Το Σάββατο της Διακαινησίμου εβδομάδος η Εκκλησία μας τιμά άπαντες τούς Αγίους Κολλυβάδες Πατέρες. Πρόκειται για οσιακές μορφές κυρίως του 18ου και του 19ου αιώνος, αν και δεν είναι άτοπο να συγκαταριθμήσουμε μαζί τους και άλλους Πατέρες του 20ου, οι οποίοι αγωνίστηκαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την γνήσια ορθόδοξη πνευματική ζωή. Η αρχή έγινε με οξείες διαφωνίες με άλλους αγιορείτες που υποστήριζαν την κατά την Κυριακή τέλεση των μνημοσύνων αλλά και την σπάνια συμμετοχή στην θεία Κοινωνία. Οι «Κολλυβάδες»- όνομα που τους επιδόθηκε σκωπτικά- αγωνίστηκαν να συνδέσουν τους ορθοδόξους της εποχής τους με την λοιπή ιερή ασκητική Παράδοση της Εκκλησίας μας, όχι μόνον διότι το ορθό ήταν να τελούνται τα μνημόσυνα το Σάββατο και οι Χριστιανοί να κοινωνούν συχνά, αλλά επειδή γενικότερα η ησυχαστική ζωή της Εκκλησίας είχε παραγκωνισθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Κολλυβάδες προτείνουν διαρκώς θέσεις του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Βέβαια, όπως τότε ο μεγάλος αυτός Πατήρ παρεξηγήθηκε έτσι και αυτοί παρεξηγήθηκαν, πολεμήθηκαν και διώχθηκαν προς χάρη της Αλήθειας. Το Φιλοκαλλικό Πνευματικό κίνημα αυτών των Οσίων οφείλουμε να το βιώνουμε διαρκώς εντός της Εκκλησίας, εάν θέλουμε να είμαστε συνδεδεμένοι με ολόκληρη την αγιοπνευματική Παράδοση Αυτής. Το φοβερότερο είναι πως ακόμη και σήμερα, ενώ πλέον έχουν ανακηρυχθεί Άγιοι της Εκκλησίας και εμείς είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε πως όσα δίδαξαν είναι απολύτως σύμφωνα προς την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, κατηγορούνται και συκοφαντούνται από κάποιους που θεώρησαν εαυτούς ανωτέρους των Αγίων.

κειμ. ΙΜ Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
εικών Δημητρέλος

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Ἰβηρίτης - Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία αὐτὸ ποὺ νομίζουμε

ιμ ιβήρων


Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο του «Τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἡ Παιδεία τοῦ Γένους μας»

Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία αὐτὸ ποὺ νομίζουμε. Μᾶς πῆραν μωρὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸν μαστὸ τῆς μάνας μας, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μᾶς ἔμαθαν ἄλλα. Μᾶς ἔδωσαν νὰ πιοῦμε γάλα κονσέρβας. Μᾶς ἔκοψαν ἀπὸ τὶς ρίζες. Μᾶς χώρισαν ἀπὸ τὴν Παράδοση. Μᾶς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὸ σπίτι μας. Μᾶς ἔκαμαν ἀλλοδαποὺς στὸν τόπο μας. Βάλθηκαν νὰ μᾶς ξεμάθουν τὴ μητρική μας γλώσσα, τὴ γλώσσα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴ μητρικὴ γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου.
Ποιοί; Ὅσοι θέλησαν διὰ τῆς βίας νὰ μᾶς σώσουν: οἱ διαφωτιστές, προπαγανδιστές, Βαυαροί, μασόνοι... μέχρι σήμερα. Μαζὶ μ᾿ αὐτούς, ὅλοι ὅσοι θεωρήσαμε τὰ φῶτα τους φῶτα, τὸν πολιτισμό τους πρόοδο. Καὶ ἔτσι, στὰ τυφλά, χωρὶς διάκριση πνευματική, πήραμε τὸ καθετὶ ἀπ᾿ αὐτούς, σὰν ἀνώτερο, καλύτερο, πολιτισμένο (σὲ τέχνη, δίκαιο, διοργάνωση ζωῆς, ἀρχιτεκτονική, μουσική...). Καὶ βασανίζεται τὸ εἶναι μας. Ἀπορρίπτει ὁ ὀργανισμός μας ἕνα-ἕνα τὰ μεταμοσχευθέντα ξένα μέλη. Καὶ συνέχεια μᾶς μεταμοσχεύουν βιαίως νέα, τὰ ὁποῖα ἀποβάλλονται, καὶ φανερώνεται μὲ τὴν προσωπική του συμπεριφορὰ ποιὸς εἶναι ὁ βαθύτερος χαρακτήρας τοῦ λειτουργημένου λαοῦ μας.
Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ ποὺ νομίζουμε. Δὲν εἶναι αὐτὴ ποὺ χτυπᾶμε, αὐτὴ ποὺ βαλθήκαμε νὰ καταστρέψωμε. Δὲν ἔχει σχέση ἡ Ὀρθοδοξία μὲ «μεσαιωνισμούς», «μυστικισμούς», «κληρικαλισμούς», «σχολαστικισμούς» ποὺ ἀκοῦμε. Τόσοι δυτικοθρεμμένοι νομίζουν ὅτι σὲ Δύση καὶ Ἀνατολὴ ὅλοι οἱ ὅροι ἔχουν τὸ ἴδιο περιεχόμενο. Καὶ προσπαθοῦν νὰ μᾶς ἐλευθερώσουν ἀπὸ ἀρρώστιες ποὺ δὲν περάσαμε. Καὶ μᾶς ἀρρωσταίνουν μὲ τὶς θεραπεῖες τους. Καὶ μᾶς περιπλέκουν μὲ τὶς λύσεις τους.
Δὲν ἀρνούμαστε ὅτι ὑπῆρξαν ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν ἀδύνατοι, μὲ πτώσεις καὶ ἐλαττώματα. Αὐτὸ κάνει ἀκόμα πιὸ συμπαθῆ τὴν ἴδια τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ ἀναδεικνύει τὴν ἀνοχὴ τῆς ἀγάπης της καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ μηνύματός της.
Τὸ θέμα τὸ μεγάλο εἶναι νὰ γνωρίσουμε τὴν Ἐκκλησία τὴν Ὀρθόδοξη, ποὺ ἀγνοοῦμε. Τὴ μία, ἀμόλυντη, ἄφθορη, ἄχραντη καρδιά της. Αὐτὴν ποὺ ἀποτελεῖ τὸ βαθύτατο καὶ πιὸ ἀληθινὸ εἶναι μας. Αὐτὴ μὲ τὴν ὁποία ἔχομε πολὺ μεγαλύτερη σχέση ἀπ᾿ ὅτι νομίζουμε. Αὐτὴ ποὺ ξέρομε βαθύτερα, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνωμε. Αὐτὴ ποὺ πᾶμε ἀσυνείδητα νὰ βροῦμε ἀρνούμενοί την, γιατὶ ἀγνοοῦμε τὴν ἀλήθειά της, τὴ θεανθρωπία της, τὴ δόξα τῆς ταπεινώσεώς της.
Ὅτι πολύτιμο ζητοῦν ὅλοι οἱ ἀληθινοὶ ἀναζητητὲς βρίσκεται μέσα ἐδῶ. Ὄχι ἀποσπασματικά, ἐπὶ μέρους ἢ φανταστικά, ἀλλὰ ἐν ὅλῳ ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ.
Αὐτὴ εἶναι κατάλληλη γιὰ τὰ μικρὰ παιδιά, τὶς ἁπλὲς γριοῦλες καὶ τοὺς πιὸ ἀπαιτητικοὺς ἀναζητητές, ποὺ θέλουν νὰ δοῦν τὸν Θεὸ ὄχι ὅσο μποροῦν, ἀλλ᾿ ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι.
Ὑπάρχει μία θεολογία ποὺ φτάνει στὴν ἀπόφαση (ἀποφατικότητα), τὴν ἄρνηση, ποὺ δὲν πάει παραπέρα, ποὺ ἄνθρωπος στὴ γῆ δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει. Καὶ μία χάρη ἄκτιστη, ἀόρατη, ἀκατάληπτη, ποὺ ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο, στὴν κτίση. Καὶ νεουργεῖ καὶ θεουργεῖ τὸ ἀνθρώπινο.
Δὲν εἶναι ἡ θεολογία σχολαστικισμός, οὔτε ἡ πνευματικὴ ζωὴ πουριτανισμός.
Γνωρίζοντας τὴν Ὀρθοδοξία, αὐτὴ ποὺ εἶναι, ἰσορροποῦμε· μποροῦμε ὅλους νὰ δοῦμε μὲ στοργή. Ἀπὸ ὅλους νὰ βοηθηθοῦμε. Καὶ ὅλους μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ βοηθήσωμε.
Τὸ νὰ γίνωμε Ὀρθόδοξοι δὲν σημαίνει κάπου νὰ κλειστοῦμε, ἀλλὰ κάπου νὰ ἀναχθοῦμε: νὰ βγοῦμε στὸ ὕψος τοῦ σταυροῦ τῆς ἀγάπης.
Ἂν ἦταν ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτὴ ποὺ νομίζει ὁ πολὺς κόσμος, αὐτὴ ποὺ διδάχτηκε στὰ κρατικὰ πανεπιστήμια· ἢ ἂν ἦταν ἡ εὐσέβειά της ὁ ἔξωθεν εἰσαχθεὶς στεῖρος πιετισμός, σᾶς ὁμολογοῦμε ὅτι δὲν θὰ σᾶς λέγαμε τίποτε. (Δὲν θὰ εἴχαμε καμιὰ ἐλπίδα· ἴσως οὔτε εὐθύνη.)
Τώρα μποροῦμε νὰ σᾶς ποῦμε λόγο παρήγορο καὶ σκληρὸ (λέγεται μόνος του):
Ἡ θέση μας εἶναι προνομιακὴ καὶ ἐπικίνδυνη. Ἔχει καθοριστεῖ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ μᾶς γέννησαν, καὶ δὲν μποροῦμε νὰ κάνωμε ὅτι μας κατέβει.
Δὲν μποροῦμε ἀτιμωρητὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες νὰ παιδιαρίζωμε, στηριζόμενοι σ᾿ ὁποιαδήποτε δικαιολογία ἤ, περισσότερο, νὰ αὐθαδιάζωμε.
Ἂν αὐτοὶ ποὺ προηγήθηκαν ἡμῶν καὶ ἔζησαν καὶ τάφηκαν σὲ τοῦτα τὰ χώματα, αὐτοσχεδίαζαν κάνοντας τὸ κέφι τους, τότε θὰ μπορούσαμε καὶ ἐμεῖς νὰ συνεχίσωμε αὐτοσχεδιάζοντας.
Ἂν ὅμως ἔζησαν διαφορετικά· ἂν ἀποφάσισαν νὰ πεθάνουν, καὶ ἔτσι ἔζησαν· ἂν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τοὺς ἦταν ἀπόφαση θανάτου· ἂν ὅλη τους ἡ δημιουργία, τὸ ἦθος, ὁ λόγος, τὰ ἔργα, ἡ μορφή, ἡ χειρονομία, τὸ ὁρατὸ καὶ ἀόρατο ἐξ αὐτῶν εἶναι γεννημένο ἐκ τοῦ θανάτου, ἀπὸ τὴ θυσία ὅλων, γιὰ νὰ γεννηθεῖ κάτι καλύτερο, ἄλλης φύσεως, ἄλλης ὑφῆς, γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ μᾶς ὅλους· τότε δὲν μποροῦμε ἀτιμωρητὶ νὰ αὐτοσχεδιάζωμε, νὰ κάνωμε πρόβες, νὰ παίζωμεν ἐν οὗ παικτοῖς.
Ἂν δὲν ἔχτιζαν τὴν Ἅγια-Σοφιὰ ὅπως τὴν ἔχτισαν, νὰ χωρᾶ τὸν κάθε ἄνθρωπο καὶ τὴν οἰκουμένη.
Ἂν δὲν εἶχαν φτιάξει τὸ Ἅγιον Ὄρος ὅπως τὸ ἔφτιαξαν, γιὰ νὰ σώζεται ὅλος ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ ἀδελφώνονται οἱ λαοί.
Ἂν δὲν εἶχε θεολογήσει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅπως θεολόγησε, ἀνακεφαλαιώνοντας τὴν πείρα καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, σβήνοντας τὴ δίψα τοῦ σημερινοῦ βασανισμένου νέου ἀνθρώπου.
Ἂν δὲν εἶχαν ἀγωνιστεῖ, κλάψει, ὑπομείνει, προσευχηθεῖ, θυσιαστεῖ τόσοι ἄγνωστοι στὰ βουνά, στὰ νησιὰ καὶ στὶς πόλεις. Ἂν δὲν εἶχαν στὰ τραγούδια, στὴ ζωὴ καὶ στὰ ἤθη τους αὐτὴ τὴν ἀνθρωπιὰ ποὺ σὲ σφάζει.
Ἂν δὲν ἦσαν γενάρχες τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ ἕνας ἅγιος Κοσμᾶς καὶ ἕνας Μακρυγιάννης.
Ἂν δὲν ὑπῆρχαν ὅλα αὐτὰ στὸ αἷμα μας, τότε θὰ μπορούσαμε νὰ κάνωμε ὅτι μᾶς κατέβει.
Τώρα δὲν εἶναι ἔτσι. Τώρα βρισκόμαστε ἐν τόπῳ καὶ χρόνω ἁγίω. Δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἐπιπόλαιοι. Δὲν ἀνήκομε στὸν ἑαυτό μας. Ἀνήκομε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μᾶς γέννησαν, καὶ σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Εἴμαστε χρεωμένοι μὲ πνευματικὴ κληρονομιά. Δὲν μᾶς σώζει καμιὰ δικαιολογία. Καὶ ὅλα νὰ τὰ πετάξωμε ἀπὸ τὸ σχολεῖο, τὰ ἀρχαῖα, τὰ νέα, τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια, δὲν μποροῦμε νὰ δικαιολογηθοῦμε σὲ κανέναν, νὰ ἀπαλλαγοῦμε, οὔτε νὰ ξεχάσωμε τὸ χρέος μας. Δὲν μποροῦμε νὰ στοιχειοθετήσωμε κανένα ἄλλοθι.
Θὰ ἔχωμε νὰ ἀντιμετωπίσωμε αὐτοὺς ποὺ προηγήθηκαν καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται.
Τὰ ψεύτικά μας καμώματα θὰ μᾶς πετάξουν κατὰ πρόσωπο. Γιατὶ κάποτε θὰ ξυπνήσουν αὐτοὶ οἱ μικροί, ποὺ θὰ ποῦνε ὄχι στὸ ψέμα, στὴν ἐπιπολαιότητα, στὴν παραχάραξη, στὴν πλαστογραφία, στὴν προδοσία, ποὺ χαλκεύεται ἐγκληματικὰ καὶ θρασύδειλα μὲ ἐκπαιδευτικὰ προγράμματα, ἀναγνωστικὰ βοηθήματα, ὀπτικοακουστικὲς ἐκπομπές.
Καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ ποῦν ὄχι, θὰ ἔχουν ἀπροσδιόριστες δυνάμεις ποὺ ξεπερνοῦν αὐτοὺς τοὺς ἴδιους. Θὰ εἶναι μαζί τους τὰ πνεύματα τῶν περασμένων καὶ τὰ διψασμένα παιδιὰ ὅλου τοῦ κόσμου.
Αὐτὸ ποὺ ἐδῶ ὑπάρχει ἀνήκει σὲ ὅλους. Αὐτὸ ποὺ κληροδοτήθηκε καθορίζει τὴ συμπεριφορά μας.
Ἡ Ἀλήθεια, ποὺ ἐσαρκώθει διὰ τῆς παναχράντου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, ποὺ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ συνανέστησε τὴν οἰκουμένη καὶ συνέστησε τὴν Ἐκκλησία σῶμα Χριστοῦ. Ἡ Χάρις ποὺ ἁγιάζει ὅλο τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία ποὺ βαφτίζει ὅλο τὸν ἄνθρωπο εἰς τὰ ἀπύθμενα βάθη τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἁγιάζει ὅλες τὶς αἰσθήσεις.
Αὐτὴ ἡ Χάρις, ποὺ μπῆκε μέχρι μυελοῦ στὰ ὀστᾶ τοῦ πιστοῦ λαοῦ μας, ποὺ ὑφαίνει τὴ ζωή μας καὶ τὴν κάνει ἄνωθεν ὑφαντὴ μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς ὕλης...
Ὅλο τὸ πνευματικὸ σῶμα τῆς ζωῆς μας ἔχει μηνύματα ποὺ ἀνήκουν σ᾿ ὅλους, ποὺ τὰ περιμένουν ὅλοι, μέχρις ἐσχάτου τῆς γῆς. Καὶ εἴμαστε χρεῶστες πρὸς ὅλους. Καὶ μᾶς ἔχουν κατ᾿ ἀνάγκη βάλει αὐτοὶ ποὺ μᾶς γέννησαν κατὰ σάρκα καὶ κατὰ πνεῦμα σ᾿ ἕνα ὁρισμένο ἐπίπεδο. Καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ὑποστείλωμε τὴ σημαία, νὰ μετριάσωμε τὸ χρέος, νὰ ξεκουραστοῦμε σὲ ἄλλο χῶρο, μὲ ἄλλο τρόπο, παρὰ μόνο πάνω σὲ σταυρὸ θυσίας.

 http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/basileios_gontikakhs/den_einai_h_ekklhsia_ayto_poy_nomizoyme.htm

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Ο Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, ο οδοιπόρος της Ιεράς Μονής Λογγοβάρδας Πάρου





Βίος και πολιτεία
Σε κάθε γενιά, ο Θεός επιλέγει ανθρώπους, και τους κάνει δοχεία της Χάριτος, και οδηγούς και παραδείγματα ζωής για τους συγχρόνους τους.
Α. Γέννηση – ανατροφή:
Η σύγχρονη αυτή οσιακή μορφή, γεννήθηκε τον Μάϊο του 1884 στο χωριό Πάκια, της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς, κοντά στους Μολάους της Λακωνίας. Οι γονείς του ονομάζονταν Παναγιώτης και Αικατερίνη Ζερβάκου. Πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Από την παιδική του ηλικία αγαπούσε την Εκκλησία, του άρεσε να ψέλνει και να διαβάζει τα ιερά βιβλία.
Μιά μέρα στο παιχνίδι τα παιδιά τον εξέλεξαν ηγούμενο με καλάμι για… ποιμαντορικό ραβδί! Απ’ ότι ο ίδιος μνημονεύει, σε ηλικία 8-10 ετών του εμφανίστηκε στο δρόμο του ο διάβολος, μέ χαλκοπράσινο αηδιαστικό προσωπο και κέρατα στο κεφάλι και του πέταγε πέτρες στα 10 μέτρα, χωρίς όμως να κτυπηθεί!
Όταν οι γονείς του τον έστελναν σε εργασίες, και ο μικρός Κωνσταντίνος άκουγε τις καμπάνες της Εκκλησίας άφηνε τις δουλειές, και έτρεχε στην Εκκλησία.
Β. Σπουδές:
Τέλειωσε το σχολείο στην πατρίδα του και οι γονείς του τον έστειλαν σε Διδασκαλείο και σε ηλικία 17 ετών (το 1901) έγινε δάσκαλος. Υπηρέτησε λοιπόν αυτό το επάγγελμα για τρία χρόνια (1901- 1904) στο χωριό Φοινίκιο, κοντά στο δικό του.
Τον ζήτησαν τότε να πάει να εργασθεί σαν δάσκαλος στην Αμερική, αλλά δεν ήταν θέλημα Θεού και βρέθηκαν εμπόδια. Διάβαζε συχνά βίους Αγίων. Ενθουσιάστηκε από την ζωή των Αγίων Αντωνίου, Ιωάννου του Δαμάσκηνου, Αγίας Βαρβάρας και άλλων… Κατά την μελέτη αυτή αισθανόταν – όπως ομολογεί ο ίδιος – την επίσκεψη της γλυκιάς θείας Χάριτος! Τότε φανταζόταν και τον εαυτό του στην έρημο και του ερχόταν η επιθυμία να ζήσει τη «μοναχική πολιτεία»…
Γ.Ο δύσκολος δρόμος πριν γίνει μοναχός.
Τον πόθο του αυτό εκμυστηρεύτηκε στη μητέρα του, η οποία ήταν αρχικά θετική.Όταν ένα βράδυ της ζήτησε λίγα χρήματα για να αναχωρήσει, αυτή λυπήθηκε και άρχισε να τον συμβουλεύει να μείνει… ώστε να περάσουν λίγα χρόνια ακόμη! Ο Κωνσταντίνος στενοχωρήθηκε και στον ύπνο του φοβεροί γίγαντες τον απειλούσαν.
Φοβήθηκε πολύ και ζήτησε την βοήθεια της Θεοτόκου. Τότε την είδε να κατέρχεται και της ζήτησε να μην τον εγκαταλείψει. Οι γίγαντες εξαφανίστηκαν μέχρις να αναληφθεί η εικόνα της Παναγίας. Οι προσευχές συνεχίστηκαν, έως ότου να φύγουν οι δαίμονες! Πάντως έμεινε στην καρδιά του φόβος και μετά την δύση του ηλίου φοβόταν να βγει απ’ το σπίτι!
Κάποτε, στο χωριό Φοινίκιο που ήταν δάσκαλος, στο σπίτι ενός φίλου του όπου έψελναν και τραγουδούσαν (ήταν πολύ καλός μουσικός) ανακάλυψε το βιβλίο «Αδάμαντες του Παραδείσου», με πατερικά κείμενα. Το πήρε και πήγε γρήγορα στο σπίτι που έμενε και άρχισε να το ρουφά σαν τα έντομα της άνοιξης.
Διαβάζοντας το αισθανόταν μεγάλη χαρά. Ο λόγος του Μεγάλου Βασίλειου στο «πρόσεχε σ’ εαυτώ» τον συγκλόνισε συθέμελα. Από τότε σταμάτησε κάθε συναναστροφή και χάσιμο χρόνου. Όλες του τις δυνάμεις τις έδωσε στους μαθητές του, με τους οποίους έκανε δύο χορούς και έψελναν στην Εκκλησία, αλλά και στα γύρω χωριά στα πανηγύρια.
Όμως δέχτηκε πάλι την επίθεση ενός γίγαντα-δαίμονα, καθώς κοιμόταν και πάλι με την επίκληση της Παναγίας, που εμφανίστηκε, απομακρύνθηκε… Ο πόλεμος με τους μιαρούς δαίμονες συνεχίστηκε για πολύ καιρό, αλλά με τις προσευχές του εξήλθε νικητής.
Νά μη νομισθεί όμως ότι έμεινε αμέτοχος των προβλημάτων του χωριού. Με δική του πρωτοβουλία χτίστηκε το νεκροταφείο με Ναό, επ’ ονόματι των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και στο κτίσιμο σχολείου αφού κάλεσε όλους τους χωρικούς σε συνέλευση και συνέστησαν ερανική επιτροπή…
Δ. Κλήση με εμπόδια… στο μοναχισμό:
Στο Φοινίκιο είχε συνδεθεί με ιδιαίτερη φιλία με δύο νέους, που είχαν αποφασίσει και οι τρεις να μεταβούν στο Άγιο Όρος, να μονάσουν. Βέβαια είχε τον Αύγουστο του 1902 δοκιμάσει να μονάσει στο μονύδριο του Αγίου Γεωργίου κοντά στο χωριό του (7 ώρες), που είχε ιδρύσει ο δάσκαλος Γεώργιος Στουρνάρας, μοναχός-γιατρός από την Ήπειρο. Είχε σκοπό από εκεί να αναχωρήσει για το Άγιο Όρος,
Αλλά ο πατέρας του με δάκρυα και επιχειρήματα και, εκβιασμούς για αυτοκτονία (!!!), παρ’ όλες τις αντιρρήσεις του Κωνσταντίνου (18 ετών), τον κατάφερε να πάει στο πατρικό. Εκεί προσπάθησε να συναντήσει έναν από τους μικρότερους αδελφούς του, αλλά δεν τα κατάφερε.
Αποφάσισε την νύκτα να φύγει και βαδίζοντας ξημερώθηκε αρκετά μακριά. Ο πατέρας του έστειλε την αστυνομία να τον γυρίσει πίσω, αλλά κατάφερε να ξεφύγει!!! Έφτασε στον Ευρώτα, όπου πέραν της σωματικής ταλαιπωρίας, άρχισε και ο νοερός πόλεμος των δαιμόνων… Ταλαιπωρήθηκε πολλές μέρες περπατώντας και στο τέλος ολιγοψύχησε σαν άνθρωπος αβοήθητος.
Στο δρόμο για την Τρίπολη είδε όραμα ένα νεανία που του είπε: «φάγε και βάδιζε αφόβως την οδόν σου». Έφαγε λοιπόν σταφύλια με ψωμί, δυνάμωσε και προχωρούσε. Ένα βράδυ διαπίστωσε στα πέλματα των ποδιών του αποστήματα από αγκάθια που είχαν μπει!
Πάντως με τρομερή δυσκολία έφτασε στην
Τρίπολη. Φιλοξενήθηκε σ’ εναν ιερέα, που τον περιποιήθηκε… Τότε άρχισε πάλι ο πονηρός τους λογισμούς για τις ηδονές του κόσμου, που χάνει… Άνοιξε το ιερό Ευαγγέλιο και παρηγορήθηκε από τους λόγους του Κυρίου.
Ήθελε να φτάσει στην Αγία Λαύρα και από εκεί στο Μέγα Σπήλαιο, αλλά πολλοί τον συμβούλευαν να σταματήσει πρώτα στην Μονή του Αγίου Αθανασίου κοντά στα Φίλια Καλαβρύτων. Στο δρόμο αυτό άρχισε να νοιώθει φρικτούς πόνους και να κάνει εμετό. Πρόλαβε όμως να φτάσει στή Ι.Μ.Αγ.Αθανασίου. Τήν νύκτα θεραπεύτηκε, οπότε σύντομα έφτασε στην Αγία Λαύρα και μετά από δύο ημέρες στο Μέγα Σπήλαιο!!!
Εκεί τον συμβούλευσαν να βρει στο Αίγιο τον κ. Ιωάννη Κουτσούκο, ο οποίος τον έστειλε στη Πάτρα, στον… π. Ευσέβιο Ματθόπουλο, ο οποίος τον έστειλε πάλι στους γονείς του και στο Φοινίκιο… για 15 μήνες.
Πάλι όμως ήλθε στην Πάτρα, όπου έμεινε ένα έτος. Περπατώντας μια μέρα στην παραλία της Πάτρας ο πονηρός του επιτέθηκε με λογισμούς. Τότε πήγε στον Ι.Ν. του Αγίου Ανδρέα (τον παλαιό) προσευχήθηκε και δυνάμωσε πνευματικά. Στο παρεκκλήσιο του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου παρακολούθησε τα κηρύγματα του π. Ευσέβιου και αργότερα διορίστηκε ιεροψάλτης στόν Άγιο Αλέξιο (μετόχι της Αγίας Λαύρας).
Στήν Πάτρα τον βρήκε η… κλήση στο στρατό, όπου και, υπηρέτησε 29 ολόκληρους μήνες… Εκεί συνάντησε σκληρές δοκιμασίες που είναι περιττό να αναφέρουμε.
΄Οταν τέλειωσε αυτό το μαρτύριο πήρε την άδεια από τον π.Ευσέβιο να ακολουθήσει την μοναχική πολιτεία, που τόσο ποθούσε. Τον σκοπό αυτό ανακοίνωσε στον Άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως, που ήταν τότε Διευθυντής στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή στην Αθήνα.
Του είπε: «Καλή είναι η γνώμη σου, αλλ’ εγώ σε συμβουλεύω να μη υπάγεις εις άλλην μονήν, παρά εις την μονήν της Πάρου, που είναι ενάρετοι αδελφοί και πολλοί». Ο Κωνσταντίνος επέμενε για το ΄Αγιο ΄Ορος, οπότε ο ΄Αγιος του είπε αν θέλει να πάει να μην πάει σε ιδιόρρυθμο. Αν όχι, να πάει στην Movή Λογγοβάρδας της Πάρου…
Στο Ναό του Αγίου Ελισαίου έγινε αγρυπνία για τη εορτή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (8 Μαΐου 1007-23 ετών) και το άλλο βράδυ αναχωρησε με πλοίο με το φίλο του Νικόλαο Μητρόπουλο για το Άγιο Όρος. Στη Θεσσαλονίκη προσκύνησε στην τουρκοκρατούμενη πόλη τον τάφο του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτη.
Όμως την άλλη μέρα δεν τους επέτρεπαν να αναχωρήσουν για το Άγιο Όρος γιατί ήσαν… «κατάσκοποι»! Δεν τους φυλάκισαν, αλλά τους είχαν σε αυστηρή επιτήρηση. Προσερχόμενοι άρχισαν να έχουν πόθο προς μαρτύριο ενώ δικάζονταν από Τούρκο αξιωματικό! Κάποιος ανώτερος ήλθε και αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα, όπως και έγινε. Όπως αργότερα έμαθε, ο Πασάς ήταν αυτός που τον ελευθέρωσε μετά από προσταγή του Αγίου Δημητρίου σε όραμα! ΄Ετσι ξεκίνησε για την Πάρο… σύμφωνα με την προφητεία του Αγίου Νεκταρίου!
Ε. Στην I.Μ. Λογγοβάρδας
Από τη Θεσσαλονίκη έφτασε στο Βόλο. Εκεί έμεινε λίγες ημέρες και γνώρισε τον Θεοδόσιο Ζωγράφο, συμβολαιογράφο, τον αδελφό του Θεόδωρο, θεολόγο-ιεροκήρυκα, τον γερο-Παναγιώτη Κοντοπιθάρη (παππούς), τον Παύλο Λουκόπουλο και άλλους, που τον φιλοξένησαν.
Προσπάθησαν να τον στείλουν στο Άγιο ‘Ορος, αλλά ήταν… αδύνατο. Οπότε ο Κωσταντίνος διαισθάνθηκε, ότι το θέλημα του Θεού ήταν για την… Πάρο! Τότε ο παππούς είπε ότι τρεις μέρες σκεφτόταν να του προτείνει να πάει στην I. Μ. Λογγοβάρόας, που είχε πάει πολλές φορές, αλλά δεν το έλεγε, γιατί δεν γνώριζε ποιο ήταν το θέλημα του Θεού!
Έτσι την επομένη έφτασε στον Πειραιά και από εκεί για Σύρο. Στο ταξίδι αυτό ο εσωτερικός πόλεμος φούντωνε. Όταν μπήκε το πλοίο στο λιμάνι και αντίκρυσε τον Ναό της Παναγίας οι λογισμοί εξαφανίστηκαν και αγαλλίαση πλημμύρισε την καρδιά του… Προσκύνησε λοιπόν στο ναό της Εκατονταπυλιανής και πεζή έφτασε στή Μονή και εξομολογήθηκε στον Ηγούμενο Ιερόθεο Βοσυνιώτη, Πελοποννήσιο και τον παρακάλεσε να τον συναριθμήσει «στή λογική του μάνδρα».
΄Ολοι τον δέχτηκαν με χαρά και μπήκε στην αδελφότητα σαν δόκιμος. Μετά από ένα μήνα βγήκε από την Μονή για κάποια διακονία και αντικρύζοντάς την, θυμήθηκε πως ήταν ίδια με ένα του ενύπνιο! Στους 7 μήνες, 29 Δεκεμβρίου 1907 (23 ετών) έγινε μικρόσχημος μοναχός, με το όνομα Φιλόθεος.
Τήν επομένη, Κυριακή 30-12-1907 χειροτοτοννήθηκε Διάκονος! Πριν χειροτονηθεί αισθανότονταν φόβο για την ιερωσύνη, αλλά με όραμα την νύκτα πήρε θάρρος, αφού πληροφορήθηκε για το θέλημα του Θεού.
Μετά από δύο χρόνια, στις 6 Σεπτεμβρίου 1009 (25 ετών) βγήκε από το μοναστήρι το βράδυ και για είκοσι ημέρες κάθισε μόνος στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στην υψηλότερη κορυφή του νησιού, για προσευχή και μελέτη.
ΣΤ. Προσκύνημα στο Όρος και την Αίγινα:
Στις 8 Μαίου 1910 με ευλογία του Γέροντά του αναχωρεί για προσκύνημα στο Άγιο ΄Ορος. Προσκύνησε όλες τις Άγιες Μονές, τις σκήτες, πανσέπτους εικόνες και ιδίως τα άγια λείψανα. Ζήτησε να βρει άνδρες αγίους, αλλά μόνο στα δάκτυλα του ενός χεριού βρήκε για να συνομιλήσει και να ωφεληθεί!
Διέκρινε το γέροντα Δανιήλ Σμυρναίο, αγιογράφο, Σπυρίδωνα Καμπάνα, ιατρό Λαυριώτη, Γεράσιμο Λέσβιο, Καλλίνικο Αθηναίο και τους Πνευματικούς Ιγνάτιο Κατουνακιώτη, Ματθαίο Καρακαλληνό και μερικούς ακόμα… Ο ίδιος έχει γράψει πώς αν εύρισκε το Άγιο Όρος όπως το νόμιζε, θα έμενε εκεί…
Εκτός εξαιρέσεων, βρήκε δύο φατρίες, τους Μπογαζιανούς (Μακεδόνες, Θράκες, Μυτιληνιοί, Μικρασιάτες) και τους Μοραΐτες (Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, Δωδεκανήσιοι, Στερεο-ελλαδίτες, Πελοποννήσιοι, Κυκλαδίτες και Κρήτες)! Ουδείς μάλιστα Πνευματικός του είπε να αλλάξει τόπο μετανοίας…
Περνώντας από την Θεσσαλονίκη βλέποντας την πόλη, προσευχήθηκε να απελευθερωθεί… Βγαίνοντας στο Τελωνείο πάλι συνελήφθη από τους Τούρκους, χωρίς να καταλάβει το λόγο και τον φυλάκισαν σε συρματοπλέγματα ! Αργότερα κάποιος νεαρός τον απελευθέρωσε. Έτσι αναχώρησε με το πλοίο και έφτασε στο Βόλο και συνάντησε τους αδελφούς.
Στον Πειραιά έψαχνε τον Πνευματικό του Πατέρα Άγιο Νεκτάριο, που τότε βρισκόταν στην Αίγινα. Πήγε και τον βρήκε. Τον βρήκε να σκάβει…Τον πέρασε για εργάτη της μονής! Ο Άγιος τον συμβούλεψε και με το παράδειγμα του και με τα λόγια του. Τον Σεπτέμβριο του 1910 βρέθηκε μέσω Σύρου και πάλι στην Πάρο.
Ζ.Πρεσβύτερος, Αρχιμανδρίτης, Κύρηκας:
Οπως αναφέρει σε επιστολή στον Πνευματικό του Ματθαίο Καρακαλληνό (13-6-1912), με παραίνεση του Ηγουμένου και των Πατέρων της Μονής προχειρίστηκε Πρεσβύτερος στις 22-4-1912, Κυριακή της Σαμαρείτιδας από τον Επίσκοπο Τριφυλίας και Ολυμπίας κ. Γαβριήλ στην Αθήνα.
Το επόμενο έτος, 2 1-10-1913, προχειρίστηκε σε Αρχιμανδρίτη από τον Μητροπολίτη Παροναξίας κ. Ιερόθεο. Από τότε άρχισε να εξομολογεί και να κηρύττει τον θείον λόγο στην Πάρο και την Νάξο και αργότερα στή Σύρο, την Τήνο και την Αθήνα. Από το 1916 (32 ετών) και στην υπόλοιπη Ελλάδα…
Το 1917 μετέβη στην ιδιαίτερη πατρίδα του και κήρυξε τον θείο λόγο σε πολλές κωμοπόλεις. Το 1920 μετέβη στη Πελοπόννησο και κήρυξε στην Τρίπολη, Σπάρτη και σε μερικά χωριά. Το ίδιο έτος επισκέφτηκε και την Σίφνο.
Το 1921, την Μ. Σαρακοστή κήρυξε και εξομολογούσε στην Τήνο, Σύρο, Αθήνα και Βόλο. Το καλοκαίρι έφτασε στην Αθήνα, Πειραιά, Χίο και Τσεσμέ (απέναντι). Τον επόμενο χρόνο βρέθηκε στην Ιτέα, Δεσφίνα, Αράχοβα, Δελφούς, Χρυσό και Γαλαξίδι. Το 1923 πήγε Αθήνα και Πελοπόννησο…
Η. Στους Αγίους Τόπους, Σινά και Αίγυπτο και Ελλάδα:
Το Μάρτιο του 1924 έκαμε μεγάλη περιοδεία. Άρχισε από την Νάξο, Σύρο, Αθήνα, Κρήτη, Αλεξάνδρεια, Παλαιστίνη, Αραβία. Αίγυπτο και Όρος Σινά! Ειδικά στην Παλαιστίνη πήγε σ’ όλα τα προσκυνήματα και στο Σινά λειτούργησε στο παρεκκλήσιο της Αγίας Βάτου. Από τις περιοχές αυτές έστειλε πολλές επιστολές, ιδίως στο γέροντά του Ιερόθεο:
1). Από Αγία πόλη Σιυών 8-4-1924,
2). Από Ιερουσαλήμ 20-4-1924,
3). Από Ιερουσαλήμ 24-4-1924,
4). Από Σουέζ 20-5-1924,
5). Από Σινά 4-6-1924,
6). Από Παραλία Ερυθράς Θάλασσας 11-6-1924,
7). Από Κάϊρο 25-6-1924.
Επέστρεψε στην Αθήνα και από εκεί πήγε στο Άγιο ΄Ορος. Πέρασε, κήρυξε και εξομολόγησε το 1926 στην Θεσσαλονίκη, Βόλο, Μακρινίτσα, Κανάλια και Σκιάθο.
Θ. Ηγούμενος της Μονής
Το 1926 μετέβη στην Κέρκυρα. Το 1930 απεβίωσε ο γέροντάς του Ιερόθεος. Με διαθήκη του τον άφηκε διάδοχο του- πράγμα που δέχτηκαν οι πατέρες της Μονής. Είχε παρακαλέσει τον Ηγούμενο να αφήσει άλλον, αλλά στάθηκε αδύνατο να τον μεταπείσει…Αλλά και έτσι δεν εγκατέλειψε το προηγούμενο έργο του. Το 1933 (40 ετών) έφτασε στα Καλάβρυτα και προσκύνησε στην Αγία Λαύρα και Μέγα Σπήλαιο. Από εκεί έφτασε στην Κεφαλονιά, στον Άγιο Γεράσιμο και στην Ζάκυνθο στον Άγιο Διονύσιο.
Το 1934 φτάνει στην Κωνσταντινούπολη (Πατριάρχης ο Φώτιος) λειτούργησε και κήριξε σε πολλές περιοχές. Προσπάθησε να συναντήσει τον Κεμάλ Ατατούρκ (Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας), για να του μιλήσει για το Χριστιανισμό (είχε ήδη αποκηρύξει τον Ισλαμισμό). Όμως ο Πατριάρχης Φώτιος τον απέτρεψε… Ετοίμαζε αργότερα απο την Ελλάδα επιστολή, αλλά ο Κεμάλ πέθανε.
Το 1935, Μ. Σαρακοστή, από τους Μητροπολίτες Φωκίδας Ιωακείμ και Αιτωλοακαρνανίας Ιερόθεο και περιόδευσε στην Άμφισσα και Αγρίνιο. Τον Μάϊο πήγε στα Μετέωρα και μίλησε στην Καλαμπάκα, Τρίκαλα, Καρδίτσα και Λάρισα. Τον Οκτώβριο παρευρέθη στην εορτή του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη και από εκεί έφτασε στο Κιλκίς. Από εκεί έφτασε στο Βόλο, Χίο και μετά Πελοπόννησο!
Το 1936 προσκλήθηκε από τον Καλαβρύτων και Αιγιαλείας την Μ. Σαρακοστή, και πήγε στο Αίγιο. Τον Οκτώβρη βρέθηκε στην Πάτρα και κήρυξε στόν Άγιο Ανδρέα, Παντάνασσα και Άγιο Δημήτριο. Πέρασε στην Κεφαλονιά και από εκεί στο Αγρίνιο. Το επόμενο βρέθηκε πάλι στο Αίγιο, πέρασε στη Ρούμελη, Αθήνα και Πειραιά. Τον Μάϊο του 1938 μίλησε στην Αττική, τον Σεπτέμβρη στη Σίφνο, τον Οκτώβρη Αθήνα και από εκεί στην πατρίδα του. Το ίδιο έτος πέρασε από τον Όσιο Λουκά Λιβαδειάς και από τον Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Τον Μάϊο του 1940 περιόδευσε σε περιοχές της Αττικής. Τον Οκτώβριο τον βρήκε ο Ιταλο-ελληνικός πόλεμος στη Σύρο…
Η. Στον πόλεμο και μετά:
Οι στερήσεις της κατοχής οδήγησαν πολύ κόσμο στη Μονή. Ο ρόλος τώρα έγινε ρόλος παραμυθίας. Τρεις αδελφοί της μονής παρασκεύαζαν καθημερινό συσσίτιο. Ανά 50 νοματαίοι οδηγιόντουσαν στην τράπεζα. Έφταναν καθημερινά τους 150-200. Τα τρόφιμα της Μονής ήταν ευλογημένα και τουλάχιστον 1500 άνθρωποι δεν πέθαναν από την πείνα!
Στις 14 -5-1944 είχε αποφασισθεί ο θάνατος 125 Παριανών από τους Γερμανούς. Ο γέροντας, επικεφαλής αντιπροσωπίας, κατάφερε να μεταπείσει τους αποφασισμένους Γερμανούς…
Μετά την κατοχή συνέχισε το προηγούμενο έργο. Οι περιοδείες συνεχίζοντας να κηρύττει τον λόγο του Θεού. Η ηλικία προχωρούσε στόν γέροντα, πέρασε τα ογδόντα, αλλά τουλάχιστον τρεις φορές το χρόνο περιόδευε.
Θ. Η κοίμηση του:
Ο γέροντας Φιλόθεος ήδη από τις αρχές του 1979 ασθενούσε. Στις 7 Μαΐου 1980 (96 ετών) όμως και ενώ βρισκόταν στο κελί του στα Θαψανά της Πάρου, έπεσε οριστικά στο κρεβάτι. Την 6η πρωϊνή στις Μαΐου 1980 οι Άγιοι Άγγελοι παρέλαβαν την μακαρία του ψυχή για αιώνια ανάπαυση…
Ο θεράποντας του Κυρίου είχε ευλογημένο και άγιο τέλος. Την ώρα που παρέδιδε το πνεύμα του έψαλλε το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»… Ο τύπος των Κυκλάδων έγραψε εγκωμιαστικά για τον Όσιο και Κήρυκα. Ακολούθησαν δεκάδες εκκλησιαστικά περιοδικά και εφημερίδες….

Πηγή: Περιοδικό «Μοναχική Έκφραση», Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2008

pemptousia

Οι μακρύνοντες εαυτούς από τον Θεό,απολούνται(Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος)


 Ενόμισαν οι μάταιοι σαρκικοί άνθρωποι ότι μακριά από τον Θεό, από τα καλά ήθη και τις αρετές, μόνο με τις εξωτερικές επιδείξεις, με τις ανωφελείς τελετές στις οποίες γίνεται κακή σπατάλη εκατομμυρίων, και με κούφια λόγια, πως θα ανώρθωναν το έθνος, αλλά πλανήθηκαν.

  Δεν μελέτησαν, δεν άκουσαν ότι· οι μακρύνοντες εαυτούς από τον Θεό απολούνται.

 Ξεριζώθηκαν διότι δεν ήταν φυτεία του Θεού.

 Το Έθνος για να ανορθωθεί πρέπει να αναγεννηθεί ηθικά, να παύση η διαφθορά και η παραλυσία των ηθών, να παύση η κακοήθεια και η αμαρτία, να παύση η αδικία, η πλεονεξία, η ασέβεια και η βλασφημία.

  Ανοίξατε τις εκκλησιαστικές ιστορίες και θα ιδέτε ότι, αφ' ότου έγινε ο κόσμος, αληθώς πάσα παράβασις και παρακοή έλαβε την δικαία τιμωρία...


 Ψυχοσωτήρια Διδάγματα Συγχρόνων Γερόντων Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη 


impantokratoros.gr

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Να χαρείς μαζί με την Παναγία την Ανάσταση του Χριστού



resurrect1
“Οψέ σαββατων, τη επιφωσκούση εις μίαν σαββάτων, ήλθε Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία θεωρήσαι τον τάφον. Και ιδού σεισμός εγένετο μέγας, άγγελος γαρ Κυρίου, καταβάς εξ ουρανού, προσελθών απεκύλισε τον λίθον από της θύρας και εκαθισε επάνω αυτού…” Ματθ. (κη 1-2)
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ
Συλλογίσου αγαπητέ, ότι έχουμε χρέος να συγχαρούμε με την Παναγία Παρθένο, που όταν είδε τον Υιό και Θεό της ότι αναστήθηκε, γέμισε αμέσως από τόση μεγάλη χαρά όσο μεγάλη ήταν και η θλίψη που δοκίμασε στα Πάθη του.
Οι πόνοι και οι θλίψεις της μετριούνται με τη γνώση που είχε για την άπειρη αξιότητα του ενσαρκωμένου Λόγου, και από την αγάπη της σ’ αυτόν, όχι μόνο σαν Θεό, και σαν γέννημα των σπλάγχνων της, αλλά σαν μονογενή Υιό της και επειδή αυτή μόνη ήταν μητέρα του χωρίς πατέρα. Όλα αυτά δεν άφηναν την αγάπη της να μοιρασθεί σε άλλα πράγματα, αλλά την πολλαπλασίαζαν μόνο στο γλυκό της Υιό.
Επειδή λοιπόν τον γνώριζε περισσότερο, τον αγαπούσε και περισσότερο, απ’ όσο τον γνώριζαν και τον αγαπούσαν όλοι οι άγγελοι στον ουρανό. Επομένως μπορούμε να πούμε, ότι η Παναγία Παρθένος έπασχε στο Πάθος του Υιού της περισσότερο από όσο έπασχαν όλα μαζί τα κτίσματα· κι ότι η λύπη της δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη, παρά μόνο τη λύπη, που δοκίμασε ο αγαπημένος της Ιησούς. «Και τη δική σου ψυχή θα διαπεράσει ρομφαία» (Λουκ. 2,35).
Αφού όμως αυτή πρώτη πήγε κατά το μεσονύκτιο για να δει τον τάφο του Υιού της και αφού γι’ αυτή και μόνη έγινε ο σεισμός και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ο συνήθης διακονητής και τροφεύς και ευαγγελιστής της, κατέβηκε από τους ουρανούς, κύλησε την πέτρα από τη πόρτα του τάφου και καθόταν πάνω σ’ αυτήν αστραπόμορφος και λευκός σαν το χιόνι. Αφού λέω, κατέβηκε ο θείος Γαβριήλ, ω , πως μετατράπηκε αμέσως σε υπερβολική χαρά η υπερβολική της λύπη! Ω πόσο αγαλλίασε το πνεύμα της, όταν είδε, ότι γι’ αυτήν μόνο ανοίχθηκε ο τάφος του Υιού της! Όπως για χάρη της Θεοτόκου ανοίχθηκαν στους ανθρώπους τα ουράνια και τα επίγεια, έτσι και για τη Θεοτόκο ανοίχθηκε ο ζωοποιός τάφος του Κυρίου, όπως λέει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Αυτή πρώτη είδε την Ανάσταση του Υιού της! Ω πόσο ευφράνθηκε, όταν πλησιάζοντας στόν αγαπητό της Ιησού έπιασε με μεγάλη ευλάβεια και αγάπη τα άγια πόδια του και τα προσκύνησε! Κι όταν είδε γεμάτα από το θείο φως της Αναστάσεως τα μέλη του γλυκύτατου Υιού της, τα οποία προ ολίγου ήσαν όλα καταξεσχισμένα, άτιμα και άμορφα! Πάνω απ’ όλα όμως πόσο χάρηκε, όταν άκουσε από το θείο στόμα του Υιού της τον χαροποιό εκείνο λόγο, που της είπε, το «χαίρε»· μολονότι και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει, ότι ήταν μαζί της και η Μαγδαληνή Μαρία και έπιασε και αυτή τα πόδια του Κυρίου, και άκουσε και αυτή το χαίρε, με σκοπό να μην αμφισβητείται η Ανάσταση του Κυρίου, αν την μαρτυρούσε μόνο η Παναγία μητέρα του λόγω της φυσικής οικειότητας, καθώς το αποδεικνύει ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (και ο Ξανθόπουλος στο συναξάρι του Πάσχα). Ποιος νους μπορεί να καταλάβει τι είδους τελειότητα αγάπης και χαράς υπήρξε ανάμεσα στη Θεοτόκο και στο Χριστό, αναμεσα σε μια τετοια Μητέρα και σ’ ένα τέτοιο Γιο;
Λοιπόν, αδελφέ αν η Θεοτόκος είναι φυσική Μητέρα του Χριστού, θετή δε και πνευματική μητέρα όλων των Χριστιανών και μάλιστα τέτοια μητέρα ώστε, καθώς ο Χριστός μας παραγγέλλει να μη αποκαλέσουμε πατέρα στη γη, επειδή κυρίως ένας είναι ο πατέρας μας, ο επουράνιος. Έτσι ακριβώς έχουμε δίκιο να πούμε ότι κι άλλη μητέρα δεν έχουμε παρά μόνο τη Θεοτόκο. Αν, λέω, η Θεοτόκος είναι μητέρα των χριστιανών, χρωστάς και συ αδελφέ σαν χριστιανός και γιός της Παρθένου να συγχαρείς σ’ αυτή τη μεγάλη χαρά της. Αν στον καιρό της τόσης ευτυχίας της, δέν συγχαρείς με την Παναγία, ασφαλώς θα φανείς ανάξιος της αγάπης της. Και αν φανείς ανάξιος της αγάπης της, θα φανείς ανάξιος για να γίνεις δεκτός κάτω από τη σκέπη της· κι αν αυτή η μητέρα όλων μας, δεν σε δεχθεί κάτω από τη σκέπη της αλλοίμονον σε σένα! Ποια ελπίδα σου απομένει για τη σωτηρία σου; Αυτή είναι η μητέρα του ελέους και όλες οι χάριτες του Θεού περνούν μέσ’ από τα χέρια της τόσο στον ουρανό, όσο και στη γη, τόσο στους αγγέλους, όσο και στούς ανθρώπους. Αυτή μόνη όντας μεθόριο μεταξύ του Θεού και των κτισμάτων, παίρνει από την Τρισήλιο Θεαρχία όλες τις υπερφυσικές δωρεές και τα χαρίσματα και τα μεταδίδει σαν φιλανθρωπότατη βασίλισσα σ’ όλες τις τάξεις των αγγέλων και των ανθρώπων, ανάλογα με τήν αγάπη, που έχουν πρός αυτήν. Είναι λοιπόν αυτή μόνη η ταμιούχος ταυτόχρονα και χορηγός του πλούτου της θεότητος και χωρίς τη μεσιτεία της δέν μπορεί νά πλησιάσει κανείς το Θεό, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, καθώς λέει γι’ αυτήν ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος στον πρώτο λόγο του στα Εισόδια.
Θέλησε λοιπόν ο Κύριος να είναι οι πρεσβείες της Θεοτόκου νόμοι απαράβατοι, για να δίνεται από αυτόν έλεος και ευσπλαγχνία σ’ εκείνους, για τους οποίους αυτή πρεσβεύει: «ανοίγει το στόμα και μιλάει με σοφία και σύνεση και η ελεημοσύνη της ανέστησε τα τέκνα της και πλούτισαν» (Παροιμ. 29, 28). Και ο άγιος Γερμανός λέει απευθυνόμενος στην Παρθένο «Δεν είναι ποτέ δυνατόν να σε παρακούσει ο Θεός, επειδή πειθαρχεί “κατά πάντα, και διά πάντα, και σε όλα” σε σένα που είσαι η αληθινή και άχραντη μητέρα του» (Λόγος στήν Κοίμηση).
Να χαίρεσαι λοιπόν με όλη σου την καρδιά μαζί μ’ αυτήν τη Δέσποινα, τ’ ουρανού και της γης, της χαράς το δοχείο, επειδή σ’ αυτήν πρώτη δόθηκε η χαρά και πριν από την Αναστάση, στον Ευαγγελισμό της, και μετά την Ανάσταση, σήμερα.
Να χαίρεσαι μαζί με τη Θεοτόκο, καθώς χαίρεται μαζί της και όλη η Εκκλησία του Χριστού σε πολλά σημεία των ασματικών τροπαρίων της ψάλλοντας της χαρμόσυνα και πανηγυρικά, τώρα μέν: «ο άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμένη, αγνή Παρθένε χαίρε και πάλιν ερώ χαίρε. ο σος Υιός ανέστη τριήμερος εκ τάφου», τώρα δε: «Συ δε αγνή τέρπου Θεοτόκε, εν τη εγέρσει του τόκου σου». Καί αλλού: «Αναστάντα κατιδούσα σον Υιόν και Θεόν, χαίροις σύν Αποστόλοις, Θεοχαρίτωτε αγνή». Και σε άλλο σημείο: «την γαρ εν τω πάθει σου μητρικώς πάντων υπεραλγήσασαν, έδει και τη δόξη της σαρκός σου, υπερβαλλούσης απολαύσαι χαράς».( Αυτή που ως μητέρα υπερβολικά πόνεσε στο πάθος σου, έπρεπε να απολαύση υπερβολική χαρά για τη δόξα του σώματος σου).
Τι λέω; Να χαίρεσαι μαζί με τη Θεοτόκο, καθώς χαίρεται μαζί της και όλη η άλογη κι αναίσθητη κτίση και πανηγυρίζει στήν Ανάσταση του Υιού της και της προσφέρει τα ωραιότερα και σπουδαιότερα δώρα και τις χάριτες της γλυκύτατης άνοιξης. Δέν βλέπεις και με τα μάτια σου, πως τώρα ο ουρανός είναι διαυγέστερος; Ότι ο δίσκος της σελήνης είναι λαμπρότερος καί πιο ασημένιος, και όλα τα αστέρια του ουρανού φαίνονται καθαρότερα; Δέν βλέπεις πως τώρα η γη είναι στεφανωμένη με τα πολυποίκιλά της χορτάρια, με τ’ ανοιγμένα διάφορα δένδρα της και με τα ποικιλόχρωμα και ευωδέστατα άνθη και τριαντάφυλλα της, που άλλα μεν βγήκαν τελείως από τους κάλυκές του και παρουσιάζουν σ’ όσους τα βλέπουν τη ροδόπνοη χάρη τους, ενώ άλλα βγήκαν λίγο και άλλα είναι κλεισμένα ακόμη μέσα σ’ αυτούς; Δεν ακούς με τ’ αυτιά σου τη συμφωνία και την παναρμόνια μουσική, που τώρα συνθέτουν με τις γλυκύτατες φωνές τους πάνω στα χρυσοπράσινα και πυκνόφυλλα δένδρα τ’ αηδόνια, τα χελιδόνια, τα τρυγόνια, τα κοτσύφια, οι κούκοι, οι πέρδικες, οι κίσσες, τ’ αγριοπερίστερα, οι σπίνοι και τα υπόλοιπα πουλιά; Πώς συναγωνίζονται να νικήσουν το ένα το άλλο με τα ποικιλόφθογγα και γοργογλυκόστροφα κελαδήματα τους; Και πώς κατασκευάζουν με τόση τέχνη τις φωλιές τους; Πώς τα θηλυκά κάθονται και ζεσταίνουν τ’ αυγά μέσα σ’ αυτές, ενώ τα αρσενικά πετούν τριγύρω και κελαηδούν γλυκύτατα; Δεν βλέπεις πώς τώρα οι βρύσες τρέχουν καθαρότερα; Πώς τα ποταμια τρέχουν πλουσιότερα και ποτίζουν όπου περνούν τη γη; Πώς τα περιβόλια ευωδιάζουν; Πώς το χορτάρι κυμματίζει; Πώς τα μικρά και τρυφερά αρνάκια πηδούν και χορεύουν μέσα στους χορτιαριασμένους κάμπους και τα χωράφια; Δεν βλέπεις πώς οι εργατικές μέλισσες βγαίνουν τώρα από τις κυψέλες τους, βουίζουν γλυκύτατα και πετούν τριγύρω στούς κάμπους και τα περιβόλια, ρουφάνε τα άνθη και πλάθουν τις κηρήθρες τους,τοποθετώντας τις ευθείες γραμμές απέναντι από τις γωνίες για περισσοτέρη ασφάλεια και ομορφιά του έργου τους και κατασκευάζουν το γλυκύτατο μέλι; Δεν βλέπεις πώς τώρα οι άνεμοι ησυχάζουν; Πώς φυσά η γλυκειά αύρα; Πώς η θάλασσα είναι γαλήνια και ήρεμη· πώς οι ναύτες ταξιδεύουν άφοβα και πώς τα δελφίνια συνταξιδεύουν με τα πλοία φυσώντας και κολυμπώντας χαριτωμένα και ξεπροβοδίζουν τους ναύτες χαρούμενα; … Δεν βλέπεις πώς τώρα όλα τα ορατά δημιουργήματα, όπου και αν γυρίσεις να δεις, είναι τερπνά, είναι ευώδιαστά, δροσερά, χαρούμενα καί ευχαριστούν τις πέντε αισθήσεις του σώματος; Και πώς φαίνονται σαν να συναναστήθηκαν με τον Χριστό και αυτά και ζωντάνεψαν που ήταν πρωτύτερα σαν νεκρωμένα και πεθαμένα από την παγωνιά και το ψύχος του χειμώνα;
Και για να πω με συντομία, να χαίρεσαι και συ αδελφέ με τη Θεοτόκο, καθώς χάρηκαν και οι θείες Μυροφόρες, η Μαγδαληνή Μαρία, η Σαλώμη και η Ιωάννα. Μπορείς, αν θέλεις, να γίνεις και συ στη ψυχή σαν αυτές, όπως σε προτρέπει ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγοντας: «κι αν είσαι κάποια Μαρία, ή Σαλώμη, ή Ιωάννα, δάκρυσε τα χαράματα, δες πρώτη το λίθο κυλισμένο, ίσως και τους αγγέλους κι αυτόν τον Ιησού»· τα λόγια αυτά ερμηνεύοντας ο σχολιαστής Νικήτας λέει: «Μαρία Μαγδαληνή είναι κάθε ψυχή πρακτική, που καθαρίστηκε με το λόγο των ευαγγελικών εντολών, σαν από δαιμόνια, από την «προσπάθεια» (προσκόληση) της πρόσκαιρης αυτής ζωής. Σαλώμη, που ερμηνεύεται ειρήνη, είναι η ψυχή εκείνη που νίκησε τα πάθη και υπέταξε το σώμα στη ψυχή, απέκτησε με τη θεωρία τη γνώση των όντων των πνευματικών νοημάτων και γι αυτό κατέχει την τέλεια ειρήνη. Ιωάννα πάλι, ερμηνεύεται περιστερά, και είναι η ψυχή εκείνη η άκακη και γονιμότατη στις αρετές, που απέβαλε κάθε πάθος με την πραότητα και είναι θερμή στο να γεννά τα πνευματικά νοήματα με γνώση και διάκριση.
Αν γίνη τέτοια η ψυχή σου αγαπητέ, πήγαινε σαν τις Μυροφόρες με προθυμία και ταχύτητα – γιατί ο όρθρος αυτό φανερώνει – στον τάφο, δηλαδή στό βάθος της καρδιάς σου, που είναι κρυμμένος ο λόγος των επίγειων και των ουράνιων και ζήτησε με δάκρυα νοητά και αισθητά να μάθεις, αν αναστήθηκε ο λόγος της αρετης και της γνώσεως, που είναι μέσα σου. Αν ζητήσεις με τέτοιο τρόπο, πρώτα θα δεις να φεύγει από την καρδιά σου ο λίθος, δηλαδή η πώρωση της ασάφειας του λόγου, και αφού φύγει αυτή θα δεις τους αγγέλους, δηλαδή τις κινήσεις της συνειδήσεώς σου να σου κηρύττουν, ότι αναστήθηκε μέσα σου ο λόγος της αρετής και της γνώσεως, που είχε νεκρωθεί από την αμαρτία· επειδή στη ψυχή του φαυλοβίου ανθρώπου ο λόγος δεν ενεργεί, αλλά είναι σαν νεκρός. Έπειτα θα δεις κι αυτόν τον ίδιο το λόγο να σου εμφανίζεται στό νου γυμνός και χωρίς τύπους και σύμβολα και να γεμίζει τις νοερές δυνάμεις της ψυχής σου από χαρά πνευματική. Αφού λοιπόν πληροφορηθείς έτσι την Ανάσταση του λόγου με την πρακτική Μαρία, δηλαδή τη Μαγδαληνή, που είναι τύπος της πρακτικής ασκήσεως, να χαίρεσαι μαζί μέ την άλλη Μαρία, τή Μητέρα του Θεού, που είναι ο τύπος της θεωρητικής ζωής, η οποία αφού πήγε πρώτη και είδε μια φορά την Ανάσταση του Υιού της, πληροφορήθηκε και ησύχασε και δεν ξαναπήγε στον τάφο, σαν τις άλλες μυροφόρες, επειδή η θεωρία προηγείται και αντιλαμβάνεται απλά και άμεσα, ενώ η πράξη ακολουθεί και αποκτά τη γνώση με την πείρα.
Από το παράδειγμα του Ιωάννη, που είναι τύπος της θεωρίας, και του Πέτρου, που είναι τύπος της πράξεως, πίστεψε τα παραπάνω. Και οι δύο αυτοί έτρεχαν μαζί, όπως λέει το Ευαγγέλιο, αλλ’ όμως ο Ιωάννης έφθασε νωρίτερα από τον Πέτρο. Και ο μεν Ιωάννης βλέπει «τα οθόνια κείμενα μόνα» και πιστεύει, ο δε Πέτρος εισέρχεται στον τάφο και περιεργάζεται τα οθόνια και το σουδάριο και τα λοιπά και πιστεύει.
Η μεγαλύτερη όμως χαρά, που μπορείς να προξενήσεις στη Θεοτόκο, είναι να αποφασίσεις να νικάς τα πάθη σου κάθε στιγμή και να ζεις με αγνότητα για την αγάπην της Παρθένου. Για να γίνεις άξιος να σε υπερασπίζεται και να σ’ έχει γιά παιδί της φρόντιζε να υποτάσσεσαι και να δουλεύεις όσο μπορείς περισσότερο σ’ αυτήν και στον μονογενή της Υιό και παρακάλεσέ την να σε συμπεριλάβει ανάμεσα στους ευλαβικούς δούλους της και να σε αξιώσει να χαίρεσαι μ’ αυτήν αιώνια στον ουρανό, ψάλλοντας της εκείνο που είπε ο Δαβίδ: «μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά· δια τούτο λαοί εξομολογήσονταί σοι εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. 44,17), δηλαδή, θα θυμηθώ τ’ όνομά σου σ’ όλες τις γενεές· γι’ αυτό οι λαοί θα σε δοξολογήσουν στον αιώνα και στον αιώνα του αιώνος.