὐτὴ τὴ σχέση: «τὸ πάλαι ἐδῶ, στὸ Ναὸ τῆς Παναγίας τῆς
Πρέκλας, δηλαδὴ, οἱ χριστιανοί, ἤρχοντο τὰς ἡμέρας αὐτὰς νὰ εὕρωσι, διὰ
τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ Ἱεροῦ ἄσματος, ἀναψυχὴν καὶ
παραμυθίαν…». «Στὸν μέγαν Παρακλητικὸν Κανόνα, ὅπου διεκτραγωδοῦνται τὰ
παθήματα καὶ τὰ βάσανα μιᾶς ψυχῆς…
Ἐκεῖ ὅπου κανείς παρεκάλει, διὰ τοῦ ἄσματος, τὴν Παναγίαν, νὰ εἶναι
μεσίτρια πρὸς τὸν Θεὸν, «μὴ μοῦ ἐλέγξη τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν
Ἀγγέλων…». Ὦ, αὐτὸ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ προνόμιον νὰ κάμνῃ πολλὰ
ζεύγη ὀφθαλμῶν νὰ κλαίωσι, τὸν παλαιὸν καιρὸν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιον
ἀκόμη ἑκούσια δάκρυα ἐκ συναισθήσεως…». Τὴν ἴδια θαλπωρὴ καὶ παραμυθία,
μᾶς πληροφορεῖ, ἐπιζητοῦν
οἱ προσκυνητές στὸ πανηγύρι τῆς Παναγίας τῆς Κεχριᾶς,
καθώς προσεγγίζουν τὴν σεβασμίαν καὶ παλαιὰν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως…»,
ὅπως καὶ οἱ νοσταλγοί τοῦ Κάστρου καὶ διακονητές τῆς Παναγίας τῆς
Μεγαλομάτας. Στὴν λεπτομερῆ ὅμως διήγησή του γιὰ τὴν εὕρεση τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Παναγίας τῆς Κουνίστρας,
τὴν ὁποία θεωρεῖ καὶ ὀνομάζει κοινὸν σέβασμα καὶ ἁγίασμα τῶν χριστιανῶν
καὶ πολιοῦχον τῆς νήσου καὶ θεόπεμπτον κειμήλιον, εἶναι ἐμφανέστατος
αὐτός ὁ ὑποκάρδιος σεβασμός καὶ τὸ φίλτρο πρὸς τὴν Θεομήτορα, ἡ ὁποία,
καθώς ἀναφέρει, «πολλοὺς (δὲ) ἁγιασμοὺς καὶ ἰάσεις εἰς τοὺς μετὰ πίστεως
ἐπικαλουμένους ἐνεργεῖ…»25.
Στὸ ἔργο αὐτὸ περιγράφεται καὶ ἡ βαθειά πνευματική σχέση μὲ τὸ Μοναστῆρι
τῆς Κουνίστρας, τὸ «μονύδριον» κατὰ τὴν δυτικὴν ἀκτὴν τῆς νήσου
Σκιάθου, τὸ προσκύνημα ὅλων τῶν χριστιανῶν τῆς νήσου, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ ἡ
οἰκογένειά του διατηροῦσε ἀπὸ παλιὰ πνευματικοὺς δεσμοὺς. Στὸν ἴδιο τόνο
ἀποκαλυπτικὰ ἱερῶν συναισθημάτων εἶναι καὶ τὰ ποιήματά του στὴν
Παναγίτσα στὸ Πυργί, στὴν Παναγία τὴν Σαλονικιὰ, στὴν Παναγία τὴν
Κεχριὰ, στὴν Παναγία τὴν Κουνίστρα, στὴν Παναγία τοῦ Ντομὰν26.
Ὁ Παπαδιαμάντης σέβεται καὶ τιμᾶ οὐσιαστικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση,
προβάλλοντας τὴν ἀλήθεια τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ἡ ἄρνηση τῆς
ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως θεωρεῖ ὅτι μᾶς ἐξομοιώνει μὲ τοὺς
Προτεστᾶντες. Γράφει σὲ ἐπιστολὴ του: «Ἡ οὐσία τοῦ Προτεσταντισμοῦ δὲν
ἔγκειται τόσον ἐν τῇ τιμῇ τῶν εἰκόνων καὶ τῶν λειψάνων, ὅσον ἐν τῇ
ἀπορρίψει τοῦ κύρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν Πατέρων καὶ τῆς
παραδόσεως, ἐν τῇ ἀπολύτῳ ἐλευθερίᾳ τοῦ ἑρμηνεύειν ἕκαστον τὰς Γραφὰς,
ὅπως ἂν αὐτῷ ἀρέσκη».27
Εἶναι ἀκτήμων καὶ ἐλεήμων, φτωχός, ἁπλός, λιτός, σεμνός, ταπεινός καὶ
ἀσκητικός. Στερεῖται καὶ τὸν ἐπιούσιο καὶ, ἐν τούτοις, ἔχει τὸ κουράγιο
νὰ πῆ: «Μοῦ φθάνουν οἱ 100 δραχμές», ἔναντι τῶν 150, ποὺ κάποτε τοῦ
προσέφεραν, ὡς ἀνταμοιβὴ τοῦ κόπου του. Πόσο ἀξιοπρόσεκτη κάνει τὴν
ἔντιμον πενίαν στὴν ἐποχὴ μας, τὴν ἐποχὴ τῆς ἀπληστίας! «Πρέπει νὰ μένη
τις ἐν τῇ τάξει ἐν ᾗ εὑρέθη ἀπ’ ἀρχῆς, ὅσον ταπεινή, ὅσον πενιχρά καὶ ἂν
φαίνεται αὕτη. Αἱρετωτέρα δὲ ἀείποτε ἡ ἔντιμος εὐτέλεια τῆς ἀδόξου
πολυτελείας καὶ τρυφῆς» ἰσχυρίζετο. Προτιμᾶ τὴν συντροφιὰ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων
καὶ προσπερνᾶ μὲ ἀξιοζήλευτη ἐλευθερία τὶς τιμὲς γιὰ τὸ ἔργο του, σάν
νὰ μὴν εἶδε καὶ νὰ μὴν ἄκουσε. Ὅταν ἡ πριγκήπισσα Μαρία ὀργάνωσε πρὸς
τιμὴν του μιὰ μεγάλη φιλολογικὴ γιορτὴ στὸν «Παρνασσὸ», ὅλη ἡ Ἀθήνα
πῆγε, ἐκτός ἀπὸ τὸν τιμώμενο συγγραφέα. Εἶχε καταφύγει στὴ φιλοξενία τοῦ
Νίκου καὶ τῆς Πολυξένης Μπούκη. Κάθισαν ἔξω, στὴ μικρὴ ταράτσα τοῦ
σπιτιοῦ, καὶ τότε εἶπε: - Ἀπόψε μὲ περιμένει ἡ πριγκήπισσα Μαρία, μὲ ὅλη
τὴν πλούσια κοινωνία τῶν Ἀθηνῶν. Οἱ Μπούκηδες σαστισμένοι: - Μὰ, κύριε
Ἀλέξανδρε, τί κάνετε λοιπόν ἐδῶ; - Ἔννοια σας, κυρία Πολυξένη. Εἶμαι
πολύ καλύτερα μαζί σας. Ὅλ’ αὐτὰ δὲν ἔχουν γιὰ μένα καμιὰ σημασία.
Προτιμῶ νὰ περάσω τὴ βραδιὰ στὸ σπίτι σας. Κυρία Πολυξένη, κάνε μου,
παρακαλῶ, ἕνα χαμομήλι καὶ δός μου ἕνα σπίρτο. Ἄναψε τὸ τσιγάρο του καὶ
ἄρχισε νὰ ψάλλῃ28.
Πονάει ἡ ψυχή του, συναντῶντας παντοῦ τὸν ὑλισμὸ. Γράφει εὑρισκόμενος
στὴν Ἀθήνα: «Ἐδῶ θεοποιεῖται φανερὰ ὁ Μαμωνᾶς. Χιλιάκις καλύτερον θὰ ἦτο
ἐὰν ὑπῆρχεν ἀκόμα ἡ ἀρχαία ποιητικἠ εἰδωλολατρία. Τώρα ὅμως ἡ πράγματι
ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἶναι ὁ πλέον ἀκάθαρτος καὶ κτηνώδης ὑλισμός. Μόνον
κατὰ πρόσχημα εἶναι ἡ χριστιανοσύνη»29. Ὡστόσο,
ἐκτός ἀπὸ τὴν πρακτικὴ ἀθεΐα, θεωρεῖ παντελῶς ἀπαράδεκτη καὶ τὴν
θεωρητικὴ. Πιστεύει ὅτι εἶναι παρόλογο νὰ ἀρνεῖται κάποιος ἀκόμη καὶ
αὐτὴν τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Στὸ ἄρθρο του «Ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ὑλισμός», μεταξύ
ἄλλων, γράφει: «…Πρὸ τῶν σήμερον ὑλιστῶν, δαρβινιστῶν καὶ θετικιστῶν
ὑπῆρξαν οἱ ἀπαισιόδοξοι, οἱ ὀρθολογισταί καὶ οἱ κριτικισταί· ἀλλά
παρῆλθον· πρὸ αὐτῶν ἦσαν οἱ πανθεϊσταί, ἀλλά ἐξέλιπον. Παρέρχονται,
κρύπτονται ἐν τῇ σκιᾷ, ἀφανίζονται, ἀφοῦ ἐπὶ βραχύ τέρψωσι τοὺς
φιλοκαίνους καὶ τοὺς φιλαναγνώστας διὰ περιέργου συναυλίας λέξεων καὶ
γνωμῶν. Ὁ δὲ Χριστιανισμός ἔμεινε καὶ θὰ μένῃ». «…τῶν θνητῶν ἡ διάνοια
θὰ στρέφεται ἀείποτε πρὸς τὸ θεῖον ὡς πρὸς τὴν μόνην αὐτῆς ἀνάπαυσιν ἤ
τὸν μόνον ἀγῶνα»30.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει σοβαρὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ. Ἔχει
μελετήσει τὴ Θεία Γραφὴ, ἡ ὁποία διδάσκει ὅτι ὁἄνθρωπος ὀφείλει νὰ
ὑπακούει τὸ Θεὸ, νὰ τὸν διακονεῖ θυσιαστικὰστὸ πρόσωπο τοῦ κάθε πλησίον.
Οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου, ὅμως,διαταράσσονται διὰ τῆς ἁμαρτίας. Τὰ ἔργα
τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ ἁμαρτωλοὺς. Περιγράφονται ἐκεῖ ἄσωτοι,
ἄθεοι,βλάσφημοι, κλέφτες, φιλόδοξοι, λαίμαργοι, μέθυσοι,
ἄδικοι,ὑποκριτές φθονεροί, ἱερόσυλοι, φονιάδες & αὐτόχειρες
ἀκόμη.Γνωρίζει τὸ εὐπερίστατον τῆς ἁμαρτίας καὶ θεωρεῖ τὴν Ἐκκλησία σάν
θεραπευτήριο τῶν ἀνθρώπων, διὰ τῆς μετανοίας.Συγκλονιστική εἶναι ἡ
περιγραφή τῆς εἰλικρινοῦς ἐξομολογήσεωςτῆς ἀδελφῆς Ἀγάπης στὸν Γέροντα
Ἀμμοῦν, ποὺ τόσο πολύ διέφερεποιοτικὰ ἀπὸ τὶς ἀμέτρητες τυπικὲς
ἐξομολογήσεις ποὺ ὁ Γέρων Πνευματικός εἶχε δεχθεῖ καὶ ποὺ ἔκαμε καὶ τὸν
ἴδιο νὰδιερωτᾶται, ἂν καὶ αὐτός ἐξωμολογήθη ποτὲ εἰλικρινῶς, ἀλλά μετ’
ἀληθοῦς καὶἀνυποκρίτου εἰλικρινείας, πρὸς τὸν πνευματικὸν αὐτοῦ
πατέρα.Αὐτή ἡ περιγραφή, ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν τόσο ρεαλιστικὴ ρήσηὅτι «τὰ
μυστικὰ, ἅτινα κρύπτουσιν οἱ ἁμαρτωλοί κατὰ τὴν ἐξομολόγησιν, τοὺς
τρώγουσι ζῶντας, καθώς οἱ σκώληκες θὰ μᾶς φάγωσι νεκροὺς»31
καὶ θὰ ἦταν ὠφέλιμο νὰ περιέχεται στὰἐγχειρίδια τῆς ἐξομολογητικῆς,
προϋποθέτει ἀσφαλῶς βαθειὰ γνώση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, τὴν ὁποία μόνον ὁ
τίμια αὐτοκρινόμενος, ὁ ἀληθινὰ πνευματικός ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ
κατέχει.
Τὴν Ἐκκλησία τὴ διακηρύσσει ὡς φιλόστοργη μητέρα καὶ πηγή πάσης
παραμυθίας. Σ’ αὐτὴν καταθέτει, κατὰ τὸν Ν. Γαβριήλ Πεντζίκη, τὸν
πεπτωκότα ὀργανισμὸ. Σὲ ὅλα τὰ ἔργα του φαίνεται διάχυτη αὐτή ἡ
εὐσπλαχνία τοῦΘεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Τὴν Χριστίνα, π.χ, τὴν δασκάλα, ποὺ
ζοῦσε χωρίς στεφάνι, τὴν βλέπει μὲ συμπάθεια, γι’ αὐτὸ, στὸ τέλος τοῦ
διηγήματός του, γράφει γι’ αὐτὴν: «Ἀλλ’ Ἐκεῖνος, ὅστις ἀνέστη “ἕνεκα τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων“,
ὅστις ἐδέχθη τῆς ἁμαρτωλῆς τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοῦ ληστοῦ τὸ
Μνήσθητί μου, θὰ δεχθῆ καὶ αὐτῆς τῆς πτωχῆς τὴν μετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς
δώσῃ χῶρον καὶ τόπον χλοερὸν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τὴν βασιλείαν
Του τὴν αἰωνίαν»32.Τὸ ἄπειρον ἔλεος
τοῦ Θεοῦ ἐπικαλεῖται καὶ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, γράφοντας ὅτι
μνημόσυνα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν κεκοιμημένων μόνον οἱ ὀρθόδοξοι
δικαιοῦνται καὶ ὀφείλουσι νὰ τελέσωσι, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς δυτικοὺς, ποὺ
διδάσκουν τὰ περὶ καθαρτηρίου πυρός.
Σχολιάζει: «Ἡμεῖς Καθαρτήριον δὲν ἠξεύρομεν, πιστεύομεν ὅμως ὅτι ὁ Θεός,
ἐν τῷ ἀπείρῳ Αὐτοῦ ἐλέει, πολλὰς πολλῶν ἁμαρτίας θὰ συγχωρήσῃ,
δεχόμενος τὰς μυστικὰς θυσίας καὶ τὰς ἐν αὐταῖς γινομένας εὐλαβῶς μνείας
τῶν κεκοιμημένων. Περὶ Καθαρτηρίου δὲ καὶ ἄλλων τοιούτων δὲν
πολυπραγμονοῦμεν. Οἱ Δυτικοί θεολόγοι εἶναι δεινοί εἰς τὸ νὰ
περιγράφωσιν ἐπὶ τὸ φανταστικώτερον καὶ τὰς Κολάσεις καὶ τὰ Καθαρτήρια.
Ἡμεῖς γνωρίζομεν μόνον ὅτι αἱ ψυχαί τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ὅσοι ἡμάρτησαν ὡς ἄνθρωποι, εἶναι εἰς τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ»33. Στὸ Λαμπριάτικο ψάλτη34 γίνεται
ἰδιαίτερος λόγος γιὰ τὴν δύναμη τῶν μνημοσύνων καὶ τῶν ὑπὲρ τῶν
κεκοιμημένων προσφορῶν.Ὁ Παπαδιαμάντης πονάει ὅταν βλέπει τὴν Ἑλληνικὴ
κοινωνία νὰ ρέπει πρὸς τὸν μιμητισμὸ καὶ τὴν ξενομανία, τὸ νὰ χάσκη τις
πρὸς τὰ ξένα καὶ νὰ περιφρονῆ τὴν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση. Ὅταν τὸν
κατηγοροῦν ὅτι τὰ ἔργα του εἶναι κυρίως θρησκευτικὰ, γράφει:
«Μὴ θρησκευτικὰ, πρός Θεοῦ! Τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος δὲν εἶναι Βυζαντινοί,
ἐννοήσατε; Οἱ σημερινοί Ἕλληνες εἶναι κατ’ εὐθείαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων.
Ἔπειτα, ἐπολιτίσθησαν, ἐπροώδευσαν καὶ αὐτοί. Συμβαδίζουν μὲ τἆλλα
Ἔθνη. Ποίαν ποίησιν ἔχει τὸ νὰ γράφῃς ὅτι ὁ Χριστός δέχεται τὴν λατρείαν
τοῦ πτωχοῦ λαοῦ» καὶ ὅτι ὁ πτωχός Ἱερεύς «προσέφερε τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως»;
Καὶ νὰ περιγράφῃς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ναΐσκου… Δὲν τὰ ἐννοοῦμεν ἡμεῖς
αὐτὰ. Ἡμεῖς θέλομεν διήγημα, τὸ ὁποῖον νὰ εἶναι ὅλον ποίησις, ὄχι πεζή
πραγματικότης… Διὰ νὰ δώσωμεν πέρας εἰς τὸ προοίμιον αὐτὸ, θὰ εἴπωμεν μὲ
δύο λέξεις ὅτι: τὸ σημερινὸν ἔθνος δὲν ἐπῆγε, δυστυχῶς, τόσον ἐμπρός,
ὅσο λέγουν αὐτοί… Ἄγγλος, Γερμανός ἤ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι
κοσμοπολίτης ἤ ἀναρχικός ἤ ἄθεος ἤ ὁ,τιδήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν
χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλεται,
χάριν πολυτελείας, τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλά Γραικύλος
τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμη δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἤ τὸν κοσμοπολίτην,
ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσῃ
εἰς ὕψος καὶ νὰ φανῆ καὶ αὐτός γίγας . Τό Ἑλληνικὸν ἔθνος… θὰ ἔχει
διαπαντός ἀνάγκη τῆς θρησκείας του»35.
Καὶ παραδέχεται μετὰ παρρησίας «τὰ πλεῖστα τῶν ὑπ’ ἐμοῦ γραφέντων διηγημάτων… εἶναι μᾶλλον θρησκευτικὰ»36. «Δύνασαι,
(ἐρωτᾶ τοὺς ἐπικριτὲς του) νὰ δημοσιεύης ἐν ἡμέραις ἑορτῶν διηγήματα ἤ
περιγραφὲς, χωρίς νὰ κάμνῃς ποσῶς λόγον περὶ τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ
Πάσχα;». Καὶ προχωρεῖ εἰς τὴν ἀποκάλυψιν τῆς ἀληθινῆς αἰτίας, ἕνεκα τῆς
ὁποίας τὸν κατακρίνουν· «Ἰδού λοιπόν τὸ αἴτιον τῆς δυσφορίας των -καὶ
πόσον ἀφελῶς τὸ ὁμολογοῦσι… τὸ ἐξωτερικεύουσι. Νὰ φιλοξενηθῇς ἡγεμονικῶς
εἰς τὰ μέγαρα μεγάλου ἄρχοντος, καὶ νὰ μὴ προπίης εἰς τιμὴν τοῦ
οἰκοδεσπότου! Νὰ ἀπολαύσης (ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου Τραπέζης) καὶ
νὰ μὴ ἀποδώσῃς εὐχαριστίαν εἰς τὸν ἑστιάτορα!...»37.Πρέπει
νὰ θυμηθοῦμε ἐδῶ ἄλλη εὔστοχη ἐπισήμανση τοῦ κ. Νίκου
Τριανταφυλλόπουλου, ὅτι σκοντάφτουν, ὅσοι σκοντάφτουν, ὄχι στὴν γλῶσσα,
ἀλλά στὰ πράγματα ποὺ ἀποκαλύπτει μὲ τὴ γλῶσσα του καὶ τὸ γρᾶμμα του ὁ
Παπαδιαμάντης38.
Δικαιολογημένα γράφει γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη ὁ Γιάννης Τσαρούχης: «Ἀνήκει
καὶ αὐτός, μαζί μὲ μιὰ πλειάδα Ἑλλήνων, στὴν ὁμάδα τῶν διαμαρτυρομένων
Ἑλλήνων… Ὁ Παπαδιαμάντης, κάτω ἀπὸ τὸ ἥσυχο πνεῦμα του, κάτω ἀπὸ τὴν
γαλήνη τὴν στηριγμένη στὴν χριστιανικὴ, ὀρθόδοξη πίστη, εἶναι πολύ πιὸ
τραγικός, εἶναι πολύ πιὸ Εὐρωπαῖος στὶς ἀνησυχίες ἀπὸ πολλοὺς
εὐρωπαΐζοντες, οἱ ὁποῖοι σήμερα δὲν θὰ ἔκαναν οὔτε γιὰ τὰ ἐπαρχιακὰ
φύλλα μὲ τὶς ἐπαναστατικὲς τους ἰδέες καὶ μὲ τὶς πρωτοτυπίες τους»39. Πράγματι
«στὰ Παπαδιαμαντικὰ κείμενα ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα μοιάζει σαν ἀνθός ποὺ
λυκνίστηκε στὸν πόθο γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἐνῶ ἔδεσε τὸν καρπὸ του στὴν
θαλπωρὴ τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης»40. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος πιστεύει ὅτι ἡ καλύτερη προσφορά στὴν πατρίδα μας εἶναι ἡ ἐν μετανοίᾳ ἄμεση
ἐπιστροφή στὴν ἀνόθευτη καὶ γνήσια ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Συγκεκριμένα
τονίζει: «Ἄμυνα περὶ πάτρης θὰ ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν
θεσμῶν, ἡ ἐθνική ἀγωγή, ἡ χρηστή διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου
ὑλισμοῦ καὶ τοῦ πιθηκισμοῦ τοῦ διαφθείραντος τὸ φρόνημα καὶ ἐκφυλίσαντος
σήμερον τὸ ἔθνος καὶ ἡ πρόληψις τῆς χρεωκοπίας»41.
Ὁ Παπαδιαμάντης, ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἀγαπᾶ καὶ τὴν φύση. Δι’ αὐτῆς
ἀνάγεται στὸν Δημιουργὸ, τὸν ὁποῖο μεγαλύνει γιὰ τὴν πανσοφία Του.
Ὡστόσο, ἐπικρίνει ὅσους τοποθετοῦν τὴν κτίση στὴν λατρευτικὴ σχέση ποὺ
ἀνήκει στὸ Θεὸ. Γράφει: «Μικροί ἀκούσιοι εἰδωλολάτρες διασώζοντες
κατόπιν τόσων αἰώνων ἀσυνείδητον τὴν λατρείαν τῆς φύσεως». Λυπᾶται
βέβαια γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ κάλλους τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καὶ
γράφει μὲ πόνο ψυχῆς: «τὸ μιαρὸν πνεῦμα εἰσέβαλεν εἰς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ».
Διακηρύσσει ὅτι τὸ πρέπον ζῆν εἶναι τὸ ζῆν, ὄχι μόνον κατὰ φύσιν, ἀλλά
κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον καὶ πρὸ πάντων, κατὰ τὸν θεῖον νόμον, δι’οὗ
εὐλογεῖται μὲν ἡ φύσις, κυροῦται δὲ ὁ ὀρθός λόγος. «Καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινὴν, καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ὑμῖν. Καὶ ἀφελῶ ὑμῶν τὰς καρδίας τὰς λιθίνας καὶ δώσω ὑμῖν καρδίας σαρκίνας! Καὶ τὸν νόμον Μου ἐγγράψω ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν»42.
Ἀντιμετωπίζοντας δὲ, μὲ τὸ ἄρθρο του, ποὺ ἔχει τῖτλον: «Ἡ ἀληθής ὑγεία»,
κάποιους νεωτεριστὲς, νοσοῦντες ἐξ ἐλαφρότητος καὶ ρεκλαμομανίας, ποὺ
ἀνακατώνουν ζητήματα (ποὺ ἔχουν νὰ κάμουν μὲ τὴν «ὑγιεινὴ διατροφὴ»)
λελυμένα ἀπὸ αἰώνων, θυμίζει τὴν ὑποχρεωτικὴ γιὰ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς
νηστεία τῶν Τετραδοπαράσκευων καὶ τῶν Τεσσαρακοστῶν, τὴν ὁποία θεωρεῖ
ἀρκετή γιὰ τὴν ὑγεία, καὶ φαίνεται ὅτι γνωρίζει ἀκόμη καὶ τὸν ΝΑ΄ Κανόνα
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος ἀναθεματίζει ὅσους ἀπέχουν οἴνου καὶ
κρεῶν καὶ γυναικός, μὴ δι’ ἐγκράτειαν, ἀλλά διὰ βδελυγμίαν43.
Ἰδιαίτερης διαχρονικῆς ἀξίας εἶναι, τέλος, ἡ τόσον περιεκτική ὁμολογία
του, στὸ «Λαμπριάτικο ψάλτη», συνοψίζουσα τὸ βίο του καὶ τὸ ἔργο του: «Τὸ ἐπ’ ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σοφρονῶ, δὲν θὰ παύσω νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστὸν μου, νὰ
περιγράφω μετ’ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφίζω μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια
ἑλληνικὰ ἤθη. Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου,
κολληθείη ἡ γλῶσσα μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μὴ σου μνησθῶ»44.
Ἀνάλογος πρὸς τὴν ζωὴ του ὑπῆρξε καὶ τὸ τέλος τοῦ βίου του. «Ὁ Ἱερέας
Γεώργιος Ρήγας, στὴν ἐπιστολὴ του πρὸς τὸν ἐκδότη Ἠλ. Δικαῖο, ἔγραψε γιὰ
τὰ χριστιανικὰ τέλη του κυρ-Ἀλέξανδρου. Ζήτησε νὰ προσέλθει ὁ ἱερεύς
τῆς Σκιάθου παπα-Ἀνδρέας Μπούρας καὶ οἱ ἀδελφές του ζήτησαν νὰ πάει μαζί
στὸ σπίτι καὶ ὁ γιατρός. Διηγεῖται, λοιπὸν, ὁ π. Γεώργιος Ρήγας: «Ὁ
Παπαδιαμάντης πρὸ πάντων ἦτο Χριστιανός καὶ χριστιανός εὐσεβής. Μόλις
λοιπόν εἶδε τὸν ἰατρόν εἶπεν εἰς αὐτὸν: "Τί θέλεις σύ ἐδῶ;" "Ἦρθα νὰ σὲ
δῶ" τοῦ λέγει ὁ ἰατρός. "Νὰ ἡσυχάσης" τοῦ λέγει ὁ ἀσθενής, "ἐγώ θὰ κάμω
πρῶτα τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ὕστερα νὰ 'ρθῆς ἐσύ"... Μόνος του, ὀλίγας
ὥρας πρὶν ἀποθάνη, ἔστειλε νὰ κληθῆ ὁ ἱερεύς διὰ νὰ κοινωνήση. "Ξεύρεις!
Μήπως ἀργότερα δὲν καταπίνω!" ἔλεγεν. Ἦτο ἡ παραμονή τοῦ θανάτου του
καὶ τότε τοῦ ἀπονεμήθηκε τὸ παράσημο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Τὴν
ἑσπέραν τῆς 2ας Ἰανουαρίου 1911, παραμονὴν τοῦ θανάτου του, "ἀνάψτε ἕνα
κηρί", εἶπε "φέρτε μου κι’ ἕνα ἐκκλησιαστικὸν βιβλίον". Τὸ κηρίο ἠνάφθη,
ἐπρόκειτο δὲ νὰ ἔλθη καὶ τὸ βιβλίον, ἀλλά πάλιν ἀποκαμῶν ὁ
Παπαδιαμάντης εἶπεν: "Ἀφῆστε τὸ βιβλίο. Ἀπόψε θὰ εἰπῶ ὅσα ἐνθυμοῦμαι ἀπ'
ἔξω". Καὶ ἤρχισε ψάλλων τρεμουλιαστὰ "τὴν χεῖρα σου τὴν ἀψαμένην..."
(σ.σ. πρόκειται γιὰ τροπάριο ἀπὸ τὶς Ὧρες τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων ποὺ
ἐπέκειτο).
Αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ τελευταῖο ψάλσιμο τοῦ Παπαδιαμάντη, ὁ ὁποῖος τὴν ἰδίαν
νύκτα, κατὰ τὴν 2αν μεταμεσονύκτιον, ὅταν ἐξημέρωνεν ἡ 3η Ἰανουαρίου,
παρέδωκεν τὴν ψυχὴν του εἰς χεῖρας τοῦ Πλάστου. Ἡ Σκιάθος ὅλη ἔκλαυσε
καὶ κλαίει διὰ τὴν ἀπώλειαν τοῦ Παπαδιαμάντη...»45. Ἡ
κληρονομιά τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη εἶναι τεράστια καὶ διαχρονική,
γιατί μέσα ἀπὸ τὰ μυθιστορήματα καὶ τὰ διηγήματά του φανερώνει, μαρτυρεῖ
αὐτὸ τὸ μεγαλειῶδες περιεχόμενο τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος, τὸ ὁποῖο
καὶ ὁ ἴδιος ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἐβίωσε. Δὲν εἶναι ὑπερβολή νὰ ποῦμε,
ἀγαπητοί, ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἡ σημαντικότερη καὶ γνησιότερη
θεολογική φυσιογνωμία τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου τοῦ τελευταίου αἰῶνος. Ἀρκεῖ
νὰ ἀξιολογηθῆ θεολογικὰ τὸ ἔργο του καὶ νὰ μὴν μετρηθῆ μὲ τὰ ἀφελῆ
κριτήρια τῆς ἁπλῆς θρησκευτικῆς ἠθογραφίας. Σωστὰ ἐπισημαίνει ὁ
Καθηγητής κ. Ἀνέστης Κεσελόπουλος, ποὺ ἔχει γράψει σπουδαιότατη μελέτη
γιὰ τὴν λειτουργικὴ παράδοση στὸν Παπαδιαμάντη: «Κηρύσσει μὲ τὸ
ἐκκλησιαστικὸ καὶ λειτουργικὸ του ἦθος “λόγον ἔμπρακτον καὶ πρᾶξιν
ἐλλόγιμον”.
Στὰ ἔργα του μπορεῖ κανείς νὰ ἀνακαλύψει πλούσια κοιτάσματα πνευματικοῦ
θησαυροῦ, ποὺ μποροῦν νὰ θρέψουν πολλοὺς πένητες. Εἶναι ἀληθινή ἡ
διαπίστωση ὅτι πίσω ἀπὸ τὰ κείμενά του κρύβεται ἡ ἴδια ἡ ζωή του, ποὺ
ἀνασαίνει καὶ τρέφεται ἀπὸ τὴν πνευματικὴ παράδοση τοῦ γένους του. Ἑκατό
χρόνια συμπληρώθηκαν ἐφέτος ἀπὸ τὸ θάνατό του, ὅμως ἡ μνήμη του εἶναι
ἄφθιτος καὶ μετ’ ἐγκωμίων. Κατὰ τὸν Π. Νιρβάνα «ὁ ποιητής ἀρχίζει νὰ ζῇ,
ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ ἀποθάνῃ»46. Δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι καὶ ἐν Κυρίῳ ὁ μισθός αὐτῶν, καὶ ἡ φροντίς αὐτῶν παρὰ Ὑψίστῳ47,
βεβαιώνει ἡ Ἁγία Γραφή. Καὶ τὸ μνημόσυνον αὐτῶν εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν,
ψάλλει ἡ Ἐκκλησία.Παράδοσις, μάλιστα, τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὴ Μοναστηριακή
καὶ ἁγιορείτικη εἶναι νὰ παρατίθενται κόλλυβα στὰ μνημόσυνα καὶ νὰ
εἰκονίζεται ἐπ’ αὐτῶν ἡ μορφὴ τοῦ τιμωμένου.
Σημειώσεις
11 Ἀ. Παπαδιαμάντη, Ἅπαντα, Κριτική Ἔκδοση Ν. Τριανταφυλλόπουλου, Ἐκδ. «Δόμος», 5 Τόμοι, Ἀθήνα 1981-1988 τόμος Ε΄, σελ. 165.
12 Ἰεζεκιήλ, λδ΄, 2.
13 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Β΄ 315 κ.ἑξ.
14 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Δ΄ 191 κ.ἑξ.
15 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Δ΄ 131 κ.ἑξ.
16 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄ 147 κ.ἑξ.
17 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄ 193 κ.ἑξ.
18 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 330.
19 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 330.
20 Ἀ. Παπαδιαμάντη, Νεκρολογία γιὰ τὸν πατέρα μου, ἀπόσπασμα Παπαδιαμάντη, ὅπ. π. τόμος Ε΄, σελ. 332 -333.
21 Περ. «Κιβωτός», Φεβρ.1953, σελ.
45-46 καὶ Ἐκδόσεις «Διάμετρος», Ἡμερολόγιο 1998, Συγγραφεῖς στὸ χρόνο -
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης, σελ. 251-253.
22 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Α΄, σελ. 14.
23 Ἐκδόσεις «Διάμετρος», Ἡμερολόγιο 1998, Συγγραφεῖς στὸ χρόνο - Ἀ. Παπαδιαμάντης, σελ. 6.
24 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Δ΄, σελ. 85 κ. ἑξ.
25 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 199-203 καὶ 208-211.
26 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 30-38.
27 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 163.
28 Ὀκτ. Μερλιέ, Ἀ. Παπαδιαμάντη Γράμματα, σελ. λ΄-λα΄ - Ἐκδ. «Διάμετρος», ὅπ. π., σελ. 70.
29 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Δ΄, σελ. 608.
30 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., σελ. 300-301.
31 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., «Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν», Κεφ. «Οἱ ἐξορκισμοί», τόμος Α΄, σελ. 227-232.
32 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., «Χωρίς στεφάνι», τόμος Γ΄, σελ. 131 κ. ἑξ.
33 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 167-169.
34 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., «Λαμπριάτικος ψάλτης», τόμος Β΄, σελ. 519-520.
35 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., «Λαμπριάτικος ψάλτης», τόμος Β΄, σελ. 516.
36 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Β΄, σελ. 515.
37 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., «Ὁ Λαμπριάτικος ψάλτης», τόμος Β΄, σελ. 514.
38 Κεσελόπουλος Ἀν. Γ., «Ἡ λειτουργική παράδοση στὸν Παπαδιαμάντη», Ἐκδ. «Πουρναρᾶ», Θεσσαλονίκη, σελ. 23.
39 Γιαννούλης Χαλεπᾶς σελ. 12, Ἐκδ. «Διάμετρος», ὅπ. π. σελ. 267.
40 Κεσελόπουλος Ἀν. Γ., ὅπ. π., σελ. 20.
41 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 254.
42 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 285-287.
43 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Ε΄, σελ. 286-287.
44 Ἀ. Παπαδιαμάντη, ὅπ. π., τόμος Β΄, σελ. 517
45 Ρήγα Γ., ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς στὸν ἐκδότη Δικαῖο. Ἀ. Παπαδιαμάντη ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ, ἐκδ. «Δόμος», σελ. 218-219.
46 Ἐκδ. «Διάμετρος», ὅπ. π., σελ. 256.
47 Σοφ. Σολομ. ε΄, 15.
48 Γ΄ Βασ. ιθ΄, 12.
49 Ψαλμ. κδ΄, 7.
απόσπασμα από «Ἡ Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα καὶ ὁ Παπαδιαμάντης» Ὁμιλία σὲ
ἡμερίδα τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Πολιτιστικῆς Ταυτότητος, ποὺ
διοργανώθηκε γιὰ τὴν συμπλήρωση 100 χρόνων ἀπὸ τὸ θάνατό του.
πηγή : Ιερά Μητρόπολις Χαλκίδος