Το Σάββατο της Διακαινησίμου εβδομάδος η Εκκλησία μας τιμά άπαντες τούς Αγίους Κολλυβάδες Πατέρες. Πρόκειται για οσιακές μορφές κυρίως του 18ου και του 19ου αιώνος, αν και δεν είναι άτοπο να συγκαταριθμήσουμε μαζί τους και άλλους Πατέρες του 20ου, οι οποίοι αγωνίστηκαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την γνήσια ορθόδοξη πνευματική ζωή. Η αρχή έγινε με οξείες διαφωνίες με άλλους αγιορείτες που υποστήριζαν την κατά την Κυριακή τέλεση των μνημοσύνων αλλά και την σπάνια συμμετοχή στην θεία Κοινωνία. Οι «Κολλυβάδες»- όνομα που τους επιδόθηκε σκωπτικά- αγωνίστηκαν να συνδέσουν τους ορθοδόξους της εποχής τους με την λοιπή ιερή ασκητική Παράδοση της Εκκλησίας μας, όχι μόνον διότι το ορθό ήταν να τελούνται τα μνημόσυνα το Σάββατο και οι Χριστιανοί να κοινωνούν συχνά, αλλά επειδή γενικότερα η ησυχαστική ζωή της Εκκλησίας είχε παραγκωνισθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Κολλυβάδες προτείνουν διαρκώς θέσεις του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Βέβαια, όπως τότε ο μεγάλος αυτός Πατήρ παρεξηγήθηκε έτσι και αυτοί παρεξηγήθηκαν, πολεμήθηκαν και διώχθηκαν προς χάρη της Αλήθειας. Το Φιλοκαλλικό Πνευματικό κίνημα αυτών των Οσίων οφείλουμε να το βιώνουμε διαρκώς εντός της Εκκλησίας, εάν θέλουμε να είμαστε συνδεδεμένοι με ολόκληρη την αγιοπνευματική Παράδοση Αυτής. Το φοβερότερο είναι πως ακόμη και σήμερα, ενώ πλέον έχουν ανακηρυχθεί Άγιοι της Εκκλησίας και εμείς είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε πως όσα δίδαξαν είναι απολύτως σύμφωνα προς την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, κατηγορούνται και συκοφαντούνται από κάποιους που θεώρησαν εαυτούς ανωτέρους των Αγίων.

κειμ. ΙΜ Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
εικών Δημητρέλος

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε (†2011) Δικαίου Ρουμανικῆς Σκήτης Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου ὌρουςH μητέρα μου



    .......Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της ζοῦσε μιά βαθειά πνευματική ζωή. Στίς ἑορτές συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια, ἀκόμη καί στίς μικρότερες. Βέβαια δέν γνώριζε ἀπό βιβλία, εἶχε διάκρισι καί διαίσθησι, δέν ἐγνώριζε ἀπό ἑορταστικούς κύκλους καί ὅμως συμμετεῖχε σ᾿ ὅλες τίς ἑορτές, στίς νηστεῖες καί στά ἐτήσια μνημόσυνα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλανθάστως.
    .......Ἡ ἐλεημοσύνη της ἦτο ἡ βασική της φροντίδα σχεδόν σέ καθημερινή βάσι. Τούς ξένους τούς καλοῦσε ἀπό τόν δρόμο, τούς φιλοξενοῦσε σπίτι μας καί τούς ἀνέπαυε. Ποτέ δέν ἀνεχώρησε ἔστω καί ἕνας πτωχός ἀπό τό σπίτι μας μέ ἀδειανά τά χέρια.
    .......Ὁ πατέρας μου τήν ὠνείδιζε ἐνίοτε, διότι εἶχε σέ μεγάλο βαθμό ἀνοικτά τά χέρια της.
    .......Στά μνημόσυνα τῶν νεκρῶν συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια. Κάθε Σάββατον πρωΐ ἔδινε ξεχωριστή ἐλεημοσύνη γιά τούς κοιμηθέντες: Μία λεκάνη γάλα ἤ φαγητό καί νερό πού μετέφερε ἡ ἴδια γιά τούς γείτονες. Κατόπιν ἀσχολεῖτο μέ τήν καθαριότητα τῶν ρούχων γιά τήν ἑπομένη ἡμέρα καί στήν συνέχεια ἐμαγείρευε τό φαγητό γιά τό τραπέζι τῆς Κυριακῆς, μετά τήν Θεία Λειτουργία, διότι τήν Κυριακή οὐδέποτε ἐμαγείρευε.
    .......Ὅταν κτυποῦσε ἡ καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅλες οἱ δουλειές γιά τήν αὐριανή ἡμέρα εἶχαν τελειώσει καί ἔτσι ἄρχισε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἐφορούσαμε ὅλοι τά καθαρά μας ροῦχα καί ἐσώρουχα καί ἐπηγαίναμε στήν ἐκκλησία.
    .......Ὁ πατέρας μας σηκωνόταν πολύ πρωΐ, ἀφοῦ ἔκανε τήν προσευχή του, μετά ἐδιάβαζε τούς Χαιρετισμούς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τό Ὠρολόγιο καί κατόπιν ἐδιάβαζε περικοπές ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Ὅταν ἀναχωρούσαμε γιά τήν ἐκκλησία, πρῶτα ἐζητούσαμε συγγνώμη οἱ μέν ἀπό τούς δέ: «Συγχωρέστε», καί «ὁ Θεός νά σέ συγχωρέση!» Αὐτό συνέβαινε ὄχι μόνο μεταξύ μας, μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας, ἀλλά καί μέ τούς γείτονες.
    .......Τίς νηστεῖες-τίς τρεῖς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή, καθώς καί τίς μεγάλες νηστεῖες τίς κρατοῦσε μέ πολλή εὐλάβεια καί ἀκρίβεια, καθώς καί τά μικρά παιδιά, ἔστω καί νά ἦσαν ἄρρωστα. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦτο ἕνα γεγονός σημαντικό στήν χριστιανική ζωή ὅλων μας. Εἴχαμε σκεύη διατηρημένα μόνο γι᾿ αὐτόν τόν καιρό: ὅπως λεκάνες, πιάτα καί κουτάλια. Τό Πάσχα καί τά Χριστούγεννα ἡ γιορτές στά χωριά μας διαρκοῦσαν πολλές ἡμέρες.
    .......Ἡ μητέρα μου ἦτο μία ἀνεπανάληπτη νοικοκυρά. Αὐτή ἔραβε, ὕφαινε στόν ἀργαλειό, ἔπλεκε. Μᾶς ἔκανε ἡ ἴδια ὅλα τά ἐνδύματά μας: Ὑποκάμισα, παλτά, γελέκια, ζακέτες, καθώς καί βελέντζες καί ἄλλα σκεπάσματα γιά τά κρεββάτια μας. Ἐμεγάλωσε ὀκτώ παιδιά, ἕξι κορίτσια καί δύο ἀγόρια καί μᾶς ἀνέθρεψε ὅλα μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, μέ σεβασμό ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους καί μέ τιμή. Δέν λυπόταν νά μᾶς δέρνη κιόλας, ὅταν χαλούσαμε τήν τάξι τοῦ «κοινοβίου» της.
    .......Εὐλάβεια, πίστις, ἐκπλήρωσις τῶν χριστιανικῶν μας παραδοσιακῶν καθηκόντων μᾶς εἶχαν γίνει φυσική  συνήθεια. Ἐπήγαζαν μέσα ἀπό τήν ὕπαρξί της. Ὁμοίως ἡ ἀγάπη της γιά τόν Θεό, ἡ καλωσύνη, ἡ μετριοφροσύνη της...
    .......Κάποτε, ὅταν εὑρέθηκα στό καταφύγιο τῆς πόλεως Μπροστένι, ἐπῆγα μία ἐπίσκεψι καί νά μείνω τό Ἅγιο Πάσχα στό σπίτι μας, καί θυμήθηκα τίς χριστιανικές μας συνήθειες τίς ὁποῖες δέν εἶδα πάλι ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία. Ἠμπόρεσα νά συνομιλήσω μαζί της καί κατάλαβα τότε πόσο βαθειά ἦτο ἡ χριστιανική της ζωή.
    .......Τήν Μεγάλη Πέμπτη ἀναχώρησε τό πρωΐ ἀπό τό σπίτι, καί ὅταν ἐπέστρεψε καί τήν ἐρώτησα, ἔμαθα μέ μεγάλη μου ἔκπληξι ὅτι εἶχε πάει σέ μιά ἀσθενῆ γειτόνισσα νά τῆς κάνη ἕνα δῶρο, νά τῆς πλύνη τά πόδια εἰς ἀνάμνησιν τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰησοῦ μας πρό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. «Ὁ Κύριος νά πλύνη τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του κι ἐγώ νά μή κάνω τίποτε γι᾿ Αὐτόν; Μοῦ ἀπήντησε. Ἔκαμα κι ἐγώ κάτι παρόμοιο. Ἔπλυνα τά πόδια τῆς Μαρίας τοῦ Γαβριήλ, ἡ ὁποία εἶναι ἄρρωστη στό κρεββάτι καί τῆς ἐφόρεσα ἕνα ζευγάρι κάλτσες ἀπό τίς δικές μας καινούργιες».
    Τήν Μεγάλη Παρασκευή ἦτο ὅλη τήν ἡμέρα μέ τά μάτια της δακρυσμένα. «ὅταν σκέπτωμαι, μοῦ ἔλεγε, πόσα ὑπέφερε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός γιά ἐμᾶς, μοῦ ἔρχεται νά κλαίω καί νά στενάζω ἀπό πόνο».
    .......Τό Μέγα Σάββατο, ὅταν ἐμεῖς ἐθαυμάζαμε τά τσουρέκια καί τά κουλούρια πού μᾶς παρεσκεύαζε γιά τό Πάσχα, αὐτή μᾶς  ἔλεγε: «Τά ἔκαμα τόσο ὡραῖα ὄχι γιά νά τά εὐχαριστηθῆτε τρώγοντάς τα, διότι δέν μοῦ ἔρχεται οὔτε νά ἀγγίξω, ἀλλά τά ἔκανα ἔτσι πρῶτα γιά τήν δόξα τοῦ Κυρίου μας, πού αὔριο ἀνασταίνεται».
Μετάφρασις – Ἐπιμέλεια
Ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἁγίου Ὅρους Ἄθω 2002
πηγή

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

ΓΕΡΟ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Ο ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΑΣ ΈΛΕΓΕ: «Μεγάλο πράγμα είναι ή ευχή.


Κάθε φορά που λέμε "Κύριε Ιησού Χριστέ..." είναι σαν να λέμε "μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου"».

Ο γερό-Χαράλαμπος ό Κομποσχοινάς διηγήθηκε: «Ήταν μία γριούλα στην Μικρά Ασία με μία θαυματουργή εικόνα. Θεράπευε Τούρκους και Χριστιανούς. Στον πόλεμο του '22 αυτή πήρε την εικόνα- ενώ, λοιπόν, σκότωναν οι Τούρκοι, αυτήν δεν την έβλεπαν και ήρθε στην Αθήνα. Με το μύρο πού έβγαζε ή εικόνα θεράπευσε άρρωστο».
Διηγήθηκε άλλη φορά: «Κατά τον χειμώνα του 1943 στην Αθήνα, όπου διέμενα ως λαϊκός, υπήρχε μεγάλη στέρηση των αναγκαίων και σε συνδυασμό με τον βαρύ χειμώνα πολύς κόσμος πέθαινε. Εκείνη την εποχή συνήθιζα να επισκέπτομαι αυτήν την πολύ ευλαβή καλογριά, ή όποια είχε στο σπίτι της την παλιά εικόνα της Παναγίας από την Μικρά Ασία.

Ή εικόνα αυτή έφερε επάνω της πολλά παλαιά τάματα, μερικά εκ των όποιων ήσαν πολύτιμα. Καθώς λοιπόν στενοχωρούμεθα από την έλλειψη τροφών, μία ημέρα της λέω: «Βρε Μαρία, δεν πουλάς το μάλαμα από την εικόνα να αγοράσουμε τίποτα να φάμε;"» Αυτή απάντησε: «"Τό μάλαμα αυτό είναι της Παναγίας και δεν μπορώ να το πειράξω. "Αν ήθελε ή Παναγία να μας το δώσει θα μας το έδινε"». Μόλις όμως είπε αυτά τα λόγια ένα χρυσό βραχιόλι από τα τάματα της εικόνος σηκώθηκε μόνο του από την εικόνα και κόλλησε στο τζάμι της σαν να ήθελε να βγει έξω από το προσκυνητάρι. Αυτό το θεώρησε πώς ήταν σημάδι από την Παναγία. Πούλησε το βραχιόλι και αγοράσαμε τρόφιμα, με τα οποία βγάλαμε εκείνο τον δύσκολο χειμώνα».

Όταν έγινε μοναχός στο Καλύβι της Παναγίας Καζάνσκας στην Καψάλα αγωνιζόταν πολύ. Ήταν πανύψηλος και γεροδεμένος. Του είπε κάποιος Χανιώτης μοναχός ότι κάνει 3.000 μετάνοιες την ώρα και προσπάθησε να τον μιμηθεί και ό ίδιος αλλά έπαθε πτώση στομάχου. Έλεγε όταν γήρασε: «Έκανα αδιακρισία. Ό Θεός δεν τα θέλει αυτά».
Έλεγε: «Μεγάλο πράγμα είναι ή ευχή. Κάθε φορά που λέμε "Κύριε Ιησού Χριστέ..." είναι σαν να λέμε "μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου"».

Έπλεκε όλη μέρα κομποσκοίνι λέγοντας την ευχή. Το καλοκαίρι έβγαινε και ξάπλωνε στην αυλή μέσα σε έναν λάκκο πού είχε σκάψει ό ίδιος για να τον ζεσταίνει ό ήλιος. Από κει του βγήκε και το παρατσούκλι «εν τω λάκκω». Παρά την ηλικία του, υπέργηρος ων, περιποιόταν τον κήπο με πολύ κόπο, καθώς μάλιστα είχε και μία κήλη μεγάλη σαν πορτοκάλι, πού τον ταλαιπωρούσε και πού την έδενε με ένα κομμάτι ράσο. Πέραν τούτου είχε καμπουριάσει από την πολύχρονη άσκηση, γι' αυτό και ή κάθε του κίνηση ήταν εξαιρετικά επίπονη. Του πρότειναν να τον πάνε στο Νοσοκομείο για να κάνη εγχείρηση, καθώς ή κατάσταση του ήταν πολύ επικίνδυνη, αλλά αρνήθηκε ευγενικά λέγοντας: «Δεν πειράζει, αυτός είναι ό κανόνας μου• αν θέλει ό Θεός, δεν παθαίνω τίποτα». Είχε 14 αρρώστιες, όπως έλεγε, και έμενε σ' ένα κελί ετοιμόρροπο πού έβαζε νερά όταν έβρεχε.

Κάποτε πήγε στον γερό-Χαράλαμπο ένας μοναχός νέος για να αγοράσει κομποσκοίνια. Εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε ό νέος μοναχός έναν μεγάλο πειρασμό και ήταν πολύ στενοχωρημένος. Όταν έφτασε λοιπόν στον γερό-Χαράλαμπο και του ζήτησε κομποσκοίνια εκείνος, αντί να τον στείλει μέσα στο καλύβι να του φέρει τον τενεκέ πού τα αποθήκευε, όπως έκανε συνήθως, σηκώθηκε με πολύ κόπο από τον λάκκο του και πήγαν μαζί μέσα. Μόλις μπήκαν, του είπε: «Ξέρεις, πάτερ μου, όταν ήμουν νέο καλογέρι στο Έσφιγμένου, ό δαίμονας μου δημιούργησε τον έξης πειρασμό». "Άρχισε τότε να περιγραφή ακριβώς την κατάσταση πού αντιμετώπιζε ό νέος, λες και ήταν αυτός στην θέση του, καθώς και να του δίνη οδηγίες για την αντιμετώπιση της. Στο τέλος, αφού τον παρακίνησε με πολλούς λόγους στον πνευματικό αγώνα, του είπε σοβαρά: «Όλα αυτά σου τα είπα, για να μην απογοητεύεσαι και να αγωνίζεσαι».

Έλεγε: «Έρχονται πολλές φορές τα δαιμόνια εδώ πού κάθομαι και πλέκω κομποσκοίνι, να με πειράξουν. Τα σταυρώνω και φεύγουν. Αλλά δεν πάνε μακριά. Τα βλέπω πού κάθονται και περιμένουν πότε θα αμαρτήσω με τον λογισμό για να ξανάρθουν. Θέλει πολλή προσευχή, για να φύγουν μακριά τα δαιμόνια. Θέλει ταπείνωση. Αν ταπεινωθείς, γίνεσαι αμέσως σοφός».

«Να προσευχόμαστε για όλους, εκτός από τούς εχθρούς του Θεού, δηλαδή τούς αιρετικούς. Γι' αυτούς καλά είναι να λέμε: Αν θέλεις. Κύριε, φώτισε τους"».
«Σε όσους δεν πιστεύουν δεν λέω βαριά πνευματικά λόγια, για να μην κολαστούν πολύ. "Ό γνούς και μή ποιήσας δαρήσεται πολλά"».

«Μία φορά στο Βατοπέδι πήγα να βγω έξω, αλλά θα χτυπούσα, γιατί ήταν βράδυ και δεν έβλεπα. Όποτε ξαφνικά φάνηκε μπροστά μου ένας νέος πού άστραφτε. Το φώς του μ' έκανε να δώ ότι μπροστά μου ήταν κενό και θα έπεφτα. Αυτός ήταν ό άγιος Ευδόκιμος, όπως μου είπαν, μετά εξαφανίστηκε».

Ό γερό-Χαράλαμπος ζούσε απλά, ασκητικά με την ευχή και την ψαλμωδία στο στόμα. Ήταν ειρηνικός και έδινε πολύ καλές συμβουλές, πρακτικές και πνευματικές. Ενώ έκανε όλα τα ανωτέρω, δεν σταματούσαν τα χέρια του να πλέκουν κομποσκοίνι. Είχε μάθει να πλέκει και τη νύχτα χωρίς φώς.

Όταν έμενε στον Άγιο Χαράλαμπο στις Καρυές, πάνω από το κρεβάτι του έσταζαν νερά, όταν έβρεχε. Έβαλε τάβλες κάτω από το ταβάνι και πάνω από την θέση του κρεβατιού και ένα νάιλον έτσι τα νερά κυλούσαν δίπλα.
"Έλεγε: «Ό μοναχός πρέπει να αρκουδίζει, (δηλαδή να περπατά με τα τέσσερα), από τη νηστεία».

Κάποιος νέος πήγε να αγοράσει ένα κατοστάρι κομποσκοίνι από τον γερό-Χαράλαμπο. Τον ρώτησε: «Για την αδελφή σου το θέλεις;». Πράγματι το ήθελε για την αδελφή του. Πρόσθεσε: «Να βάλω στην φούντα κόκκινο νήμα, πού είναι το χρώμα της παρθενίας, γιατί θα γίνει καλογριά». Και όντως έγινε μοναχή μετά από λίγα χρόνια.
 «Ό Θεός λέει, "θα   εξολοθρεύσω    πάντας τούς εργαζομένους την άνομίαν".   Αλλά   πέφτουν (γονατίζουν) οι Άγιοι  και  λένε  "και
μείς αμαρτωλοί είμαστε, συγχώρεσε μας. Κύριε μας", και σταματάει την οργή Του ό Θεός».

«Άμα εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου, τα χάνει ό δαίμονας τα αμαρτήματα και να θέλει δεν μπορεί να πει τίποτε. Διαλύονται οι αμαρτίες, δηλαδή τις συγχωρεί ό Θεός. Αλλά να εξομολογηθείς με αγνότητα, όχι να εξομολογηθείς και να μη βγαίνεις από το δικό σου. 

Αυτοί λέγονται "πονηρευόμενοι" και" οι πονηρευόμενοι εξολοθρευθήσονται", λέει. Με ειλικρίνεια να εξομολογήσθε. Σκέψου ότι τα λες στον Χριστό».

«Να λέμε την ευχή, αυτή διώχνει τον πειρασμό. Τότε αδυνατεί ό σατανάς. Ή ευχή τον τρώει σαν το ροκάνι, τον καταστρέφει. Μας πολεμά ό εχθρός, όταν το επιτρέπει ό Θεός. Και όσο ζούμε, μέχρι να βγει ή ψυχή μας, θα τον πολεμούμε και μείς. Τότε, όταν τον νικήσουμε και δεν κάνουμε το θέλημα του, θα μάς πάρει στα δεξιά του ό Θεός, στην βασιλεία Του».

«Μέγα πράγμα έχουμε το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με". Ή ευχή τα έχει όλα και σωτηρία ψυχής και υγεία σωματική και φώτιση και ευχαριστία. Να λέμε την ευχή».
«Ή προσευχή χωρίς μετεωρισμούς είναι των τελείων. Ό καλόγερος να κάνη 33 κομποσκοίνια (εκατοστάρια για την ακολουθία του) και να μην τον μέλλη. Ας τον πειράζει με λογισμούς ό διάβολος. Αυτός να συμμαζώνει το νου του. Κάποτε ό Μ. Βασίλειος έταξε μία σκούφια λίρες σε όποιον παπά θα κάνει μία Λειτουργία χωρίς λογισμούς. Πράγματι ένας παπάς κατάφερε μέχρι να τελείωση να κράτηση το νου του καθαρό από λογισμούς. Μετά, λίγο πριν τελείωση, τού ήρθε στο νου του ή σκούφια με τις λίρες και έτσι τις έχασε».

«Θέλει ταπείνωση ό Θεός. Όσες αρετές και αν κάνουμε και μάς ρωτήσουν, πώς πάει ή πνευματική ζωή, να λέμε ότι είμαστε αχρείοι δούλοι. Άμα πεις καλά είμαι στην πνευματική ζωή τάχασες όλα. Είναι υπερηφάνεια. Γι' αυτό λέει στις Ώρες "ου κατώκει εν μέσω της οικίας μου ποιών υπερηφανίαν", δεν κάθομαι λέει στων υπερήφανων τον οίκον».

«Για την σωτηρία της ψυχής μας πρέπει να κάνουμε το νόμο του Θεού, να πάμε στην Εκκλησία μας, να συγχωρούμε τον πλησίον σε ότι μας έφταιξε. Επομένως, το παν είναι τα καλά έργα και ή πίστη. Μην απελπιζόμαστε. Ή απελπισία είναι διάβολος».

«Εν τω ονόματι Ιησού φάλαγγες δαιμόνων συντρίβονται. Εν τω ονόματι Ιησού στην Δευτέρα Παρουσία παν γόνυ κάμψει. Και μερικοί πλανεμένοι λένε: "Τί θα προσκυνήσουμε το όνομα;". Ό Απόστολος Παύλος εννοεί Ότι θα προσκυνήσουμε τον Χριστό, όχι το όνομα. Δεν χωρίζεται ό Χριστός από το όνομα Του, ό ίδιος είναι. Με το όνομα Του οι Απόστολοι έκαναν θαύματα».

«Μία μέρα έκανα κάτι κουτσοδούλια εδώ πέρα, έπεσα και χτύπησα στο πόδι. Μέρα ήταν και μόλις σηκώθηκα βλέπω κάποιον να με χαμογελάη. "Τί θέλεις εδώ;" του λέω, και δεν μιλάει. "Ποιος είσαι;" τον ξαναρωτώ, και μόλις πήγα να σηκώσω το χέρι να τον σταυρώσω, έγινε άφαντος. "Κοπρόσκυλο", λέω στον διάβολο, "εσύ ήσουν που με έριξες κάτω;"».

«Τον είδα σαν θηρίο, σαν αράχνη, με τα μάτια μου, όχι όνειρα, και παρακάλεσα τον Θεό να με στερέωση στην πίστη».

«Αφήνουμε τα θεολογικά, εμείς λέμε τα πρακτικά. Είδα κάποτε σε αγρυπνία στο Κουτλουμουσι τον Άγιο της ημέρας ντυμένο με διακονικά άμφια τρεις φορές βγήκε από το ιερό και χάθηκε. Αφού κοινώνησα, περίμενα να δώ τον διάκο να κάνη κατάλυση, δεν είδα. Ρώτησα και μου είπαν ότι δεν υπάρχει διάκος».
«Ό Θεός χαίρεται, όταν λέμε λόγια ψυχικής ωφελείας». 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ2011

πηγή

Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

... Πατέρα μου, αμάρτησα... Πάρε με ως ένα δούλον σου...! -Θεόκλητος Μοναχός Διονυσιάτης



«... Πατέρα μου, αμάρτησα... Πάρε με ως ένα
δούλον σου...! Εγώ, τέκνον, τί είχα να κάμω
σ’ αυτά τα συγκλονιστικά λόγια; Ημπορούσα
να μη ελεήσω τον δικόν μου υιόν, που επέστρεψε;...
Ο Κύριος Ιησούς».

...ως περιεχόμενο και διδαχή η Παραβολή αυτή, όχι μόνο είναι πάντοτε επίκαιρη, αλλά είναι αναπόσπαστη από την προσωπικήν εμπειρία των αμαρτωλών και αγίων. Γι’ αυτό και χάριν των εν Χριστώ αδελφών μετέφρασα την ερμηνείαν της από τον χρυσούν Άγιον, τον Χρυσόστομον.
Ως γνωστόν Παραβολή είναι μία πλασματική ιστορία χάριν διδαχής. Και προκειμένου περί της Παραβολής του Ασώτου, έχει λεχθεί, ότι ήταν αρκετή αυτή, για να θεωρηθή ως Θεός αυτός που την έπλασε. Πράγματι, στην Παρα­βολήν, ως κεντρική ιδέα, αποκαλύπτεται η άπειρη αγάπη και ευσπλαγχνία του Θεού στα πλάσματά Του. Και για να καταφανεί η σε απίστευτον βαθμόν αγάπη του Θεού-Πατρός, πλάθει και τον πρεσβύτερον υιόν, που εκπροσωπεί τον μέσον τύπον του δικαίου, εκφραζομένου με την λογικήν, με το μέτρον και το δίκαιον. Δύναται δε να υποστηρι­χθεί, ότι και καλός χριστιανός δεν ήτο, αφού δεν εσκέπτετο το «ουδέν δύνασθε ποιείν άνευ εμού» και το Αποστολικόν: «Τί έχεις ω άνθρωπε, ο ουκ έλαβες; Και ει έλαβες, τί καυχάσαι ως μην λαβών;».
Με άλλα λόγια, εάν ο χριστιανός δεν υπερβεί την λογικήν του, το μέτρον και το δίκαιόν του, δεν μπορεί να λογίζεται ως χριστιανός. Κύριος ο Θεός να μας σκεπάζει από την απάνθρωπη και αφιλάδελφη συμπεριφορά του πρεσβύτερου υιού, φρονούντος ότι ήταν δίκαιος, ενώ ήταν δούλος της εγωπαθείας του και κατεβασανίζετο από τον φθόνον έναντι του ελεηθέντος αδελφού του:
Θεόκλητος Μοναχός
Διονυσιάτης

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Ο θαυματουργός φτωχόπαπας της Αθήνας


Την είδα ΕΔΩ


Άγιος Νικόλαος Πλανάς (1851-1932)

Ο άγ. Νικόλαος Πλανάς κι από κάτω η παλιά Αθήνα, από την Ακρόπολη ώς το Λυκαβηττό
 
Ο άγιος τούτος, που γιορτάζει 2 Μαρτίου, άγιος που πρόφτασε τον 20ό αιώνα κι έζησε στην Αθήνα, ήταν παντρεμένος και είχε κι ένα γιο. Όμως χήρεψε λίγο μετά τη γέννηση του παιδιού του. Γι' αυτό ο λαός μας τον αναγνωρίζει ως προστάτη των παντρεμένων ζευγαριών.
Κάποτε παρακάλεσα κι εγώ, αν και ανάξιος & τεμπέλης στην προσευχή, για ένα ζευγάρι που κόντευε να βαρέσει διάλυση. Τώρα, με τη χάρη του Θεού, αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις τους. Λέτε να έβαλε το χεράκι του ο άγιος παπα-Νικόλας;
Ξέρω και μια πρόσφατη εμφάνισή του σε στενή συγγενή καλού μου φίλου, που αγνοούσε εντελώς την ύπαρξή του και μετά ανακάλυψε ποιος είναι, ψάχνοντας τη φωτογραφία του στο Διαδίκτυο. Εμφάνιση που είχε τεράστια σημασία για τη ζωή της.
Μεγάλη υπόθεση λοιπόν αυτό το σκυφτό γεροντάκι, που ήξερε ελάχιστα γράμματα κι η φωνή του δεν ήταν και τόσο καθαρή - αλλά η καρδιά του ήταν πεντακάθαρη... Αυτό το γεροντάκι που μιλούσε με τα άλογα, που γιάτρευε τα άλογα των αμαξάδων, που τα παιδιά το 'βλεπαν να περπατάει χωρίς να πατάει κάτω (φίλος μου γνώρισε μια γιαγιά στην Αθήνα που είχε ζήσει αυτή την εμπειρία όταν ήταν κοριτσάκι)...
Αλλά τι σας τα λέω τώρα αυτά; Τι νόημα έχουν, ενώ εμείς έχουμε κινητά τηλέφωνα και κομπιούτερς; Τώρα ζούμε στον αστερισμό της τεχνολογίας.
Ή μήπως ειδικά τώρα έχουν τεράστιο νόημα; Διαβάστε παρακάτω και θα κρίνετε μόνοι σας.

Λίγα πρώτα λόγια γι' αυτόν
π. Γ. Παπαβαρνάβας
 
Ο παπα - Νικόλας Πλανάς ήταν άνθρωπος άκακος, απονήρευτος και με βαθειά ταπείνωση. Ο προγνώστης Θεός τον επροίκισε με το προορατικό χάρισμα ενώ ήταν ακόμα μικρό παιδί. Με την μεγάλη απλότητα που τον διέκρινε, διηγόταν: “Μια βραδυά χειμωνιάτικη, που καθόμασταν στο τζάκι είπα στον πατέρα μου: “Πατέρα, αυτή την στιγμή εβυθίσθη το καΐκι μας το “Ευαγγελίστρια” έξω από την Πόλη”. Έντρομος ο πατέρας μας, λέγει στην μητέρα μου: “Γυναίκα, τι λέγει το παιδί”; Και όντως, αυτή τη στιγμή επνίγη το καΐκι μας...”. Και για να αποφύγη τον θαυμασμό των άλλων, αλλά και τον πειρασμό της υπερηφανείας έλεγε, ότι “όλα τα παιδιά είναι προορατικά”.

Δεκατεσσάρων ετών έμεινε ορφανός από πατέρακαι στα δεκαεπτά νυμφεύθηκε στην Αθήνα, όπου μετεκόμισε με την μητέρα και τα αδέλφια του από την γενέτειρά του την Νάξο. Η σύζυγος του απέθανε σε νεαρή ηλικία, αφού εν τω μεταξύ απέκτησαν ένα αγόρι. Στην πολυθόρυβη πόλη και μέσα σε τόσες φροντίδες, αφού ήταν πατέρας και μητέρα μαζί για το παιδί του και παράλληλα πνευματικός πατέρας για τους ενορίτες του, έζησε βίον αληθινού ασκητού με νήψη, προσευχή και λατρευτική ζωή.

Τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες για την αγιότητα του παπα-Νικόλα τις έχουμε από τον σύγχρονό του Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ο Παπαδιαμάντης ήταν ψάλτης του, στο Εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, κοντά στο Μοναστηράκι της Αθήνας. Έψαλλε στους εσπερινούς και τους όρθρους, στις λειτουργίες και τις ολονυκτίες, που τελούσε με κατάνυξη, αλλά και μεγαλοπρέπεια ο παπα-Νικόλας. Και μπόρεσε να διεισδύση στο βάθος της αγιασμένης αυτής ύπαρξης και να αντιληφθή το πλήθος των χαρισμάτων της, τα οποία ήταν επιμελώς κρυμμένα κάτω από το κέλυφος της απλότητας και της ταπείνωσης, γιατί ήταν και εκείνος εντεταγμένος στην ίδια προοπτική, ήταν, δηλαδή, φορέας της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Τον ονομάζει άξιο λειτουργό του Υψίστου και τον αντιπαραβάλλει με τους “επαγγελματικούς ιερείς”, όπως τους αποκαλεί, και συνεχίζει: 
“Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων... είναι αξιαγάπητος, είναι απλοϊκός και ενάρετος, είναι άξιος του πρώτου Μακαρισμού του Σωτήρος”.
Ήταν, όπως όλοι οι Άγιοι, αφιλοχρήματος και ελεήμων. 
“Περνούσε πολύ χρήμα από τα χέρια του, αλλά αμέσως διοχετευόταν στην ελεημοσύνη. Ως και νεαρούς διάκους βοηθούσε να σπουδάσουν. Πολλές φορές δεν είχε ούτε μια πεντάρα πάνω του. Χωρίς να το προσέξη κάποτε πήρε ένα αμάξι να τον πάη σε κάποιο σπίτι. Όταν έφθασαν και ηθέλησε να πληρώση... κοιτάζει για λεπτά, ξανακοιτάζει, τίποτα. Βρέθηκε σε αμηχανία. Του λέγει ο αμαξάς: “Δεν είσαι συ ο εφημέριος του Αγίου Ιωάννου, ο παπα - Νικόλας;” - “Ναι, παιδί μου, εγώ είμαι”. - Έ, δεν θέλω λεπτά, μόνον την ευχή σου!””. Σε μια άλλη περίπτωση κάποιος, που του διάβασε κάποτε παράκληση, του έδωσε ως πληρωμή κάποιο σεβαστό ποσόν, μέσα σε κλειστόν φάκελο. Αυτός, καθώς πήρε τον φάκελο, τον έδωσε αμέσως κλειστόν σε μια πτωχή, που τον περίμενε πότε να τελειώση την παράκληση. Ο άνθρωπος που του τον έδωσε, άναψε από στενοχώρια. “Μα τον ευλογημένον”, έλεγε, “να μην κοιτάξη καν τι του έδωσα;!”.
Έδειχνε μεγάλη υπομονή στους πειρασμούς και τις δοκιμασίες και αφάνταστη ψυχραιμία. Έλεγε κάποτε ο ίδιος συμβουλεύοντας μια πνευματική του κόρη: 
“Εγώ παιδί μου με την υπομονή τα έβγαλα πέρα τα τόσα σκάνταλα που μου παρουσιαζόντουσαν”.
Μεγάλη σημασία έδινε στην προσοχή και την συγκέντρωση του νου κατά την διάρκεια της προσευχής και της λατρείας. Στις διδασκαλίες του προς τα πνευματικά του παιδιά τόνιζε πολύ το σημείο αυτό. Μάλιστα, όταν έβγαινε να θυμιάση, κατά την διάρκεια του Όρθρου, πολλές φορές τον είδαν να θυμιά άδεια στασίδια, ενώ αντίθετα δεν θυμιούσε κάποιους από τους παρισταμένους. Με το πνευματικό του χάρισμα διέκρινε ότι, κάποιοι από τους παρόντες σωματικά ήσαν ουσιαστικά απόντες, αφού ο νους τους ήταν σκορπισμένος και τριγυρνούσε έξω εδώ κι εκεί, ενώ κάποιοι που απουσίαζαν, λόγω ασθενείας ή για άλλους λόγους ανωτέρους της θελήσεώς τους ήσαν νοερά παρόντες και προσευχόντουσαν την ώρα εκείνη.

Λειτουργούσε συχνά και μνημόνευε στην Αγία Πρόθεση πάρα πολλά ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων. Αξιώθηκε να ακούση ψαλμωδίες αγγέλων.

Προτρέπουμε την ανάγνωση του βίου του, που προκαλεί μεγάλη γλυκύτητα στην καρδιά, όρεξη για προσευχή, μετάνοια και διάθεση για διόρθωση και μίμηση της θεάρεστης ζωής του.

Απόσπασμα από τη βιογραφία του (από την ιστοσελίδα Σύγχρονοι Γέροντες)


...Όταν ο Άγιος Νικόλαος ήταν δεκατεσσάρων ετών, ο πατέρας του άφησε τον κόσμο αυτό. Έτσι, η μητέρα του μαζί με την αδελφή του ήρθαν στην Αθήνα και πήγε και ο ίδιος μαζί τους. Έμεναν στην περιοχή που είναι μεταξύ του Ι. Ναού του αγίου Ιωάννη της Πλάκας και του Ναού του αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου υπήρχαν πολλοί Ναξιώτες.

Μοίρασαν με την αδελφή του την πολύ αξιόλογη πατρική τους περιουσία. Αλλά το μερίδιο του το έκανε ενέχυρο για κάποιο φτωχό, που δεν του το επέστρεψε ποτέ.

Έτσι παρέμεινε για όλη του την ζωή φτωχός. Σε ηλικία δέκα επτά ετών συνήψε τίμιο γάμο κατόπιν πιέσεων της μητέρας του, με την Ελένη Προβελεγγίου από τα Κύθηρα. Από τον γάμο αυτό απέκτησε ένα γιό, τον Ιωάννη. Ύστερα απέθανε η σύζυγός του. Στις 28 Ιουλίου του έτους 1879 χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Πλάκας. Στις 2 Μαρτίου του 1885 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού. Και στην Ενορία αυτή και στην Ενορία του Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης υπηρέτησε. Στον Άγιο Ελισσαίο λειτουργούσε καθημερινά.

Ο Άγιος Νικόλαος υπήρξε ο άνθρωπος του Θεού, ο λειτουργός ο άγιας του Υψίστου, ο άοκνος ιερουργός και λάτρης του Τριαδικού Θεού. Η μεγάλη του ευλάβεια, η απεριόριστη καλωσύνη του, η υπερβολική του αφιλοχρηματία, η απλότητά του, το ακτινοβόλο ιερατικό του ήθος, η άφθαστη ιεροπρέπειά του, η ταπείνωσή του, η αγάπη του για την Θεία Λατρεία και οι λοιπές του αρετές, τον καταξίωσαν στη συνείδηση του λαού. Όλοι εσέβοντο τον άγιο Νικόλαο, επίσημοι και αφανείς.

Δεν αγάπησε ποτέ του τα πλούτη. Όσα του έδιναν αμέσως τα έδινε στους φτωχούς. Είχε μισθοδοτήσει ένδεκα οικογένειες χηρών και ορφανών. Χρόνια και χρόνια τους έδινε επίδομα μέχρι που τα παιδιά τους έγιναν δεκατεσσάρων ετών. Βοηθούσε νεαρούς Διακόνους στις σπουδές τους. Ενίσχυε υλικά και πνευματικά όσους είχαν ανάγκη.

Υπήρξε ο ακαταπόνητος. Για μισό και πλέον αιώνα λειτουργούσε καθημερινά. Λιτός, απέριττος σε όλες του τις εκδηλώσεις! Πλούτος του και θησαυρός του, κέντρο της ζωής του η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας! Άνθρωπος προσευχής, του οποίου η ζωή ήταν μια διακονία πίστεως και αγάπης.

Ήταν νηστευτής. Ενήστευε όλες τις Σαρακοστές και το λάδι. Και την νηστεία του Τιμίου Σταυρού την άρχιζε από την 1η Σεπτεμβρίου, μέχρι την 14η. Επίσης και των Ταξιαρχών ενήστευσε από τη 1η μέχρι και την 8η Νοεμβρίου.

Απλός και πανέξυπνος, εύστοχος στις απαντήσεις του, συνεδίαζε την απλότητα και την ιεροπρέπεια, την αφέλεια με την αγιότητα.

Δεν είχε σπουδάσει σε Πανεπιστήμια, ούτε σε Εκκλησιαστικές Σχολές, ούτε σε Λύκεια και Γυμνάσια. Και ίσως να μη φοίτησε και σε καμμιά τάξη του τότε Ελληνικού Σχολείου. Όμως άριστα κατείχε την σοφία του Θεού.

Ο Θεός εδόξασε τον Άγιο Νικόλαο με το να θαυματουργεί. Είναι αμέτρητα τα θαύματά του. Εθεράπευε ασθενείς, απεμάκρυνε δαιμόνια, προέλεγε το μέλλοντα, έλυνε δύσκολα θέματα, συμβούλευε πρεπόντως.

Εξαιρετική φωτο, που δείχνει το παρουσιαστικό του αγίου (εντελώς ταπεινός, άσημος, καθόλου εντυπωσιακός για τα κοινά μάτια). Αναρωτιέμαι αν πίσω του βρίσκεται κάποιος φτωχός - φαίνεται να κρατάει ένα ψωμί πάντως. 

Όμως, ύστερα από μια ζωή αγία, μια ζωή που υπήρξε προσφορά στον Θεό, έπρεπε κι αυτός ως άνθρωπος να αφήσει τον κόσμο αυτό και να οδηγηθεί στην αιώνια και αληθινή ζωή.

Ξημέρωσε η Κυριακή του Ασώτου, 28η Φεβρουαρίου του έτους 1932. Αυτή είναι η μέρα που λειτούργησε για τελευταία φορά στο επίγειο Ιερό Θυσιαστήριο. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του. Οι πιστοί και οι οικείοι του τον φρόντισαν. Αλλά παρ' όλες τις φροντίδες τους, δεν μπόρεσαν να αναστρέψουν την πορεία που είχε πάρει η υγεία του.

Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ της 2ας Μαρτίου του 1932. Έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Ψιθύριζε προσευχές. Είπε: 
"Τον δρόμον τετέλευκα!" [τέλειωσα το δρόμο μου (φράση από επιστολή του αποστόλου Παύλου)]. "Δόξα σοι ο Θεός!". "Η Θείο Χάρη να σας ευλογεί"

...και άλλα, και άφησε τον κόσμο αυτό. 

Το πρωί έφεραν το ιερό του λείψανο στον Ναό Αγίου Ιωάννου της Οδού Βουλιαγμένης, εκεί όπου εφημέρευε. Για τρεις μέρες ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα. Οι λαϊκές εκδηλώσεις ήταν πρωτοφανείς και το πλήθος του λαού αναρίθμητο. Χιλιάδες λαού κατέφθασαν από το λεκανοπέδιο Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο! 
Η κάρα του Αγίου Νικολάου Πλανά
Στις 29 Αυγούστου του 1992, τα ιερώτατα και θαυματουργά Λείψανα του Αγίου Νικολάου του Πλανά τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα, που σήμερα βρίσκεται στο δεξιό κλίτος του Ιερού αυτού Ναού. 

Η Αγία μας Εκκλησία ανεκήρυξε και επισήμως ως άγιο τον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά κατά την 135 η Συνοδική Περίοδο (1991-1992) του Πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, με εισήγηση του Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου, και με την φροντίδα του Μητροπολίτου Παροναξίας Αμβροσίου. 
Αναμφίβολα, είναι πολύ ωφέλιμο το να παρουσιόζονται στις μέρες μας ζωντανά πρότυπα, παραδείγματα που ενσαρκώνουν τον αληθινό τρόπο ζωής, δηλαδή τον τρόπο της κατά Χριστόν Ορθοδόξου ζωής. 

Μεταξύ αυτών των σπουδαίων αγίων παραδειγμάτων, είναι και το παράδειγμα της ζωής του μεγάλου Ναξιώτη, του επιλέκτου τέκνου της Νάξου και της Ορθοδοξίας, του αγίου συμπατριώτη μας Ιερέως Νικολάου του Πλανά. Του αγίου, που δεν έζησε στα παλιά χρόνια, αλλά έζησε μόλις πριν εξήντα επτά χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί ηλικιωμένοι που ίσως τον θυμούνται, άρα είναι σύγχρονός τους. 

Έτσι, ο υπεράξιος, ο εκλεκτός, ο άγιος αυτός ιερέας του Υψίστου. με την πάμφωτη ζωή του, φωτίζει άπλετα και τον δρόμο της δικής μας ζωής. 

Η παρουσία του στην τοπική μας Εκκλησία, η διακονία του στον ευρύτερο χώρο της Εκκλησίας, η μαρτυρία του μέσα στην Ορθοδοξία, είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός, που πρέπει να αποτελέσει για όλους μας και μάλιστα για τους ιερείς μας κανόνα, υπογραμμό και πρότυπο πορείας. 

Η ζωή του ας μας εμπνέει και οι άγιες ευχές του ας μας στηρίζουν. Αμήν . 

Ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς εορτάζει κατά την καθιερωμένη Πανήγυρη της 2ας Μαρτίου. Εάν η ημέρα της Εορτής συμπίπτει κατά την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, τότε η Μνήμη του εορτάζεται κατά την επομένη Κυριακή.

Ωσαύτως, εορτάζει την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, κατά την καθιερωθείσα προσφάτως Σύναξη των Πέντε Αγίων της Παροναξίας, η οποία τελείται στον νεόδμητο Ι. Ναό των Ναξίων Αγίων Νικοδήμου του Άγιορείτου και Νικολάου του Πλανά ‚στην πόλη της Νάξου. 

Ακόμη, την Τρίτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου στην Πάρο, όπου επίσης τελείται η Σύναξη των Αγίων.

Οι Ασματικές Ακολουθίες του Αγίου Νικολάου του Πλανά, οι οποίες ευρίσκονται σε λειτουργική χρήση, συντάχθηκαν από τον Σεβ. Μητροπολίτη Πατρών κ. Νικόδημο, και από τον Αρχιμ. Νικόδημο Παυλόπουλο, Ηγούμενο της Ι. Μονής Λειμώνος Λέσβου. 

Υποδειγματικός ιερέας (από εδώ)
Θεόδωρος Εκκλησίαρχος,
Θεολόγος


Μιλάμε πολλές φορές στον καιρό μας για κρίση στους θεσμούς της κοινωνίας και ανάμεσα σ’ αυτούς περιλαμβάνουμε και την Εκκλησία ως διοίκηση. Σίγουρα το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο και σίγουρα δε σημαίνει ότι η Εκκλησία δεν διακονεί τον σκοπό της πάνω στη γη. Το παρήγορο και το ενισχυτικό είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι, και στον καιρό μας, που κατορθώνουν να ξεπεράσουν την κακομοιριά μας και να ποδηγετήσουν με το παράδειγμα τους το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Μια τέτοια μορφή ήταν ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 2 Μαρτίου. Γεννήθηκε στη Νάξο το 1851 και κοιμήθηκε στην Αθήνα το 1932. Θα κάνουμε μια προσπάθεια να παρουσιάσουμε τον παπα-Νικόλα, τον απλοϊκό ποιμένα των απλοϊκών προβάτων, στις σχέσεις με τους ενορίτες του, όπως φαίνονται από το βιβλίο της μοναχής Μάρθας.
Η σχέση που καλλιεργεί ο ιερέας με τους ενορίτες τους είναι το μέτρο με το οποίο μετρά κανείς την προσπάθεια που καταβάλλεται. Μέτρο δεν είναι το πολυπληθές, και συνήθως απαθές, εκκλησίασμα. Ο παπα-Νικόλας αδιαφορεί για το πλήθος κι ενδιαφέρεται για το πώς θα τους κάνει μετόχους της αγιαστικής χάριτος των μυστηρίων. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για το βαθμό των κοινωνικών γνωριμιών των «παιδιών» του και για όλα τα προβλήματα τους«διανυκτέρευε σχεδόν, προσευχόμενος» κι ας είχε λειτουργήσει με το δικό του, μοναδικό τρόπο την προηγούμενη και θα λειτουργούσε και τη μέρα που θα ξημέρωνε (αναφέρεται ότι η λειτουργία παρ’ αυτώ διαρκούσε 9-10 ώρες…)
Στη σχέση με τους ενορίτες κυριαρχούσε ο σεβασμός της ιδιαιτερότητας του προσώπου. Εκτός από την ξεχωριστή σε κάθε λειτουργία μνημόνευση όλων των ονομάτων βλέπουμε να μη συμπεριφέρεται ομοιόμορφα και κατά την εξομολόγηση, Ανάλογα με τις δυνάμεις και την πνευματική προκοπή του εξομολογούμενου καθόριζε τη νηστεία, Για τον κάθε ενορίτη του και πνευματικό παιδί του δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις στιγμές της θλίψεως «κατέβασε τον ουρανό στη γη, από την αδιάκοπη κι εγκάρδια προσευχή». Νιώθει τα ξεχωριστά ατομικά προβλήματα «άκουσε με προσοχή και συμπόνια, …είπε ότι θα προσευχηθεί». Και όταν κάνει παρατηρήσεις τις κάνει με πολύ ευγένεια, διακριτικότητα αλλά και αμεσότητα.
Στους υποτακτικούς του προσπαθεί να δώσει τη σωστή ιεράρχηση των αξιών. Δεν τους πιέζει να συμμετάσχουν πουθενά, αλά όπου συμμετέχουν πρέπει να συμμετέχουν ολόψυχα. «Ήρθαμε να αγρυπνήσουμε, όχι να κοιμηθούμε…» είπε σε κάποιον που αποκοιμήθηκε κατά την ώρα της αγρυπνίας.
Όταν πρόκειται να κάνει κάτι το καινούργιο, που θα έχει επίπτωση στους γύρω του, ρωτάει «τι λες να συνεχίσουμε και εμείς αυτό; (την προσευχή των Ακοίμητων)» και σέβεται την απάντηση της υποτακτικής του χωρίς να προσπαθήσει να επιβάλλει τη γνώμη του. Δε διστάζει να ζητήσει συγγνώμη«σας παιδεύω, παιδιά μου, να με συγχωρέσετε», «να με συγχωρέσεις… είμαι λιγάκι παράξενος!» από τους συνεργάτες του όταν καταλαβαίνει ότι η προσωπική του επιθυμία και διάθεση για συνέχιση του αγώνα και της προσευχής, τους κουράζει:
Όλες του οι ενέργειες είχαν ως αποτέλεσμα το γαλήνεμα του εσωτερικού κόσμου όσων τον πλησίαζαν. «Αποφάσισαν να τον φέρουν (ένα δαιμονισμένο) στο μικρό και ήσυχο λιμανάκι, εκεί που κατέφευγαν όλες οι κυματοδαρμένες από τις φουρτούνες της ζωής ψυχούλες». Ακόμη και η κουβέντα που είπε σε κάποιον στεναχωρημένο αμαξά «δεν πειράζει παιδί μου, πηγαίνω με τα πόδια», αντανακλούν τη γαλήνη που έκρυβε μέσα του. Η γαλήνη αυτή έκανε τον άλλον να παραμερίζει οποιαδήποτε εμπόδια και καλλιεργούσε την ειρήνη στις μεταξύ τους σχέσεις.
Ως καλός ποιμένας γνωρίζει καλά το ποίμνιο του και προσπαθεί να το γνωρίσει ακόμη καλύτερα. Όταν μια φορά είχε μείνει από πρόσφορο και δεν θα μπορούσε να τελέσει τη Θεία Λειτουργία έστειλε να ζητήσουν από τις γυναίκες «που ήξερε πως πάντα είχαν πρόσφορο». Ανακαλύπτει ένα κρυμμένο λεπρό και τον εντάσσει στα πλαίσια των ασχολιών του. Προσπαθεί να νιώσει την ουσία των προβλημάτων και μετά να προσφέρει τη βοήθεια του. Αυτό του δίνει την άνεση να έχει ξεκάθαρη στάση απέναντι τους και να μην τους κάνει να πικραίνονται ποτέ γιατί έβλεπαν ότι ο παπα-Νικόλας δεν έβλεπε τον άνθρωπο μόνο ως ψυχή αλλά και ως σώμα και κατά πρώτον λόγο έπρεπε να καλυφθούν οι σωματικές ανάγκες και μετά να προσεγγιστεί ο πιστός και από την «πνευματική» σκοπιά.
«Προσφέρθηκε να βάλει την περιουσία του ενέχυρο, για να σωθεί ο πλησίον του», «ένα γεροντάκι τον επισκεπτόταν δις της εβδομάδας και τον συντηρεί σχεδόν (ο παπα-Νικόλας)» -βλέπουμε ότι δεν αφήνει στο φιλόπτωχο την υλική συμπαράσταση- «πήρε τον φάκελο κλειστό με σεβαστό ποσόν…, τον έδωσε αμέσων κλειστό σε μια πτωχή, είχε κόψει μισθό σε έντεκα οικογένειες χήρων και ορφανών. …Χρόνια διατηρεί το επίδομα…», «περνούσε πολύ χρήμα από τα χέρια του, αλλ’ αμέσως το διοχέτευε στην ελεημοσύνη», προσεύχεται για να βρει κάποιος οικογενειάρχης δουλειά, προσεύχεται για ν’ απαλλαγεί από τους στομαχικούς πόνους μια ενορίτισσα του, και ακόμη, και μετά το θάνατο του, προσωπικά του αντικείμενα ή και μια ευχή στ’ όνομα του έδιναν λύση σε επείγοντα σωματικά προβλήματα.
Οι πράξεις του αυτές είχαν καλλιεργήσει ένα σεβασμό του ποιμνίου του, που τον συνόδευε σε κάθε του βήμα. Τον υποδέχονταν με χαρά και προσπαθούσαν να έρθουν σε επαφή μαζί του, να πάρουν την ευλογία του- ακόμη και οι οδηγοί θα είχαν εκείνη τη μέρα περισσότερα κέρδη! Δεν ενδιαφέρονταν για την πτωχική εξωτερική του εμφάνιση, ούτε και για το ότι ήταν κατά κόσμο αμόρφωτος. Όμως και ο παπα Νικόλας καταλάβαινε την αγάπη τους, δεν τη εκμεταλλεύονταν και δεν αδιαφορούσε όταν κάποιο «παιδί του» ετοίμαζε κάτι γι’ αυτόν. 

Πρόθυμα ο παπα-Νικόλας συγχωρεί τις πράξεις των άλλων που τον έχουν ως στόχο. Συγχωρεί τον νεωκόρο που τον μούντζωνε, συγχωρεί αυτούς που θέλουν να τον εμπαίξουν. Αυτό, όμως, που δεν συγχωρεί είναι η ασυγχωρησία: Θεωρούσε ένοχο έναν κληρικό που είχε αφορίσει μια κυρία και πέθαναν και οι δύο ασυγχώρητοι.
Κυριότερο μέσο αγωγής είχε το παράδειγμα και την έμπρακτη νουθεσία. Εξηγεί σε μια «κόρη του» γιατί να μην θυμώνει και λέει: «και ‘γω δεν ξέρω να μιλήσω; ξέρω, αλλά σκέφτομαι το αποτέλεσμα και έτσι σιωπώ».
Πηγαίνει νωρίς σ’ ένα σπίτι για να μπορέσει να λειτουργήσει την επόμενη,δίνοντας την αφορμή στο σπιτικό εκείνο να συλλειτουργηθεί μαζί του. Ελέγχει με πολύ όμορφο τρόπο τη συμπεριφορά των άλλων και του κάνει να καταλάβουν το βαθύτερο αίτιο των σφαλμάτων τους, «έβαλε κανόνα» σε ένα αστεφάνωτο ζευγάρι μόνο όταν τους καλλιέργησε πνευματικά, και εξηγεί με πολύ αγάπη σε μια γυναίκα που ζούσε παράνομα για ποιο λόγο δεν μπορεί να αποδεχθεί το πρόσφορο της. Έτσι η γυναίκα καταλαβαίνει ότι δόγμα και ήθος είναι ένα και το αυτό.
Ακόμη κι όταν βλέπει ότι η αγάπη του δεν βρίσκει ανταπόκριση και η καλημέρα του δεν απαντάται, αυτός συνεχίζει ακάθεκτος την προσπάθεια του για να δείξει ότι η αγάπη καταργεί όλα τα σύνορα: «δεν είχε εχθρό κανένα». Φυσικά, προτιμά να προλάβει μια κατάσταση παρά να τη νουθετήσει εξ υστέρων: ενίσχυε τις νεαρές χήρες «διότι η φτώχεια εξωθεί προς την διαφθορά». Το ενδιαφέρον του ήταν στραμμένο προς τον συνάνθρωπο αδιαφορώντας για την πολιτική του τοποθέτηση. Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν τον ρώτησαν κάτι για τα πολιτικά, αυτός απάντησε: «Ποιος κυβερνάει τώρα;»
Ποτέ, επίσης, για κάποιο αίτημα του δεν έκρουσε την πόρτα ισχυρών- ούτε ενδιαφερόταν τι θέση κατείχε ο εξομολογούμενο. Ο παπα Νικόλας έκρουε συνεχώς την πόρτα του Θεού. Προσπαθεί να παρηγορήσει για πράγματα που νιώθει ότι στενοχωρούν τους άλλους αλλά δεν τους βλάπτουν πνευματικά: «δεν πειράζει παιδί μου» είπε σ’ έναν αμαξά όταν αφήνιασαν τα’ άλογα του, «μη στεναχωριέσαι» είπε στην ψάλτρια του όταν περπατούσαν στο σκοτάδι, και ο ίδιος δεν στεναχωρούνταν ακόμα και με πράξη που δικαιολογημένα θα έκαναν άλλους να αγανακτήσουν, αλλά διδάσκει την υπομονή και την αγάπη με καλοσύνη και απάθεια.
Κάναμε μια μικρή προσπάθεια να δούμε μια πλευρά της ζωής μιας από τις νεώτερες μορφές αγίων κληρικών. Όμως η προσωπικότητα του παπα-Νικόλα δεν μπορεί να κλειστεί σε μερικές γραμμές. Μπορεί να μετρηθεί μόνο με το πόσες ψυχές παρασυρμένες από τη ζωή του θα μπορέσουν να φτάσουν πιο κοντά στη Βασιλεία των Ουρανών.
Την ευχή του να 'χουμε! 

Αξιοθαύμαστα στιγμιότυπα από τη ζωή του (από εδώ)


Μέσα από τα βάθη της ψυχής του τελούσε ο Άγιος τη Θεία Λειτουργία. Πενήντα ολόκληρα χρόνια δεν πέρασε ούτε μία μέρα χωρίς να λειτουργήσει. Κατά τις πολύωρες λειτουργίες δεν ήταν λίγα τα θαύματα που συνέβαιναν. Ο Άγιος Νικόλαος τα θεωρούσε εντελώς φυσιολογικά, όπως εντελώς φυσιολογική ήταν η αστείρευτη αγάπη του προς τον Θεό.

Οι ακολουθίας του Παππού, όπως τον φώναζαν τον Άγιο τα πνευματικά του παιδιά, ήταν μοναδικές και ανεπανάληπτες. Είχαν τη μεγαλοπρέπεια του Βυζαντίου αλλά και τη σφραγίδα της αγιοπατερικής παράδοσης. Πλήθος κόσμου συγκεντρώνονταν στους ναούς που λειτουργούσε ο ταπεινός ιερέας. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνδρες και γυναίκες, Αθηναίοι και επαρχιώτες, επιστήμονες και απλοί εργάτες. Ακόμα και παιδιά, αρκετά παιδιά με τις μητέρες τους, έμεναν στο ναό ώρες πολλές μέχρι να τελειώσει η ακολουθία. Τα μικρά παιδιά τον αγαπούσαν πολύ τον παππούλη, αλλά και ο Άγιος αγαπούσε τα αθώα παιδιά.

Συχνά πήγαιναν από νωρίς στην εκκλησία για να προλάβουν να είναι πρώτα στο ιερό και έτσι να ντυθούν τη στολή τους για να βοηθήσουν τον Άγιο στη Θεία Λειτουργία. Ακολουθούσαν τις οδηγίες του και συμμετείχαν και αυτά με τον τρόπο τους στο δοξολογικό ύμνο προς το Θεό. Δεν τα στενοχωρούσε η πολύωρη ακολουθία. Αντίθετα, τους άρεσε αφού κοντά στον Άγιο ένιωθαν απερίγραπτη γαλήνη και σιγουριά.

Αρκετές φορές τα παιδιά είχαν δει ένα παράδοξο θέαμα. Κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας έβλεπαν τον Άγιο να στέκεται ψηλότερα από τη γη και τα πόδια του να μην αγγίζουν στο έδαφος. Πολλά παιδιά τρόμαζαν και έτρεχαν με φόβο να το ανακοινώσουν στους γονείς τους που, μολονότι δεν έβλεπαν αυτό το θαυμαστό γεγονός, δάκρυζαν και ευχαριστούσαν τον Θεό που τους αξίωνε να βρίσκονται κοντά στον ευλογημένο ιερέα. Στη συνέχεια καθησύχαζαν τα παιδιά και με ακόμα μεγαλύτερη πίστη συμμετείχαν στην ακολουθία.

Κάποια μέρα που ο Άγιος βρισκόταν σ’ ένα από τα αγαπημένα του ξωκκλήσια για να λειτουργήσει, παρατήρησε πως δεν υπήρχε κανένα πρόσφορο. Δεν ταράχτηκε. Προτίμησε να περιμένει με τη βεβαιότητα ότι σύντομα κάποιο πρόσφορο θα βρισκόταν. Άλλωστε τόσα χρόνια, όσες φορές είχε συμβεί να μην έχει πρόσφορο, πάντα την κατάλληλη στιγμή, κάποιος θα έφερνε, ή αν έπρεπε κάποιος από το εκκλησίασμα πήγαινε σε κοντινό φούρνο και αγόραζε ένα. Εκείνη τη μέρα όμως τα πράγματα δυσκόλευαν….

Η ώρα περνούσε και κανένας δεν έφερνε πρόσφορο. Έψαξε καλά στα ράφια του ιερού μήπως και υπήρχε κάποιο από προηγούμενη φορά, μα δε βρήκε τίποτα. Τότε έκανε νόημα σε δύο πνευματικά του παιδιά να πλησιάσουν στο ιερό και τους ζήτησε να πάνε γρήγορα στο φούρνο και να ζητήσουν πρόσφορο κι αν δεν έβρισκαν να ζητούσαν από κάποιες ενορίτισσες που πάντα φρόντιζαν και είχαν.

Έφυγαν τρέχοντας από το εκκλησάκι οι δύο, μα μάταιος ο κόπος τους. Λίγη ώρα αργότερα γύρισαν με άδεια χέρια πίσω και ανακοίνωσαν στον Άγιο πως, παρά την προσπάθεια τους, κανένας δε βρέθηκε να τους εξυπηρετήσει. Ο Άγιος ευχαρίστησε τα πνευματικά του παιδιά για τον κόπο τους και έμεινε μόνος του στο ιερό. Στενοχωρήθηκε πολύ και τα ασκητικά του μάτια γέμισαν δάκρυα. Η ώρα είχε περάσει. Ο Όρθρος έφτανε στο τέλος και ο ευλογημένος ιερέας δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στη Θεία Λειτουργία. Τόσα χρόνια, καθημερινά λειτουργούσε, μα εκείνη τη μέρα με θλίψη θα έπρεπε να διακόψει αυτή την ευλογημένη σειρά. Με ασταμάτητα δάκρυα κοιτούσε την εικόνα του Εσταυρωμένου και με δυνατή προσευχή παρακαλούσε τον Κύριο να μη του στερήσει τη Θεία Λειτουργία.

Ξαφνικά βλέπει πάνω στην Αγία Τράπεζα ένα μικρό πρόσφορο που άχνιζε. Ήταν ολόφρεσκο και τοποθετημένο στη μέση. Μόλις το είδε ο Άγιος έκανε το σταυρό του και ύψωσε τη δακρυσμένη ματιά του προς τον ουρανό ευχαριστώντας το Θεό. Το θαύμα είχε γίνει. Κάποιος άγγελος σταλμένος από το Χριστό είχε τοποθετήσει το μικρό πρόσφορο στην Αγία Τράπεζα. Ο Άγιος σκέφτηκε πως ένα τέτοιο θαυμαστό γεγονός δεν έπρεπε να μείνει κρυφό. Κρατώντας λοιπόν το θεόσταλτο δώρο βγήκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ιερού και διακόπτοντας τους ψάλτες έδειξε το πρόσφορο προς το εκκλησίασμα και είπε συγκινημένος: “Κοιτάξτε παιδιά μου τι σημείο μας έκανε ο Θεός”. Ο κόσμος σάστισε. Χωρίς πολλά λόγια ο Άγιος εξήγησε τι είχε προηγηθεί και αμέσως προχώρησε πάλι μέσα στο ιερό και σαν να είχε συμβεί κάτι απλό και συνηθισμένο συνέχισε την ακολουθία.

Στο μεταξύ, βαθιά συγκίνηση κατέλαβε τους παρευρισκόμενους όταν συνειδητοποίησαν πως ένα μεγάλο θαύμα – σημείο, όπως τους είπε ο Παππούς – είχε συμβεί εκείνη την ώρα. Όλων τα μάτια βούρκωσαν και στράφηκαν με ευγνωμοσύνη προς την εικόνα του Χριστού που τη φώτιζε αμυδρά ένα μικρό καντήλι. Ευχαριστούσαν τον Κύριο για το μεγάλο θαύμα. Τον ευχαριστούσαν όμως και για την ευλογημένη παρουσία του Παππού κοντά τους.

Μέχρι την απόλυση της Θείας Λειτουργίας όλοι ήταν συγκλονισμένοι και με δυσκολία συγκρατούσαν τα δάκρυα τους. Μόνο ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς έμοιαζε να μην έχει συναίσθηση του θαύματος που είχε γίνει. Άλλωστε για τον ίδιο τα θαύματα ήταν μέρος του καθημερινού του προγράμματος και η ταπεινή του ψυχή ποτέ δεν υπερηφανεύτηκε για τα θεία σημεία. Ήταν για τον Άγιο τα θαύματα φυσιολογικά, όπως φυσιολογική ήταν και η αστείρευτη πίστη και αγάπη του στο Θεό.

(Από το βιβλίο «Το πρώτο μου συναξάρι», εκδόσεις Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής, 1997)/
 http://proskynitis.blogspot.gr/2013/03/blog-post_6492.html