Το Σάββατο της Διακαινησίμου εβδομάδος η Εκκλησία μας τιμά άπαντες τούς Αγίους Κολλυβάδες Πατέρες. Πρόκειται για οσιακές μορφές κυρίως του 18ου και του 19ου αιώνος, αν και δεν είναι άτοπο να συγκαταριθμήσουμε μαζί τους και άλλους Πατέρες του 20ου, οι οποίοι αγωνίστηκαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την γνήσια ορθόδοξη πνευματική ζωή. Η αρχή έγινε με οξείες διαφωνίες με άλλους αγιορείτες που υποστήριζαν την κατά την Κυριακή τέλεση των μνημοσύνων αλλά και την σπάνια συμμετοχή στην θεία Κοινωνία. Οι «Κολλυβάδες»- όνομα που τους επιδόθηκε σκωπτικά- αγωνίστηκαν να συνδέσουν τους ορθοδόξους της εποχής τους με την λοιπή ιερή ασκητική Παράδοση της Εκκλησίας μας, όχι μόνον διότι το ορθό ήταν να τελούνται τα μνημόσυνα το Σάββατο και οι Χριστιανοί να κοινωνούν συχνά, αλλά επειδή γενικότερα η ησυχαστική ζωή της Εκκλησίας είχε παραγκωνισθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Κολλυβάδες προτείνουν διαρκώς θέσεις του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Βέβαια, όπως τότε ο μεγάλος αυτός Πατήρ παρεξηγήθηκε έτσι και αυτοί παρεξηγήθηκαν, πολεμήθηκαν και διώχθηκαν προς χάρη της Αλήθειας. Το Φιλοκαλλικό Πνευματικό κίνημα αυτών των Οσίων οφείλουμε να το βιώνουμε διαρκώς εντός της Εκκλησίας, εάν θέλουμε να είμαστε συνδεδεμένοι με ολόκληρη την αγιοπνευματική Παράδοση Αυτής. Το φοβερότερο είναι πως ακόμη και σήμερα, ενώ πλέον έχουν ανακηρυχθεί Άγιοι της Εκκλησίας και εμείς είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε πως όσα δίδαξαν είναι απολύτως σύμφωνα προς την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, κατηγορούνται και συκοφαντούνται από κάποιους που θεώρησαν εαυτούς ανωτέρους των Αγίων.

κειμ. ΙΜ Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
εικών Δημητρέλος

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

π. Φιλόθεος Ζερβάκος,
(1884 – 1980),
Ὁ Ὅσιος τῆς Πάρου
Ὁ Ἀσκητής
καί
Ἱεραπόστολος.
π. Φιλόθεος Ζερβάκος


Σύντομη βιογραφία

    Στὸν πολυτάραχον 20ὸν αἰώνα ἀνάμεσα στὸ ποικιλοτρόπως δοκιμαζόμενον ἑλληνικὸν ἔθνος ἔζησε ἕνας ἥρωας τοῦ Πνεύματος, ἕνας ἀληθινὸς ἐργάτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος κατηνάλωσε ὅλες του τὶς δυνάμεις, σωματικὲς καὶ πνευματικές, γιὰ τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν ἄνθρωπον, τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν δόξαν τῆς Ὀρθοδοξίας.
    Γεννήθηκε τὸν Μάϊον τοῦ 1884 στὸ χωρίον Πάκια τῆς Λακωνίας ἀπὸ εὔπορους ἀλλὰ εὐλαβεῖς καὶ θεοφοβούμενους γονεῖς, τὸν Παναγιώτην καὶ τὴν Αἰκατερίνην Ζερβάκου. Ἡ εὐσέβεια τῶν γονέων του ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν θεάρεστον πρᾶξιν τῆς εὐλαβοῦς μητρός του ἡ ὁποία, μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ συζύγου της, ἔγινε Μοναχή. Ὁ κατὰ σάρκα υἱὸς της ἔγινε κατὰ πνεῦμα πατὴρ αὐτῆς. Ἡ εὐλογημένη βιοτὴ τοῦ εὐλαβοῦς Κωνσταντίνου (ἦτο τὸ ὄνομα ποὺ τοῦ ἐδόθη κατὰ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα), ἐνέπνευσε καὶ τὴν κατὰ σάρκαν ἀδελφήν του καὶ τὴν ὁδήγησε εἰς τὴν τάξην τῶν μοναζουσῶν.
    Ὁποῖος ἔμελλε νὰ καταστῆ ὁ μικρὸς Κωνσταντῖνος ἐφάνη ἀπὸ τὴν παιδικὴν καὶ ἐφηβικὴν του ἡλικίαν. Ἦτο στολισμένος μὲ πολλὰ χαρίσματα. Εἶχε σεβασμὸν καὶ ὑπακοὴν εἰς τοὺς καλοὺς γονεῖς ἀλλὰ κυρίως ἀγάπην ἄμετρον πρὸς τὸν Οὐράνιον Πατέρα, τὴν Παναγίαν Μητέρα Του καὶ πρὸς πάντας τοὺς Ἁγίους. Μὲ τὴν αὔξησιν τῆς σωματικῆς ἡλικίας ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπη γιγάντωνε καὶ κατελάμβανε τὸ εἶναι τοῦ ἐναρέτου Κωνσταντίνου.
    Ὅταν ὑπηρέτησεν ἐπὶ 3 ἔτη ὡς διδάσκαλος εἰς τὸ χωρίον Φοινίκι τῆς Λακωνίας, πολλὰ θαυμαστὰ σημεῖα ἔβλεπαν οἱ μικροὶ μαθηταί του ἀλλὰ καὶ οἱ μεγάλοι ποὺ τὸν συναναστρέφοντο. Ὁ μακαριστὸς Παντελεήμων Κορωναῖος, κάτοικος τοῦ χωρίου Φοινίκι ἔλεγεν εἰς τὰς ἀδελφάς του Ἱ. Ἡσυχ. Θαψανῶν πὼς τὸν εἶδεν μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια του νὰ μὴν πατᾶ ἐπάνω στὴν γῆν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ διεβεβαίωναν καὶ ἄλλοι κάτοικοι τοῦ προνομιούχου αὐτοῦ χωρίου. Καὶ πῶς νὰ μὴν ἔδειχνε ὁ Ἅγιος Θεὸς εἰς τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους θαυμαστὰ σημεῖα, ἀφοῦ ὁ ἐνάρετος Κων/νος μετὰ τὴν προσφοράν του εἰς τὸ σχολεῖον ἀναζητοῦσε τὸν Πλάστην του διὰ τῆς θερμῆς προσευχῆς σὲ χώρους ἐρημικούς;
    Γρήγορα, ὁ θεῖος ζῆλος του ἀπὸ μικρὸ ρυάκι ἔγινε μεγάλος ποταμὸς ὁ ὁποῖος τὸν κατέκλυσε. Δὲν ἔβλεπε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸν Ἅγιον Θεὸν καὶ τὴν Παναγίαν Μητέρα Του. Ἡ μεγάλη ἀπόφασις δὲν ἄργησε νὰ τοῦ σβύση κάθε ἄλλην ἀνθρώπινη καὶ νόμιμη ἀγάπην, ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς καλοὺς γονεῖς του. Ἀνυπόδητος καὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο στὸ χέρι ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν ἐπίγεια πατρίδα μὲ σκοπὸ νὰ φθάση στὴν Οὐράνια Πατρίδα, τὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ.
    Ὅποιους πολέμους, θλίψεις καὶ δοκιμασίες πέρασε κατὰ τὴν διαδρομὴν αὐτήν, γνωρίζει μόνον ὁ Ἅγιος Θεὸς καὶ ὁ καλὸς Κων/νος. Πολλὲς φορὲς στερήθηκε καὶ αὐτὸν τὸν ἐπιούσιον ἄρτον, τὰ ἀναγκαῖα ἐνδύματα καὶ τὰ ὑποδήματα. Τὸ κορύφωμα τῆς δοκιμασίας του ἦτο ἡ καταπόνησις τῆς σωματικῆς του ὑγείας. Ὅμως ἡ Θεία βοήθεια δὲν ἄργησε νὰ ἔρθη. Ἐδέχθη οὐράνιαν τροφὴν ἀπὸ Ἅγιον Ἄγγελον καὶ θαυμαστὴν σωματικὴν θεραπείαν.
    Κατὰ τὴν ὁδοιπορίαν του ἐγνώρισε ἐναρέτους ἄνδρας, μεγάλα ἀναστήματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Γραμμάτων. Παρηκολούθησε τὶς ἱερὲς ἀγρυπνίες εἰς τὸν Προφήτην Ἐλισσαῖον μὲ λειτουργὸν τὸν Ἅγιον Νικόλαον τὸν Πλανᾶν καὶ ἱεροψάλτας τοὺς πρύτανεις τῶν Γραμμάτων Ἀλεξάνδρους, Παπαδιαμάντην καὶ Μωραϊτίδην. Ὅμως ἡ μεγαλυτέρα εὐλογία ἦτο ἡ πνευματικὴ γνωριμία του μὲ τὸν θαυματουργὸν Ἅγιον τοῦ αἰῶνος μας, τὸν Ἅγιον Νεκτάριον.
    Ἡ ὁριστικὴ ἀπόφασις νὰ ἀκολουθήση τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν τῆς μοναχικῆς ζωῆς ἐλήφθη. Ὅμως ἡ ἐκλογὴ τοῦ τόπου δὲν ὁριστικοποιήθηκε. Ἡ καρδία τοῦ εὐλαβοῦς νέου ἔκλινε πρὸς τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦτο ἡ Ἱ. Μονὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας εἰς τὴν νῆσον Πάρον. «Ὅπου καὶ νὰ πᾶς, στὴν Λογγοβάρδαν θὰ καταλήξης», τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος. Καὶ ἐκεῖ κατέληξε, σωθεὶς ἀπό βέβαιον θάνατον ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, εἰς τὴν Θεσσαλονίκην.
    Ἡ ἐπανθοῦσα Ἱ. Μονὴ τῆς Λογγοβάρδας τὸν ἐδέχθη τὸ 1907 μὲ πολλὴν ἀγάπην. Πολὺ νωρὶς λαμβάνει τὸ Μέγα καὶ Ἀγγελικὸν Σχῆμα καὶ τὸ 1912 χειροτονεῖται Ἱερεὺς καὶ στὴ συνέχεια Πνευματικός.
    Τὸ πόσον εἰργάσθη εἰς τὸν πνευματικὸν ἀγρὸν τῆς Ἐκκλησίας τὸ μαρτυροῦν τὰ ἀναρίθμητα πνευματικὰ του τέκνα ὅπου γῆς εὑρισκόμενα. Μὲ τὰ πενιχρὰ συγκοινωνιακὰ μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀφήνοντας τὴν ἀγαπητὴν του ἡσυχίαν ἔφθανε σὲ κάθε σημεῖον τῆς πατρίδος προσφέροντας εἰς τοὺς πονεμένους ἀδελφοὺς χριστιανοὺς τὴν πνευματικὴν τροφοδοσίαν τοῦ Θείου Λόγου καὶ τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ καρποφόρου δένδρου τὸ ὁποῖον ἡ Θεία Πρόνοια ἐφύτευσεν εἰς τὴν Ἱερὰν Μάνδραν τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας, ποτιζόμενον ἀπὸ τὰ νάματα τῶν χαρίτων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐδροσίζοντο οἱ καταπονημένοι στρατοκόποι τῆς ζωῆς καὶ ἀπὸ τοὺς γλυκεῖς καρποὺς του ἐτρέφοντο ὑλικῶς καὶ πνευματικῶς ἀναρίθμητες ὑπάρξεις ἐπὶ δεκαετίας.
    Πέραν ἀπὸ τὸ συγγραφικὸν του ἔργον, ὡς Πνευματικὸς ἀνέπτυξε μεγάλην ἀλληλογραφίαν. Τὰ ἐπιστολόχαρτα περιβεβλημένα πάμπολλα ἀνθρώπινα προβλήματα ἔφθαναν στὸ ταπεινὸ κελλάκι του. Καὶ σκυμμένος ἐπάνω στὸ ὑποτυπῶδες γραφεῖο του μὲ τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ ἢ τῆς λάμπας πετρελαίου ἔγραφε, ἔγραφε μέχρι τὰ μεσάνυχτα καὶ περισσότερο, γιὰ νὰ προσφέρη τὶς λύσεις τῶν προβλημάτων χαρίζοντας τὴν παρηγορίαν καὶ τὴν ἀνακούφισιν. Καὶ ὁ Οὐρανὸς προσέφερε πλουσιοπαρόχως τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν αἰτημάτων. Θεραπεῖαι ψυχῶν καὶ σωμάτων.
    Οἱ ἄνθρωποι ἔτρεχαν στὸν Ἅγιο Γέροντα, ὅπως εἶχε ἐπικρατήσει νὰ τὸν ἀποκαλοῦν ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅταν ἤθελαν νὰ ἀναφερθοῦν στὸν π. Φιλόθεον. Πολλὰ πνευματικὰ του τέκνα κυρίως ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ ἀλλαχοῦ ἔτρεχαν νὰ περάσουν τὶς Ἅγιες Ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς εἰς τὴν Λογγοβάρδαν κοντὰ στὸν π. Φιλόθεον. Διότι ἦτο ἀνεπανάληπτος Λειτουργὸς τῶν Θείων Μυστηρίων. Ἡ μεγάλη εὐλάβειά του συνδυασμένη μὲ τὴν καλλιφωνίαν καὶ τὴν βυζαντινὴν ἀπόδοσιν τῶν Ὀρθοδόξων ὕμνων συνεῖχαν κάθε πιστὸν ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς τὸν ναόν.
    Καὶ ὁ ἱερὸς Λειτουργὸς μετὰ ἀπὸ τὴν τέλεσιν τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν προσέφερε εἰς τοὺς ἐκκλησιαζομένους τὸν Θεῖον Λόγον καὶ τὴν Ἱερὰν Ἐξομολόγησιν χωρὶς νὰ ὑπολογίζη τὴν δικήν του σωματικὴν ἀνάπαυσιν. Τὴν ἀρχὴν του αὐτὴν ἐτήρησε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
    Τὸ βράδυ τῆς 7ης Μαϊου τοῦ 1980 ἐξομολόγησε τὴν τελευταίαν ψυχὴν ποὺ ἐζήτησε νὰ τὴν δεχθῆ. Καὶ τὸ πρωὶ 5:00 π.μ. τῆς 8ης Μαϊου ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴν εἰς τὸ κελλάκι του, εἰς τὸ Ἱ. Ἠσυχ. τῆς Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης τῶν Θαψανῶν, ὅπου παρέμενε τὴν τελευταίαν δεκαετίαν μονίμως καὶ ὅπου εἶχε ἑτοιμάσει τὸν τάφον του.
    Εἰς τὴν Νεκρώσιμον Ἀκολουθίαν τὸν ἐτίμησαν μὲ τὴν παρουσίαν τους Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, Ἱερομόναχοι, Μοναχοὶ καὶ ἀναρίθμητον πλῆθος πνευματικῶν τοῦ τέκνων. Ἡ κατάθεσις τοῦ Ἱεροῦ τοῦ Σκηνώματος εἰς τὸν τάφον ἔγινε τὸ ἀπόγευμα τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Εἶχαν περάσει 36 ὧρες. Νεκρικὴ ἀκαμψία δὲν ὑπῆρχε, ὅπως συμβαίνει εἰς ὅλους τοὺς μοναχούς. Πνευματικὸν του τέκνον σὲ ἀναπηρική καρέκλα μὴ δυνάμενον νὰ ἀσπασθῆ τὸ Ἱερὸν Λείψανον ἔλαβεν ἀπὸ τοὺς βαστάζοντας τὸ φέρετρον, τὸ χέρι του καὶ τὸ ἀσπάσθηκε.
    Τὸ βράδυ τῆς 9ης Μαΐου ὁ Ἅγιος Γέροντας ἀνεπαύετο εἰς τὸν τάφον του. Τὸν εἶχεν ἑτοιμασμένον ἀπὸ τὸ 1970 ὅταν, μὲ τὴν συνδρομὴν πνευματικῶν του τέκνων, ἔκτισε τὸν πρῶτον Ἱερὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στὴν Πάρο εἰς τὸν αὔλειον χῶρον τοῦ Ἱ. Ἠσυχ. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης τῶν Θαψανῶν.
    Παρέμεινε εἰς τὸν τάφον μέχρι τὸ 1993 ὁπότε ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν του Λειψάνων κατόπιν ἐπιμονῆς τῶν ἁπανταχοῦ πνευματικῶν του τέκνων.
    Κροκοβαφῆ τὰ ἱερὰ ὀστὰ καὶ ἡ Ἁγία Κάρα φυλάσσονται εἰς τὸ Καθολικόν τοῦ Ἱ. Ἡσυχαστηρίου. Πολλοὶ Ἱερεῖς, Ἱερομόναχοι, Μοναχοί, Ἱεροὶ Ναοὶ καὶ Ἱεραὶ Μοναί μᾶς παρακαλοῦν νὰ τοὺς ἀποστείλωμεν μικρὸν τεμάχιον ἐκ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων διὰ εὐλογίαν. Καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν μακρυνὴν Αὐστραλίαν, Ἀμερικήν, Καναδᾶ, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν παγωμένην Ἀλάσκαν μᾶς ἐζητήθη ἡ εὐλογία αὐτή.
    Αἱ ἅγιαι πρεσβεῖαι του εὐχόμεθα νὰ σκέπουν, νὰ εὐλογοῦν κάθε ψυχὴν ποὺ τὸν ἐγνώρισεν εἴτε ἐν ζωῇ εἴτε διὰ μέσου τῶν ὅσων ἔχουν γραφεῖ διά τὸν Ἅγιον Πατέρα καὶ νὰ προστατεύουν τὴν Ἑλλάδα, τὴν χώραν τῶν Μαρτύρων καὶ Ἁγίων, ὅλους τούς Ἕλληνας, τοὺς Ὀρθοδόξους ὅπου γῆς καὶ ὅλο τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἀμήν.
Ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου
Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης
Θαψανῶν Πάρου.

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Oι Κολλυβάδες του Άθωνα και η ελληνική Φιλοκαλία


του π. Πλακίδα Deseille

Γάλλου πρώην ρωμαιοκαθολικού και νυν ορθοδόξου Αρχιμανδρίτη
Από το βιβλίο «Φιλοκαλία», εκδ. Ακρίτας
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453), οι ανθρωπιστές του Βυζαντίου, που αντιπροσώπευαν την αντίθεση προς το παλαμικό ρεύμα, μετανάστευσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στη Δύση, όπου πήραν ενεργό μέρος στην Αναγέννηση. Κάτω από την τουρκική κυριαρχία, οι ορθόδοξοι χριστιανοί συσπειρώθηκαν γύρω από την Εκκλησία τους, που είχε αρχίσει να αναζωογονείται κατά τους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας με την ανανέωση του ησυχασμού.
Περιορισμένοι στις συνθήκες των δήμων, ταπεινωμένοι, καταπονημένοι από φόρους, υποταγμένοι στις άδικες φορολογήσεις και καταδιώξεις των Οθωμανών υπαλλήλων, εξασθενημένοι από πολλούς εξισλαμισμούς, βρέθηκαν ξαφνικά βυθισμένοι σε μεγάλη κοινωνική και πολιτιστική αθλιότητα. Μερικά ελληνικά σχολεία μπόρεσαν να επιβιώσουν μέσα στις μεγάλες πόλεις· αλλά στην ύπαιθρο μόνο τα κρυφά σχολειά, που συχνά λειτουργούσαν τη νύχτα στις ενορίες και στα μοναστήρια, παρείχαν μια στοιχειώδη μόρφωση. Ο ίδιος ο κλήρος υπέφερε συχνά από τη μεγάλη άγνοια και δεν μπορούσε να ασκήσει το λειτούργημα του κηρύγματος.
Αυτή την εποχή, η Δύση γνώριζε μία κατάσταση τελείως διαφορετική. Η ελευθερία, που απολάμβαναν τα ευρωπαϊκά έθνη, ευνοούσε μια πλατιά ανάπτυξη του πολιτισμού κάτω από όλες τις μορφές. Η ανανέωση της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μετά τη σύνοδο του Τριδέντου (Trento, 1545-1563), είχε επιτρέψει μια αξιοσημείωτη άνθιση της πνευματικής ζωής. Ωστόσο, από το 16ο αιώνα, πεποιθήσεις ορθολογιστικές, θεϊστικές η άθεες είχαν εξαπλωθεί σ’ ένα μέρος της αστικής τάξης και της αριστοκρατίας. Αυτό το ρεύμα της σκέψης απλώθηκε και παρουσιάστηκε σε όλη του τη δόξα το 18ο αιώνα με τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού. Οι ιδέες διαδόθηκαν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής, κυρίως από τους Γάλλους φιλοσόφους με επικεφαλής το Βολταίρο, και κέρδισαν την ανώτερη διανόηση της Ευρώπης.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ακριβώς απλώνεται, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ρωσία και τη Ρουμανία, η μεγάλη πνευματική ανανέωση της Ορθοδοξίας. Η δημοσίευση της Φιλοκαλίας κατέχει σ’ αυτήν μια κεντρική θέση. Ευνοημένη σε κάποιο βαθμό από τη διανοητική ανάπτυξη του Διαφωτισμού, παρουσιάστηκε την ίδια στιγμή στις ορθόδοξες χώρες σαν ένα αντίδοτο στο μαχόμενο αντιχριστιανισμό του.
Στην Ελλάδα, μυητής της ανανέωσης υπήρξε ο Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806). Καταγόμενος από την Κέρκυρα, κτήση ενετική τότε, μορφώθηκε στην Ιταλία και στη συνέχεια έγινε μοναχός στην Πάτμο. Αυθεντικά εκκλησιαστικός άνθρωπος, αλλά ταυτόχρονα πολύ ανοιχτός στη φιλοσοφία του Διαφωτισμού, θαυμαστής και μεταφραστής του Βολταίρου, του οποίου τα αντικαθολικά επιχειρήματα κρατεί αλλά ανασκευάζει τον αντιχριστιανισμό, ο Βούλγαρις ήθελε να προωθήσει τη διανοητική αναγέννηση, την ηθική και πνευματική του ελληνικού έθνους. Είχε την πρόθεση να θεμελιώσει αυτή την ανανέωση πάνω στη βάση της ορθόδοξης παράδοσης, αλλά υποτάσσοντάς τη σε μία μορφή, που εκείνος θεωρούσε απαραίτητη.
Στις προσπάθειές του τον ενθάρρυνε ο πατριάρχης της Πόλης Κύριλλος ο Ε΄. που το 1753 τον έθεσε επικεφαλής της Ακαδημίας, που άρχισε να ιδρύει στον Άθωνα. Αλλά οι Αθωνίτες, που ανησυχούσαν με τους νεωτερισμούς του Βουλγάρεως, συμμάχησαν εναντίον του, τον κατήγγειλαν στον πατριάρχη Κύριλλο Ε΄, τον εξανάγκασαν να εγκαταλείψει τα έργα του (1758) και, τέλος, κατέστρεψαν το ίδιο το κτίριο της Αθωνικής Ακαδημίας.
Ο Βούλγαρις είχε μαθητές, που μπόρεσαν να διατηρήσουν το καλύτερο μέρος της έμπνευσής του διορθώνοντας ταυτόχρονα τις αντιφάσεις και εξουδετερώνοντας τους κινδύνους της διδασκαλίας του. Οι κυριότεροι είναι ο Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800), στον οποίο οφείλουμε την πρώτη έκδοση (editio princeps) του αγίου Ισαάκ του Σύρου ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779), που άφησε το Άγιον Όρος, για να αφιερώσει στον ελληνικό λαό μία εξαιρετική κηρυκτική δράση, που εστέφθη από το μαρτύριο. Ο Αθανάσιος ο Πάριος (1722-1813), που αφού έγινε μαθητής του Βουλγάρεως στην αθωνική Ακαδημία, όπως και του διαδόχου του Νεοφύτου του Καυσοκαλυβίτου (1713-1784), υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το Όρος εξ αιτίας εσωτερικών διχογνωμιών (τη «διαμάχη των κολλύβων», που θα εξηγήσουμε πιο κάτω). Μετά την αναχώρησή του διηύθυνε τη σχολή της Χίου, που έγινε μία από τις σπουδαιότερες «εθνικές σχολές» της Ελλάδας.
Ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης και ο Αθανάσιος ο Πάριος ήταν στενά συνδεδεμένοι με δύο άλλες προσωπικότητες: Τον άγιο Μακάριο της Κορίνθου (1731-1809) και τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1748-1809). Ο πρώτος, διευθυντής της σχολής της Κορίνθου, έγινε επίσκοπός της στα 1764· υποχρεωμένος ν’ απαρνηθεί την έδρα του για λόγους πολιτικών συνθηκών, μπόρεσε ν’ αφιερωθεί απόλυτα στην πνευματική ανανέωση της Ελλάδας, της οποίας έγινε ο κύριος εμπνευστής. Ο δεύτερος, αφού συνάντησε τον άγιο Μακάριο και αγιορείτες μοναχούς εμψυχωμένους από το ίδιο πνεύμα, έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος το 1775. Επρόκειτο να αναπτύξει μια ευρεία φιλολογική δραστηριότητα σε όλους τους χώρους των εκκλησιαστικών γραμμάτων.
Οι μοναχοί, που συγκεντρώθηκαν γύρω από το Μακάριο της Κορίνθου και το Νικόδημο τον Αγιορείτη, έλαβαν το όνομα Κολλυβάδες για το ρόλο που έπαιξαν σε μία διχογνωμία, που τάραξε το Άγιον Όρος κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Επικρατούσε να κάνουν μνημόσυνα το Σάββατο και να ευλογούν τα κόλλυβα. Μοναχοί της σκήτης της αγίας Άννας, φροντίζοντας περισσότερο για τα οικονομικά τους συμφέροντα, παρά για το σεβασμό της Παράδοσης, είχαν μεταφέρει τη μνημόνευση των νεκρών στην Κυριακή, ώστε να διαθέτουν το Σάββατο για την πώληση των εργοχείρων τους. Οι κολλυβάδες αντιστάθηκαν σ’ αυτή την αλλαγή, διότι η Κυριακή, υπόμνηση εβδομαδιαία της ανάστασης, είναι ασυμβίβαστη με το πένθος και τις τελετές που το ανακαλούν. Η διαμάχη συνεχίστηκε επί πολύ και γνώρισε πολλές φάσεις. Το πραγματικό αντικείμενο της διαμάχης ξεπερνούσε πολύ τη γενεσιουργό αιτία. Επρόκειτο στ’ αλήθεια για μία σύγκρουση μεταξύ των οπαδών μιας στενής προσήλωσης στο τυπικό, διατεθειμένων να συμβιβασθούν με μια παράδοση, που το νόημά της δεν αντιλαμβάνονταν, και των πρωταγωνιστών μιας βαθιάς πνευματικής ανανέωσης. Αυτοί οι τελευταίοι εκτιμούσαν ότι θα μπορούσαν να τη στηρίξουν μόνο σε μια μεγάλη πιστότητα στην αγιοπατερική διδασκαλία και στο σεβασμό της Λειτουργικής παράδοσης και των κανόνων της πρώτης Εκκλησίας.
Τέτοιο ήταν πραγματικά το ευρύ σχέδιο των Κολλυβάδων. Να γιατί είχαν επιχειρήσει μια μεγάλη εκδοτική εργασία των Πατέρων της Εκκλησίας, χωρίς να εξαιρέσουν τους ησυχαστές του 14ου αιώνα, διότι ο παλαμισμός τούς φαινόταν ως η άκρα εφαρμογή της πατερικής παράδοσης. Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης είχε ετοιμάσει την πλήρη έκδοση των έργων του Γρηγορίου Παλαμά. Το χειρόγραφο δυστυχώς χάθηκε, όταν το τυπογραφείο της Βενετίας, όπου το είχε εμπιστευθεί, έκλεισε κατά διαταγήν της αυστριακής κυβέρνησης. Είχε καταστραφεί από το στρατό που ερευνούσε για προπαγανδιστικά επαναστατικά κείμενα απευθυνόμενα στους Έλληνες από τον Βοναπάρτη.
Στα 1777, ο Μακάριος της Κορίνθου ήλθε να μείνει στο Άγιον Όρος. Άρχισε να ψάχνει για χειρόγραφα. Ανακάλυψε τον Ευεργετινό. πολύτιμη ανθολογία ασκητικών κειμένων, που είχε συγκεντρώσει ο Παύλος, κτίτωρ της μονής του Ευεργέτου στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ευεργετινός περιείχε επίσης φιλοκαλικές συλλογές ησυχαστικών κειμένων της εποχής μεταξύ 4ου και 14ου αιώνα. Με μεγάλο ζήλο φρόντισε ν’ αντιγραφούν και πριν φύγει από τον Άθωνα εμπιστεύθηκε στο Νικόδημο τον Αγιορείτη την επιμέλεια της δημοσίευσης του Ευεργετινού, όπως και της πραγματείας του Περί της συχνής μεταλήψεως. Του ανέθεσε επίσης να ετοιμάσει για το τυπογραφείο τη Φιλοκαλία, πλουτίζοντάς την με πρόλογο και βιογραφικές σημειώσεις των παρουσιαζομένων συγγραφέων.
Η ελληνική Φιλοκαλία τυπώθηκε στη Βενετία το 1782. Το σύνολο των αντιτύπων μεταφέρθηκε στην Ελλάδα. Οι συνθήκες της έκδοσής της την έχουν στενά συνδέσει όχι μόνο με τον αθωνικό μοναχισμό αλλά και με την ευρύτερη κίνηση της πνευματικής ανανέωσης του ελληνικού λαού. Σ’ αυτήν είχαν αφιερωθεί οι Κολλυβάδες, που θέλησαν να τη στηρίξουν ταυτόχρονα στη λειτουργική ζωή, στην παράδοση της πατερικής διδασκαλίας και στην εσωτερική ζωή με κέντρο την καρδιακή προσευχή.
Πηγή: http://antifono.gr/portal/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82/%CE%98%CE%B5%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1-%CE%98%CF%81%CE%B7%CF%83%CE%BA%CE%B5%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1/%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B8%CE%AD%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD/3088-oi-kollyvades-toy-athona-kai-i-elliniki-filokalia.html



http://www.zoiforos.g

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Μιά μοναδική φωτογραφία τού Παπαδιαμάντη

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Η επέτειος τών 100 ετών από τήν κοίμηση τού Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη έδωσε τήν αφορμή νά γραφούν πολλά κείμενα ή άρθρα γιά τόν μεγάλο αυτόν σκιαθίτη λογοτέχνη. Στό σχόλιο αυτό θά γίνη αναφορά σέ κείμενο τού Παύλου Νιρβάνα πού δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Νέα Εστία» τό έτος 1933 καί περιγράφει πώς τράβηξε μιά μοναδική φωτογραφία τού Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στό καφενεδάκι τής Δεξαμενής όπου σύχναζε ο σκιαθίτης λογοτέχνης, τό έτος 1906, όπως γράφει, γιά νά μή σβησθή «η οσία μορφή του».
Ο Παπαδιαμάντης δέν ήθελε νά φωτογραφηθή έχοντας υπ’ όψη τό ρητό: «Ου ποιήσεις σ’εαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα». Ο Νιρβάνας πήρε τήν πρωτοβουλία μέ διάφορες ενέργειες -«μέ δόλο καί αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τόν άθλο μου αυτό», όπως γράφει- νά τόν φωτογραφίση. Καί γράφει: «Ένας από τούς ωραιότερους τίτλους πού αναγνωρίζω στήν ζωή μου, είναι ότι παρέδωκα στούς μεταγενέστερους τή μορφή τού Παπαδιαμάντη». Εγώ θά προσέθετα καί τό ύφος του.
Σέ κάποια στιγμή ο Παπαδιαμάντης υποχώρησε στήν αποφασιστικότητα τού Νιρβάνα, όπως γράφει ο τελευταίος. «Είχε πάρει μόνος του τή φυσική του στάση απάνω σέ μιά πρόστυχη καρέκλα, μέ τά χέρια σταυρωμένα στό στήθος, μέ τό κεφάλι σκυφτό, μέ τά μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σάν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο τέμπλο ερημοκκλησιού τού νησιού του. Ήταν μιά καλλιτεχνική σύνθεση, καί θά μπορούσε νά είναι ένα έργο τού Πανσελήνου ή τού Θεοτοκόπουλου. Αμφιβάλλω άν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μιά τέτοια ευτυχία».
Σέ αυτήν τήν διαδικασία ο Παπαδιαμάντης ήταν καί βιαστικός, δηλαδή ήθελε νά τελειώση γρήγορα αυτή η διαδικασία. Γράφει ο Νιρβάνας: «Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός γιά νά τελειώνουμε. Γιατί; Μού τό ψιθύρισε ανήσυχα στό αυτί, καί ήταν η πρώτη φορά πού τόν είχα ακούσει -ούτε φαντάζομαι πώς θά τόν άκουσε ποτέ κανένας άλλος- νά μιλά γαλλικά: «Nous excitons la curiosit du pablic», δηλαδή «ερεθίζουμε τήν περιέργεια τού κοινού». Καί τήν ώρα εκείνη ήταν «ένα κοιμισμένο γκαρσόνι τού καφενείου, ένας γεροντάκος πού λιαζότανε στήν άλλη γωνιά τού μαγαζιού, καί δυό λουστράκια πού παίζανε παράμερα».
Αυτή η φωτογραφία πού τράβηξε ο Παύλος Νιρβάνας είναι όλος ο Παπαδιαμάντης, παρουσιάζει τό ήθος καί τήν προσωπικότητά του.
Σέ πρόσφατο δημοσίευμα τού Βασίλη Γκουρογιάννη σχολιάζεται αυτή η φωτογραφία ως στάση ενός καθισμένου νεκρού. Γράφει: «καθισμένος ο όσιος άσωτος σέ μιά φτηνοκαρέκλα καφενείου μέ τά χέρια του ταπεινά σταυρωμένα, είχε χαμηλωμένα τά μάτια σχεδόν κλειστά, σάν νά μήν είχε ο απάνω κόσμος κάτι πού άξιζε νά δή. Όμως υποπτεύομαι πώς κάτω από τά βλέφαρα αυτός κάτι κρυφοβλέπει λοξά, τόν θάνατο κοιτάζει, όπως κοιτάζουν οι άνθρωποι πρός τήν κατεύθυνση πού περιμένουν νά φανή τό τρένο νά τούς πάρη. Από κάποια ηλικία διαισθάνονται οι άνθρωποι αλάνθαστα από πού θά φανή νά τούς πάρη καί κοιτάζουν πρός τά εκεί, άλλοι γαλήνιοι καί άλλοι μέ τρόμο. Στή φωτογραφία εικονίζονται σταυρωμένα τά χέρια τού οσίου, έτοιμα γιά νά μή κουράση κάποιον άνθρωπο νά τού τά σταυρώση, κλειστά τά βλέφαρα, έτοιμα νά μήν κουράσει κάποιον νά τού τά κλείσει, καθιστός μέ ευσέβεια στή στάση ακριβώς πού κηδεύουν τούς ιερωμένους γιά νά μήν κουράση κάποιους νά τόν ανακαθήσουν» (Ελευθεροτυπία 3-9-11).
Παρατηρώντας, όμως, τήν φωτογραφία αυτή πού έβγαλε ο Παύλος Νιρβάνας καταλήγω σέ ένα συμπέρασμα ότι η στάση τού Παπαδιαμάντη, εκτός τού ότι ομοιάζει μέ στάση ζωντανού νεκρού, συγχρόνως είναι στάση πού λαμβάνουν μοναχοί-ησυχαστές κατά τήν διάρκεια τής προσευχής τους. Τό σταύρωμα τών χεριών, η ελαφρά κλίση τής κεφαλής, καί μάλιστα πρός τό μέρος τής καρδιάς, τό χαμήλωμα τών ματιών παρουσιάζει τήν ησυχαστική στάση πού λαμβάνουν οι μοναχοί, όπως τό περιγράφουν διάφοροι διδάσκαλοι τής ησυχαστικής ζωής καί τής νοεράς προσευχής. Δέν γνωρίζω, βέβαια, άν ο Παπαδιαμάντης ασχολείτο μέ αυτό τό έργο, όμως είχε τό ύφος καί τό ήθος τών μοναχών πού είχε γνωρίσει στό Άγιον Όρος. Η φωτογραφία αυτή φανερώνει τήν εσωτερική του ζωή καί τήν προσωπικότητά του. Τό σημαντικό είναι ότι στήν ίδια περίπου στάση (μόνον τό κεφάλι του είναι λίγο σηκωμένο) ήταν όταν φωτογραφήθηκε μέ τόν Ναυπάκτιο Λογοτέχνη Γιάννη Βλαχογιάννη (1908). Ενώ ο Βλαχογιάννης είναι όρθιος καί κοιτά στόν φακό, ο Παπαδιαμάντης είναι καθιστός μέ τά χέρια σταυρωμένα καί κοιτά πρός τά αριστερά του.
Τελικά, αυτό πού βλέπει κανείς στό ύφος, τό ήθος καί τό έργο τού Παπαδιαμάντη είναι τό αγιορείτικο καί προσευχητικό ύφος, η στάση προσευχής καί η ταπείνωσή του.
Ο Παύλος Νιρβάνας γράφει ότι κατά τήν φωτογράφιση πήρε «μόνος του τή φυσική του στάση» καί καυχάται γιατί παρέδωκε «στούς μεταγενεστέρους τήν μορφή» του. Ο Παπαδιαμάντης μάς διδάσκει μέ τά κείμενά του, τό ύφος του, τήν μορφή του, τήν σιωπή του καί τήν φωτογραφία του. Άν συγκρίνουμε αυτήν τήν φωτογραφία μέ τίς σύγχρονες φωτογραφίες καί τήν επικοινωνιακή νοοτροπία τής εποχής μας, τότε καταλαβαίνουμε τήν διαφορά. Η εποχή στήν οποία ζούμε είναι εποχή πού ρίχνει κανείς τό βλέμμα του στόν φακό τής φωτογραφικής καί τηλεοπτικής μηχανής, ενώ η νοοτροπία τού Παπαδιαμάντη είναι νοοτροπία πού κατευθύνει τόν νού του στήν καρδιά, όπου η Χάρη τού βαπτίσματος καί τού χρίσματος, καί αναπτύσσεται η προσευχή.



PAREMBASIS

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Ο μοναχισμός ως λειτουργική άσκηση. Πρ. Γεώργιος Μεταλληνός



Τοῦ Πρωτοπρεσβ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

1. Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμὸς διατηρεῖ τὸν σύνδεσμο ἀσκήσεως καὶ λατρείας, διασώζοντας τὰ πνευματικὰ ἐρείσματα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὴν πνευματική του πορεία.
Ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ εἶναι αὐθεντικὴ σπουδὴ μετανοίας. Ὁ μοναχὸς εἶναι «ὁ στηλογραφῶν τὴν ζωὴν τῆς μετανοίας» (1).
Δεδομένου δὲ ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι οὐσιαστικὴ ἐπανάσταση, ποὺ εἰσήχθη ἐν Χριστῷ στὸν κόσμο, γιὰ τὴ συνεχῆ ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου, ὁ μοναχισμὸς διακρατεῖ τὸν Χριστιανισμὸ ὡς μόνιμη (πνευματική) ἐπανάσταση, μέσα στὸν κόσμο ἐνῶ παράλληλα συνεχίζει τὴν πνευματικότητα τῶν πρώτων αἰώνων, προφυλάσσοντας τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς ἐκκοσμίκευσης, ἐνεργώντας ἀνασταλτικὰ στὴν ἐξάπλωσή της.
Ὁ Μοναχισμὸς στὴν ἀπόλυτη συνέπειά του στὸν ἀγώνα γιὰ θέωση, ἐκφράζει σὲ κάθε ἐποχὴ τὸ «περισσόν» τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως, τὴν ὁδὸν τῆς «ὑπερβολῆς» (Α´ Κορ. 12, 31), ἡ ὁποία στὴν πνευματικὴ ζωὴ γίνεται κανόνας.
Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε «κρείσσων ὁδός»«κόσμος τῆς Ἐκκλησίας». Διότι, μολονότι ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ἔχουν κληθεῖ νὰ καταλάβουν «μὲ τὴ βία» (τὸν βιασμὸ τῆς φύσεώς τους) τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, οἱ μοναχοὶ ἀκολουθοῦν τὴν Κυριακὴ ἐντολὴ μὲ μεγαλύτερη συνέπεια, μέσα ἀπὸ τὴν συνεπέστερη καὶ πληρέστερη ἄσκησή τους.

Κατὰ συνέπεια, ὅλοι οἱ πιστοὶ ἐπιδιώκουν τὸν ἴδιο σκοπό. Οἱ μοναχοὶ ὅμως παλαίουν μὲ μεγαλύτερη ἐπάρκεια δυνατοτήτων. Ὁ δικός τους δρόμος εἶναι ἡ βίωση τῆς «ἐσχάτης ὥρας» (Α´ Ἰωάν. 2, 18), τῆς ἀδιάκοπης ἐγρήγορσης στὴν ἀναμονὴ τοῦ «ἐρχομένου Κυρίου».
Εἶναι, γι᾽ αὐτό, ὁ μοναχισμὸς ἡ αὐθεντικότερη μορφὴ χριστιανικῆς ζωῆς καὶ «φῶς» τῶν ἀγωνιζομένων στὸν κόσμο. Ἡ ἔνταξη δὲ τῆς λατρείας στὸν πνευματικὸ ἀγώνα τῶν μοναχῶν, ὅσο καὶ ἄν θεωρεῖται διαφοροποίηση στὴν ἀρχικὴ θεώρηση τῆς λατρείας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀπέβη ἡ μεγαλύτερη εὐλογία γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, διότι μέσῳ τοῦ μοναχισμοῦ συνεχίσθηκε ἡ διασύνδεση λατρείας καὶ ἐνθουσιαστικοῦ μαρτυρικοῦ στοιχείου, ἐφ᾽ ὅσον καὶ ὁ μοναχισμὸς εἶναι ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ χριστιανικοῦ - μαρτυρίου, ὡς «μαρτύριον συνειδήσεως» (2).

Ἤδη ἡ ἀποστολικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων παρουσιάζεται ὡς κατ᾽ ἐξοχὴν λατρευτική. Ἡ προσευχὴ τῶν πιστῶν ἀναπέμπεται «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ» πρὸς τὸν Θεό (Ρωμ. 15, 6· Α´ Πέτρ. 4, 1· Ἀποκ. 15, 4 κ.τλ).
Σ᾽ αὐτὴ τὴν παράδοση θὰ μείνουν πιστοὶ οἱ μοναχοί, ὡς συνεχιστὲς τῶν «ἐνθουσιαστικῶν τάσεων» τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἡ ζωή τους θὰ διαμορφωθεῖ ὡς ζωὴ λατρείας, οἱ ἴδιοι δὲ θὰ περιφέρονται ὡς «ἐν σώματι ἄγγελοι» καὶ «λειτουργικὰ πνεύματα».
Ὁ μοναχός, ἄλλωστε, δὲν «τροφοδοτεῖται» ἁπλῶς (παθητικά) στὴ λατρεία, ἀλλὰ γίνεται κοινωνὸς καὶ τελετουργός της, μετέχοντας ἔτσι στὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ.
Μὲ ὀργανωτὴ τὸν Μ. Βασίλειο, τὸ μοναστικὸ κοινόβιο συνιστᾶ μικρογραφία τῆς Ἐκκλησίας ὡς «μοναστικὴ ἐνορία», ὅπου ἡ καθημερινὴ ζωὴ ἐκφράζεται ὡς λειτουργικὴ δοξολογία.
Μέσῳ τοῦ κοινοβίου ἡ ἐκκλησιαστικὴ λατρεία ἀναπτύσσει τὴ δυναμική της στὸν χῶρο τῆς ἀσκήσεως (3).
 Στὸ γεωγραφικὸ κέντρο τοῦ μοναστικοῦ κοινοβίου ὑπάρχει πάντα τὸ Καθολικὸν ἤ Κυριακόν, ὁ κεντρικός ναὸς γιὰ τὴ λειτουργικὴ σύναξη ὅλης τῆς Μονῆς.

2. Μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς ὀργανωμένης ἀσκήσεως ἀπὸ τὸν 4ον αἰώνα, ἡ λατρεία συνδέθηκε ἄμεσα μὲ τὴν ἄσκηση (4). Οἱ μοναχοὶ ἐνσωμάτωσαν στὴ λατρεία τους τὶς γονυκλισίες, γνωστὲς ἀπὸ τὸ αὐτοκτρατορικὸ τυπικό (adoratio =προσ - κύνηση), γιὰ νὰ ἐκφράσουν συντριβή, αὐτομεμψία, ὑποταγὴ στὸν Θεό.
Ἡ λατρεία προσέλαβε, ἔτσι, ἀσκητικὸ χαρακτὴρα, ὡς μιὰ διαρ κὴς μετάνοια. Τὸ πνεῦμα αὐτὸ προδίδει ἕνας λόγος τοῦ Ἀββᾶ Παμβώ, ποὺ φανερώνει συνάμα ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὴ μορφὴ λατρείας τῶν χριστιανῶν τοῦ κόσμου: «Καὶ γάρ, οὐκ ἐξῆλθον οἱ μοναχοὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ ταύτῃ, ἴνα παρίστανται τῷ Θεῷ καὶ μετεωρίζονται καὶ μελωδοῦσιν ᾄσματα καὶ ρυθμίζουσιν ἤχους καὶ σείουσι χεῖρας καὶ μεταβαίνουσι πόδας, ἀλλ᾽ ὀφείλομεν ἐν φόβῳ πολλῷ καὶ τρόμῳ δάκρυσί τε καὶ στεναγμοῖς μετὰ εὐλαβείας καὶ εὐκατανύκτου καὶ μετρίας φωνῆς τὰς προσευχὰς τῷ Θεῷ προσφέρειν» (5).

Τὸ κείμενο αὐτὸ ἐκφράζει καθαρὰ τὸ πνεῦμα τῆς μοναστικῆς λατρείας, τοῦ ἐμβολιασμοῦ της δηλαδὴ στὴ μοναστικὴ ἄσκηση. Παρ᾽ ὅλο δὲ ποὺ στοὺς μετέπειτα αἰῶνες ὁ μοναχισμὸς θὰ προσλάβει λατρευτικὸ πλοῦτο μεγαλύτερο ἀπ᾽ αὐτὸν τῶν κοσμικῶν ἐνοριῶν, καθιστάμενος ὁ κύριος παράγοντας ἀναπτύξεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, δὲν θὰ χαθεῖ ποτὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ποὺ συνδέεται μὲ ὅλη τὴ συντηρούμενη σ᾽ αὐτὸν πνευματικὴ ἀνάταση.
Ὁ Μοναχισμὸς ἐπιτυγχάνει νὰ καθιστᾶ τὴ ζωὴ ὀργανικὴ συνέχεια τῆς λατρείας, ἀκριβῶς, μέσῳ τῆς ἀσκή- σεως. Ἡ ἔνταξη τοῦ μοναχοῦ σὲ προσευχὴ ἀπαιτεῖ καὶ αὐξημένη μετοχὴ στὴ λατρεία. Στὴ λατρεία ὁ μοναχὸς πραγματώνεται. Γι᾽ αὐτὸ καὶ θέλει νὰ ζεῖ στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ βρέφος ἀναζητεῖ τὴ μητρικὴ ἀγκάλη. Ἡ συμμετοχὴ τοῦ μοναχοῦ στὴ λατρεία τὸν διακρα- τεῖ στὴ θεοκεντρικὴ κοινωνία, ἀλλὰ καὶ σὲ κοινωνία μὲ τοὺς ἀδελφούς του. Ἀποχὴ ἀπὸ τὴ λατρεία εἶναι γιὰ τὸν μοναχὸ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ μητρικὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι, ἔτσι, παράδοξο, ὅτι οἱ ἐρημίτες - ἀσκητὲς σὲ κάθε ἐποχὴ δέχονται μέσῳ κοινοβιατῶν μοναχῶν τὴ Θεία Κοινωνία, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ κοινωνοῦν κάθε μέρα, μετέχοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ταυτόχρονα καὶ στὴν ἐκκλησια- στικὴ κοινωνία.

Μιὰ ἀπολυτοποι- ημένη ἄσκηση, ἀποξενωμένη ἀπὸ τὴ λατρευτικὴ κοινωνία, δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἐκκλησιαστικά. Ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ μεγαλύτερος μοναχολόγος τῆς Ἐκκλησίας, στὰ ἀσκητικά του συγγράματα δίνει προτεραιότητα στὴ λειτουργικὴ πράξη, τονίζοντας ὅτι «οἱ προσευχές, ποὺ δὲν ἀπαγγέλλονται ἀπὸ κοινοῦ, χάνουν πολὺ ἀπὸ τὴ δύναμή τους» (6).

3. Αὐτὴ ἡ πράξη τηρεῖται σήμερα στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἐκπροσωπεῖται σύνολη ἡ Ὀρθοδοξία. Μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος τελοῦνται ἐκεῖ περίπου πενήντα ἀγρυπνίες. Σὲ μερικὰ αὐστηρότερα κοινόβια τελοῦνται ἀγρυπνίες ὅλα τὰ Σάββατα τῶν δύο μακρῶν νηστειῶν (Χριστουγέννων καὶ Πάσχα).
Ἕνας σύγχρονος γνωστὸς ἁγιορείτης (π. Γεώργιος Καψάνης) δίνει στὸ σημεῖο αὐτὸ μιὰ σημαντικὴ αὐτομαρτυρία: «Στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ὁ μοναχὸς παραδίδεται μὲ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς παραδίδεται σ᾽αὐτόν.
Πολλὲς ὧρες κάθε μέρα ὁ μοναχὸς τὶς περνᾶ στὸ ναό, λατρεύων τὸν ἀγαπώμενο Κύριο. Ἡ μετοχὴ στὴ λατρεία δὲν εἶναι “ὑποχρέωση”, ἀλλὰ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς του, ποὺ διψᾶ γιὰ τὸ Θεό. Στὰ ἁγιορείτικα μοναστήρια κάθε ἡμέρα τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία καὶ οἱ μοναχοὶ δὲν βιάζονται νὰ τελειώσει ἡ ἀκολουθία, ὅσες ὧρες καὶ ἄν διαρκεῖ, γιατὶ δὲν ἔχουν νὰ κάνουν κάτι καλύτερο ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὸν Λυτρωτή, τὴ Μητέρα τοῦ Λυτρωτοῦ καὶ τοὺς φίλους τοῦ Λυτρωτοῦ [...]

Ἔτσι ἡ λατρεία εἶναι χαρὰ καὶ πανηγύρι, ἄνοιξη τῆς ψυχῆς καὶ πρόγευση τοῦ παραδείσου [...] Ἡ προτεραιότητα, ποὺ δίνει ὁ Μοναχισμὸς στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ὑπενθυμίζει στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κόσμο ὅτι ἄν ἡ Θεία Λειτουργία καὶ ἡ λατρεία δὲν ξαναγίνουν τὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας, ὁ κόσμος μας δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἑνοποιηθεῖ καὶ νὰ μεταμορφωθεῖ, νὰ ξεπεράσει τὴ διάσπαση, τὴν ἀνισορροπία, τὸ κενὸ καὶ τὸν θάνατο, παρὰ τὰ φιλότιμα ἀνθρωπιστικὰ συστήματα καὶ προγράμμα- τα βελτιώσεως τοῦ κόσμου.

Ὁ Μοναχισμὸς ὑπενθυμίζει ἀκόμη ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία καὶ ἡ λατρεία δὲν εἶναι «κάτι» μέσα στὴ ζωή μας, ἀλλὰ τὸ κέντρο, ἡ πηγὴ τῆς ἀνακαινίσεως καὶ ἁγιασοῦ ὅλων τῶν πτυχῶν τῆς ζωῆς μας» (7).
Τὸ κείμενο αὐτὸ εἶναι σημαντικὴ μαρτυρία γιὰ τὴ σχέση ἀσκήσεως καὶ λατρείας, ὅπως ἡ σχέση αὐτὴ ἔχει παγιωθεῖ στὴν Ὀρθοδοξία διὰ μέσου τῶν αἰώνων.

4. Ἐξίσου ὅμως καὶ ἡ ἄσκηση ἔχει ἀφήσει τὴ σφραγίδα της πάνω στὴν ἐκλλησιαστικὴ λατρεία. Ὄχι μόνο μορφές, ἀλλὰ καὶ περιεχόμενο, ἰδέες καὶ θεματικὴ τῆς ἐκλησιαστικῆς λατρείας φέρουν ἔντονο ἀσκητικὸ χαρακτήρα. Περιοριζόμαστε σὲ μερικὰ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα:
α) Καθολικὴ ἐπικράτηση καὶ στὸν «κόσμο» τῆς μοναστικῆς λειτουργικῆς πράξεως μετὰ τὸ τέλος τῆς εἰκονομαχίας.  
β) Οἱ ἰδέες τοῦ «ἀκολουθεῖν» τὸν Χριστό, τοῦ διὰ Χριστὸν πάθους, τῆς αὐτοσταυρώσεως, θέματα καθαρὰ ἀσκητικά, κυριαρχοῦν καθολικὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑμνογραφία.
γ) Πολλὲς ἑορτὲς καὶ ἀκολου- θίες εἶναι ἀφιερωμένες σὲ ἀσκητὲς -ἄνδρες καὶ γυναῖκες- ποὺ προβάλλονται ὡς πρότυπα τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητας (8).
δ) Τὸ ἀσκητικὸ ἰδεῶδες κυριαρχεῖ στὴν ἑβδομαδιαία λειτουργικὴ πράξη: Ἡ Τρίτη ἀφιερωμένη στὴ Θεοτόκο καὶ κυρίως στὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή, τὶς κορυφὲς τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς καὶ ὁδηγοὺς τῶν ἀσκουμένων στὸν ἀγώνα τους. ῾Η παρθενία καὶ ἡ ἐγκράτεια τιμῶνται, ἔτσι, λειτουργικὰ στὰ πρόσωπα τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Προδρόμου.
ε) Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ προσθέσει ἐδῶ τὴν ὕψωση τοῦ εἰκονοστασίου, τὶς μακρὲς περιόδους νηστείας, ὅπως καὶ τὸ ἔνδυμα τῶν κληρικῶν (ράσο), ποὺ εἶναι καρπὸς μακρᾶς ἀσκητικῆς -μονα- στικῆς παραδόσεως.
Ἀκόμη καὶ ἡ συνήθεια νὰ συμμετέχουν κατὰ κανόνα ὄρθιοι οἱ Ὀρθόδοξοι στὴ λατρεία, ἀποδίδεται στὴν ἐπίδραση τῆς μοναστικῆς πολιτείας (ἀσκητικὴ στάση ἔναντι τοῦ σώματος καὶ μίμηση τῆς πράξεως τῶν Ἀγγέλων στὴν οὐράνια λατρεία, οἱ ὁποῖοι «ἱστάμενοι» -ὄρθιοι- λατρεύουν τὸν Θεό) (9).
Ἡ ἀλληλοπεριχώρηση λατρεία καὶ ἀσκήσεως στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐνσαρκώνει τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εἶναι ἡ «ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ» προσέγγιση τοῦ βασιλείου τῆς Χάριτος.
Κυρίως ἡ μετοχὴ στὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων, τὴ Θεία Εὐχαριστία, κατὰ τὴν ὁμολογία τῆς ἁγιοπατερικῆς συνειδήσεως, ἀπαιτεῖ τὴν ἐγρήγορση τοῦ πιστοῦ καὶ τὴν ψυχοσωματικὴ καθαρότητά του (πρβλ. Β´ Κορ. 7, 1).
Λατρεία (Εὐχαριστία) καὶ «καθαρότης βίου» -μὲ την ἀσκητικὴ σημασία τοῦ ὅρου καὶ ὄχι τὴν ἠθικολογική- συμπορεύονται.

5. Ἡ διάσωση ἀπὸ τὸ Μοναχισμὸ τῆς αὐθεντικῆς διασυνδέσεως ἀσκήσεως καὶ λατρείας εἶναι ἀπόθεμα τῆς δυνάμεώς του γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς διαχρονικῆς δυναμικῆς του στὴν ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς Θεολογίας.
Δὲν εἶναι συμπτωματικό, ὅτι οἱ ἀληθεῖς Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας (Πατέρες) προέρχονται ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς ἀσκήσεως, καὶ μάλιστα τὴν συντονισμένη ἐκδοχή της, τὸν Μοναχισμό, τὴ φυσικὴ συνέχεια τῆς ζωῆς - παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Μοναχισμὸς συντηρεῖ στὶς αὐθεντικές τους διαστάσεις τοὺς βραχίονες τῆς θεολογήσεως καὶ τὶς πτέρυγές της στὶς πνευματικές ἀναβάσεις (λατρεία καὶ ἄσκηση). Μέσα ἀπὸ τὴν προοπτική, συνεπῶς, τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀσκήσεως καὶ λατρείας διαφαίνεται ἡ ἐγγενὴς σχέση τοῦ Μοναχισμοῦ μὲ τὴ θεολογικὴ γνώση καὶ τὴ θεολόγηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος, ποὺ ὁ γράφων θεωρεῖ ἐκ πεποιθήσεως τὸν χῶρο τῆς ἀκαδημαϊκῆς Θεολογίας (Πανεπιστήμια) ἁπλῶς ὡς δυνατότητα ἐπιστημονικῆς προσεγγίσεως καὶ ἀναλύσεως τῶν ἀποτυπώσεων μέσα στὸν ἱστορικὸ χρόνο τῶν μαρτυριῶν τῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας, ποτέ, ὅμως, ὡς προϋπόθεση ἐκκλησιαστικῆς -δηλαδὴ πρωτογενοῦς- θεολογήσεως, ὡς φανερώσεως δηλαδὴ τῆς θείας γνώσεως.
Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται στὴν ὄντως Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χῶρο τῆς μοναστικῆς ἐμπειρίας, ποὺ θεμελιώνεται στὰ κεφάλαια 12-14 τῆς Α´ Πρὸς Κορινθίους, ὅπου ὁ λόγος περὶ «πνευματικῶν» (χαρισμάτων).
Μόνο οἱ μονίμως φοιτῶντες σ᾽αὐτὸ τὸ θεοδίδακτο σχολεῖο τῆς εὐσεβείας -ὅπως οἱ μοναχοί- ἀναδεικνύονται ἄνωθεν θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας (10).

Σημειώσεις:

1. Καν. μγ´ τῆς ΣΤ ´ Οἰκ. Συνόδου

2. Ἀνδρ. Ἰ. Φυτράκη, Μαρτύριον καὶ Μοναχικὸς βίος, Ἀθῆναι, 1948. Πρβλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ. Ὁ Ἅγιος καὶ ὁ Μάρτυρας ὡς μιμητὴς τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, στὸν τόμο: Ὁ Ἅγιος καὶ ὁ Μάρτυρας στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλη- σίας (Εἰσηγήσεις ΙΒ´ Συνεδρίου Πατε- ρικῆς Θεολογίας), Ἀθήνα 1994, σ. 56- 58.

3. Γιὰ τὴν σχέση μοναχισμοῦ καὶ λατρείας βλ. τὰ «Ἀσκητικά» τοῦ Μ. Βασιλείου (PG. 31, ´520-1428).

4. Γιὰ τὸ θέμα γλ. στοῦ π. Γ. Δ. Με- ταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία σ. 61 ἑ.ἑ.

5. Βλ. W.Christ - M. Paranikas, Anthologia Graeca carminum Christianorum Lipsiae 1871, s. XXIXἑ.

6. PG. 32, 493 B.

7. «Εὐαγγελικὸς μοναχισμός», στὸ περιοδ. «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος» 1(1976), σ. 68 καὶ 70.

8. Χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις ἡ προβολὴ τῶν ὁσιακῶν μορφῶν τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος (ἀντίστοιχα τὴν Ε´ καὶ Δ´ Κυριακὴ τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς).
Γιὰ τὴν ἔμπρα- κτη ἐπιβεβαίωση βλ. J. Tyciakt Die Liturgie als Quelle östlicher Frommig keit (Ecclesia Orans, 20) Freiburg 1937.

9. Βλ. Ἰω. Φουντούλη, Τὸ πνεῦμα τῆς θείας λατρείας στά:Λειτουργικὰ θέματα, Α´ Θεσ/νίκη 1977, σ. 21. ἑ. ἑ. 10. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Θεο- λογικὴ Παιδεία καὶ Ἐκκλησιαστικὴ Ἀγωγή, Ἀθήνα 1993, (ἀνάτ. ἀπὸ τὴν «Ἐκκλησία» 1993, σ. 127 ἑ. ἑ.).


























































anavaseis

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης κι ἡ πνευματικὴ κληρονομιά του


σύνταξη: Theo, πηγή: Ἀντίφωνο

Οἱ συνθῆκες τῆς ἐποχῆς

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐμφανίζεται στὸ προσκήνιο σὲ μία ἐποχὴ δύσκολη: Μετὰ ἀπὸ αἰῶνες δουλείας (τρεῖς σὲ κάποιες περιοχές, τέσσερις σὲ ἄλλες), ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας βρίσκεται σὲ δυσχερῆ θέση.
Ἀπὸ τὴ μία, ἡ φτώχεια, ἡ καταπίεση καὶ ἡ ἀμάθεια ὁδηγοῦν πολλοὺς στὸν ἐξισλαμισμό, γιὰ λίγη οἰκονομικὴ ἄνεση καὶ ἀξιοπρεπῆ διαβίωση. Περιοχὲς ὁλόκληρες κοντεύουν νὰ ξεχάσουν τὰ ἑλληνικὰ ἢ ἔχουν συντριπτικὸ ποσοστὸ ἀναλφαβητισμοῦ καὶ ἀδυνατοῦν ν᾿ ἀντιμετωπίσουν τοὺς ξένους μισιονάριους ποὺ ζητοῦν νὰ τοὺς προσηλυτίσουν σὲ ἄλλα δόγματα καὶ νὰ τοὺς ἀφελληνίσουν. (Εἶναι γνωστὸ πὼς τὸ 1821 οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ κάτοικοι τῶν Κυκλάδων βοήθησαν τοὺς Τούρκους ἤ, στὴν καλύτερη περίπτωση, τήρησαν εὐμενῆ πρὸς αὐτοὺς οὐδετερότητα.)
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔρχονται οἱ σπουδαγμένοι στὴν Ἑσπερία καί, στὰ σχολεῖα ποὺ ἱδρύουν στὶς διάφορες πόλεις, μαζὶ μὲ τὶς νέες ἀνακαλύψεις τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν καὶ τὶς προόδους τῶν μαθηματικῶν, προπαγανδίζουν τὸν ἀγνωστικισμὸ ἢ τὴν ἀθεΐα. Γιατὶ ἡ σχολαστικὴ θεολογία ποὺ γνώρισαν στὴ Δύση, δομημένη σὲ κάποιες ἀρχὲς καὶ ἀξιώματα ποὺ δῆθεν μποροῦσαν νὰ ἑρμηνεύσουν ὁτιδήποτε, μία θεολογία, ἀποτέλεσμα διανοητικῶν διεργασιῶν, ἄρα κτιστὴ καὶ ἀνεπαρκὴς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, κατέρρεε στὶς συνειδήσεις πολλῶν μορφωμένων καί, μαζί της, ἡ πίστη τους στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἄλλη.  Ἀλλὰ τὰ κείμενα ποὺ τὴ διασώζουν αὐθεντικὰ σπάνιζαν αὐτὰ τὰ χρόνια.
Ἂν δεῖ κανεὶς τὶς ἐκδόσεις τῆς Τουρκοκρατίας, θὰ διαπιστώσει ὅτι ὁ πιστὸς λαὸς τρεφόταν πνευματικὰ κυρίως ἀπὸ λειτουργικὰ κείμενα, βίους Ἁγίων, μὲ ἀρκετὰ μυθολογικὰ στοιχεῖα, ἠθικολογικὰ κηρύγματα καὶ εὐσεβεῖς διηγήσεις, μὲ κάποιες τους νὰ ἔχουν στοιχεῖα τρόμου. Ὅσο κι ἂν ἀρκετοὶ βίωναν τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καὶ δέχονταν τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μετέδιδαν, ἐλάχιστοι καταλάβαιναν πλήρως τὰ κείμενα. Τὰ ἔργα τῶν μεγάλων Πατέρων ἦσαν ἄγνωστα, εἴτε γιατὶ οἱ σχετικὰ λίγες μέχρι τότε ἔντυπες ἐκδόσεις ἤσαν δυσεύρετες, εἴτε γιατὶ τὰ περισσότερα δὲν εἶχαν ἐκδοθεῖ καὶ βρίσκονταν σὲ δυσπρόσιτα χειρόγραφα. Ἕνας λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο βασικὰ κείμενα τῆς Ὀρθοδοξίας παρέμεναν ἀνέκδοτα ἦταν ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Βενετία, οἱ ἄλλες ρωμαιοκαθολικὲς πόλεις, ὅπου κυρίως ἐκδίδονταν τὰ ἑλληνικὰ βιβλία, ὑπάκουαν στὶς παπικὲς ἐντολὲς ποὺ δὲν ἐπέτρεπαν τὴν ἔκδοση Ὀρθοδόξων κειμένων, οὔτε κἂν λειτουργικῶν.

Τὸ ἔργο του

Ὁ ἅγιος Νικόδημος πηγαίνει στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1775, σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν. Ἤδη ἔχει λαμπρὲς σπουδὲς καὶ Ὀρθόδοξη ἀγωγή. Ἀντιλαμβάνεται τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζει τὸ Γένος καὶ μὲ ταπείνωση καὶ αἴσθημα εὐθύνης ἀναλαμβάνει νὰ βοηθήσει, τὸ κατὰ δύναμιν.
Ξέρει ὅτι ὁ λαὸς κινδυνεύει νὰ ἐξισλαμισθεῖ ἢ νὰ φραγκέψει, ὄχι τόσο γιατὶ βρίσκεται μέσα στὴν ἀνέχεια ἢ γιατὶ τοῦ λείπουν τὰ ὄπλα ἢ ἡ πολιτικὴ ὀργάνωση, ὅσο γιατὶ δὲν γνωρίζει σὲ βάθος τὴν πίστη στὴν ὁποία ἐνστικτωδῶς καὶ ἐκ παραδόσεως στηρίζεται. Ξέρει ὅτι αὐτὴ δὲν εἶναι θέμα διανοητικὸ ἀλλὰ βιωματικό. Ὅπως φανερώνουν τὰ πατερικὰ κείμενα καὶ οἱ βίοι τῶν Ἁγίων, ὅσο ἀγωνίζεται κανεὶς τὸν ἀγώνα τῶν πρακτικῶν ἀρετῶν, ὅσο προσπαθεῖ ν᾿ ἀποκτήσει ταπείνωση καὶ ἀγάπη, τόσο ὁ νοῦς τοῦ φωτίζεται ἀπὸ τὸν Θεό, δέχεται τὴ χάρη Του καὶ γεύεται «γνωστῶς καὶ εὐαισθήτως» πράγματα ποὺ ξεπερνοῦν τὴν κτιστὴ καὶ πεπερασμένη φύση του καὶ τὸν εἰσάγουν στὴν αἰωνιότητα. Τότε γίνεται πλούσιος ὑπὲρ πάντα πλοῦτον καὶ δυνατὸς ὑπὲρ πᾶσαν δύναμιν. Δὲν φοβᾶται μήπως τὸν ταπεινώσουν, τὸν ἀπογυμνώσουν ἢ τὸν θανατώσουν, γιατὶ ἤδη ζεῖ μὲ τὸν Θεό, μετέχει στὴν αἰωνιότητα.
Ξέρει ἐπίσης, ὅτι ἡ Ἀλήθεια δὲν ἀλλάζει μὲ τὶς ἐποχές. Μόνο ἡ ἔκφραση καὶ ἡ ὁρολογία μεταβάλλονται, ἀνάλογα καὶ μὲ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ ὅσων τὴν διατυπώνουν. Ἔτσι, ἀναλαμβάνει νὰ φωτίσει τὸν λαὸ μὲ κείμενα, εἴτε στὴ δημώδη γλώσσα τῆς ἐποχῆς του, εἴτε στὸ πρωτότυπο, μὲ πολλὲς ἐπεξηγήσεις. Ἄλλοι, ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, τοῦ ὁποίου ὁ ἀδελφὸς Χρύσανθος ὑπῆρξε δάσκαλος τοῦ Νικοδήμου, τὸ κάνουν μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν ἵδρυση σχολείων. Ὁ Νικόδημος τὸ κάνει μὲ τὰ βιβλία του.
Τὸ 1777, σὲ ἡλικία 28 ἐτῶν, ἀναλαμβάνει νὰ ἐλέγξει καὶ ἀποκαθάρει ἀπὸ τὰ λάθη τὸ χειρόγραφο τῆς «Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν νηπτικῶν» ποὺ τοῦ ἐγχειρίζει ὁ ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς, δηλαδὴ τῆς συλλογῆς ἀσκητικῶν καὶ νηπτικῶν κειμένων ἀπὸ τὸν 4ο μέχρι τὸν 14ο αἰώνα, νὰ συντάξει τοὺς βίους τῶν ἀνθολογουμένων συγγραφέων καὶ νὰ γράψει τὸ προοίμιο. Ἡ ἀνθολογία θὰ ἐκδοθεῖ τὸ 1782, θὰ μεταφραστεῖ σὲ πολλὲς γλῶσσες καὶ θὰ ἀποτελέσει βιβλίο ἀναφορᾶς γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Τὸ 1783 θὰ ἐκδοθεῖ ὁ «Εὐεργετινός», συλλογὴ πιὸ πρακτικῶν ἀσκητικῶν κειμένων ποὺ ἔγινε τὸν 11ο αἰώνα, τὴν ὁποία ὁ Νικόδημος ἀντιγράφει ἀπὸ ἁγιορείτικα χειρόγραφα καὶ ἀποκαθαίρει, συντάσσοντας καὶ πάλι τὸ προοίμιο. Ἀκολουθοῦν ἡ «Ἀλφαβηταλφάβητος» τοῦ ἁγίου Μελετίου τοῦ ὁμολογητοῦ (θὰ ἐκδοθεῖ μόλις τὸ 1928), τὰ ἅπαντα τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ νέου θεολόγου, τὸ «Θεοτοκάριον τὸ νέον» (κανόνες πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο), τὰ ἅπαντα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τὰ χειρόγραφα τῶν ὁποίων, δυστυχῶς, θὰ χαθοῦν στὴ Βιέννη, ἡ Ἑρμηνεία στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (διασκευὴ καὶ ἐμπλουτισμὸς τῆς σχετικῆς ἑρμηνείας τοῦ Θεοφυλάκτου Ἀχρίδος), ἡ Ἑρμηνεία στὶς λοιπὲς ἐπιστολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ Ἑρμηνεία τοῦ Ψαλτηρίου μὲ βάση τὴν ἐξήγηση τοῦ Εὐθυμίου Ζυγαβηνοῦ, ὁ «Κῆπος χαρίτων» (ἑρμηνεία στὶς ἐννέα Ὠδές), τὸ Ἀπάνθισμα ἐκ τῶν Ψαλμῶν, οἱ ἐρωταποκρίσεις τῶν ὁσίων Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου, τὸ «Ἑορτοδρόμιον» (ἑρμηνεία τῶν κανόνων τῶν δεσποτικῶν καὶ θεομητορικῶν ἑορτῶν) καὶ ἡ «Νέα Κλίμαξ» (ἑρμηνεία τῶν Ἀναβαθμῶν τῆς Ὀκτωήχου).
Μέσα στὴ μέριμνά του γιὰ τὴν πνευματικὴ τροφοδοσία τοῦ δοκιμαζομένου λαοῦ μας, ἐπεξεργάζεται τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Μαυρικίου, ἀποκαθαίροντας τὸν ἀπὸ κάποια μυθολογικὰ στοιχεῖα, πλουτίζοντας τὸν μὲ πλῆθος ὑποσημειώσεων καὶ μεταφράζοντας τὸν σὲ μία χυμώδη δημοτική της ἐποχῆς του. (Ἡ γλώσσα αὐτὴ ξένισε τὸν ἐκδότη τῆς δεύτερης ἔκδοσης, ποὺ ἀντικατέστησε πλῆθος λαϊκῶν λέξεων μὲ ἀντίστοιχες τῆς καθαρεύουσας. Εὐτυχῶς σήμερα ἔχουμε τὴν ἔκδοση τοῦ «Δόμου», τὴ μόνη ποὺ ἀναπαράγει τὴν πρώτη.) Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν «Συναξαριστὴ τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ», ὅπως τὸν τιτλοφόρησε, ποὺ παρουσιάζει συντετμημένους βίους Ἁγίων, μεταφράζει ἐπιλεγμένους ἐκτενεῖς βίους καὶ τοὺς ἐκδίδει στὸ «Νέον Ἐκλόγιον», φροντίζοντας ἡ γκάμα του νὰ ἐκτείνεται σὲ ὅλους τους αἰῶνες καὶ νὰ περιλαμβάνει ἁγίους ἐπισκόπους, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς ποικίλων ἐπαγγελμάτων καὶ κοινωνικῶν θέσεων, γιὰ νὰ ὑποδείξει στὸν καθένα τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἁγιότητα. Ἀκόμα, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ πρόβλημα τῶν ἀθρόων ἐξισλαμισμῶν, συλλέγει μαρτυρολόγια τῆς Τουρκοκρατίας, τὰ ἐπιμελεῖται, τὰ μεταφράζει καὶ τὰ ἐκδίδει στὸ «Νέον Μαρτυρολόγιον» τὸ 1799, μὲ ἕνα θαυμάσιο προοίμιο ὅπου προτρέπει τοὺς πιστοὺς νὰ παραμείνουν ἀμετακίνητοι στὴν πίστη, μιμούμενοι τοὺς Νεομάρτυρες, καὶ τοὺς ἀλλαξοπιστήσαντες νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ὀρθοδοξία. Τὸ βιβλίο αὐτὸ συντελεῖ στὴν ἀνάσχεση τῶν ἀθρόων ἐξισλαμισμῶν, βοηθᾶ πολλοὺς νὰ ἀποκτήσουν συνείδηση τῆς πίστεώς τους καὶ ὁδηγεῖ ἄλλους, ἀλλαξοπιστήσαντες κυρίως, στὸ μαρτύριο. Τὰ ἁγιολογικὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου σταδιακὰ ἐκτοπίζουν τὶς προγενέστερες συλλογὲς βίων Ἁγίων, ποὺ εἶχαν δεκάδες ἐκδόσεις ἀνὰ τίτλο, καὶ φτάνουν νὰ κυριαρχοῦν στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο.
Ἡ ἀγάπη του πρὸς τοὺς Ἁγίους καὶ ἡ μέριμνά του γιὰ τὴ διάδοση τῆς τιμῆς τους στὸν Ὀρθόδοξο κόσμο τὸν ὁδηγεῖ νὰ  συνθέσει πλῆθος Ἀκολουθιῶν (γύρω στὶς 60) ἢ νὰ συμπληρώσει ἤδη ὑπάρχουσες. Οἱ περισσότερες ἀπ᾿ αὐτὲς παραμένουν ἀνέκδοτες καὶ σώζονται σὲ ἁγιορείτικες βιβλιοθῆκες. Ξεχωρίζει ἡ Ἀκολουθία ποὺ συνέθεσε πρὸς τιμὴν τῶν Ὁσίων του Ἄθω, μὲ θαυμαστὸ ἐγκώμιο, ὅπου συνοπτικὰ βιογραφεῖ ὅλους τοὺς Ἁγίους τοῦ Ὄρους. Οἱ Ἀθωνίτες Ὅσιοι γιὰ πρώτη φορὰ ὑμνολογοῦνται κι ἐγκωμιάζονται συλλογικά. Ἐπίσης, ἐκδίδει καὶ τοὺς ὀκτώηχους κανόνες τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ ὑμνογράφου στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, ἀποκαθαίρει καὶ ἐκδίδει τὸ «Ἐγχειρίδιον» μὲ τὰ ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου, καθὼς καὶ τὸ μέγα Εὐχολόγιον, γιὰ νὰ ἔχουν οἱ ἱερεῖς μία εὔχρηστη καὶ ἀκριβῆ ἔκδοση.
Γιὰ νὰ βοηθήσει ἐξομολόγους καὶ ἐξομολογούμενους, συντάσσει καὶ ἐκδίδει τὸ 1794 τὸ «Ἐξομολογητάριον», μὲ συμβουλὲς καὶ γιὰ τοὺς δύο, βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀργότερα ἀναλαμβάνει τὸ τιτάνιο ἔργο τῆς συλλογῆς καὶ κωδικοποιήσεως αὐτῶν τῶν Κανόνων, καθὼς καὶ τῶν ἑρμηνειῶν τους ἀπὸ τοὺς ἔγκριτους κανονολόγους, τοὺς συνθέτει, παρουσιάζοντας τὴ συμφωνία τῶν συντακτῶν τους, καὶ τοὺς ἐκδίδει στὸ «Πηδάλιον» τὸ 1800, μὲ πλῆθος ὑποσημειώσεων καὶ παραπομπῶν ποὺ μαρτυροῦν τὴν ἐξαίρετη μνήμη καὶ τὶς θαυμαστὲς συνθετικές του δυνατότητες. Αὐτὸ τὸ ἔργο καθοδηγεῖ τοὺς Ὀρθοδόξους ἐξομολόγους ἀνὰ τὸν κόσμο μέχρι σήμερα.
Στὴ μέριμνά του γιὰ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τῶν πιστῶν, μὴ θέλοντας νὰ προβάλλει τὸν ἑαυτό του, ἐπεξεργάζεται καὶ βιβλία ἄλλων συγγραφέων, συνήθως ἀλλάζοντας τὰ ριζικὰ καὶ πολλαπλασιάζοντας τὸν ὄγκο τους, ὅπως τὸ «Περὶ συνεχοῦς θείας μεταλήψεως» τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου καὶ τὰ «Πνευματικὰ γυμνάσματα» καὶ τὸν «Ἀόρατο πόλεμο», τὰ ὁποῖα ἀνακάλυψε ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς στὴν πατμιακὴ βιβλιοθήκη, μεταφρασμένα ἀπὸ τὰ ἰταλικά, καὶ τὰ ἔδωσε στὸν ἅγιο Νικόδημο, νὰ τὰ ἐπεξεργαστεῖ καὶ νὰ τὰ ὀρθοδοξοποιήσει.
Τέλος, συντάσσει καὶ ἐκδίδει κάποια ἐντελῶς δικά του ἔργα. Σὲ ἡλικία 32 ἐτῶν, ζώντας ἐρημικὰ στὸ ἐρημονήσι Σκυροπούλα, χωρὶς κανένα βιβλίο μαζί του, συγγράφει τὸ «Συμβουλευτικὸν ἐγχειρίδιον περὶ φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων», ὅπου ἐκθέτει τὴν ἀσκητικὴ καὶ πνευματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, μὲ πλῆθος ἁγιογραφικῶν καὶ πατερικῶν παραπομπῶν ἀπὸ μνήμης, γιὰ νὰ ἐνισχύσει πνευματικὰ τὸν ἐξάδελφό του Ἰερόθεο, ἐπίσκοπο Εὐρίπου, ποὺ τοῦ τὸ ζήτησε. (Τὸ βιβλίο πρωτοεκδίδεται τὸ 1801.) Ἀργότερα συγγράφει τὴ «Χρηστοήθεια» μὲ ἠθικὲς συμβουλὲς πρὸς τοὺς πιστοὺς (πραγματοποιεῖ πέντε ἐκδόσεις ἀπὸ τὸ 1803 ὡς τὸ 1816), καί, πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, γιὰ νὰ ἀπαντήσει στὶς ποικίλες ἐναντίον τοῦ συκοφαντίες, συντάσσει τὴν «Ὁμολογία πίστεως», ὅπου φαίνεται ἡ καθαρότητα τοῦ Ὀρθόδοξου φρονήματός του.
Μέχρι τὸ 1809, ποὺ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, δηλαδὴ σὲ διάστημα 32 χρόνων, ὁ ἅγιος Νικόδημος συνέθεσε 120 περίπου ἔργα, ποὺ ἂν ἐκδίδονταν ὅλα μαζί, θὰ συγκροτοῦσαν 30 μεγάλους τόμους. Πολλὰ παραμένουν ἀνέκδοτα, ἐνῶ ἀρκετὰ ἐκδόθηκαν μετὰ θάνατον, λόγω τῶν δυσκόλων περιστάσεων τῆς ἐποχῆς καὶ τῆς ἀνέχειας στὴν ὁποία ζοῦσε ὁ Ἅγιος καὶ οἱ συμμοναστές του. (Κάποια παραχαράχτηκαν ἀπὸ τοὺς ἐπιμελητές τους, λόγω τῆς ἀποστάσεως ἀπὸ τὸν τόπο ἐκδόσεως ἢ τοῦ μεσολαβήσαντος θανάτου τοῦ συγγραφέα.) Ἔτσι, αὐτὸς ὁ ταπεινὸς μοναχὸς ἀναδείχθηκε ὁ πολυγραφότερος Ἁγιορείτης καὶ πιθανότατα ὁ πολυγραφότερος ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς 2ης μ.Χ. χιλιετίας.
Ἔζησε πολὺ ἀσκητικά, στὴν ἱ. Μονὴ Διονυσίου ἀρχικὰ καὶ σὲ διάφορες καλύβες τῆς Καψάλας στὴ συνέχεια, συνήθως ὡς ὑποτακτικὸς ἢ φιλοξενούμενος ἄλλων γεροντάδων. Κυκλοφοροῦσε ρακένδυτος καὶ μὲ γουρουνοτσάρουχα, αὐτὸς τοῦ ὁποίου τὶς συμβουλὲς ζητοῦσαν πατριάρχες, ἐπίσκοποι ἀλλὰ καὶ ἁπλὸς λαός. Κι ὄχι μόνο δὲν ξυπάστηκε ἀπὸ τὴν ἀναγνώριση, ἀλλὰ καὶ παραπονιόταν γι᾿ αὐτήν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ βιβλία τοῦ κυκλοφόρησαν ἀνωνύμως ἢ μὲ ὀνόματα κάποιων ἄλλων ποὺ ἐλάχιστα συνέβαλαν γι᾿ αὐτά.
Στὶς ἔριδες γιὰ τὸ θέμα τῶν μνημοσύνων καὶ τῆς συχνῆς θείας μεταλήψεως πῆρε τὸ μέρος τῶν ἀποκαλούμενων «κολλυβάδων», στοιχώντας στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, χωρὶς ὅμως νὰ ἐπιτίθεται μὲ ἀνοίκειους χαρακτηρισμοὺς στοὺς ἀντιπάλους του, ὅπως συχνὰ συνέβαινε καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές. Γι᾿ αὐτὸ καὶ παρέμεινε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ δὲν διώχθηκε ὅπως οἱ περισσότεροι ἐπώνυμοι «κολλυβάδες».
Τὸ ἔργο του εἶναι διδασκαλία καὶ μαθητεία Ὀρθοδοξίας. Ἐνῶ θὰ μποροῦσε νὰ συγγράψει πολλά, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὰ τέσσερα καταδικά του βιβλία σὲ πεζὸ λόγο, τὶς χιλιάδες ἐπεξηγήσεις, τὰ πολλὰ προοίμια, ἐγκώμια, πανηγυρικοὺς λόγους καὶ Ἀκολουθίες ποὺ συνέθεσε, προτίμησε ν᾿ ἀφήσει τοὺς προγενέστερούς του Πατέρες νὰ μιλήσουν στὸν λαό, κι αὐτὸς νὰ τοὺς σχολιάζει, ἐπεξηγεῖ, ὑπομνηματίζει, μεταφράζει... Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι οἱ μεταφράσεις του θυμίζουν αὐτὲς τοῦ Παπαδιαμάντη: Ἔχει τὴν ἐλευθερία νὰ παραλείπει ἢ νὰ προσθέτει ἀποσπάσματα, γιὰ νὰ καθιστᾷ τὸ κείμενο πιὸ εὔληπτο ἤ, σὲ κάποιες περιπτώσεις, περισσότερο Ὀρθόδοξο. Τὸ τελευταῖο συνέβη μὲ τὰ βιβλία «Περὶ συνεχοῦς θείας μεταλήψεως», «Πνευματικὰ γυμνάσματα» καὶ «Ἀόρατος πόλεμος».

Κάποιες ἐνστάσεις

Γιὰ τὰ δύο τελευταῖα ἔχει γίνει κάποιος θόρυβος, ὅτι τάχα εἰσάγουν τὴ ρωμαιοκαθολικὴ εὐσέβεια στὴ χώρα μας. Ὅμως, ἀφενὸς μὲν ὁ ἅγιος Νικόδημος δὲν τὰ μετέφρασε ὁ ἴδιος ἀλλὰ τὰ παρέλαβε σὲ χειρόγραφες μεταφράσεις χωρὶς νὰ γνωρίζει τὸν συγγραφέα τους1 καὶ ἀνέλαβε νὰ τὰ ἐπιμεληθεῖ καὶ ὀρθοδοξοποιήσει, αὐξάνοντας κατὰ πολὺ τὸν ὄγκο τους. Ἀφετέρου δέ, ἦταν κι αὐτὸς τέκνο τῆς ἐποχῆς του καί, ἂν ὑπάρχει κάποια εὐσεβιστικὴ χροιά, αὐτὴ ἀντανακλᾶ τὴν τότε περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα.
Τελευταία κατηγορήθηκε μὲ ἔμφαση κυρίως γιὰ τὸ «Πηδάλιον», ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ «Ἐξομολογητάριον». Ὅμως τὸ ὑλικὸ ποὺ παραθέτει δὲν εἶναι δικό του ἀλλὰ τῶν ἁγίων Πατέρων. Αὐτὸς ἁπλῶς τὸ κωδικοποίησε καὶ τὸ ὑπομνημάτισε. Κι ἂν κάπου ἔχει κάποιες ἀπόψεις ποὺ μπορεῖ νὰ χαρακτηριστοῦν νομικίστικες, αὐτὲς ἀφενὸς μὲν μαρτυροῦν ἐλαφρὰ ἐπιρροὴ τῶν ἀντιλήψεων τῆς ἐποχῆς του, ὅπως προαναφέραμε, ἀφετέρου δὲ εἶναι σταγόνα μπροστὰ στὸν ὠκεανὸ τοῦ ἔργου του. Κι εἶναι πολὺ ἄδικο νὰ μιλᾶ κανεὶς γιὰ «τὸν Θεὸ τοῦ Αὐγουστίνου, τοῦ Ἀνσέλμου καὶ τοῦ Νικοδήμου, τὸν τρομοκράτη Θεὸ τῶν σαδιστικῶν ἀπαιτήσεων δικαιοσύνης»2, τὴ στιγμὴ ποὺ στὰ πολλὰ ἔργα του φαίνεται ἡ συμπαθοῦσα καρδιά του καὶ παρουσιάζεται ὁ Θεὸς ὡς ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος. Ἂν δὲ δεῖ κανεὶς μόνο τὸν κατάλογο τῶν πατερικῶν καὶ ἁγιολογικῶν κειμένων ποὺ ἐξέδωσε, ὑπομνημάτισε καὶ μετέφρασε ὁ Ἅγιος, θὰ συνειδητοποιήσει πὼς πρόκειται γιὰ τὸν ἀνθὸ τῆς ἀσκητικῆς καὶ νηπτικῆς γραμματείας τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ ὁποῖα κάθε ἄλλο παρὰ ἕνα θεὸ τιμωρό, σὰν τοῦ Ἀνσέλμου, παρουσιάζουν. Κι αὐτὴ ἡ συνειδητὴ ἐπιλογὴ τοὺς μᾶς ὑποψιάζει λίγο γιὰ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς καὶ τὶς πεποιθήσεις τοῦ Ἁγίου. Τὸ ἴδιο μαρτυροῦν κι οἱ Ἀκολουθίες του.

Ἡ πνευματικὴ κληρονομιά του

Ἡ Φιλοκαλία, ποὺ μεταφράστηκε ταχύτατα ἀπὸ τὸν ἅγιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι καὶ διαδόθηκε σὲ λίγα χρόνια στὴ Μολδαβία καὶ στὴ Ρωσία, ἄλλαξε ἄρδην τὴν πνευματικὴ ζωὴ μοναστηριῶν, ἀσκητῶν καὶ λαϊκῶν. Πυροδότησε τὴν ἐμφάνιση μεγάλων στάρετς ποὺ πολέμησαν τὴν ἐκκοσμίκευση ἱ. μονῶν καὶ σκητῶν καὶ τὶς ἔκαναν κέντρα ἀσκητισμοῦ καὶ πνευματικότητας ὅπου καθημερινὰ προσέτρεχαν πλήθη πιστῶν γιὰ πνευματικὴ καθοδήγηση. Τὴ μεγαλύτερη ἀκμὴ παρουσίασε ἡ μονὴ τῆς Ὄπτινα κι ἕναν ἀπὸ τοὺς στάρετς αὐτῆς τῆς μονῆς σκιαγραφεῖ ὁ Ντοστογιέφσκι στὸ πρόσωπο τοῦ Ζωσιμᾶ τῶν «Ἀδελφῶν Καραμαζώφ». Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς σημειώσεις του, ὁ ρῶσος συγγραφέας εἶχε μελετήσει ἀρκετὴ νηπτικὴ γραμματεία (ἰδιαίτερα τὸν ἀββᾶ Ἰσαὰκ τὸν Σύρο). Ἡ καλλιέργεια τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ διὰ τῶν στάρετς, τῆς Φιλοκαλίας καὶ τῶν λοιπῶν πνευματικῶν συγγραμμάτων, τὸν βοήθησε νὰ βιώσει βαθύτερα τὴν Ὀρθόδοξη παράδοσή του καὶ ν᾿ ἀντέξει τὴ λαίλαπα τοῦ «ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ» καὶ τὶς δεκαετίες διωγμῶν ποὺ ἀκολούθησαν. Κάποιοι στάρετς, ποὺ ζοῦσαν στὶς πόλεις ἄγνωστοι γιὰ τοὺς πολλούς, βοήθησαν τοὺς ἁπλοὺς πιστοὺς ν᾿ ἀνταπεξέλθουν τὶς δοκιμασίες καὶ μεταλαμπάδευσαν τὸ πνεῦμα τῆς Φιλοκαλίας μέχρι σήμερα ποὺ μία νέα ἄνθιση Ὀρθόδοξης πνευματικότητας καὶ μοναχισμοῦ παρουσιάζεται στὴ Ρωσία.
Στὴν Ἑλλάδα ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ζωογόνησε τὸν λαὸ μὲ τὰ καθάρια νάματα τῆς Παραδόσεώς μας, τὸν ἐνίσχυσε ν᾿ ἀντέξει τὸ ὑπόλοιπο τῆς Τουρκοκρατίας, ὄχι μόνο νὰ μὴ χάσει τὴν πίστη του, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴ ζήσει βαθύτερα. Τοῦ ἔδωσε καὶ τὴ δύναμη νὰ μὴ λυγίσει ἀπὸ τὴ λαίλαπα τῆς βαυαροκρατίας ποὺ ἔκλεισε τὰ 4/5 τῶν μοναστηριῶν τοῦ νεοσύστατου κράτους, ὅριζε κατὰ βούλησιν τὰ μέλη τῆς Ἱ. Συνόδου, τὴν ἀνάγκασε νὰ συστήσει στοὺς κάτω τῶν 40 ἐτῶν μοναχοὺς καὶ μοναχὲς τῶν καταργημένων μοναστηριῶν νὰ παντρευτοῦν, πούλησε τὰ ἱερὰ κειμήλιά τους στὰ παζάρια, κατεδάφισε 70 ἱ. ναοὺς στὴν Ἀθήνα καὶ προσπάθησε νὰ εἰσαγάγει ἀλλότρια ἤθη.
Οἱ περισσότεροι «κολλυβάδες», μετὰ τὸν διωγμό τους ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, διασκορπίστηκαν στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου. Ἐκεῖ ἵδρυσαν μοναστήρια ποὺ λειτουργοῦσαν κατὰ τὸ ἁγιορείτικο τυπικό, μὲ ἔμφαση στὴ λατρευτικὴ ζωή, στὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ στὴ συχνὴ θεία μετάληψη, καὶ ἔθεσαν τὴ σφραγίδα τους στὶς τοπικὲς κοινωνίες. Στὸ Ἅγιον Ὄρος αὐτὲς οἱ τάσεις συνεχίστηκαν περισσότερο στὶς ἀσκητικὲς καλύβες, παρὰ στὰ μοναστήρια καὶ στὰ κελλιὰ μὲ τὶς μεγάλες συνοδεῖες καὶ τὶς πολλὲς δραστηριότητες. Ἐπανῆλθε ὅμως τὸ «κολλυβάδικο» πνεῦμα καὶ ἡ συχνὴ θεία μετάληψη στὰ μοναστήρια, μὲ τὴ μετατροπὴ κάποιων ἀπ᾿ αὐτά σε κοινόβια καὶ τὴν ἔλευση νέων ἀδελφοτήτων σὲ ἄλλα στὶς δεκαετίες τοῦ 1970 καὶ τοῦ 1980.
Ἕνα ἄλλο φαινόμενο τὸ ὁποῖο ποθοῦσε καὶ εὐχόταν ὁ ἅγιος Νικόδημος πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τοὺς μαθητές του στὰ προεπαναστατικὰ καὶ στὰ πρῶτα μετεπαναστατικὰ χρόνια. Ἐννοῶ τὴν ἀναβίωση τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ στὰ νησιά, μὲ τὴν ἵδρυση πολλῶν μοναστηριῶν, ποὺ ὁδήγησε στὴ σημερινὴ ἄνθισή του πανελληνίως.
Τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου κυριαρχοῦν στὴν ἐκδοτικὴ παραγωγὴ τῶν χρόνων 1782-1819, ὅταν ἐκδίδονται τὰ περισσότερα βιβλία του. Ὅπως σημειώνει ὁ Φίλιππος Ἠλιοῦ, τὴν περίοδο τοῦ ὕστερου Διαφωτισμοῦ (1801-1820), παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ κυκλοφορία τοῦ κοσμικοῦ βιβλίου εἶχε αὐξηθεῖ σημαντικότατα σὲ σχέση μὲ τὸ παρελθόν, τὸ 41% τῶν ἑλληνικῶν ἐκδόσεων εἶναι θρησκευτικές3 (ἂν ὅμως ὑπολογίσει κανεὶς τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀντιτύπων κάθε βιβλίου, ξεπερνοῦν σημαντικὰ τὸ μισὸ τῶν τυπωμένων σωμάτων). Μέσα σ᾿ αὐτὲς κυριαρχοῦν τὰ νικοδημικὰ βιβλία. Τὴν ἴδια περίοδο στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν Πελοπόννησο καὶ στὰ νησιὰ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν συνδρομητῶν τῶν ἐκδιδομένων βιβλίων παραγγέλνει ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ὅπως προσθέτει ὁ Ἠλιοῦ4. Ἂν ἑξαιρέσουμε τὸν Ἄθω, οἱ ἄλλες δύο περιοχὲς θ᾿ ἀποτελέσουν τὰ 2/3 τοῦ νεοσύστατου κράτους. Μᾶλλον δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ κάτοικοί τους, μὲ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ ἐν ὄψει τῶν δοκιμασιῶν ποὺ προανέφερα, θὰ εἶναι μπολιασμένοι στὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὰ νικοδημικὰ ἔργα. Ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Μωραϊτίδης, ὁ μείζων καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους πεζογράφους τοῦ 19ου αἰώνα, εἶχαν πολλοὺς συγγενεῖς ἡγουμένους καὶ μοναχούς, μυήθηκαν ἀπ᾿ αὐτοὺς στὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, τὴν παρουσίασαν σαρκωμένη στὴ ζωὴ καὶ στὰ κείμενά τους καὶ ποδηγετοῦν ἀκόμα τοὺς Ἕλληνες (ἂς θυμηθοῦμε τὴ ρήση τοῦ Ἐλύτη: «Ὅταν βρίσκεστε σὲ δύσκολες στιγμές, ἀδελφοί, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό, μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.»).
Ἔτσι, τὰ νάματα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου μᾶς ἀρδεύουν μέχρι σήμερα. Ἡ «πνευματικὴ» ἡγεσία τοῦ τόπου ὅμως θέλει νὰ τὸν ξεχάσουμε. Τὰ σχολικὰ βιβλία, ἐνῶ ἀσχολοῦνται μὲ ἐλάσσονες λογίους του Διαφωτισμοῦ, ποὺ ἐλάχιστα ἐπηρέασαν τοὺς Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς τους, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὴν κυκλοφορία καὶ διάδοση τῶν βιβλίων τους, δὲν ξέρω ἂν ἀναφέρουν κἂν τὸν ἅγιο Νικόδημο ἢ τὸν μέγα ἀπόστολο τοῦ Γένους ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, ποὺ δέσποσαν στὶς συνειδήσεις τῶν πολλῶν κατὰ τὴν προεπαναστατικὴ περίοδο. (Εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς ὁ Κ. Θ. Δημαρᾶς, εἰσηγητὴς αὐτῆς τῆς τάσης στὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ, ἀπὸ τὶς 946 σελίδες τῆς «Ἱστορίας τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας», ἀφιερώνει κοντὰ στὶς ἑκατὸ στοὺς λογίους του Διαφωτισμοῦ, δίνει μόλις μία καὶ κάτι στὸν ἅγιο Κοσμᾶ καὶ τρεισήμισι στὸν Παπαδιαμάντη, προσπαθώντας ἐμφανῶς ν᾿ ἀπαξιώσει τὸ ἔργο του μὲ ὅσα γράφει γι᾿ αὐτόν. Τὸν δὲ ἅγιο Νικόδημο, τὸν συγγραφέα μὲ τὶς μεγαλύτερες κυκλοφορίες κατὰ τὴν περίοδο 1782-1845, οὔτε ποὺ τὸν μνημονεύει!)
Τὸν Παπαδιαμάντη τὸν ἐπανέφεραν δυναμικὰ στὸ προσκήνιο οἱ ὁμότεχνοί του, καὶ σήμερα θεωρεῖται ὁ μέγιστος τῶν πεζογράφων μας, κάτι ποὺ ὁ Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος ἀποκάλεσε «νίκη τῶν ποιητῶν». Θὰ ἔλεγα, καὶ νίκη τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ἀπὸ τὸ πνευματικὸ περιβάλλον τοῦ ὁποίου ξεπήδησε ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος.

Σημειώσεις

1. Βλ. Ἐμμ. Φραγκίσκου, «Ἀόρατος Πόλεμος» (1796), «Γυμνάσματα Πνευματικὰ» (1800). Ἡ πατρότητα τῶν «μεταφράσεων» τοῦ Νικοδήμου Ἁγιορείτη, «Ὁ Ἐρανιστής», ἔτος ΚΕ-ΛΑ, τόμος 19 (1993), σ. 104.
2. Χρήστου Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση στὴ Νεώτερη Ἑλλάδα, Ἀθήνα 1992, σ. 206. Ὁ Γιανναρᾶς γράφει πὼς ὁ ἅγιος Νικόδημος «ἐπιλέγει, μεταφράζει καὶ ἐκδίδει, σὰν βιβλία “ψυχοφελέστατα” γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους, δύο τυπικὰ ρωμαιοκαθολικὰ ἐγχειρίδια» (ὅ.π., σ. 199), ἀγνοώντας, ὅπως προκύπτει ἀπὸ μελέτες, μεταγενέστερες τοῦ βιβλίου του (τοῦ Ἐμμ. Φραγκίσκου, ὅ.π., ἀλλὰ καὶ τοῦ Κ. Παπουλίδη, Ἁγιορειτικά, Ἅγιον Ὄρος 1993, σσ. 125-127) ὅτι ὁ Ἅγιος ἔχει ἀλλάξει ἄρδην τὸ περιεχόμενό τους, προσθέτοντας καὶ πολὺ νικοδημικὸ ὑλικό. Π.χ., τὰ «Πνευματικὰ γυμνάσματα» ἀπὸ ἕνα τευχίδιο τῶν 30 σελίδων, μεταμορφώθηκαν σὲ τόμο τῶν 650.
3. Φίλιππου Ἠλιοῦ, Ἑλληνικὴ Βιβλιογραφία τοῦ 19ου αἰώνα. Τόμος 1ος, 1801-1818, Ἀθήνα 1997, σσ. νστ-νζ.
4. ὅ.π., σ. νστ.



AΠΟ ΕΔΩ

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Η «φιλοκαλική» Αναγέννηση και η επίδρασή της στην Ορθόδοξη Ευρώπη


Του Γιώργου Καραμπελιά

Οι Κολυβάδες επανενεργοποίησαν ένα σημαντικό ιδεολογικό και πολιτισμικό ρεύμα του οποίου οι επιδράσεις ξεπερνούν τα όρια του ελληνικού χώρου και φθάνουν στη Ρωσία, μέσω μιας διαφορετικής «αναγέννησης», την οποία φαίνεται να αγνοούν ή να παρασιωπούν οι ιστορικοί μας, της «Φιλοκαλλικής Αναγέννησης». Πράγματι η επίδραση των Κολυβάδων στην διαμόρφωση της ιδεολογίας του σλαβόφιλου και αντιδυτικού πνεύματος, σε όλο τον ορθόδοξο χώρο και κατεξοχήν στη Ρωσία, αποσιωπάται συστηματικά  και παραμένει άγνωστη…


Η έκδοση από τον Μακάριο Νοταρά και τον Νικόδημο Αγιορείτη της Φιλοκαλίας, μια συλλογής μεταφρασμένων στα νεοελληνικά κειμένων των Πατέρων της εκκλησίας, που έως τότε κείτονταν ξεχασμένοι σε παλιά χειρόγραφα στο Άγιο Όρος και αλλού, υπήρξε τουλάχιστον ισάξιας σημασίας με την έκδοση των αρχαίων ελληνικών κειμένων από τον Κοραή και τον Δούκα. Εγκαινίαζε μια πνευματική παράδοση που στη νεώτερη Ελλάδα επανεύρισκε το νήμα του ριζικού αντιδυτικισμού, εκεί που το είχε αφήσει ο Γρηγόριος ο Παλαμάς και έτσι θεμελίωνε μια παράδοση που περνώντας από τον Παπουλάκο και τον Παπαδιαμάντη, θα φθάνει μέχρι τη σύγχρονη Νέο-ορθοδοξία. Έριχνε πνευματικές γέφυρες προς τον ορθόδοξο κόσμο των Βαλκανίων και της Ρωσίας, που σε μεγάλο βαθμό είχαν διακοπεί μετά  την Άλωση, φθάνοντας μέχρι τον Ντοστογιέφσκυ, τον Μπερντιάγιεφ και τη σύγχρονη ρώσικη σχολή.
Δεν είναι προφανώς τυχαίο πως η πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού είναι σφαιρική και  καθολική, δεν κατευθύνεται μόνο προς την παιδεία του Διαφωτισμού, προς την επιστροφή στους Αρχαίους Έλληνες, αλλά επεκτείνεται και στην «επιστροφή» στους Πατέρες της Εκκλησίας και την πνευματική παράδοση του Βυζαντίου.
Αυτό το πνευματικό γεγονός, που παρασιωπήθηκε συστηματικά, απορρίπτει την κοινωνία και τις ιδεολογικές αρχές του αναπτυσσόμενου δυτικού κόσμου και κηρύττει την επιστροφή σε έναν κόσμο που θα διαπνέεται από τις παλιές αξίες του Βυζαντίου και του ορθόδοξου μοναχισμού. Αυτό το πνευματικό ρεύμα δεν θα περιοριστεί, όπως μπορούμε να πιστέψουμε με μια πρώτη ανάγνωση, στο κίνημα του Παπουλάκου, ή το θρησκευτικό-πολιτικό κίνημα του Απόστολου Μακράκη. Θα προσελκύσει ή θα επηρεάσει προσωπικότητες όπως ο Κολοκοτρώνης – που φυλακίστηκε για συνομωσία –, ο Νικηταράς – που υπήρξε μέλος της «Φιλορθόδοξης Εταιρείας» και διώχθηκε ως συνωμότης – και ο Μακρυγιάννης, και θα έχει ως πνευματικό του τέκνο τους δύο σημαντικότερους νέο-έλληνες πεζογράφους, τον… Μακρυγιάννη και τον Παπαδιαμάντη.
Και όμως ένα τέτοιο ρεύμα, το μοναδικό που στη νεοελληνική ιστορική διαδρομή που θα επιδράσει καθοριστικά και εκτός Ελλάδας, και μάλιστα σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο, θα παραμένει άγνωστο και θα αποσιωπάται. Γιατί δεν διαθέτουμε, ιδιαίτερα στους τομείς των κοινωνικών επιστημών, μια διανόηση που να μελετάει τα ελληνικά φαινόμενα. Η διανόηση στις κοινωνικές επιστήμες μεταφέρει, αναπαράγει, αλλά σπανίως παράγει.
Στην περίοδο που πραγματευόμαστε η επίδραση των Κολλυβάδων και του κινήματος τους θα είναι αποφασιστική. Ο κυριότερος αγωγός του θα είναι ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, Ουκρανός μοναχός, που έμεινε για πάνω από εικοσιπέντε χρόνια στο Άγιο Όρος, από το 1746 έως το 1763, και αφού έμαθε τα ελληνικά ήρθε σε επαφή με τα κείμενα των Πατέρων και των ησυχαστών.
Στη συνέχεια μαζί με εξηντατέσσερεις μοναχούς μολδοσλαβικής καταγωγής επέστρεψαν στη Ρουμανία όπου, με την βοήθεια του ηγεμόνα Κωνσταντίνου Μουρούζη, ανέδειξαν την μονή Νεάμτσου σε κέντρο του ορθόδοξου μοναχισμού, η οποία διέθετε σχολή ελληνικής γλώσσας και ανέλαβε την μετάφραση τόσο της Φιλοκαλίας στα σλαβονικά όσο και πολλών άλλων κειμένων. Η μονή Νεάμτσου επέβαλε παράλληλα και μια μορφή μοναστικού κοινοβίου, με βάση τα πρότυπα του Αγίου Όρους, όπου ίσχυε η απόλυτη κοινοκτημοσύνη, η νοερά προσευχή και η από κοινού μελέτη των έργων των πατερικών κειμένων. Στον αρχόμενο 19o αιώνα η ρωσική μονή Όπτινα, μια από τις τουλάχιστον 103 ρωσικές μονές που ακολουθούσαν τη σχολή του Παϊσίου, στελεχωμένη με μαθητές του, μεταβλήθηκε στο κέντρο της εισαγωγής στη Ρωσία της Φιλοκαλίας και των κειμένων της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης. Η μονή της Όπτινα αποτέλεσε και την έδρα ορισμένων από τους μεγαλύτερους στάρτσκι της ρωσικής παράδοσης τον 19o αιώνα, όπως του Μακάριου και του Αμβρόσιου. Όταν ο φιλόσοφος Ιβάν Βασίλιεβιτς Κιρεγέφσκι (1806-1856), που είχε χρηματίσει μαθητής του Σέλλινγκ και του Σλεϊερμάχερ στη Γερμανία, έλθει σε επαφή με τον «στάρετς» Μακάριο της Όπτινα θα πραγματοποιηθεί η μετάβαση από το πεδίο της θρησκείας στη φιλοσοφία. Ο Κιρεγέφσκι μαζί με τον φίλο του και ομοϊδεάτη Xομιακώφ θα θεωρηθούν οι ιδρυτές του ρεύματος των σλαβοφίλων. Το κύριο έργο του Κιρεγέφσκι και του Μακάριου θα είναι η έκδοση των σλαβονικών μεταφράσεων του Βελιτσκόφσκι των κειμένων των Ελλήνων πατέρων καθώς και νέων στα ρωσικά,. Ανάμεσα στα άλλα έργα που εξέδωσαν ήταν και εκείνο του Αρχιεπισκόπου Νικηφόρου Θεοτόκη, Τέσσαρες κατηχητικοί λόγοι προς μοναχήν, το οποίο εξεδόθη σε δύο εκδόσεις το 1848 και το 1849, στη μετάφραση του Βελιτσκόφσκι.
Η απόπειρα μιας «ανατολικής οδού» προς τη νεωτερικότητα
Το λεγόμενο ρεύμα των «σλαβοφίλων», που θα συκοφαντηθεί ως «σκοταδιστικό» σε ό,τι αφορά στους ιδρυτές του, τους Ακσάκωφ, Κιρεγέφσκι και Χομιακώφ, θα επιχειρεί μία σύζευξη της ρώσικης και ορθόδοξης ταυτότητας με την νεωτερικότητα και την παγκοσμιότητα. Μάλιστα οι περισσότεροι από τους επιφανείς οπαδούς του χρημάτισαν ενθουσιώδεις οπαδοί του Χέγκελ και του Σέλλινγκ. Ο Αλεξέι Στεπάνοβτς Χομιακώφ (1804-1860) που ανάμεσα στους δασκάλους του περιλαμβανόταν και ένας Έλληνας λόγιος, επέκρινε τον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό, θεωρώντας τους ως παραλλαγές της ίδιας κοσμοθεωρίας. Το όραμά του ήταν μια οργανική κοινωνία-κοινότητα, που θα συνδυάζει την ελευθερία και την αναγκαιότητα-συνεργασία και αποδιδόταν με έναν όρο που έγινε πασίγνωστος στη συνέχεια, «σομπορνόστ», (αλληλεγγύη και ομοφωνία ταυτόχρονα). Ο Κιρεγέφσκι όπως και ο Χομιακώφ θα καταδιωχθούν από το ρωσικό καθεστώς. Για τον Κιρεγέφσκι η δυτική φιλοσοφία οδηγείται σε ένα αδιέξοδο. Απέναντι σε αυτό το διέξοδο ο «καλλιεργημένος Ρώσος θα βρει στα βάθη μιας ιδιαίτερης φιλοσοφίας, που παραμένει ζώσα στην φιλοσοφία των αγίων της εκκλησίας, τις πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις». «Στην παλιότερη ζωή της πατρίδας του, θα του δοθεί η δυνατότητα να κατανοήσει την ανάπτυξη ενός άλλου πολιτισμού».
Ο μεγάλος Ρώσος ιστορικός Ριαζανόφσκυ θα δείξει πως οι «σλαβόφιλοι δημιούργησαν έναν ορθόδοξο και ρωσικό αυθεντικό ρομαντισμό. Οι απόψεις του Χομιακώφ αποδίδονται με τον καλύτερο τρόπο στην ακόλουθη περιγραφή του Α. Οσσίπωφ:
Ο Χομιακώφ θέλει μονίμως να υποδεικνύει ότι η Εκκλησία είναι ένας ζωντανός οργανισμός και όχι ένας μηχανισμός, ένα ζωντανό σώμα, που αποτελείται από ένα άπειρο πλήθος κυττάρων ομοουσίων μεταξύ τους και όχι από ένα εξωτερικό άθροισμα ταυτόσημων στοιχείων, ακόμα και εάν έχουν συναρθρωθεί αρμονικά. Σε αυτή την ιδέα ο Χομιακώφ και όλοι οι ομοϊδεάτες του διαβλέπει τη λύση ενός από τα σημαντικότερα κοινωνικά και θεολογικά προβλήματα, αυτό της ελευθερίας του ατόμου μέσα στην κοινωνία […]
Ο Χομιακώφ επιμένει διαρκώς πάνω στην προτεραιότητα της αγάπης, στην θεμελιώδη σημασία της για όλες τις όψεις της ζωής της Εκκλησίας και της κοινωνίας […] Η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται ούτε στον αυτόνομο, ανεξάρτητο χριστιανό, ούτε στην κοινωνία, ούτε στην μεγαλοφυΐα, αλλά στον αμοιβαίο έρωτα, δηλαδή στην αγία και καθολική Εκκλησία.
Σε ότι αφορά στους μεγάλους Ρώσους συγγραφείς του 19ου αιώνα, εδώ η επίδραση της ορθόδοξης παράδοσης θα είναι άμεση. Στη μονή της Όπτινα θα συχνάζουν οι συγγραφείς Νικολάϊ Γκόγκολ και, ο Κωνσταντίν Λεόντιεφ, που θα γίνει μοναχός στο τέλος της ζωής του, ο Λέον Τολστόϊ, ο Βλαντιμίρ Σολοβιώφ. Όσο για τον Ντοστογιέφσκι, όχι μόνο θα επηρεαστεί βαθύτατα από το πνεύμα της Φιλοκαλίας και από τους στάρτσκι της Όπτινα, Μακάριο και Αμβρόσιο, αλλά θα τους μεταβάλει, και σε ήρωες των βιβλίων του και σε πρότυπο του στάρετς Ζωσιμά των Αδελφών Καραμαζώφ.
Δυστυχώς δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε περισσότερο πάνω στην επίδραση, άμεση και έμμεση, τόσο του εθνικο-απελευθερωτικού και διαφωτιστικού ρεύματος και των Κολυβάδων στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά ελπίζουμε ότι υπογραμμίσαμε τουλάχιστον μια αγνοημένη παράμετρο ιδιαίτερα σημαντική για την ελληνική πνευματική ζωή· ίσως επρόκειτο για την τελευταία φορά που η ελληνική οικουμένη θα επιδράσει τόσο ουσιαστικά στον γεωπολιτικό και πολιτισμικό της περίγυρο.

* Απόσπασμα από το ανέκδοτο (τότε) βιβλίο του συγγραφέα: Η Ελληνική Αναγέννηση, 1700-1922, Μέρος Α΄ Ο φωτισμός και η παλιγγενεσία (1700-1821). Αναδημοσίευση από το αφιέρωμα «Το πνευματικό κίνημα των Κολλυβάδων», στο περιοδικό “Πειραϊκή Εκκλησία”, τχ 205, Ιούνιος 2009.

ΠΗΓΗ: Τρίτη, 30 Αύγουστος 2011, Πρώτη διαδικτυακή ανάρτηση: Αντίφωνο
από αποικία ορεινών μανιταριών

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος





Γεννήθηκε στο χωριό Κώστος της Πάρου το 1721 από ευκατάστατους γονείς. Ο πατέρας του Απόστολος Τούλιος καταγόταν από τη Σίφνο και είχε άλλα τρία παιδιά. Στο νησί του έμαθε τα πρώτα γράμματα από ρασοφόρους των εκεί μονών. Η Πάρος του έδωσε το επίθετό του.
Το 1745 μεταβαίνει για σπουδές στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, όπου παραμένει επί εξαετία. Τότε δίδασκαν εκεί οι γνωστοί παραδοσιακοί δάσκαλοι Ιερόθεος Δενδρινός ο Ιθακήσιος και Χρύσανθος Καραβίας, οι οποίοι τον επηρέασαν αρκετά στην υγιή εντρύφηση του κάλλους της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Το 1751 έφθασε στο Άγιον Όρος, στην επίσης ξακουστή Αθωνιάδα Σχολή, που είχε ιδρύσει πλησίον της μεγάλης και πλούσιας μονής του ο αρχιμανδρίτης Μελέτιος Βατοπαιδινός, με καθηγητή του τον πολύ Ευγένιο Βούλγαρη και συμμαθητή του τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Η εξάχρονη φοίτηση του Αθανασίου στην Αθωνιάδα ήταν γόνιμη και τον βοήθησε πολύ στην κατοπινή του πορεία. Σε αυτό συνέβαλε ιδιαίτερα η μαθητεία του στον Βούλγαρη.
Το 1758 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Σχολής του Ελληνομουσείου της Θεσσαλονίκης επί διετία. Η εκεί καταστρεπτική ασθένεια της πανώλης τον αναγκάζει ν’ αναχωρήσει για την Κέρκυρα και να μαθητεύσει ξανά στον Νικηφόρο Θεοτόκη. Από εκεί προσκαλείται από τον συμμαθητή του Παναγιώτη Παλαμά στο Μεσολόγγι ως ιεροκήρυκας. Επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη το 1767 και διευθύνει το Ελληνομουσείο μέχρι το 1770, όπου έχουμε την έκρηξη επαναστάσεως. Καταφεύγει στη γνωστή φίλη αθωνική ησυχία, μένει για λίγο στη μονή Ιβήρων και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Αθωνιάδος Σχολής (1771-1776). Την εποχή αυτή χειροτονείται ιερέας από τον επίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρά, με τον οποίο θα συνεργασθεί και συναγωνισθεί στο θέμα της διατηρήσεως και επανόδου των ιερών θεσμών της Ορθοδόξου Παραδόσεως, «αναδεικνυόμενος απολογητής και μαχητικός ηγέτης των Κολλυβάδων». Ο σοφός Αθανάσιος «εμφανίζεται ως σθεναρός υπέρμαχος του ορθού και της αλήθειας, εις την περίπτωσιν αυτήν προσπαθεί να συμβιβάση τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, να αμβλύνη τις διαφορές και να ενώση τα διεστώτα». Δυστυχώς η στάση του Αθανασίου παρεξηγήθηκε, και κατόπιν συκοφαντικών εισηγήσεων από ψευδαδέλφους καταδικάσθηκε το 1776 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι εισηγείται ετεροδιδασκαλίες. Έτσι απομακρύνεται λυπημένος από το φίλτατο Άγιον Όρος.
Στη Θεσσαλονίκη αναλαμβάνει πάλι τη διεύθυνση του Ελληνομουσείου. το 1781 αποκαθίσταται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και εγκωμιάζεται ως «ανήρ ων ου των ευκαταφρονήτων σοφίας τε μετεσχηκώς της θύραθεν και της καθ’ ημάς και καλώς μεμυημένος τα θεία και ευπαιδευσία τω όντι τη καθηκούση κεκοσμημένος». Μάλιστα τον καλούν στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και του προτείνουν επισκοποποίηση. Εκείνος ειλικρινά και ταπεινόφρονα τους απαντά: «Τας μεν αρχιερατείας τιμώ και προσκυνώ, αλλά δεν είμαι άξιος. Αν εκαταλάμβανα ότι έκαμα περισσότερον καρπόν εις την Βασιλεύουσαν πόλιν, ήθελα έλθει αυτόκλητος· άφετέ με, παρακαλώ, εδώ εις τα πέριξ να ωφελώ όσον δύναμαι τους αδελφούς μου και το Γένος μου».
Το 1787 μεταβαίνει στη Χίο, όπου θα παραμείνει έως της μακαρίας κοιμήσεώς του, διδάσκων, κηρύττων, συγγράφων, λειτουργών, προσευχόμενος και ασκούμενος.
Ο όσιος Αθανάσιος ο Πάριος, κατά τις δύο περίπου εξαετίες της παραμονής του στην Αθωνιάδα, την πρώτη φορά ως μαθητής άριστος και τη δεύτερη ως σχολάρχης εξαίρετος, μελετά με φιλοπονία και ετοιμάζεται για μεγάλο έργο. Γράφει ένας των βιογράφων του: «Άπληστος και ακαταπόνητος στη φιλομάθειά του, καταγίνεται εντατικά στις ιδιαίτερές του αυτές μελέτες με την έρευνα της ελληνικής ιστορίας και της κλασσικής παιδείας… ερευνά τις βιβλιοθήκες της Σχολής και όλων των αγιορειτικών μονών… καταρτίζεται λοιπόν η γεμάτη από άγιους οραματισμούς αυτή καρδιά και διάνοια και για “εργάτης του Ευαγγελίου”. Εξασκείται εντατικά και συστηματικά στο θείο κήρυγμα, για να «ωφελήση», όπως συχνά εδήλωνε «το Γένος του». Είναι πλασμένος για ιεραπόστολος και εθναπόστολος».
Όπως αναφέραμε, ο όσιος Αθανάσιος υπήρξε ενεργό, δραστήριο, τολμηρό και άφοβο μέλος της ευκλεούς τριάδος, μετά του Μακαρίου και Νικοδήμου, των Κολλυβάδων. «Η προσωνυμία τούτη έλαβε από τότε χαρακτήρα ιερό, τίτλο τιμής, για τους μεγάλους αυτούς ανακαινιστές… Κολλυβάς έγινε ταυτόσημο μέ το αναδημιουργός. Γιατί πραγματικά οι Κολλυβάδες εζητούσαν αλλαγές. Όχι βέβαια νεωτεριστικές μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα· εννοούσαν να ξαναφέρουν τόσο στο μοναχισμό όσο και στου λαού γενικά τη ζωή, το πρωτοχριστιανικό, το γνήσιο του Χριστού πνεύμα. Πλην δε από τα άλλα συνιστούσαν και τη συχνή θεία Κοινωνία, σύμφωνα με την παράδοσι του Μυστηρίου από τον Κύριο και την πράξι της Αρχαίας Εκκλησίας. Σε τούτο όμως σφοδρά αντιδρούσανε μεγάλο μέρος Αγιορειτών Πατέρων. Η Εκκλησία μ’ αλλεπάλληλες αποφάσεις εκανόνισε το θέμα κατά την αρχική παράδοσι. Μάλιστα ο Γρηγόριος ο Ε΄ με δυο του εγκυκλίους (1807 και 1819) εδικαίωσε πέρα για πέρα των Κολλυβάδων τις απόψεις».
Ο όσιος Αθανάσιος και οι ομόφρονές του Κολλυβάδες «δεν ημπορεί να εζήτουν απλώς μίαν στενόκαρδον προσήλωσιν εις τύπους. Πίσω από την ημέραν της τελέσεως των μνημοσύνων και την συνεχή θεία μετάληψιν εκρύπτετο το πλέον σοβαρόν αίτημα της Ορθοδοξίας. Η Παράδοσις». Πιστός πάντοτε στις παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας αγωνίσθηκε πολύ κατά των επιδράσεων του ρωμαιοκαθολικισμού και του γαλλικού διαφωτισμού. Στον αγώνα του είχε πρότυπα δύο μεγάλους αγίους, τον Αγιορείτη Γρηγόριο τον Παλαμά και τον Μάρκο Ευγενικό Εφέσου. Για τον πρώτο γράφει βιβλίο, που περιλαμβάνει σε παράφραση τον βίο του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, και για τον δεύτερο επίσης βιβλίο με τον τίτλο «Ο Αντίπαπας».
Η παραμονή του οσίου Αθανασίου του Παρίου στη διεύθυνση της Σχολής της Χίου από το 1788 ως το 1811 της έδωσε μεγάλη φήμη και φοίτησαν σπουδαίοι μαθηταί. Το έργο του Αθανασίου συνίστατο κυρίως στην προβολή των ιερών κειμένων της Ορθοδόξου Παραδόσεως απέναντι στο δυνατό ρεύμα του Διαφωτισμού. Αφετηρία, τροφή και πηγή εμπνεύσεως του διδακτικού του έργου είναι τα αγιοπατερικά έργα και όχι οι νέες ιδέες της Δύσης, οι ξένες από την πλούσια παράδοση του εγχώριου πολιτισμού. Αρκετοί λόγιοι της εποχής εκείνης αντέδρασαν στη στάση, το ήθος, τον τρόπο και την εμμονή του Αθανασίου στις πατροπαράδοτες παραδόσεις, όπως οι Βενιαμίν Λέσβιος, Αδαμάντιος Κοραής και Κωνσταντίνος Κούμας, οι οποίοι τον κατηγορούσαν για συντηρητισμό, οπισθοδρομικότητα, στενοκεφαλιά και γεροντικό πείσμα. Εντούτοις ο υπομονετικός, σοβαρός, σοφός, θεοσεβής και ελληνοτραφής Αθανάσιος υπήρξε βράχος ακλόνητος της πίστεως, «κυρίαρχη μορφή λογίου ανδρός που αγωνίσθηκε κατά της δυτικής αλλοτριώσεως του χώρου της Ορθόδοξης Ανατολής… η ενσάρκωση μιάς πνευματικής στάσης, πιστά προσκολλημένης στην Παράδοση των Πατέρων, Παράδοση εκκλησιαστικής εμπειρίας, εκκλησιαστικού γεγονότος, κάλλους και σοφίας».
Ο όσιος Αθανάσιος πέρα από την πολύτιμη διδακτική και κηρυκτική του δράση άφησε, όπως και οι άλλοι Κολλυβάδες, ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, που περιέχεται σε αξιόλογα βιβλία απολογητικού, δογματοκανονικού, λειτουργικού, παιδαγωγικού, αγιολογικού, υμνολογικού, ομιλητικού, επιστολογραφικού περιεχομένου. Ο μαθητής και βιογράφος του όσιος Νικηφόρος ο Χίος (1760-1821) γράφει για το πλούσιο έργο του σεβαστού και αγαπητού του διδασκάλου: «Εις διάστημα τόσον ολιγοχρόνιον εξέδωκεν εις φως τόσα και τόσα βιβλία αξιόλογα και επαίνου παντός υπεράξια, ρητορικάς αντιφωνήσεις, χριστιανικάς απολογίας, κρίσεις του ουρανού, μεταφυσικά, θεολογίας… Τα δε λοιπά όλα συνθέματα σχολής βιβλία όσον αναγκαία τόσον και σπάνια, και όσον σπάνια τόσον και αναγκαία, βιβλία καινούργια, καινοφανή, πρωτοφανούσικα, ως προς ημάς, διά να μεταχειρισθώ αυτήν την λέξιν».
Ο άλλος βιογράφος του Αθανασίου, ο Χίος λόγιος Ανδρέας Ζανής Μάμουκας, σε «Υπόμνημα αληθέστατον υπό ανωνύμου τινός περί του περιωνύμου και αοιδίμου κυρίου Αθανασίου του Παρίου» αναφέρει ότι το 1811 υπέργηρος και κατάκοπος ο Αθανάσιος παραιτήθηκε από τη διεύθυνση της Σχολής και αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο του Αγίου Γεωργίου στα Ρευστά, έχοντας συνοδεία τον όσιο Νικηφόρο από τα Καρδάμυλα και τον Ιωσήφ από τον Φουρνά των Αγράφων. Γράφοντας ως τα τέλη του, μελετώντας, προσευχόμενος και διδάσκοντας τελείωσε τον μακάριο βίο του, όπως ωραία αναφέρει ο Μάμουκας: «Μόλις δ’ εις μέσου του προοιμίου όντι, επήλθε αυτώ ρεύμα αποπληξίας, και διέκοψε την εργασίαν. Μετά δύο εβδομάδας μικρόν αναλαβών, εξακολούθησε την συγγραφήν και τω επήλθε δεύτερον, ισχυρότατον του πρώτου ρεύματος, τούτο δε μόνον έφθασε να είπη «ετοιμάσατε τα χρειώδη». Η γλώσσα του έμεινε δεδεμένη, εκ δε του νεύματος των οφθαλμών και εκ μικράς κινήσεως της χειρός εννοήσαν οι μετ’ αυτού, ότι χρειώδη είπε την κοινωνίαν των αχράντων μυστηρίων. Λαβών δε το εφόδιον τούτο του ουρανίου δρόμου, σύννους και εν γνώσει φρενών, έμεινεν έτι ζων και νοών επί μίαν ημέραν και μίαν νύχτα, και ετελειώθη εν Κυρίω ατάραχος τη 24η Ιουνίου 1813 έτους. Ετάφη εν τω προπυλαίω του ναού του μονυδρίου εκείνου».
Τα μάτια του έκλεισε ο ιεροδιάκονος Ιωσήφ. Αυτή ήταν η περιουσία του: «Την ευσέβειαν ήσκει ουχί εν λόγοις, αλλ’ εν έργοις· μεριμνών περί των άλλων πάντοτε, ημέλει εαυτού και απέθανε πάμπτωχος, ενώ έσχε πλείστας ευκαιρίας να πλουτίση. Εθεώρει αμάρτημα θανάσιμον, εάν η ανατολή της πρώτης του έτους εύρισκεν εν τω θηλακίω αυτού οβολόν του παρελθόντος έτους· διό αποθανών κατέλιπεν ως περιουσίαν μίαν ενδυμασίαν, ένα λύχνον και ένα μελανοδοχείον».
Ετάφη στην είσοδο του ναού του Αγίου Γεωργίου Ρεστών. Στην επιτύμβια πλάκα ο συνασκητής του όσιος Νικηφόρος έγραψε:
« Η πολύκροτος Αθανασίου φήμη
Η περικλεής και πανένδοτος μνήμη
Πάντων τοις ωσίν ενηχεί θαυμασίως
Και εις έπαινον πάντας κινεί αξίως…».
Στον ίδιο τάφο ετάφη αργότερα ο όσιος Νικηφόρος. Τα οστά του οσίου Αθανασίου μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκειο του εκεί ναϋδρίου, αλλά αποτεφρώθηκαν κατά τον εμπρησμό του 1822. Ημέτεροι και ξένοι επαινούν επάξια τον όσιο Αθανάσιο για τη δράση και το έργο του, υπάρχει μάλιστα πλούσια βιβλιογραφία. Σήμερα θεωρείται πλέον ισχυρός, σοφός και ενάρετος άνδρας. Αντέδρασε δικαιολογημένα και τεκμηριωμένα στον δυτικό διαφωτισμό, που ήθελε ν’ αλλοιώσει βάναυσα το ορθόδοξο ήθος και ύφος της αγιοτόκου Ελλάδος. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατόπιν ενεργειών των μακαριστών Γερόντων Φιλοθέου Ζερβάκου και Νικολάου Αρκά διά του μητροπολίτου Παροναξίας κ. Αμβροσίου και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας κατέταξε το 1991 τον όσιο Αθανάσιο τον Πάριο στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έτσι οι τρεις πρόμαχοι του αναγεννητικού κινήματος των Κολλυβάδων Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος εστέφθησαν αγιωνυμίας επάξια.
Ακολουθία προς τιμήν του αγίου έγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Ο άγιος συντιμάται και μετά των αγίων της Αθωνιάδος.
Η μνήμη του τιμάται στις 24 Ιουνίου.
πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι
Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007