του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη |
Εάν ο
ήρως του παρόντος διηγήματος ήτο αυτούσιος ο γράφων, τότε ο επικεφαλής
τίτλος θα είχε μάλλον τροπικήν και αλληγορικήν σημασίαν. Διότι, ναι μεν,
με την ευδοκίαν της θείας Προνοίας, είναι αληθές, ότι και χάρις εις την
φιλάδελφον προθυμίαν του χωρικού και αρχοντικού φίλου μου κυρ-Γιάννη
Πεντελιώτου, αξιούμαι σχεδόν κατ' έτος ανελλιπώς, κατά τας περιδόξους
ταύτας ημέρας, να συμψάλλω εναμίλλως μετ' αυτού, υποβαστάζοντος διά της
χειρός τα γυαλιά του, αγαπώντος το πολίτικον ύφος, παρατείνοντος επ'
άπειρον τα μουσικά κώλα και τας καταλήξεις του, εις τον μικρόν αγροτικόν
ναίσκον του χωρίου Θ... όπου μυροβολεί, ελισσόμενον εις κυανούς
στεφάνους, το μοσχολίβανον, περιβάλλον, ως διά φεύγοντος πλαισίου, τους
ακτινωτούς στεφάνους και τας σεμνάς όψεις των αγίων, και όπου με τας
κεντητάς ποδιάς των και τα λευκά κολόβια αι νεαραί χωρικαί προσέρχονται,
φέρουσαι αγκαλίδας ρόδων και ίων και θημωνίας όλας δενδρολιβάνου,
καταφορτώνουσαι με λόφους ανθέων τον πενιχρόν επιτάφιον, μη έχοντα
ανάγκην άλλης πολυτελείας. Εκεί εισβάλλει ουλαμός όλος αυτοσχεδίων
ψαλτών, κρατούντων ανά έν φυλλάδιον του επιταφίου εις την χείρα, οίτινες
φιλοτιμούνται να ψάλλωσιν εν σπαρακτική παραφωνία τα εγκώμια,
καταστρέφοντες διά κωμικών σφαλμάτων και τας ολίγας λέξεις, όσαι είναι
ορθώς τυπωμέναι εις τα φυλλάδια εκείνα.
Εκδόσεις: Ιωάννου, Αθήνα 2003
|
Χωρίς
να είμαι κύριον μέρος του αυτοσχεδίου τούτου χορού, οφείλω να ομολογήσω
ότι, καίτοι προσπαθών να συμψάλλω υποφερτά κάπως με τον αρχοντικόν και
πρόθυμον φίλον μου, ουχ ήττον υστερώ αυτού κατά πολλά, και διά τούτο
επεκαλέσθην εν αρχή ως επιείκειαν εκ μέρους του αναγνώστου την τροπικήν
του τίτλου εκδοχήν, καθ' όν δηλ. τρόπον εις όλους τους ναούς
παρουσιάζονται κατά τας ημέρας ταύτας πολλοί τέως άγνωστοι μουσόληπτοι,
εκ του παραχρήμα λαμπριάτικοι ψάλται, ούτω και ο γράφων, ενώ, καθ' όλον
τον άλλον χρόνον σιωπά, παρουσιάζεται δις του έτους ούτος, τα
Χριστούγεννα και το Πάσχα, κατ' αποκοπήν διηγηματογράφος. Το πράγμα
ήρχισε να γίνεται κάπως φορτικόν, και πολλοί μεν εσκανδαλίσθηοαν, τινές
δε και το απεδοκίμασαν. Αρκούσι τόσαι άλλαι μανίαι, τόσοι ξενισμοί.
Ημείς δεν είμεθα Άγγλοι, ούτε Αμερικάνοι. Μη μας σκοτίζεις και συ. Πόθεν
έλαβες αφορμήν να υποθέσεις, ότι το κοινόν θέλγεται από τας αναμνήσεις
σου ή συγκινείται από τα αισθήματα σου; Το έκαμες μίαν φοράν ή δύο.
Αρκεί. Παύσε πλέον. Δεν βλέπεις ότι το αιώνιον θέμα σου εξηντλήθη, και
ότι ευρίσκεσαι εις την ανάγκην να προσπαθείς διά της βίας να
παρουσιάσεις απλήν παραλλαγήν κατ' έτος; Εν πρώτοις καλόν θα ήτο, να
διακρίνομεν ό,τι είναι πράγματι ξενισμός από ό,τι δύναται να είναι, εκ
της φύσεως των πραγμάτων, κοινόν εις πάντα τα έθνη. Λόγου χάριν το να
εκδίδονται τα περιοδικά κατά Σάββατον ή Κυριακήν είναι ξενισμός; Το να
δημοσιεύουν αι πολιτικαί εφημερίδες φιλολογικοτέραν ύλην κατά Κυριακήν
είναι ξενισμός; Ενί λόγω το να σχολάζει τις κατά τας εορτάς από της
τύρβης του κόσμου, ως και από της αναγνώσεως άρθρων πολιτικών, και να
αισθάνεται την ανάγκην αβροτέρας, τερπνοτέρας, αφοσιωτέρας αναγνώσεως
είναι ξενισμός; Έστω, αλλά δύνασαι να δημοσιεύεις εν ημέραις εορτών
διηγήματα ή περιγραφάς χωρίς να κάμνεις ποσώς λόγον περί των
Χριστουγέννων και του Πάσχα.
Ιδού
λοιπόν ποίον το αίτιον της δυσφορίας των - και πόσον αφελώς το
ομολογούσι... το εξωτερικεύουσι. Να φιλοξενηθείς ηγεμονικώς εις τα
μέγαρα μεγάλου άρχοντος, και να μη προπίεις εις τιμήν του οικοδεσπότου!
Να απολαύσεις (ξενίας δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης) και να μην
αποδώσεις ευχαριστίαν εις τον εστιάτορα! Αλλ' εις τα διηγημάτια, όσα
εδημοσίευσα κατά καιρούς ο υποφαινόμενος τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα,
ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις μου και τα αισθήματα μου, τα
οποία θέλγουσι και συγκινούσι, εμέ αυτόν, ίσως και ολίγους εκλεκτούς
φιλαναγνώστας. Ότι δε τοιούτοι υπάρχουσιν, αποδεικνύεται εκ τούτου, ότι
δύο των εφημερίδων, αι κορυφαίοι της πρωτευούσης, ως και το μονάκριβον
περιοδικόν, δεξιούνται τα εορτάσιμα διηγημάτια των ημερών τούτων. Έπειτα
ουδαμού σχεδόν θα εύρητε, ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή πλοκήν,
όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου. Όπου γίνεται λόγος περί
ξενιτευμένων, οίτινες επιστρέφουσι μετά μακράν απουσίαν ή στέλλουσι
γράμματα μετά υλικής παρηγοριάς εις τους οικείους, ταύτα όλα βασίζονται
επί της πραγματικότητος, καθόσον όλοι οι ζήσαντες εις παραθαλάσσιους και
ναυτικούς τόπους της Ελλάδος κάλλιστα γνωρίζουσι ότι, κατά τας
παραμονάς ιδίως των εορτών, πολλοί ξενιτευμένοι, ενώ συνήθως φαίνονται
ψυχροί και απεσκληρυμένοι τον φλοιόν, αίφνης «ενθυμούνται» τους οικείους
των, και ή επιστρέφουσι εις τας πατρίδας, ή αν αυτοί κωλύονται υπό
φιλοτιμίας να κατέλθωσι ευπροσώπως, όχι σπανίως αποστέλλουσι παραμυθίαν
εις τας γηραιάς μητέρας και τας αδελφάς των. Εν άλλοις γίνεται λόγος
περί των κοινωνικών και οικογενειακών εθίμων, των σχετιζομένων με τας
εορτάς, και αλλαχού πάλιν η ασθενής πλοκή στρέφεται περί νεωτεριστικόν
τι και φθοροποιόν έθιμον. Τι το απίθανον εις όλα ταύτα;
Αλλά τα πλείστα των υπ' εμού
γραφέντων εορτασίμων διηγημάτων έχουσιν, ας μου επιτραπεί ο λατινικός
όρος, a priori την υπόθεσιν, είναι δηλ. μάλλον θρησκευτικά. Ποίαν χάριν,
σας παρακαλώ, ποίαν δύναμιν ή πρωτοτυπίαν θα είχε το να λάβει τις τον
κόπον να περιγράψει λεπτομερώς πώς χωρικός ιερεύς απήλθε να λειτουργήσει
εις εξωκκλήσιον χάριν μικράς κοινότητος αγροίκων ή βοσκών, ποίοι και
πόσοι μετέσχον της πανηγύρεως και ποία τινά ήσαν τα ήθη των
πανηγυριστών; Τούτο θα ήτο όλως ευτελές και ταπεινόν κατά την γνώμην των
κριτικών. Το να γράψει τις, ότι γηραιός ανήρ εφόνευσε την συμβίαν του,
κατ' αυτήν την ημέραν των Χριστουγέννων - χωρίς μήτε ο αναγνώστης, μήτε ο
συγγραφεύς να υποπτεύσωσι καν διατί την εφόνευσε - τούτο είναι υψηλόν
και πολυτελές κατά την εκτίμησιν μερικών. Μετά τοιούτον έγκλημα κατ'
αυτήν την αγίαν ημέραν, το θέμα εξηντλήθη και όλα τα Χριστουγεννιάτικα
και τα Πασχαλινά διηγήματα δεν πρέπει πλέον να βλέπωσι το φως.
Μη «θρησκευτικά προς Θεού!».
Το Ελληνικόν Έθνος δεν είναι Βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες
δεν είναι κατευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα επολιτίσθησαν,
προόδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τα άλλα έθνη. Ποίαν ποίησιν έχει το
να γράψεις, ότι ο Χριστός «δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού»; Και
ότι ο πτωχός ιερεύς «προσέφερε τω Θεώ θυσίαν αινέσεως;» Και να
περιγράφεις το εσωτερικόν του ναΐσκου, με τας νυσταλέας κανδήλας και τας
αμαυράς μορφάς των αγίων ολόγυρα! Δεν τα εννοούμεν ημείς αυτά. Ημείς
θέλομεν διήγημα, το οποίον να είναι όλο ποίησις, όχι πεζή πραγματικότης.
Συ δε πώς τολμάς να γράφεις, ομιλών περί Ιουλιανού του Παραβάτου,
καρφωμένου εις τον τοίχον από την λόγχην του αγίου Μερκουρίου, τοιαύτην
βλάσφημον φράσιν: «Πελιδνός ο παράφρων τύραννος...». Όταν συγγραφεύς
άλλος, και άλλης περιωπής, δημοσιεύσας προ ετών ιστορικοφανταστικόν
δράμα, προέτασσε «χυδαία» αληθώς προλεγόμενα, δι' ών ύβριζε βαναύσως την
θρησκείαν των πατέρων του - τότε ουδείς λόγος ήτο όπως σκανδαλισθεί
τις, διότι το πράγμα ήτο της μόδας. Αλλά συ να τολμάς να εκφράζεσαι με
τοιαύτην ασεβή γλώσσαν περί του Ιουλιανού εκείνου - του Παραβάτου ή
Αποστάτου καλουμένου - η θρασύτης υπερβαίνει παν όριον. Και όμως ο σοφός
επικριτής δεν ενόησεν, ότι η φράσις ήτο «εξ αντικειμένου» όπως λέγουσιν
αυτοί · απέδιδε δηλ. διά λέξεων τα χρώματα του ζωγράφου και ότι παν
ζήτημα περί των δοξασιών του γράφοντος (όστις εντούτοις δεν αρνείται,
ότι συμμερίζεται την γνώμην του Βυζαντινού τοιχογράφου) παρέλκει όλως.
Διά να δώσομεν πέρας εις το
προοίμιον αυτό, θα είπομεν με δύο λέξεις ότι: το σημερινόν έθνος δεν
επήγε, δυστυχώς, τόσον εμπρός, όσον λέγουν αυτοί. Το Έθνος το Ελληνικόν,
το δούλον τουλάχιστον, είναι ακόμη οπίσω, και το ελεύθερον δεν δύναται
να τρέξει αρκετά εμπρός, χωρίς το όλον να διασπαραχθεί ως
διασπαράσσεται, φευ! ήδη. Ο τρέχων πρέπει να περιμένει και τον επόμενον,
εάν θέλει να τρέχει · ο ελεύθερος πρέπει να βοηθεί τον δεσμώτην ή
πρέπει να τον ανακουφίζει. Όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον το ελεύθερον
έθνος καθίσταται, οίμοι! ανικανότερον, όπως δώσει χείρα βοηθείας εις το
δούλον έθνος. Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή
αναρχικός ή άθεος ή οτιδήποτε. Έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε
μεγάλην πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλλεται χάριν πολυτελείας
την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά ο Γραικύλος της σήμερον όστις
θέλει να κάμει δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον
ανορθούμενον επ' άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάσει εις ύψος και
φανεί και αυτός γίγας. Το Ελληνικόν Έθνος, το δούλον, αλλ' ουδέν ήττον
και το ελεύθερον έχει και θα έχει διά παντός ανάγκην της θρησκείας του.
Το επ' εμοί, ενόσω ζω και
αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας
πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να
περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια
Ελληνικά έθη. «Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου,
κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ».
Αλλ' ο ήρως του παρόντος
διηγήματος είναι ο κυρ-Κωνσταντός ο Ζμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του
δήμου Λίτης, του χωρίου Αν..., όστις υπεσχέθη, ως είχε πάντοτε συνήθειαν
ευκόλως να υπόσχεται (εις την αρετήν δε ταύτην ίσως όφειλε και την
επιτυχίαν του εις τα πολιτικά, διότι ενώ ο α΄ και ο β΄ πάρεδρος εις
πάσαν εκλογήν εμάχοντο πάντοτε περί της πρώτης τάξεως προς αλλήλους,
αυτός μετριόφρων και χωρίς κεράσματα εξελέγετο ασφαλώς τρίτος εκάστοτε,
μη υπάρχοντος τετάρτου συναγωνιστού), υπεσχέθη, λέγω, να πάγει να
συλλειτουργήσει με τον παπα-Διανέλλον τον Πρωτέκδικον, έξω εις το
παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ο ναΐσκος ευρίσκετο τρεις
ώρας μακράν της πόλεως και ο παπα-Διανέλλος ο Πρωτέκδικος είχεν επέλθει
εκεί από της πρωίας του Μεγάλου Σαββάτου, αφού έλαβεν την υπόσχεσιν του
κυρ-Κωνσταντού, ότι θα έφθανε προς το βράδυ διά να ψάλει και
συνεορτάσωσιν ομού την Ανάστασιν. Άλλον βοηθόν ο παπάς δεν είχεν · ο
νεώτερος υιός του, ετοιμαζόμενος εφέτος δι' εξετάσεις εις το
διδασκαλείον, δεν ηδυνήθη να έλθει το Πάσχα. Ο άλλος έλειπε διαρκώς
ναύτης με τα καράβια του. Θυγατέρας, το άφθονον τούτο προϊόν του τόπου -
και της ιερατικής εγγάμου τάξεως μάλιστα - του είχεν αφήσει πλησμονήν η
μακαρίτισσα η πρεσβυτέρα, πέντε τον αριθμόν - ας είχαν ζωήν - οπού δεν
έπαυαν αενάως να μεγαλώνουν - να μην αβασκαθούν · ήσαν τόσον γείτονες
την ηλικίαν, ώστε δεν επρόφθανε να μεγαλώσει η μία, και η άλλη αμέσως
την έφθανεν · όσον εμεγάλωναν, τόσον εφαίνοντο, και μάλιστα αι μεσαίαι
τρεις, ίσαι περίπου εις τα χρόνια, ίσως και εις το ανάστημα · και ο
παπα-Διανέλλος, ακούσιος ιερομόναχος, δεν ήτο ελεύθερος ούτε εις
μοναστήριον να καταφύγει.
Τον τριών ωρών δρόμον από την
πολίχνην εις το εξωκκλήσιον είχε διανύσει το πρωί, απολείτουργα, ο
παπα-Διανέλλος, ακολουθούμενος από τας δύο νεωτέρας θυγατέρας του,
κορασίδας δέκα και δώδεκα ετών, και από ομάδα επτά ή οκτώ γυναικών
φιλέορτων, προπορευόμενου του όνου του, φορτωμένου το δισάκιον με τα
ιερά του παπά. Ο ήλιος ήτον ως δύο καλαμιές υψηλά, όταν εξήλθον εις του
Γιατρού τ' αμπέλι · είτα έφθαναν εις τα Βουρλίδια, είτα ανήλθον
ασθμαίνοντες εις του Ματαρώνα τον Πεύκον, όστις ίστατο τότε ακόμη εκεί
και ευηργέτει τους οδοιπόρους με την παρήγορον σκιάν του εις την κορυφήν
του υψώματος, πριν ασυνείδητος βάρβαρος, με την ανοχήν ή την ενοχήν
εκείνων, τους οποίους ο πλέον άτυχος των λαών του κόσμου εκ περιτροπής
εκλέγει άρχοντας και προστάτας του, ρίψει ασπλάχνως κάτω περικαλλές
δένδρον και απογυμνώσει το τοπίον του μοναδικού στολισμού του.
Εκείθεν ανήλθον εις το
Πετράλωνον και εις του Σταμέλου την Βρυσούλαν, και ανέβησαν δι'
ανωφερούς οδού εις του Κανάκη την Βρύσιν, και διά της Κλινιάς κατήλθον
εις του Χαιρημονά το ρέμα, και έφθασαν εις την βόρειον ακτήν της νήσου,
εφ' ύψους της οποίας περίοπτος εκ του πελάγους, ακούων τους κτύπους του
πλήττοντος τας ακτάς κύματος, σιωπηλός και διηγούμενος πέντε αιώνων
σπαρακτικήν ιστορίαν μαρτυρίου και αίματος εγείρεται πενιχρός, αλλά
σεμνός, της απότομης του Τιμίου Προδρόμου ο ιερός ναΐσκος.
Εισήλθον εις τον περίβολον
του ναού και εξεφόρτωσαν το ονάριον. Αι γυναίκες, ροδοκόκκιναι,
ξαναμμέναι εκ της οδοιπορίας, αενάως κελαδούσαι και καγχάζουσαι,
ετίναξαν τα ουδόλως κορνιακτισμένα κράσπεδα των, και εφόρεσαν επί του
κοντού φουστανίου της οδοιπορίας τας μακράς και πολύπτυχους εσθήτας. Ο
παπάς έριψε κάτω την μίαν άκραν του στακτερού ζωστικού του, κι εφόρεσεν
άνωθεν αυτού το μαύρον ράσον του. Εισήλθον όλοι εις τον ναόν κι
επροσκύνησαν.
Εκ των γυναικών, αι μεν
συνέλεξαν χαμόκλαδα και ήναψαν φωτιάν, διά να ψήσωσι καφέν και
προσφέρωσιν εις τον ιερέα, αι δε έδρεψαν εκ των ευωδών θάμνων δέσμας
σχοίνων και πριναρίων και φασκομηλεών και συνέδεσαν προχείρως διά
κλωστής σκούπας, και ήρχισαν γοργά και στρωτά να σκουπίζωσιν, άλλαι το
έδαφος του ναού, άλλαι το προαύλιον. Ο ιερεύς συνέθεσε σκούπαν εκ δάφνης
και μύρτου και δενδρολιβάνου, και εσάρωσε μόνος του το θυσιαστήριον και
όλον το ιερόν Βήμα. Δεν έπαυε δε να γογγύζει και να διαμαρτύρεται
εναντίον της αβελτερίας, ως έλεγε, των βοσκών και των αιπόλων, αυτών
εκείνων οίτινες τον είχον προσκαλέσει να τους κάμει Ανάστασιν εις το
βουνόν και εκ των οποίων κανείς δεν είχε φανεί ακόμη · αυτοί προέβαινον
ενίοτε μέχρι της βεβηλώσεως του να εισάγωσιν, ίσως εν καιρώ βροχής, τα
θρέμματα των εντός των εξωκκλησίων, ως ηδύνατο να πεισθεί τις εκ της
παρουσίας διαφόρων ιχνών της εισβολής, τα οποία ουδ' είχον λάβει τον
κόπον να εξαλείψωσιν. Ένδοθεν του ιερού Βήματος, ενώ έκυπτε διά να
σκουπίσει, ηκούετο από καιρού εις καιρόν ψιθυρίζων μετά στεναγμού:
«Αχ! Αλίμονο... Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!»
«Δεν τσάκισε κανείς το
ποδαράκι του!» έκραξεν απαντώσα έξωθεν εις τον στεναγμόν του ιερέως η
Θεια-Σειραϊνώ, η αληθής σημαιοφόρος των εξοχικών λειτουργιών και των
πανηγύρεων.
«Ανθρώπους και κτήνη σώσεις!» εψιθύρισε πάλιν ο ιερεύς.
Είχε παρέλθει ήδη η μεσημβρία
και ο ιερεύς μετά του μικρού ποιμνίου εκάθισαν να γευματίσωσιν εις την
ιεράν ελαίαν, εν τω περιβάλω του ναΐσκου, εγγύς του παμπάλαιου εκείνου
λιθόκτιστου κιβουρίου, το οποίον κατ' άλλους ήτο στέρνα ύδατος και κατ'
άλλους κοιμητήριον ή οστεοθήκη. Η θειά το Μαθηνώ, γηραιά ευλαβής κατά
τους μεν, ψευτομετάνισσα κατά τους δε, ενάρετος γυνή, αποβλέψασα προς το
κτίριον τούτο μετά στεναγμού είπεν:
«Ημείς τρώμε, κορίτσια · να έχουν τάχα κι οι φτωχοί να φάνε;»
«Τρων' οι πεθαμένοι, Θεια-Μαθηνώ;» είπε το Αγλαώ, η δωδεκαέτις παιδίσκη του ιερέως.
«Οι πεθαμένοι τρώνε κόλλυβα,
εγώ το ξέρω», προσέθηκε το Καλλιοπώ, η δεκαέτις μικρά αδελφή της, «και
γι' αυτό εμείς στο σπίτι, όσα κόλλυβα μας φέρνουνε όλα τα μοιράζουμε
στους φτωχούς και στα παιδιά τα γειτονοπούλα, για να έχει η μάνα μας, η
φτωχή, να φάει στον άλλο κόσμο...».
«Σιωπή, Καλλιοπώ!» είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψει την συγκίνησίν του.
Προ δώδεκα και πλέον επών, ο
παπα-Διανέλλος έ σχε φίλον τινά ελληνοδιδάσκαλον, χρηστόν άνδρα, αλλ'
όστις είχεν αδυναμίαν εις τα ελληνικά ονόματα. Είχε γίνει σύντεκνος του
ιερέως, και βαπτίσας τας δυο τελευταίας κόρας του είχε δώσει αυταίς
αρχαιοπρεπή ονόματα, τα οποία, όμως, επειδή ευρέθησαν επί ουδετέρου
εδάφους, εξουδετερώθησαν, ως εικός, και αυτά.
«Τι! Έχει δίκιο το κορίτσι,
παπά», ανέκραξε η θεια το Μαθηνώ, ήτις ενεθυμήθη τότε τα «πεθαμένα της»,
τέσσαρα παιδιά και τον άνδρα της, οπού είχε θάψει, μείνασα με δυο
θυγατέρας υπάνδρους, τας οποίας είχε στήριγμα ακόμη εις τον κόσμον.
«Έχει δίκιο το κορίτσι. Ο παπα-θεόφιλος, ο μακαρίτης, ηγούμενος της
Μεγαλόχαρης της Ευαγγελίστριας, το ίδιο μας έλεγε για έναν, που τον είχε
πλακώσει ο μάγγανος, που τον είχαν όλοι για πεθαμένον, που η γυναίκα
του τού έκαμε τα τριήμερα και τα νιάμερα, και άγγελος Κυρίου έπαιρνε το
πιάτο με τα κόλλυβα, καθώς ήταν σταυρωμένο με τις σταφίδες και με τα
ρόιδα, και το πήγαινε εις τον πλακωμένον κι έτρωγε, δεν ξέρω πόσες
μέρες, κι ανάσαινε από μια τρύπα της γης, θαρρώ, ώσπου ο άνθρωπος δεν
απέθανε, κι εσήκωσε το μάγγανο, και τον ξελευθέρωσε · δεν είναι αλήθεια
αυτά, παπά;»
«Αλήθεια είναι, βλογημένη», απήντησε ο ιερεύς. «Αλλά τώρα είναι... για όσους θέλουν να τα πιστεύουν αυτά».
«Και όσοι δεν τα πιστεύουν;»
«Θα πάνε στην Κόλαση, το ξέρω εγώ», είπε το Καλλιοπώ.
«Μα σαν είν' αλήθεια, παπά,
γιατί ο άγγελος Κυρίου δε σήκωνε μια και καλή το μάγγανο, να
ξελευθερώσει τον άνθρωπο;» είπεν η Αννούδα, μία των γυναικών.
«Γιατί ο σκοπός δεν ήτον να
δειχθεί η παντοδυναμία του θεού, οπού είναι αποδεδειγμένη δι' απείρων
θαυμάτων», απήντησεν ο ιερεύς, «αλλά να φανερωθεί μόνον η δύναμις των
μνημοσυνών και των διά τους νεκρούς προσφορών, και ότι τίποτε, το οποίον
θυσιάζει ο άνθρωπος, τίποτε, το οποίον προσφέρει εις τον Θεόν, εις τους
πτωχούς, καμμία καλή πράξις, καμμία αρετή, καμμία υπομονή, κανέν
μαρτύριον, κανέν δάκρυ, τίποτε δεν χάνεται. Όλα σπείρονται εις γην
αγαθήν, ως ο κόκκος του σίτου, είπεν ο Κύριος, όπου αν πέσει εις την γην
και αποθάνει - και τοιαύτα είναι τα κόλλυβα, τοιούτοι και οι νεκροί -
πολύν καρπόν φέρει. Οι σπείροντες εν δάκρυσι, εν αγαλλιάσει θεριούσιν.
Κείνοι που σπείρουν με δάκρυα, με χαράν και αγαλλίασιν θα θερίσουν».
«Το λέγει αυτό το Ευαγγέλιο;»
«Το λέγει το Ψαλτήρι, αλλά το
ίδιο είναι, γιατί και το Ψαλτήρι είναι λόγος θεού και εμπνευσμένον από
το Πνεύμα το Άγιον. Και όταν θάπτομεν νεκρόν εν Χριστώ ευσεβώς ζησαντα,
είναι ως να σπείρομεν εις την γην κόκκον σίτου... και ο Κύριος θα τον
αναστήσει εν τη εσχάτη ήμερα, καθώς ο ίδιος ηυδόκησε να μας το
υποσχεθεί: «Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνει ζήσεται... καγώ αναστήσω
αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα».
«Αμήν!» είπεν η θεια το
Μαθηνώ, και τα δάκρυα της, επί τη μνήμη του ανδρός και των τεσσάρων
παιδιών, ταχέως εξητμίσθησαν ως σταγόνες όμβρου μετά θερινόν υετόν εντός
της κοίτης πάλαι ξηρανθέντος χειμάρρου.
Το δειλινόν εφάνησαν μακρόθεν
να καταβαίνωσι την ράχιν, ερχόμεναι αι καλυβιώτισσαι γυναίκες, αι
ποιμενίδες και βοσκίδες των αγροτικών συνοικιών. Ήλθαν φέρουσαι
πελώριους κοφίνους, γεμάτους άνθη, λαμπάδας, κηρία και αγγεία με έλαιον,
και πρόσφορα και μικράς φιαλίδας με «νάμα» ή οδηγούσαι ονάρια με τα
σάγματα επεστρωμένα διά κυλιμίων και χραμίων, φορτωμένα τορβάδες και
δισάκια με φλάσκας οίνου, με τυρία νωπά ή ζεματισμένα και κόκκινα αυγά.
Κατόπιν εφάνησαν σφυρίζοντες
αλλοκότως δυο ή τρεις βοσκοί με τας αγέλας των, τας οποίας οδήγησαν παρά
τον απότομον κρημνόν προς την θάλασσαν. Οι τράγοι επήδων από βράχον εις
βράχον, από όχθον εις όχθον, από κοίλωμα εις κοίλωμα, ενώ τα ερίφια,
χαριέντως σκιρτώντα, έτρεχον κατόπιν των αιγών βελάζοντα, αγαλλόμενα
προς την νέαν δι' αυτά απόλαυσιν του αγνώστου τούτου πράγματος της ζωής,
εκθέτοντα εις τον ήλιον τα στακτερά ή στικτά και λευκά και μαύρα
τριχώματα των, ενώ οι βοσκοί, υψηλοί, ρωμαλέοι, τραχείς, φριξότριχοι,
ηλιοκαείς την όψιν, έτρεχον εμπρός και οπίσω με τας μικράς, ίσας με το
ανάστημά των, καμπύλας την λαβήν, ράβδους των, σοβούντες μετά πολυήχου
συριγμού την δυσάγωγον και σκιρτητικήν αγέλην.
Τελευταίοι έφθασαν οι
ποιμένες, άνευ των αμνάδων των, τας οποίας είχον αφήσει οπίσω εις τας
μάνδρας, κομίσαντες μόνον δυο αρνία σφαγμένα. Έφθασαν συγυρισμένοι,
αλλαγμένοι, στολισμένοι όλοι των, με καθαρούς χιτώνας, κοντά βρακία και
υψηλές βλαχόκαλτσες, με πλατέα ζωνάρια κίτρινα ή κόκκινα, ξυραφισμένοι
και με τους λινόχρους ή καστανούς μύστακας αγκιστροειδείς.
Ταχέως έκλινεν η ημέρα και ο
ήλιος έδυσεν εις μίαν ράχιν του Πηλίου, αντικρύ, αφού επί πέντε λεπτά
της ώρας είχε μείνει στεφανωμένος με κυάνεια και περιπόρφυρα χρυσαυγή
νέφη, αντιλαμβάνων ο ίδιος όσην απέδιδε δόξαν και λάμψιν, και επί δέκα
λεπτά ακόμη, αφού εβασίλευσεν, αι ακτίνες της στέψεώς του έμειναν
χρυσοφαείς, πορφυρίζουσαι, κυανίζουσαι, βάπτουσαι το βουνόν με ιδεώδες
χρώμα.
Είτα κατήλθεν ηρέμα επί του
όρους η νυξ, σπείρουσα παντού το βαθύ και άρρητον μυστήριόν της, και οι
έμψυχοι κρότοι και ψίθυροι της φύσεως εξηγέρθησαν εις τας ράχεις, εις
τους λόγγους, εις τας φάραγγας, και η οφρύς του βουνού ητμίσθη και
συνεστάλη υγρά και το βλέφαρον του λόφου κατήλθε και εκλείσθη εις έν
βουνόν ρεματιά και κάμπος. Και ο μπαρμπα-Κωνσταντός ο Ζμαροχάφτης,
τρίτος πάρεδρος του χωρίου του Δήμου Λίτης, δεν εφάνη ουδαμόθεν να
έρχεται.
Ήτο δε ανήσυχος ο ιερεύς, και
φόβος ήτο να μείνωσι χωρίς Ανάστασιν και λειτουργίαν. Διότι ευλόγως δεν
ηδύνατο άνευ βοηθού να ιεροπρακτήσει. Λειτουργία χωρίς ένα τουλάχιστον
ψάλτην ή αναγνώστην δεν γίνεται. Οι ποιμένες και οι βοσκοί ήσαν όλοι, ως
εικός, ου μόνον αγράμματοι, αλλά και αλιβάνιστοι, οι κακόμοιροι, πολλοί
τούτων.
«Τώρα, τι να κάμουμε; Ορίστε,
σου υπόσχονται σίγουρα μια δουλειά, κι υστέρα σ' αφήνουν μες στη μέση!
Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!»
Ήλπιζεν εντούτοις ακόμη ότι ο
μπαρμπα-Κωνσταντός θα ήρχετο. Αργοστόλιστος ήτο πάντοτε, τον ήξευρεν.
Αλλά τώρα ήτο σκοτεινή ακόμη νυξ και μόνον τα άστρα έλαμπαν άνω. Ολίγω
ύστερα ανέτειλεν η σελήνη, και τότε ελπίς ήτο να έλθει.
Παρήλθον δυο ώραι και η
σελήνη ανέτειλε κολοβή από το σκοτεινόν βουνόν άνω, ανερχομένη βραδέως
εις το στερέωμα, και αι τάξεις των άστρων ηραιώθησαν επ' άπειρον και όλα
σχεδόν ημαυρώθησαν εις την διάβασίν της. Παρήλθεν ακόμη μία ώρα. Ο
μπαρμπα-Κωνσταντός δεν εφάνη.
Ο ιερεύς ήρχισε ν' αγανακτεί.
«Ο ασυνείδητος! Ο μωρός! Ήμαρτον, Κύριε! Ανθρώπους και κτήνη...»
Ήθελε να στείλει ένα των
ποιμένων εις την πολίχνην, όπως ζητήσει και εύρει ένα συλλειτουργόν να
του φέρει. Αλλ' οι ποιμένες και οι βοσκοί όλοι έρεγχον εξηπλωμένοι
μεταξύ σχοίνων και των κομάρων, τυλιγμένοι εις τας κάπας των,
ευχαριστημένοι ότι επανήλθεν η άνοιξις και εύρισκαν ολιγότερον παγεράν
της γης την υγρασίαν. Και αι γυναίκες των, πλαγιασμέναι και αυταί,
ύπνωττον ολιγότερον ακουστώς όπισθεν του ιερού Βήματος, τυλιγμένοι με τα
χράμια και τα κυλίμια, τα οποία είχον φέρει επιστρωμένα επί των
σαγμάτων των όνων. Και αι εκ της πολίχνης ελθούσαι γυναίκες, κύπτουσαι
επί των καλαθίων των, έξω της θύρας του ναού, υπό τον εστεγασμένον
πρόναον και εντός της ξυλίνης κιγκλίδος, ελαγοκοιμώντο και αυταί. Μόνον ο
ιερεύς ανησυχεί και ήτο άγρυπνος.
«Τα ξέρω εγώ από όξου τα
πλιότερα τα γράμματα, παπά», του έλεγεν η θεια το Μαθηνώ, διά να του
δώσει θάρρος. «Τα κανοναρχώ κειδά στ' αυτί του γερο-Φιλιππή, κι ο
γερο-Φιλιππής, οπούν' θεοφοβούμενος άνθρωπος θα τα λέει κειδά όπως
όπως...».
«Να δα η ώρα να σε κάμουμε και ψάλτη, Μαθηνώ!» απήντησε γελάσας ο ιερεύς.
«Ψάλτης δεν θα γίνω, μόνε
κανονάρχος. Μοναχοί μας θα ‘μαστε... Κανένας γραμματισμένος δεν είναι
για να μας γελάσει... Η αγιοσύνη σ' βρίσκεις τον ήχο του
μπαρμπα-Φιλιππή, κι εγώ του λέω τα λόγια όσα θυμούμαι. Να ‘ξερα από μέσα
απ' το χαρτί να διαβάσω, θαρρώ πως δεν θα ήτον αμαρτία να ψάλω και
μοναχή μου».
Ωστόσον επλησίαζε
μεσονύκτιον, και δεν ήτον ελπίς να έλθει πλέον ο μπαρμπα-Κωνσταντός, ο
τρίτος πάρεδρος. Ο ιερεύς δεν απεφάσισε να εξυπνήσει κανένα εκ των
βοσκών και να τον στείλει εις την πόλιν, ως εσκέφθη κατ' αρχάς, διότι
ελογάριασεν ότι τόσον ολίγαι ώραι έμενον έως να ξημερώσει, ώστε μέχρις
ού υπάγει ο αποσταλησόμενος εις την πάλιν, ζητήσει και κατορθώσει να
εύρει ψάλτην, εωσότου πείσει και φέρει αυτόν και φθάσωσιν ομού εις τον
Άγιον Ιωάννην, θα ήτο ακριβώς δυο ώρες ημέρα... και η Ανάστασις
επρόκειτο να γίνει τα μεσάνυκτα, ή και βραδύτερόν τι.
Ο παπα-Διανέλλος εσηκώθη
στενάζων, εισήλθεν εις τον ναόν και προσεκύνησεν εις τας βαθμίδας του
ιερού Βήματος. Ευθύς κατόπιν του έτρεξαν η γριά Μαθηνώ και η θεια το
Σειραϊνώ, η σημαιοφόρος των πανηγύρεων. Αι δύο γυναίκες ήρχισαν να
αναζωπυρώσι τα φυτίλια, να ρίπτωσιν έλαιον εις τας κανδήλας και να
κάμνωσιν εγκάρδιους σταυρούς. Ησθάνοντο ανέκφραστον χαράν και γλύκαν εις
τα σωθικά των. Ήτον Ανάστασις. Ανάστασις! Το πρόσωπον του Δεσπότου
Χριστού έλαμπε με άγιον φως, δεξιά της Ιεράς Πύλης. Η μορφή της
Δεσποίνης Θεοτόκου ήστραπτεν εξ αφάτου χαράς, αριστερόθεν, κρατούσης το
θείον βρέφος της. Η όψις του τιμίου Προδρόμου, με ένα βόστρυχον της
κόμης φρίττοντα προς τα άνω, ως να έμενεν ανορθωμένος από την πρόσψαυσιν
του θηριώδους δημίου του αποκόψαντος την σεβάσμιον κάραν του μείζονος
εξ όσων εγέννησαν κατά φύσιν αι γυναίκες των ανδρών, εσελαγίζετο εκ
μυστικής ευφροσύνης παραπλεύρως εκείνου, ού την φρικτήν κορυφήν ηξιώθη
να χειροθετήσει.
Και ο ηγαπημένος μαθητής ήτο
ακόμη εκεί, και συνέχαιρεν επί τη Αναστάσει, αν και πτυχή τις μερίμνης
συνέστελλε το υψηλόν μέτωπόν του, προβλέποντος, ότι θρασύς ιερόσυλος
έμελλε μετ' ου πολύ να τον αρπάσει εκ της κόγχης του διά να τον
μεταφέρει εις Αθήνας και τον καθιδρύσει όχι εις ναόν και ολοκαύτωμα και
θυσιαστήριον, όχι εις τόπον του καρπώσαι, αλλ' εις Μουσείον, Ύψιστε θεέ!
εις Μουσείον, ως να είχε παύσει ν' ασκείται εις τον τόπον τούτον η
χριστιανική λατρεία, και τα σκεύη αυτής ν' ανήκον εις θαμμένον παρελθόν,
και να ήσαν αντικείμενον περιέργειας!... Ίλεως γενού αυτοίς, Κύριε!
Τέλος
δεν ήτο ελπίς να έλθει ο κυρ-Κωνσταντός, και όφειλον εκ των ενόντων να
ψάλωσι την ακολουθίαν. Αι εκ της πόλεως γυναίκες, η μία μετά την άλλην
αποτινάξασαι την υπνώδη νάρκην, εισήλθον εις τον ναΐσκον. Αι εκ των
αγρών ποιμενίδες δεν ήργησαν να εξυπνήσωσι, ο δε παπα-Διανέλλος εξήλθε
προς στιγμήν και, λαβών τεμάχιον παλαιάς σανίδος και σφυροειδές ξύλον,
κατεσκεύασεν αυτοσχέδιον σήμαντρον, διότι, φευ! δεν υπήρχε προ πολλού
κώδων, όστις να εξυπνά τους προ αιώνων κοιμηθέντες και να συγκινεί την
κόνιν τών από γενεών κοιμηθέντων κατοίκων της πάλαι ποτέ υπαρξάσης
πόλεως. Διά του σημάντρου τούτου ήρχισε να κρούει ο ιερεύς εις τροχαίους
πρώτον (τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ), είτα εις ιάμβους (το τάλαντον, το
τάλαντον), και να εξυμνεί τας μεσονύκτιους ηχούς. Οι βοσκοί,
ενωτισθέντες τον μονότονον ήχον, ετινάχθησαν διαμιάς επάνω, επέταξαν τας
κάπας των, ενίφθησαν και έτρεξαν εις την εκκλησίαν, κρατούντες τας
λαμπάδας των. Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν, έψαλε μόνος του την παννυχίδα,
όλον το «Κύματι θαλάσσης», εθυμίασεν, έκαμεν απόλυσιν, είτα, φορέσας
επιτραχήλιον και φαιλόνιον, ήναψε μεγάλην λαμπάδα, και βαστάζων αυτήν
εξήλθεν εις τα βημόθυρα, και ήρχισε να ψάλλει μεγαλοφώνως το «Δεύτε
λάβετε φως». Οι βοσκοί ήναψαν τας λαμπάδας των, ομοίως και αι γυναίκες,
κι εξήλθον όλοι εις το προαύλιον, του ιερέως κρατούντος την Ανάστασιν
και το Ευαγγέλιον μετά του θυμιατού και ψάλλοντος «Την Ανάσιασίν σου,
Χριστέ Σωτήρ». Είτα η ιερά εικών και το Ευαγγέλιον απετέθησαν επί της
πεζούλας, εκπληρούσης χρέη τρισκελίου, εφ' ής αι γυναίκες είχον στρώσει
μεταξοϋφές μακρόν προσόψιον. Ο ιερεύς ανέγνω αργά το κατά Μάρκον
«Διαγενομένου του Σαββάτου», είτα θυμιάσας και εκφωνήσας το «Δόξα τη
ομοουσίω», ήρχισε να ψάλλει με λαμπράν τη φωνήν το Χριστός Ανέστη.
Αφού το έψαλε τρις ο ίδιος,
και ανά άπαξ ή δις δύο των βοσκών, οίτινες δεν ήσαν μεν πλέον
γραμματισμένοι από τους λοιπούς, αλλά είχον ολιγότερον τραχείαν την
προσφοράν κι «εγύριζε κάπως η γλώσσα των», έλαβε θάρρος και η
Θεια-Μαθηνώ και το έψαλεν άπαξ, ομοίως, και η θεια το Σειραϊνώ, ενώ το
Καλλιοπώ και το Αγλαώ και η Αννούδα και αι άλλαι γυναίκες έπνιγον τους
καγχασμούς των εις τας παλάμας, με τας οποίας, ως δι' εκουσίου φιμώτρου,
είχον περιλάβει τα στόματα των.
Τελευταίον εις επισφράγισιν
το έψαλε πάλιν ο ιερεύς, και είτα είπε τα Ειρηνικά. Μεθ' ό, αναλαβών την
Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον, εισήλθεν εις τον ναόν, ακολουθούμενος υπό
του λαού. Έψαλε το «Αναστάσεως ημέρα» και τα δυο τροπάρια της πρώτης
ωδής, ακολούθως εισήλθεν εις το ιερόν, και εξελθών πάλιν έλαβε καιρόν
και πάλιν εισήλθε και ήρχισε να φορεί όλην την ιεράν στολήν του. Η
ψαλμωδία διεκόπη εξ ανάγκης. Η Θεια-Μαθηνώ επλησίασεν εις τον
γερο-Φιλιππήν, πρωτοκάθεδρον της τάξεως των ποιμένων, και εδοκίμαοε να
κανοναρχήσει προς αυτόν.
«Ψάλε, γερο-Φιλιππή». Αλλά του γερο-Φιλιππή δεν εγύριζεν η γλώσσα του να είπει «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις».
Τότε η θεια το Μαθηνώ ήρχισε
σιγά σιγά να ψάλλει: «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω
ψωτί της Αναστάσεως...» Είναι αληθές, ότι η ακριβής προφορά εις το στόμα
της ήτο: «Καθαρθώμεν τας ησθήσεις κη ουψόμεθα...».
«Αυτό το είπαμε, βλοημενη», έκραξεν ο ιερεύς από του ιερού Βήματος. «Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν, είναι τώρα».
«Α! Ναι», έκαμεν η Θεια-Μαθηνώ και ήρχισεν: «Δεύτε πόμα πίουμιν κηνόν...»
Αλλ' ο ιερεύς, όστις εξηκολούθει να ενδύεται, ενόησεν, ότι ή την προσκομιδήν έπρεπε ν' αναβάλει, ή την ακολουθίαν να διακόψει.
Και ταύτα μεν επεδέχοντο οικονομίαν, αλλά δεν έβλεπε πώς θα τα εκατάφερναν εις την λειτουργίαν.
Εφόρει έν έκαστον των αμφίων
κι εψιθύριζε τα διατεταγμένα λόγια: «Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω
Κυρίω · ενέδυσε γάρ με ιμάτιον σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλε
με. Ως νυμφίον περιέβαλε με μίτραν, και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμω».
Είτα ήρχιζε να ψάλλει τα τροπάρια του Κανόνος.
«Νυν πάντα πεπληρωμένα φωτός,
ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια. Είτα πάλιν, φορών το επιτραχήλιον,
υπεψιθύριζεν: «Ευλογητός ο θεός, ο εγχέων την χάριν αυτού επι τους
ιερείς αυτού, ως μύρον επί κεφαλής το καταβαίνον επί πώγωνα...» Και
πάλιν έψαλλε: «Χθες συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον
αναστάντι σοι...».
Είτα φορών το περιζώνιον,
έλεγεν: «Ευλογητός ο Θεός, ο περιζωννύων με δύναμιν, και έθετο άμωμον
την οδόν μου». Ή, περνών το εν επιμανίκιον, απήγγελλεν: «Η δεξιά σου
χειρ, Κύριε, δεδόξασται εν ισχύι...» Και διακόπτων τούτο έψαλλε την
καταβασίαν: «Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν, ουκ εκ πέτρας αγόνου...».
Αφού όμως ενεδύθη την
ιερατικήν στολήν όλην, εξήλθεν κι εχοροστάτησε κι έψαλεν ο ίδιος όλον
τον Κανόνα, έμελλε δε να μεταβεί εις τους «Αίνους» και ν' αρχίσει τον
«Ασπασμόν», όταν είς των βοσκών, όστις είχεν εξέλθει διά να ιδεί πώς
είχον αι αίγες του, επανήλθεν εις τον ναΐσκον και ανήγγειλεν, ότι
κάποιος φωνάζει βοήθειαν μέσα απ' του Χαιρημονά το ρέμα και ότι είναι
βαθιά κάτω και δεν τον είδε, μόνον την φωνήν του ήκουσεν.
Ο ιερεύς εστράφη:
«Τι τρέχει;»
«Δεν ξέρω τι να είναι», είπεν
ο βοσκός... «Βαθιά κάτ' χουϊάζει... "Που είσαστε, που είσαστε;" Να
πάρου μια λαμπάδα να πάου να ιδώ;»
«Να πας».
Δύο ή τρεις άλλοι νεαροί βοσκοί και ποιμένες έλαβον αμέσως τας λαμπάδας των κι έτρεξαν έξω.
Αφού έφερε γύρο όλην την
ημέραν του Μεγάλου Σαββάτου ο κυρ-Κωνσταντός ο Ζμαροχάφτης, τρίτος
πάρεδρος κ.τ.λ., επιτέλους, ως δύο ώρας προ της δύσεως του ηλίου,
απεφάσισε να εξέλθει εις τα Λιβάδια, έξω της πόλεως, όπου είχε δεμένον
το ονάριόν του, διά να το λύσει, όπως φορτώσει επ' αυτού την μικράν
αποσκευήν του και εκκινήσει διά τον Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον, καθ' ήν
είχε δώσει υπόσχεσιν εις τον παπα-Διανέλλον. Αλλά τότε μόνον ενόησεν,
ότι είχε λησμονήσει από το πρωί να το αλλάξει, ήτοι να το μετατοπίσει
εις άλλην βοσκήν, και το πτωχόν το ονάριον δεν εφαίνετο πολύ χορτάτον,
όταν ο κύριος του το έλυσεν. Εκ του τρόπου μεθ' ου ανόρθωσε ελαφρώς τα
χαμηλωμένα αυτιά του, το ζώον εφαίνετο να ελπίζει, ότι ο αφέντης του θα
το μετέθετε τέλος εις άλλην βοσκήν, αλλ' ο μπαρμπα-Κωνσταντός το
οδήγησεν εις την οικίαν του, όπου εφόρτωσεν επάνω του ένα πενιχρόν
τορβάν περικλείοντα τρόφιμα, επέστρωσεν επί του σάγματος παλαιόν
ξεθωριασμένον κυλίμιον, και αναβάς ο ίδιος εκάθισε μονόπλευρα επ' αυτού.
Έκαμε τον σταυρόν του κι
εξεκίνησεν. Αλλά δεν ήργησε να καταλάβει, ότι το ζωντόβολον, ένεκα του
γήρατος και της μετρίας τροφής, την οποίαν είχε λάβει, δεν θα αντείχε
καλώς εις την μακράν οδοιπορίαν, και ότι θα ήτο ικανόν να «μαραζώσει»
τον αναβάτην. Αμα έφθασεν εις τον επάνω Αϊ-Γιαννάκην, ου μακράν της
πόλεως, κατέβη και απεφάσισε να οδηγεί το ονάριον, πεζός βαίνων. Αλλά
και πάλιν το ζώον δεν εβάδιζε καλώς, με όλους τους κτύπους όσους του
κατέφερε με μίαν λεπτήν βέργαν εις τα οπίσω του. Απεφάσισε λοιπόν ν'
απαλλαγεί της συντροφιάς, ήτις θα ήτο μάλλον βάρος ή βοήθεια εις αυτόν,
και να δέσει κάπου το ζώον, διά να το αφήσει να βοσκήσει. Εζήτησε μέρος
κατάλληλον διά να το δέσει, αλλά δεν εύρεν εις τον επάνω Αϊ-Γιαννάκην
πλουσίαν βοσκήν. Κατέβη οπίσω εις τον κάτω Αϊ-Γιαννάκην αλλά αφού κι
εκεί δεν εύρεν ικανόν χόρτον, διηυθύνθη απώτερον κάπου, εις την θέσιν
Έρμο Χωριό, κι εκεί έδεσε τέλος το ζώον εις την ρίζαν αγρίου δένδρου,
εντός ασπάρτου αγρού, και πλησίον ενός φράκτου. Αυτός δε εφορτώθη εις
τον ώμον τον τορβάν και το κυλίμιον, έβαλε όπισθεν του εις την μέσην
μικρόν κλαδευτήρι και κρατών την λεπτήν ράβδον του, εξεκίνησε πεζός.
Είχε χασομερήσει σωστην μίαν ώραν εις όλας αυτάς τας φροντίδας.
«Τώρα», είπε μέσα του, «είναι
καιρός να το βάλω στα πόδια, δια να μη νυχτώσω (και πάλιν θα νυχτώσω),
εκτός εάν απομείνω · αλλά ν' απομείνω δεν πρέπει, γιατί έδωκα υπόσχεσιν
του παπά».
Ούτως είπε, και ούτως έκαμε.
Και ήρχισε να κόφτει δρόμον, με όλα τα εξήκοντα έτη του, με όλον το
δημογεροντικόν και προεστάδικον της διαίτης και του ήθους του, το βραχύ
ανάστημα, το ωχρόν, λεπτόδερμον και καταπονημένον πρόσωπον, και μεθ'
όλον το κανονικόν, καίτοι παλαιόν και εφθαρμένον της βράκας και του
φεσίου. Ήτο παλαιός γεωργοκτηματίας, από οικογένειαν, με όλα τα κτήματα
του ενυπόθηκα, εκ των απλοϊκών εκείνων, τους οποίους εύρε λείαν εύκολον
και καλόν έρμαιον η άπληστος και ιδιοτελής πανουργία των παντοπωλών,
μικρεμπόρων και τοκιστών της χθες, των νεόπλουτων της σήμερον, κατά
πόλεις και κώμας.
Ο μπαρμπα-Κωνσταντός ανέβη
τις Βίγλες και έφθασεν εις του Κ'φαντώνη το Καλύβι, είτα κατέβη εις το
ρέμα, το συνορεύον προς το Λεχούνι, όπου ευρίσκεται ο νερόμυλος του
Δήμου του Βλάχου κι εκείθεν ήρχισε ν' αναβαίνει τον μικρόν ανήφορον του
Αγίου Χαραλάμπους.
Ο ήλιος είχε δύσει, όταν
έφθασεν εις την κορυφήν του βουνού, και αντικρύ του βραχώδους και
αποτόμου όρους, όπου κείται το μικρόν διαλυμένον μονύδριον. Ο
παπα-Αζαρίας, Σύγκελλος, ηγούμενος του ερήμου αδελφότητος μοναστηρίου,
ουδέν άλλο έχων πνευματικόν ποίμνιον, ειμή μίαν υπέργηρον καλογραίαν
ενενηκοντούτιν και ένα άχρηστον υποτακτικόν, ηλικιωμένον, ναυαγόν του
κόσμου και απόχηρον, είχεν εξέλθει εις τα πρόθυρα της μονής, κι έβλεπε
τας τελευταίας ακτίνας του ηλίου επιχρυσούσας διά τινας στιγμάς ακόμη
τας κορυφάς των ανατολικών απέναντι ορέων, όταν είχε τον
μπαρμπα-Κωνσταντόν να προκύψει όπισθεν της τελευταίας αίμασιάς, της
χαραττούσης εκατέρωθεν τον δρόμον.
«Πού σ' αυτόν τον κόσμο, κυρ-Κωνσταντέ; Σαν τα χιόνια!»
«Ευλογείτε, πάτερ!» Και ο
μπαρμπα-Κωνσταντός, αφού έκαμε τον σταυρόν του τρις, αποβλέπων προς το
ιερόν του αγίου Χαραλάμπους, ήρχισεν, ασθμαίνων, να διηγείται, πως ο
παπα-Διανέλλος ο Πρωτέκδικος εκλήθη από τους βοσκούς και ποιμένας να
κάμει Ανάστασιν και να λειτουργήσει επάνω εις τον Άγιον Ιωάννην τον
Πρόδρομον, πως εκάλεσε και αυτόν, τον κυρ-Κωνσταντόν, να υπάγει να τον
βοηθήσει, πως ο παπάς ευρίσκετο από της πρωίας οπίσω, εις τον Άγιον
Ιωάννην, χωρίς να έχει άλλον βοηθόν ή συλλειτουργόν, πως αυτός, ο
κυρ-Κωνσταντός, ηργοπόρησε να εκκινήσει, ένεκα του οναρίου του, το
οποίον δεν αντείχεν εις την οδοιπορίαν, και ήθελε κάθε τόσο άλλαγμα
βοσκής (και ο Θεός δεν είχε ρίξει το έτος εκείνο αφθόνους βροχάς, ώστε
να υπάρχει δαψίλεια βοσκής εις τα Λιβάδια), και τέλος, πως ο
κυρ-Κωνσταντός ευρέθη εις την ανάγκην ν' αποφασίσει να υπάγει πεζός
επάνω εις τον Άγιον Ιωάννην, διά να μη γελάσει τον παπάν, επειδή είχε
δοσμένον τον λόγον του να υπάγει να τον βοηθήσει.
«Μα τώρα νύχτωσες... θα
νυχτώσεις...» είπεν ο Αϊ-Χαραλαμπίτης ο ιερεύς. «Πώς θα πας εκεί, ε;
Είναι μιάμιση ώρα δρόμος ακόμα... και το φεγγάρι θ' αργήσει τρεις ώρες
να βγει... σκοτάδι άβ'σος!»
«Πώς να κάμω;» είπεν ο μπάρμπα-Κωνσταντός, όστις ήρχισεν ευθύς να οκνεί και να διστάζει.
«Σκοτάδ' άβ'σος», επανέλαβεν ο
παπα-Αζαρίας, «το φεγγάρι θ' αργήσει τρεις ώρες... Πώς θα πας ως εκεί,
μοναχός σου; Κακοστρατιά, κλεφτότοπος. θα πέσεις σε κανένα γκρεμνό να
κατασκοτωθείς».
«Τι με συμβουλεύεις, γέροντα, να κάμω;» του είπε ψοφοδεής ο μπαρμπα-Κωνσταντός ο πάρεδρος.
Ο παπα-Αζαρίας εσκέφθη προς
στιγμήν, αλλ' η όψις του δεν εξέφραζε πνευματικόν τι. Ίσως έλεγε μέσα
του: «Τι ήθελα, τι γύρευα εγώ να του πω τέτοια πράγματα να τον
δειλιάσω... Αυτός είναι έτοιμος... Αφορμή εγύρευε να μείνει μες στη
μέση... και να κάμει Ανάσταση στον Άγιο Χαράλαμπο».
Είτα είπε μεγαλοφώνως:
«Τι να σου πω κι εγώ; Εσείς
πάτε και δίνετε υπόσχεση, κι ύστερα δεν ξέρετε να σηκωθείτε με την ώρα
σας τουλάχιστον, να πάτε κει όπου έχετε δώσει λόγο... κι ο άλλος ας
καρτερεί... Ένα πράμα που σου είναι κοπιαστικό και δύσκολο απ' αρχής,
πρέπει να το συλλογίζεσαι, να το μετράς καλά, να μη δίνεις το λόγο
σου... Τι δουλειά είχες εσύ, νοικοκύρης άνθρωπος, να τρέχεις στα
κατσάβραχα, απάνω στον Αϊ-Γιάννη, για να κάμεις Πάσχα; Δεν ήξερες να
‘ρθεις στον Αϊ-Χαράλαμπο; Τι να σου κάμω εγώ; Εδώ θελά χρησιμέψεις...
θελά ψάλλουμε μαζί την Ανάσταση, θελά λειτουργηθείς μια χαρά, και η
μυζήθρα και το χλωρό τυρί δεν ήθελε μας λείψει... Έχω κι εκείνον τον
αχαΐρευτο τον υποτακτικό μου τον Γαβριήλ, όπου δε φελά τίποτε... έχω και
τη γριά την Ευπραξία ένα σωρό κόκαλα, να ‘χουμε την ευκή της... τρεις
κούκοι! Μα οι βοσκοί, ας είναι καλά, τες καλές μέρες έρχονται, μας
κάνουν γενιά... μόνον εφέτος που μας πήρε τους πιότερους ο
παπα-Διανέλλος, πίσω στον Αϊ-Γιάννη, αλλά μένουν κάτι λιγοστοί...»
Ενταύθα ήλθεν εις τον
παπα-Αζαρίαν ο πειρασμός να κρατήσει τον κυρ-Κωνσταντόν εις τον Άγιον
Χαράλαμπον, αφήνων τον παπα-Διανέλλον άνευ βοηθού δια να τον εκδικηθεί,
διότι του αφήρεσε τους πλείονας των βοσκών του. Αλλά δεν το εχώρησεν η
συνείδησίς του, και εντονότερον εξηκολούθησε:
«Τώρα, όπως και να το κάμεις,
άσχημα είναι... μα το καλύτερο είναι να τραβήξεις το δρόμο σου να
πας... Έδωκες το λόγο σου... Είναι μεγάλη αμαρτία ν' αφήσεις τον παπά
χωρίς βοηθό, τέτοια μεγάλη μέρα».
Ο μπάρμπα- Κωνσταντός δεν
απέσπα το βλέμμα από τας κυανάς και κοκκίνας υάλους της θυρίδος του
ιερού Βήματος, ήτις εφαίνετο προσελκύουσα αυτόν ως μαγνήτης, και νοερώς
συνέκρινε την σχετικήν ανάπαυσιν, ήν θα είχεν εις τον Άγιον Χαράλαμπσν,
όπου θα εύρισκε ζεστόν κελίον, με άφθονον πυρ και καφέν προ της
Αναστάσεως, με γάλα και αυγά μετά την λειτουργίαν, και διπλούν θαλπερόν
και αναπαυτικόν ύ πνον προ και μετά την ακολουθίαν, με την ερημίαν, με
τους βράχους, τους σχοίνους και τας κομαρέας του Αγίου Ιωάννου του
Προδρόμου, όπου θα υπήρχε μόνον ύπαιθρον ή ανεπαρκές υπόστεγον και πάρα
πολλή δρόσος πρωιμοτέρα ή ώστε να είναι επιθυμητή.
«Μη στέκεσαι καθόλου», επανέλαβε ο Αϊ-Χαραλαμπίτης. «Τράβα γιατί θα νυχτώσεις, και θ' αργήσει το φεγγάρι να βγει».
«Τώρα νύχτωσε που νύχτωσε»,
είπεν αποφασιστικώς ο μπαρμπα-Κωνσταντός. «Καλύτερα είναι να καθίσω
προσώρας να ξεκουραστώ, ώσπου να βγει το φεγγάρι».
«Και ύστερα;»
«Ύστερα πηγαίνω με το φεγγάρι».
«Μα θα πας;»
«Θα πάω».
«Ξέρεις καλά τον δρόμο;»
«Τι θα πει... Μπορεί να έχω
χρόνια να πάω, μα τον δρόμο τον θυμούμαι... Κι έπειτα, αν έρθει κανένας
από τους ξωμερίτες φίλους μου...»
«Ε!»
«Θα τον παρακαλέσω να με πάει λίγο παραπάνω», είπεν ο μπάρμπα-Κωναταντός.
«Ώστε δεν ξέρεις καλά τον δρόμο;»
«Όχι, αλλά...»
«Φοβάσαι τα στοιχειά;» εκάγχασεν ο ιερεύς.
«Θεός να φυλάει... Δεν φοβούμαι τίποτε με την δύναμιν του Θεού... Αλλά η συντροφιά είναι πάντα καλύτερη».
«Ας είναι, δεν μπορώ να σε διώξω... έμβα μες στο κελί να ξεκουραστείς, και σαν βγει το φεγγάρι, να πας...»
«Ευλόγησον» .
Ο μπαρμπα-Κωνσταντός εισήλθεν
εις το κελίον, κι εξηπλώθη επί του χαμηλού επεστρωμένου σοφά, με τους
πόδας προς την εστίαν, όπου έκαιεν ασθενές πυρ ετοιμόσβεστον. Ο
μπαρμπα-Κωνσταντος εσκεπάσθη με το κυλίμι, το οποίον εκόμιζε, και μετ'
ολίγα λεπτά απεκοιμήθη. Ήτο δε ήδη νυξ.
Το κελίον όπου είχεν εισέλθει
ο μπαρμπα-Κωνσταντός, ήτο το εν εκ των δυο, όσα εκράτει ο ηγούμενος,
τον οποίον εχρησίμευεν άμα ως προθάλαμος, ως μαγειρείον και ως πρόχειρον
«αρχονταρίκι». Μόλις είχεν αποκοιμηθεί ο γηραιός πάρεδρος και εισήλθεν ο
υποτακτικός Γαβριήλ, με άσπρον κιουλάρι, με ζωστικόν πάνινον,
ξεθωριασμένον και χωρίς ράσον, κρατών λυχνίαν με την αριστεράν,
καυσόξυλα και χαμόκλαδα με την δεξιάν.
«Άλλος μουσαφίρης πάλε!»
εγόγγυσεν, άμα είδε τον κυρ-Κωνσταντόν κοιμώμενον. «Κουτσοί στραβοί στον
Αϊ-Παντελεήμονα! Ευλόγησον, πατέρες!»
Εκρέμασε το λυχνάριον επί του πτερυγίου της εστίας, εγονάτισε και ήρχισε να ξανάπτει την φωτιάν, και εξηκολούθησεν:
«Από πού με το καλό, αυτός
πάλε! Ας είναι καλά οι χριστιανοί! Τα ποτήρια ξεπλύνετε, και οι παίδες
ας κερνούν. Ζήτω η κρασοκατάνυξις! Ευλόγησον, πατέρες!»
Έσκυψεν εις την εστίαν και ήρχισε να φυσά διά φυσητήρος εκ καλάμου. Είτα επανέλαβεν:
«Έδωκας, ηγούμενε, των
καλογήρων διακόνημα...» Έψαλε τούτο εις ήχον τέταρτον, μεθ' ό, εις πεζόν
λόγον, προσεθηκε: «Πού τους βρίσκει ο γέροντάς μου, και τους μαζώνει!
Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Και να έφερναν τίποτα πρόσφορα το
ελάχιστο! Μα αυτοί έρχονται με άδεια τα χέρια. Του κελάρη έδωκας κλειδιά
εις τα χέρια του (τούτο το είπε ψαλτά · είτα χύμα). Βάστα,
γερο-Γαβριήλ. Σαν είσ' αβάς, βάστα!»
Την στιγμήν εκείνην ο μπαρμπα-Κωνσταντός έκαμε κίνησίν τινα, εμισοξύπνησε, κι εγύρισεν από το άλλο πλευρόν.
«Χαλάλι να του γίνει»,
εγόγγυσεν ο πατήρ Γαβριήλ. «Νυστασμένος μας ήλθεν ο άνθρωπος. Θέλω να
ξέρω, αυτοί, κάτω στο χωριό, δεν κοιμούνται τάχα, δεν έχουν σπίτια, δεν
έχουν κάμαρες; Κινούν δύο ώρες δρόμο κι έρχονται στον Αϊ-Χαράλαμπο για
να κοιμηθούν; Ταμάμ! Ευλόγησον, πατέρες!» Και είτα έψαλε: «Δίδει τον
οίνον λιγοστόν...»
Αλλ' ο μπαρμπα-Κωνσταντός,
καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού, δεν επανεύρεν τον ύπνον, αλλ'
ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε βλέμμα προς τον μοναχόν και τον
ηρώτησε:
«Τι ώρα είναι, πάτερ;»
«Τι ώρα; Ώρα που νύχτωσε... Ώρα που φέγγουν τ' αστέρια».
«Το φεγγάρι δεν βγήκε ακόμα;»
«Τι να σε κάμει το φεγγάρι, χριστιανέ μου;... Το φεγγάρι δεν κόβει μονέδα...»
«Περιμένω να βγει το φεγγάρι για να φύγω, και γι' αυτό σ' ερωτώ», του είπεν ησύχως ο μπαρμπα-Κωνσταντός.
«Να φύγεις; Για που, αν θέλει ο Θεός;»
«Δεν ήρθαν ξωμερίτες απ' τα καλύβια;»
«Μου κάνουν τη χάρη να μη
‘ρθούν», είπεν ο Γαβριήλ. «Σου φέρνουν ένα πρόσφορο και σου φαρμακώνουν
μια κότα ολάκερη · σου φέρνουν ολίγο νάμα, και σου αδειάζουν μια
δαμιδζάνα σωστή...»
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη η φωνή του ηγουμένου από της θύρας του κελίου:
«Α! Ξυπνητός είσαι, κύριε
πάρεδρε», έλεγεν ο παπα-Αζαρίας. «Κι εγώ ενόμισα, ότι ο Γαβριήλ ομιλούσε
πάλι μοναχός του, καθώς το συνηθίζει. Καλά που έπιασε κουβέντα με
άνθρωπο».
«Χμ!... Γχ!» έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ. Είτα, ψιθύρω τη φωνή, προσέθηκεν: «Ευλόγησον, πατέρες!»
«Δεν εκοιμήθηκα καθόλου,
γέροντα», απήντησεν ο μπαρμπα-Κωνσταντός, όστις πράγματι δεν ενεθυμείτο
ποσώς αν είχε κοιμηθεί ή όχι...
«Και δεν άκουσες τον Γαβριήλ να ομιλεί μονάχος του...»
«Δεν τον άκουσα... Ίσως να έκλεψα έναν ύπνο ίσα μ' ένα Πιστεύω».
«Περιμένω τους βοσκούς · όπου
είναι έφθασαν», είπεν ο Αϊ-Χαραλαμπίτης ιερεύς. «Άμα έλθουν, εγώ ο
ίδιος θα υποχρεώσω έναν απ' αυτούς να σε συντροφέψει γι' απάνου...»
«Ευλόγησον», είπεν ο μπαρμπα-Κωνσταντός, όστις δεν το επεθύμει διακαώς μέσα του.
«Ώσπου να έλθουν», επανέλαβεν
ο παπα-Αζαρίας, «επειδή συνηθίζω να διαβάζω τας Πράξεις αποβραδίς, κατά
το παλαιόν Τυπικόν, «να πάρουμε έναν καφέ, και να με συντροφέψεις, αν
αγαπάς εις την εκκλησίαν, διά να με βοηθήσεις να διαβάσουμε μαζί τας
Πράξεις».
«Ευχαρίστως», είπεν ο μπαρμπα-Κωνσταντός.
«Τες διαβάζω εγώ τες Πράξεις», εγόγγυσεν ο Γαβριήλ, όστις εζήλευεν άμα έβλεπεν έκτακτον βοηθόν ή ψάλτην εν τω ναΐσκω.
«Εσύ, Γαβριήλ, θα κάμεις
περισσότερα λάθη από όσες λέξεις είναι τυπωμένες μες στο βιβλίο. Μόνον
να μας κάμεις δύο καλούς καφέδες, ιδιορρυθμίτικους και να μας τους
φέρεις από κει. Ορίστε, κυρ-Κωνσταντό, να περάσουμε στο κελί το άλλο».
Ο μπαρμπα-Κωνσταντός ηγέρθη, έλαβε την ράβδον του, τον τορβάν και το κυλίμι και μετέβη εις το κελίον του πατρός Αζαρία.
Οι τρεις νεαροί βοσκοί,
κρατούντες τας λαμπάδας των χαμηλά με την αριστεράν, περισκέποντες το
φως με την δεξιάν, από της προσπνεούσης νυκτερινής αύρας, ενώ η σελήνη,
υψηλά αναπλέουσα τον ουρανόν, είχε κρυφθεί εις σύννεφα, έτρεξαν πρώτοι
εμπρός, ο δε πρώτος αναγγείλας την είδησιν αιπόλος ήρχετο οπίσω.
Κατέβησαν κάτω εις το ρέμα, χωρίς να ακούσωσι φωνάς, και ήρχισαν να
υποπτεύωσιν, ότι ο πρώτος βοσκός ίσως είχεν «αυτιασθεί» και είχεν
ακούσει φωνάς, μη υπάρχουσας πράγματι. Αλλ' ο αιπόλος διεμαρτύρετο,
λέγων, ότι δεν ηπατήθη, και ότι είχεν ακούσει ευκρινώς φωνήν λέγουσαν:
«Πού είσαστε; Πού είσαστε;»
Δια να βεβαιωθεί έτι μάλλον αυτός, πείθων και τους άλλους, ο βοσκός, ήρχισε να φωνάζει: «Ε! Εδώ είμαστε! Ποιος είναι;»
Ασθενής φωνή απήντησεν. Αλλά δεν διέκριναν τας λέξεις.
Αφού προέβησαν ολίγα βήματα παρεμπρός, οι βοσκοί πάλιν εφώναξαν: «Ε! Ποιος είσαι; Πού βρίσκεσαι;»
Η φωνή ευκρινέστερον απήντησε:
«Δω είμαι!... Ελάτε παραδώ...» Και η φωνή επνίγη εις στεναγμόν.
«Κάποιος θα ‘πεσε κι εγκρεμοτσακίσθη πουθενά μέσα στο ρέμα», εσκέφθη μεγαλοφώνως ο είς των βοσκών.
Τω όντι, όταν ήκουσαν τον
μορμυρισμόν του ύδατος του μικρού χειμάρρου, ρέοντος διά μέσου βράχων
και αμμωδών χώρων εναλλάξ εις το βάθος της κοιλάδος, κι επλησίασαν εις
την ρίζαν ενός βράχου, είδον το σώμα ανθρώπου κειμένου εκεί, δίπλα εις
το ψιθυρίζον και κατερχόμενον εις την θάλασσαν ελικοειδές ρεύμα. Ήτο
αυτός ο κυρ-Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος. Τον ανεκίνησαν. Δεν ήτο
βαρέως πληγωμένος, αλλ' είχε βαρέσει εις την αριστεράν πλευράν, πεσών
από ύψος ανδρικού αναστήματος, από τον βράχον. Περί ώραν δεκάτην
ευρωπαϊστί, αφού ανέτειλεν η σελήνη, είχεν αναχωρήσει από τον Άγιον
Χαράλαμπον, όχι τόσον διότι το επεθύμει, όσον διότι ο παπα-Αζαρίας, ο
υποχρεωτικός και πρόθυμος φίλος, όταν επρόκειτο ν' αποπέμψει οχληρόν,
είχε παρακαλέσει ένα των ελθόντων χωρικών, και είχεν επιμείνει, ίνα
συνοδεύσει ούτος τον μπαρμπα-Κωνσταντόν, απερχόμενον εις Άγιον Ιωάννην
όπου είχε δώσει υπόσχεσιν να υπάγει.
Ο χωρικός, με προθυμίαν όχι
εμφαντικοτέραν της του παπα-Αζαρία, μεγαλυτέραν δε της του
κυρ-Κωνσταντού, συνόδευσε τον πάρεδρον εις ικανόν μέρος της οδού έως τα
Καμπιά, εις το ύψος του βουνού, οπόθεν έπρεπε να κατηφορίσει τις, διά να
φθάσει εις τον ναΐσκον του Προδρόμου, κι εκεί, αφού του έδειξεν ακριβώς
τον δρόμον, του ηυχήθη καλήν Ανάστασιν και τον εγκατέλιπε μόνον.
Ο μπαρμπα-Κωνσταντός
ηκολούθησε κατ' αρχάς επί πολύ τον κύριον δρόμον, όστις ήτο μοναδικός
και ευδιάκριτος υπό το φως της σελήνης, μόνην συντροφιάν έχων τους
θάμνους, όσοι ίσταντο δεξιά και αριστερά, διαχαράσσοντες την οδόν, τα
δένδρα, τα οποία ελάμβανον φανταστικά σχήματα ή εσχημάτιζαν σκιάς, εν
μέσω των οποίων το όμμα έβλεπε πολλάκις φάσματα και ακίνητους ανθρώπους,
τους βράχους, οίτινες, καθόσον επλησίαζε προς την βόρειον ακτήν,
επληθύνοντο κι εξετόπιζον τα δένδρα, το δειλό κελάδημα ολίγων πτηνών,
κρυμμένων εις τας λόχμας, τον κρότον της αύρας, σειούσης τους κλώνας και
τας κορυφάς των δένδρων, και τον μυστηριώδη θρουν της φυλλάδος, τον
παραγόμενον υπό αγνώστων νυκτερινών πλασματίων, υπό μικρών κατωτέρων
πνοών, κρυπτουσών την ύπαρξίν των εν μέσω του σκότους και της μοναξιάς.
Αλλ'
όταν έφθασεν εις μέρος, όπου η οδός ετέμνετο εις δυο μικρά μονοπάτια,
το έν ανατολικότερον, το άλλο βορειοδυτικόν, ευρέθη εις αμηχανίαν ποίον
μονοπάτι να λάβει. Όσον και αν είναι εντόπιος είς άνθρωπος, όστις
εκτάκτως, άπαξ κατά δυο ή τρία έτη, εξέρχεται εις μακράν σχετικώς
εκδρομήν, εις τους μικρούς τόπους, πάντοτε ευρίσκεται εις αμηχανίαν,
όταν μάλιστα το τοπίον είναι κάπως άγριον και δεν έχει ο ίδιος κτήματα
εις το μέρος εκείνο. Οι δρόμοι από έτους εις έτος αλλάζουν, πολλάκις
παλαιαί οδοί εκχερσούνται ή καλλιεργούνται και δεν πατούνται πλέον, εκ
της πλεονεξίας μικρού γαιοκτήμονος, όστις περιφράττει εντός του χωραφιού
του έν ή δύο στρέμματα γης περισσότερον και μεταθέτει τον φράκτην μίαν ή
δυο οργιάς απωτέρω. Ενίοτε συμβαίνει και το εναντίον · αδιαφιλονίκητος
ελαιών γνωστού κτηματίου πατείται και γίνεται δρόμος, χάριν της ευκολίας
των διαβατών · άλλοτε οι βοσκοί και αι αίγες των ανοίγουσι νέον
μονοπάτι διά να «αραδίζουν», άλλοτε εγκαταλείπουσι και αφήνουσι να
εκχερσωθεί παλαιά και γνώριμος οδός.
Αφού επί πολύ εδίστασεν ο
μπαρμπα-Κωνσταντός, επροτίμησε τέλος το βορειοανατολικόν μονοπάτι, και
κατέβη ταχέως εις το ρεύμα του Χαιρημονά, αλλ' εκεί δεν δύναται να
βαδίζει τις, εκτός αν είναι δωδεκαετής παις, και ψάχνει διά καβούρια,
την ημέραν. Ο δε κυρ-Κωνσταντός ήτο εξηκοντούτης, ήτο νυξ και δεν εζήτει
καβούρια. Το ρεύμα της πηγής του Χαιρημονά, ενούμενον κατωτέρω με το
ρεύμα της Παναγίας Δομάν, σχηματίζει ποτάμιον, κατερχόμενον εις την
θάλασσαν δι' αποτόμου κατωφέρειας, διά βράχων και μικρών καταρρακτών.
Στιγμήν τινα, καθ' ην η
σελήνη είχε κρυβεί άνω εις νέφος και δεν είδε καλά, δεν επάτησε στερεά,
ολίσθησεν από ένα βράχον κι έπεσε με την κεφαλήν και τον κορμόν εις την
άμμον, με τους πόδας εις το νερόν. Ο μπαρμπα-Κωνσταντός εκτύπησεν
ελαφρώς και επόνεσεν, εκ του τιναγμού μάλλον και του φόβου, ή εκ του
κατάγματος. Ευτυχώς ολίγο πριν, όταν ευρίσκετο εις το ύψωμα, επάνω εις
μέγα υπερκείμενον βράχον, είχεν ιδεί την αντιλαμπήν του μικρού ναΐσκου,
όπου αρτίως είχε ψαλεί η Ανάστασις, και είχεν εννοήσει, ότι δεν απείχε
πλέον πολύ από τον Άγιον Ιωάννην. Ζαλισμένος από την πτώοτν, ήρχισε, με
όσην είχε ακόμη δύναμιν, να φωνάζει: «Πού είσαστε; Πού είσαστε;» Και την
φωνήν ταύτην είχεν ακούσει ο πρώτος βοσκός, όστις είχεν εξέλθει προς
στιγμήν του ναού, διά να ιδεί πως είχον αι αίγες του.
Ο κυρ-Κωνσταντός εσηκώθη,
χωλαίνων, ηκολούθησε τους βοσκούς, έφθασεν εις τον ναΐσκον, όταν ο
ιερεύς είχεν αρχίσει τον ασπασμόν, επροσκύνησε και έλαβε την θέσιν του
εις τον χορόν. Έψαλεν εις όλην την λειτουργίαν, με όλον το πέσιμόν του
και το πόνεμά του.
Έξω, υπό το φέγγος της
σελήνης, δεξιόθεν του ναΐσκου, έβρεμε γενναίον πυρ, και ο
μπαρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, ο εκ των πλησιοχώρων της πολίχνης ελθών
ποιμήν, είχεν οβελίσει ήδη έναν αμνόν και τον έψηνε. Δίπλα του,
πρόθυμος διά να τον βοηθεί, εκάθητο, ακουμβών επ' αυτού του τοίχου της
εκκλησίας, ανθρωπίσκος τις εκ της πόλεως, όστις δεν είχεν εννοηθεί πότε
και πως είχεν έλθει εκεί, ο Γιάννης ο Μπουκώσης. Ανάμεσα εις την πυράν
και εις τον τοίχον, ο μπαρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης. με την κιτρίνην
ζωνάραν, το ξυραφισμένον γένιον και τον αγκιστροειδή μύστακα, είχεν
αφήσει το μαχαίρι του μετά του θηκαρίου, και ο Γιάννης ο Μπουκώσης, από
πολλής ώρας, δεν είχε παύσει να ρίπτει το βλέμμα εναλλάξ εις το
ροδοκοκκινίζον σφακτόν και εις το μαχαίριον. Αντικρύ, παρά την ρίζαν
ενός σχοίνου, ίστατο μεγάλη φλάσκα. Εκ του τρόπου μεθ' ού ίστατο
ακουμβημένη εις το κλαδίον του σχοίνου, εφαίνετο πλήρης οίνου μοσχάτου
και μαύρου μεμιγμένου. Το ροδοκοκκινίζον σφακτόν έκνιζε και έσιζεν εις
το πυρ, η φλάσκα ως άλλη κλώσσα καλούσα τους νεοσσούς της υπό τας
πτέρυγας, εφαίνετο καλούσα τους βοσκούς εις ευωχίαν υπό τους ατμούς της,
ετοίμη να κλώξει και να φυσήσει εις την ελαχίστην επαφήν της χειρός,
εις την ελαχίστην προσέγγισιν του χείλους εις την θηλήν της.
Δύο χωρικοί, όρθιοι, πέντε
βήματα μακράν του ψητού, της φλάσκας και του σχοίνου, ίσταντο και
συνομιλούν ζωηρώς. Είχον εύρει την ώραν και τον τόπον να λογομαχήσωσι
δι' εν χωράφιον τεσσάρων στρεμμάτων, περί του οποίου εμάχοντο από ετών.
Αντίκρυ, προς μεσημβρίαν, επί
του βραχώδους λόφου, ανάμεσα εις πέντε βράχους, εις τρία μονοπάτια και
εις κρημνόν, ευρίσκετο το διαφιλονικούμενον χωράφιον. Ο είς των χωρικών
εχειρονόμει, κι εδείκνυε προς τα εκεί, και ισχυρίζετο ότι το χωράφιον το
ιδικόν του είχε σύνορον ακριβώς τον τρίτον βράχον προς τα δεξιά.
«Εγώ το ηύρα παππούδικό μου», έλεγε. «Δεν ρωτάς και τον Γιάννη της Ψαροδήμαινας, που είμαστε γειτόνοι εδώ και τριάντα χρόνια;»
«Τα σύνορα είναι μες στη
μέση, ανάμεσα στον δεύτερο και στον τρίτο βράχο, εκεί που βαθουλαίνει ο
τόπος», διετείνετο ο άλλος χωρικός. «Φαίνεται ακόμη που ήτον, τον
παλαιόν καιρό, αποσκαφή...»
«Κοδζάμ βράχος», αντέκρουσεν ο πρώτος, «κι εγώ θα πάω να γυρέψω να βρω την αποσκαφή, για να την κάμω σύνορο μου;»
Ο μπαρμπα-Δημήτρης ο
Καμπογιάννης ήρχισε να γυρίζει αμελέστερον την σούβλαν με το σφακτόν,
και η προσοχή του όλη απερροφήθη υπό των δυο χωρικών και της λογομαχίας
των.
Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβε
σιγά σιγά το μαχαίριον, το απεγύμνωσε από το θηκάριόν του, έκοψεν
επιτηδείως τεμάχιον από τη νεφραμιά του σφακτού, το οποίον έπαυσε σχεδόν
να περιστρέφεται, και το κατεβρόχθισεν απλήστως.
Ο μπαρμπα-Δημήτρης ουδέ
παρετήρησε καν την κλοπήν και την λαιμαργίαν του ανθρωπίσκου.
Εξηκολούθησε να προσέχει εις τους δυο ερίζοντας.
«Και είναι και μέσα στο
μπολετί καθαρά γραμμένο», έλεγεν ο πρώτος των δύο. «Το πήγα στον
παπα-Λευθέρη που ξέρει να διαβάζει τα παλαιά γράμματα, και μου το
διάβασε τόσες φορές».
«Από μπολετιά δεν ιδρώνει
εμένα το μάτι μου», αντέλεγεν ο δεύτερος. «Σαν έχεις όρεξη, δεν πας στον
μπαρμπ'-Αναγνώστη τον Αγέλαστο, να σου φτιάσει όσα ψεύτικα μπολετιά
θέλεις;»
Ο Δημήτρης ο Καμπογιάννης
επρόσεχεν όλος εις την λογομαχίαν των δύο αγροτών. Ο Γιάννης ο Μπουκώσης
έλαβεν εκ νέου το μαχαίριον, το οποίον δεν είχεν επιστρέψει εις το
θηκάριόν του, έκοψε δεύτερον, γενναιότερον τεμάχιον από το μισοψημένον
σφακτόν, και το καπέπιε μονοκόμματον.
Η έρις των δύο χωρικών
εξηκολούθει, και η προσοχή, μεθ' ης την παρηκολούθει ο Καμπογιάννης ήτο
αδιάπτωτος. Ο Μπουκώσης, όστις ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν της φλάσκας,
δι' ής αύτη εκάλει τους φίλους της, ως κλώσσα τους νεοσσούς της, έκαμεν
ένα βήμα με τον δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με
το αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν εις
το σχοίνον, και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την επλησίασεν εις
τα χείλη του, και έπιε γενναίαν δόσιν απνευστί. Είτα, φύσει φρόνιμος και
γνωρίζων, ότι, αν έκαμεν και τρίτην απόπειραν κατά του σφακτού, ήτο
φόβος να φωραθεί επιτέλους, επέστρεψε παρά τον τοίχον της εκκλησίας,
ολίγον τι απώτερον της πυράς, εμαζεύθη κι εφαίνετο τόσον άκακος και
νήστις, ως να μην είχεν πασχάσει όλως.
Όταν, αφού ο ιερεύς εξήλθε
τελευταίος από της λειτουργίας και εστρώθη η τράπεζα εις τα πρόθυρα του
ναού (ήτον περί τα γλυκοχαράματα), ο μπαρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης
επεχείρησε να τεμαχίσει το ψητόν, παρετήρησεν, ότι κάτι έλειπεν από τη
νεφραμιά, αλλ' εκαμώθη, ότι δεν ενόησε τίποτε, και αποτεινόμενος προς
τον Γιάννην τον Μπουκώσην είπε:
«Κοίταξε! Περίεργο... Δεν είναι παράξενο να γεννήθηκε σακάτικο αυτό το αρνί, παιδί μου Γιάννη;»
Εξηκολούθησεν ησύχως να κατακόπτει το ψητόν, είτα επανέλαβε:
«Πολλά παράξενα σημεία και
θαύματα γίνονται σ' αυτά τα στερνά χρόνια... Για βάλε με το νου σου, να
φέρνω αρνί, σακάτικο γεννημένο απ' τη μάνα του, και να μην το
καταλάβω... Τι να γίνει, ας έχει δόξα ο Θεός!»
Ο Γιάννης ο Μπουκώσης δεν
είπε γρυ. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, καθ' ην παρετίθετο επί της
τραπέζης το ψητόν, ο μπαρμπα-Δημήτρης έκρυψεν επιτηδείως τις δύο στάμνες
του νερού, οπού είχεν ακόμη γεμάτες, κι επαρουσίασεν εις την τράπεζαν
δυο άδειες, λέγων, ότι δυστυχώς είχε λησμονήσει να στείλει εγκαίρως εις
του Χαιρημονά την βρύσιν να πάρει νερόν, και ήτο ανάγκη να υπάγει τώρα
κάποιος.
«Σ' εσένα πέφτει ο κλήρος,
παιδί μου Γιάννη», είπεν αποτεινόμενος προς τον Μπουκώσην. «Σύρε να
γεμίσεις τα δύο σταμνιά, να ‘χεις την ευκή του παπά μας, και σε
καρτερούμε, δεν τρώμε... Πάρε και μια αναμμένη λαμπάδα να βλέπεις στο
δρόμο, και πάτει γερά, όμορφα όμορφα... να μη σπάσεις τα σταμνιά και το
πάθεις σαν το τραγούδι που λένε... και μας αφήσεις κι εμάς χωρίς νερό».
Ο Γιάννης ο Μπουκώσης
επεθύμει ν' αρνηθεί, αλλά δεν ετόλμα. Εφορτώθη τα δυο σταμνιά κι
εξεκίνησε διά την πηγήν του Χαιρημανά, ήτις απείχε περί τα δυο μίλια,
και ήτις έτρεχε τόσον φειδωλή, ως το δάκρυ των εξηντλημένων οφθαλμών.
Εχρειάζετο σωστήν μίαν ώραν διά να υπάγει, να γεμίσει τα σταμνιά και να
επιστρέψει.
Ευθύς ως ανεχώρησεν ούτος, ο
μπαρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, έβγαλεν εις το φανερόν τας δυο πλήρεις
στάμνας, και επειδή ο ιερεύς δεν ενόει, εξηγήθη και είπεν:
«Είχα νερό, μα ήθελε να τόνε
παιδέψω τον αφιλότιμο... Ακούς εκεί να μου κάμει γρουσουζιά, χρονιάρα
μέρα, να μου κόψει μεζέδες από το σφαχτό ενώ το έψηνα και να μην πάρω
κάβο...»
Όταν επέστρεψεν από την
βρύσιν του Χαιρημονά, φέρων τα δυο σταμνιά, ο Γιάννης ο Μπουκώσης, ήτο
ήδη ημέρα, το ψητόν είχε καταβροχθισθεί, και μόνη η διακριτική
φιλαδελφία της Θεια-Μαθηνώς της ψευτομετάνισσας και της Θεια-Σειραϊνώς,
της σημαιοφόρου των πανηγυριών, του είχε φυλάξει ολίγα τεμάχια του αμνού
διά να φάγει και κάμει Λαμπρήν ο πειναλέος ανθρωπίσκος.