Το Σάββατο της Διακαινησίμου εβδομάδος η Εκκλησία μας τιμά άπαντες τούς Αγίους Κολλυβάδες Πατέρες. Πρόκειται για οσιακές μορφές κυρίως του 18ου και του 19ου αιώνος, αν και δεν είναι άτοπο να συγκαταριθμήσουμε μαζί τους και άλλους Πατέρες του 20ου, οι οποίοι αγωνίστηκαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την γνήσια ορθόδοξη πνευματική ζωή. Η αρχή έγινε με οξείες διαφωνίες με άλλους αγιορείτες που υποστήριζαν την κατά την Κυριακή τέλεση των μνημοσύνων αλλά και την σπάνια συμμετοχή στην θεία Κοινωνία. Οι «Κολλυβάδες»- όνομα που τους επιδόθηκε σκωπτικά- αγωνίστηκαν να συνδέσουν τους ορθοδόξους της εποχής τους με την λοιπή ιερή ασκητική Παράδοση της Εκκλησίας μας, όχι μόνον διότι το ορθό ήταν να τελούνται τα μνημόσυνα το Σάββατο και οι Χριστιανοί να κοινωνούν συχνά, αλλά επειδή γενικότερα η ησυχαστική ζωή της Εκκλησίας είχε παραγκωνισθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Κολλυβάδες προτείνουν διαρκώς θέσεις του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Βέβαια, όπως τότε ο μεγάλος αυτός Πατήρ παρεξηγήθηκε έτσι και αυτοί παρεξηγήθηκαν, πολεμήθηκαν και διώχθηκαν προς χάρη της Αλήθειας. Το Φιλοκαλλικό Πνευματικό κίνημα αυτών των Οσίων οφείλουμε να το βιώνουμε διαρκώς εντός της Εκκλησίας, εάν θέλουμε να είμαστε συνδεδεμένοι με ολόκληρη την αγιοπνευματική Παράδοση Αυτής. Το φοβερότερο είναι πως ακόμη και σήμερα, ενώ πλέον έχουν ανακηρυχθεί Άγιοι της Εκκλησίας και εμείς είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε πως όσα δίδαξαν είναι απολύτως σύμφωνα προς την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, κατηγορούνται και συκοφαντούνται από κάποιους που θεώρησαν εαυτούς ανωτέρους των Αγίων.

κειμ. ΙΜ Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
εικών Δημητρέλος

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Ο όσιος Άνθιμος, ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου (1727 – 1782).


Ο νέος ασκητής, Ο όσιος Άνθιμος ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου, γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς το 1727. Ήταν δηλ. σύγχρονος με τον έτερο Μεγάλο Ισαπόστολο και εθνομάρτυρα του γένους μας, τον Άγιο Κοσμά των Αιτωλό, με τον οποίον είχε παρόμοια δράση και προσφορά!
Κατά το Άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Αθανάσιος, μα σε ηλικία επτά ετών, έχασε το φως του, χτυπημένος από την αρρώστια της ευλογιάς. Το ξαναβρήκε όμως, χάρη στην Θεία παρέμβαση αφενός, και στις ανύστακτες προσευχές της πιστής και ενάρετης μητέρας του Ατζουλέτας, καθώς και του ιδίου. Είχαν μάλιστα συμμετάσχει τότε σε σαρανταλείτουργο, το οποίο έγινε με βασικό αίτημα την θεραπεία του μικρού Αθανασίου. Πράγματι, αφού μητέρα και γιος κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων κατά την τεσσαρακοστή Θεία Λειτουργία, το παιδί φώναξε, «βλέπω’ ο Ιερεύς φοράει κόκκινο φελόνι»!
Έξυπνος και μνήμων καθώς ήταν, παρακολούθησε τα μαθήματα της στοιχειώδους παιδείας, πιθανότατα κοντά στον πρώτο του δάσκαλο και πνευματικό Άνθιμο, τον ηγούμενο τότε της Ι. Μονής της Αγίας Παρασκευής Λεπέδων Ληξουρίου. Όταν έγινε 20 ετών, αποφάσισε να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, Ιωάννου Κουρούκλη, ο οποίος ήταν εμπειρότατος ναυτικός. Μαζί ταξίδεψαν σε πολλές θάλασσες, αλλά φθάνοντας κάποτε στην Κωνσταντινούπολη, ο πατέρας του Οσίου, χτυπημένος από την πανώλη, εκοιμήθη. Το 1750, ο πλοίαρχος του καραβιού στο οποίον υπηρετούσε τότε ο Αθανάσιος, εκτιμώντας το υποδειγματικό και εργατικότατο του χαρακτήρος του, του πρότεινε να τον κάνει γαμβρό του. Ο Αθανάσιος δέχθηκε. Άλλες όμως ήταν οι βουλές του Κυρίου. Ξυπνώντας λοιπόν ο νέος το πρωί της ημέρας, κατά την οποία θα επισημοποιούταν ο γάμος του, συνειδητοποίησε πως είχε χάσει εντελώς το φως του. «Τώρα εκατάλαβα», είπε, «πως είμαι θεότυφλος». Η επωνυμία θεότυφλος, θα τον συνοδεύει πια, σε όλη του τη ζωή!
Αντιλαμβανόμενος λοιπόν πως αυτό ήταν το θέλημα του Κυρίου, αποτάσσεται τα του κόσμου, οπότε τυφλός και άσημος, αναχωρεί για το Άγιον Όρος, όπου κείρεται μοναχός, μετονομαζόμενος Άνθιμος, πιθανότατα στα όρια της Ιεράς Μονής Ιβήρων. Εκεί ασκήθηκε θεαρέστως, αναμίχθηκε ενεργά, όπως αποδεικνύει η μετ’ έπειτα δράση του, και στο κίνημα των Κολλυβάδων, και τελικώς, όταν εκοιμήθη ο σοφότατος γέροντάς του, απεφάσισε να βγεί στον κόσμο, να κηρύξει, και να διασώσει από την αμάθεια και των εξισλαμισμό τους Ορθοδόξους Ρωμιούς, οι οποίοι στέναζαν τότε κάτω από τον απάνθρωπο ζυγό των Τούρκων Μουσουλμάνων.
Πρώτη ιεραποστολική περιοδεία.
Πρώτος του σταθμός ήταν το νησί της Χίου, όπου κήρυξε τον Ευαγγελικό λόγο, αλλά και ασκήθηκε σκληρά, φθάνοντας σε μεγάλα μέτρα αγώνων. Έτρωγε μόνον λίγο ψωμί την ημέρα, ενώ έπινε νερό μόνον μετά την δύση του ηλίου. Κοιμόταν ελάχιστα, και ασκούσε συνεχώς την αδιάλειπτη ευχήτου Ιησού.
Κατόπιν επισκέφθηκε την Σίφνο, και παρά τις παρακλήσεις των κατοίκων του νησιού οι οποίοι εκτίμησαν τον ενάρετο τυφλό γέροντα, έπειτα από λίγο διάστημα ασκήσεως και κηρύγματος εκεί, αναχώρησε για την Πάρο. Καθώς το πλοίο που τον μετέφερε στο νησί, βρέθηκε στο μέσον περίπου αυτής της θαλάσσιας διαδρομής, έπεσε σε μεγάλη θαλασσοταραχή, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να καταποντισθεί από τα κύματα και τον αέρα. Κατόπιν λοιπόν πολλών και επιμόνων εκλύσεων των συνεπιβατών του μα και ενός εκ των Σιφνιών ιερέων που τον συνόδευαν, ο Όσιος Άνθιμος προσευχήθηκε με δάκρυα στην Παναγία, την οποίαν ιδιαιτέρως ευλαβείτο, και η θαλασσοταραχή σταμάτησε! Παρακάλεσε μάλιστα τους παρισταμένους να μην διαδώσουν το θαύμα, μα εκείνοι, μόλις έφθασαν στην Πάρο, το διαφήμισαν παντού. Τόσο αυτό, όσο και η οσιακή ζωή του, διέδωσαν την φήμη του και στα γειτονικά νησιά.
Έτσι ο επίσκοπος Παροναξίας, τον προσκάλεσε να κηρύξει και στην Νάξο, όπου, υπακούοντας, μετέβη. Μεταξύ δε των Ναξίων που τότε άκουσαν τα ζήδορα λόγια του, ήταν και ο νεαρός τότε Νικόλαος Καλιβούρσης, ο μετ’ έπειτα Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ακολούθως μετέβη στην Ίο, και έπειτα από λίγο, βρέθηκε προσκυνητής στους Αγίους Τόπους, όπου με θερμά δάκρυα στα άφωτα μάτια του, προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο και τον Ζωοπάροχο Γολγοθά, ενώ απ’ τα εκεί περιώνυμα Μοναστήρια άντλησε μεγάλη παρηγοριά και δύναμη για την επόμενη εργώδη προσπάθειά του. Έτσι ολοκληρώθηκε η πρώτη του ιεραποστολική περιοδεία.
Δευτέρα ιεραποστολική περιοδεία.
Επιστρέφοντας πιθανότατα από τους Αγίους τόπους (1759), κατευθύνθηκε στο Καστελόριζο, όπου είχε τον πόθο να ιδρύσει το πρώτο του μοναστήρι. Το νησί όμως, μαστιζόταν τότε από φοβερή λειψυδρία. Ο Όσιος προσευχήθηκε, και οι καταρράκτες του ουρανού άνοιξαν, αφήνοντας εξτατικούς όλους τους κατοίκους της Μεγίστης – Καστελορίζου. Οι ευλαβείς αυτοί άνθρωποι δε, εις ένδειξιν ευχαριστίας προς τον Θεό και το εκλεκτό Του σκεύος εκλογής, συνέβαλαν αποφασιστικά στο κτίσιμο του Ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος έγινε στο ψηλότερο βουνό του νησιού. Με κέντρο αυτόν ακριβώς τον ναό, οικοδομήθηκαν ακολούθως, τα κελιά, το ηγουμενείο, οι λοιποί βοηθητικοί χώροι της μονής, και το ψηλό περιτείχισμα του μοναστηριού. Το 1761 μάλιστα, με σιγίλιο του οικουμενικού Πατριάρχου Ιωανικίου του τρίτου, η μονή ανακηρύχθηκε Σταυροπηγιακή.
Από το Καστελόριζο, και με την ευχή του αρχιεπισκόπου Σίφνου Νικοδήμου, ο τυφλός Ιεραπόστολος Άνθιμος, κατευθύνθηκε στην Αστυπάλαια, όπου διέμεινε επί εννέα έτη. «Το ασκητικό του πρόσωπο που φανέρωνε την ενάρετη ζωή του, και ακτινοβολούσε την ευσέβεια του ανδρός», μαγνήτισαν τους νησιώτες! Γι’ αυτό οι ευλαβείς Αστυπαλιώτες τον ακολουθούσαν σε κάθε του βήμα, (ρουφώντας) τα γεμάτα (νέκταρ) λόγια του, όπως σημειώνει ο νέος βιογράφος του Οσίου, Κωνσταντίνος Κανέλλος.
Στο ήσυχο λοιπόν νησί της Δωδεκανήσου, ο Άγιος κατόπιν θείας Αποκαλύψεως, απεφάσισε το κτίσιμο της Ιεράς μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Πορταϊτησας. Οι κάτοικοι χάρηκαν με αυτή του την απόφαση, μα του διευκρίνισαν πως δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα οικοδομικά υλικά. Ο Όσιος γέρων δεν αποθαρίνθηκε. Ειδοποίησε έναν ευλαβή χριστιανό, μέλλος της οικογένειας Χουσουλίνη, να παραχωρήσει τα κτήματά του που ήταν κοντά στο χωριό, γιατί εκεί θα βρισκόταν τα απαιτούμενα υλικά. Ο άνθρωπος δέχθηκε ευχαρίστως, αν και ήξερε πως στα κτήματά του δεν είχαν υπάρξει ποτέ τέτοια υλικά. Λαμβάνοντας την άδεια ο Άγιος, υπέδειξε στους εργάτες να σκάψουν σε συγκεκριμένο σημείο, όπου και βρήκαν άφθονα οικοδομικά υλικά, κατάλοιπα παλαιού οικισμού! Κατά την ανασκαφή μάλιστα, μαζί με τις πέτρες, ανασύρθηκε και ένα πιθάρι γεμάτο χρυσσά νομίσματα. Ο Θεοφώτιστος Άνθιμος παρότρυνε τους εργάτες να μην ανακοινώσουν το γεγονός, μήπως και οι άπληστοι Μουσουλμάνοι παρέμβουν, και ματαιώσουν την ανέγερση της Ιεράς Μονής. Προσευχήθηκε στην συνέχεια, και τα χρυσσά νομίσματα μεταβλήθηκαν σε έναν σωρό κάρβουνα, αποκαλύπτοντας εντελώς το πανούργο και θεομάχο σχέδιο του Διαβόλου. Η Μονή της Πορταίτησας θεμελιώθηκε, και το 1760 άρχισε η συστηματική ανέγερσή της. Στην συνέχεια ο πατήρ Άνθιμος περιήλθε διάφορα μέρη του ορθοδόξου Ελληνισμού, πιθανώς και τους Αγίους τόπους για δεύτερη φορά, για να συλλέξει χρήματα, άμφια καθώς και ιερά σκεύη, ώστε να στολίσει το μοναστήρι του.
Τότε, μετέβη και στην Ιερά Μονή των Υβύρων του Αγίου Όρους, όπου ζήτησε από γνωστό του μοναχό, αγιογράφο, να ιστορίσει ένα αντίγραφο της θαυματουργού εικόνος της Πορταϊτησσας. Εκείνος όμως αρνήθηκε, αφού και η όραση του, μα και τα χέρια του είχαν εξασθενήσει, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του. Επειδή όμως ο Όσιος Άνθιμος επέμενε, υπεχώρησε, και αφού και οι δύο προσευχήθηκαν θερμά στην Θεοτόκο, ώστε να συνεργήσει και αυτή στο εγχείρημα, έθεσαν μία κατάλληλη σανίδα κάτω από την θαυματουργό εικόνα της Πορταίτησας, αγρύπνησαν προσευχόμενοι, και το πρωί μετά την Θεία Λειτουργία, όλοι οι μοναχοί μετέβησαν στο παρεκκλήσιο της Πορταιτήσης. Ανασύροντας την σανίδα, είδαν, έκπληκτοι, αποτυπωμένη την μορφή της Θεομήτορος στην Σανίδα! Ένδακρυς ο πατήρ Άνθιμος καταφιλούσε την θαυματοποίητη νέα εικόνα της Παναγίας μας, έστω κιαν δεν την έβλεπε με τους αισθητούς οφθαλμούς του. Η μεταφορά δε της νέας θαυματουργού εικόνος της Παναγίας μας στην μονή της στην Αστυπάλαια, ήταν για το νησί, Πάσχα Κυρίου!
Τα θαυμάσια που επιτέλεσε ο Όσιος Άνθιμος με την συνέργεια της Θείας Δυνάμεως, δεν σταματούν όμως εδώ. Στο βορειοανατολικό μέρος του νησιού, εκεί που και σήμερα ακόμη οι Αστυπαλιώτες αποκαλούν το σημείο δρακοσπιλιά, φώλιαζε τότε ένα τρομερό φίδι, το οποίο φόβιζε τους κατοίκους με την ύπαρξή του, ώστε η γύρω περιοχή να παραμένει ακατοίκητη και ακαληέργητη. Ο Αγιος παρότρυνε τους ντόπιους να καλλιεργήσουν το μέρος, μα εκείνοι δίσταζαν. Τότε ο γέροντας, συνοδεία μερικών πιστών, έφθασε σε ένα ύψωμα, απέναντι από το σπήλαιο του φιδιού. Ζήτησε από τους συνοδούς του να φτιάξουν μια θιμονιά από ξύλα, και να τον αφήσουν για λίγο μόνο του. Ενώ λοιπόν αυτός προσευχόταν, το τεράστιο ερπετό βγήκε από το σπήλαιό του και κατευθύνθηκε προς το σωρό των ξύλων. Κουλουριάστηκε πάνω τους, και εκείνα υπεχώρησαν από το βάρος του! Ο Όσιος υπέδειξε τότε στους νησιώτες να βάλουν φωτιά στα ξύλα, και το ζώο κάηκε εκεί, χωρίς καμία αντίσταση! Έτσι απαλλάχθηκε ο τόπος από την πολυετή εκείνη διαβολική μάστιγα. Ο Άγιος Άνθιμος αποτελεί έκτοτε τον διώκτη και το φόβητρο των φιδιών. Λέγεται δε, πως στο σημείο όπου κάηκε το τέρας εκείνο, δεν φυτρώνουν χόρτα ακόμη και σήμερα!
Ο Μισόκαλος Διάβολος φθόνησε δυστυχώς τα έργα του Κυρίου δια του πιστού Του δούλου Ανθίμου. «Έπεισε» κάποιους αστυπαλιώτες να συκοφαντήσουν τον Άγιο, για αθέμιτες σχέσεις με μοναχές της Ιεράς Μονής της Πορταίτήσσης του νησιού. Στην δημόσια δίκη που ακολούθησε, αποκαλύφθηκε η σκευωρία, και οι ντόπιοι θαύμασαν για μία ακόμη φορά την αγιότητα του τυφλού Ιεραποστόλου. Εκείνος όμως κατόπιν προσευχής, απεφάσισε να φύγει από το προσφιλές του νησί, και να κατευθυνθεί προς την γενέτειρα του Κεφαλλονιά, χάριν ησυχίας.
Τρίτη Ιεραποστολική περιοδεία.
Στα τέλη του 1768 φθάνει στο Ληξούρι, όπου τον υποδέχονται με σεβασμό και ενθουσιασμό. Κατευθύνεται στην Ι. Μ. της Αγίας Παρασκευής Λεπέδων, (όπου σύμφωνα με κάποιους βιογράφους του πιθανόν και να εκάρη ως μοναχός), την οποία και βρίσκουν ερειπωμένη, μετά από τους καταστροφικούς σεισμούς του 1766 και 1767. Με την άδεια του οικείου επισκόπου Σωφρονίου, ο Όσιος αναλαμβάνει την εκ βάθρων ανακαίνιση της μονής. Οι 7 μοναχές που συνόδευσαν τον γέροντα από τα Δωδεκάνησα, απαρτίζουν τον πυρήνα της πρώτης αδελφότητος της μονής. Σύντομα όμως ο αριθμός τους θα διπλασιαστεί! Όλοι οι ευσεβείς κάτοικοι της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου, την οποία φαίνεται πως ο Άγιος επισκεπτόταν συχνά, συμβάλουν στην ανοικοδόμηση. Ο πατήρ Άνθιμος παραδίδει μάλιστα στην νεοσύστατη μονή, και Μοναχικό κανονισμό, γνωστό και ως Διαθήκη του Αγίου Ανθίμου. Η ζωή του και εδώ παρέμεινε ασκητική. Ολιγοφαγία, χαμευνία, και αγρυπνία στόλιζαν τον βίο του.
Σύμφωνα με την παράδοση, το 1777, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, αφού κήρυξε σε αρκετά χωριά της Κεφαλλονιάς, επισκέφθηκε και την Ι. Μονή της Αγίας Παρασκευής, όπου γνώρισε τον Όσιο Άνθιμο, για τον οποίον είχε ακούσει πάμπολα ως τότε!
Με επίκεντρο την Ι. Μονή της Αγίας Παρασκευής Λεπέδων, ο τυφλός Ιεραπόστολος Άνθιμος, επισκέφθηκε τα Κύθηρα, την Πελοπόννησο, την Κρήτη, την Σίφνο, ευαγγελιζόμενος τον υπόδουλο ορθόδοξο λαό, και θαυματουργώντας κατά περίπτωση. Στα Σφακιά επί παραδείγματι (1770), τρεις μάγοι αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν, ενώ αυτός κήρυττε στα πλήθη. Όταν όμως προσπάθησαν να θέσουν σε ενέργεια το πανούργο σχέδιό τους, διαπίστωσαν έντρομοι πως ενώ ο Όσιος μιλούσε, από το στόμα του έβγαιναν φλόγες! Έτσι παραιτήθηκαν του σχεδίου τους. Εκεί ήταν επίσης που ο γέροντας θεράπευσε μία τυφλή γυναίκα, έφερε με την προσευχή του βροχή σε άνυδρα χρόνια, και άλλοτε, συνόδευσε με σεισμό το θείο κήρυγμά του!
Το 1773 φρόντισε να ιδρυθεί ένα νέο μοναστήρι, των γενεθλίων του τιμίου Προδρόμου, στα Κύθηρα, όπου έφθασε παρακινημένος από θεία φώτιση. Τα χρήματα μάλιστα για το κτίσιμο του καθολικού της μονής, τα πρόσφερε ένας ευλαβής καπετάνιος, αφού θαυματουργικά σώθηκε από την τρυκιμία, στις βορειοανατολικές ακτές του νησιού.
Το 1775, Ιουλίου 10, ανακαίνισε και αναδιοργάνωσε την γυναικεία μονή της Παναγίας της Χρυσσοπηγής στην Σίκινο. Ήταν το έκτο και τελευταίο μοναστήρι που ανήγειρε ή ανεκαίνησε ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου, χωρίς ποτέ να τα έχει δει με τα σωματικά του μάτια!
Πηγαίνοντας κάποτε στην Μάνη, προσκεκλημένος από τους εκεί κατοίκους, αφού θαυματουργικά μετέστρεψε τον ληστρικό βίο χωρικών της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, έλαβε Θεία πληροφορία πως επίκειται η από του κόσμου τούτου αναχώρησης του. Διέταξε τους ναυτικούς να επιστρέψουν στα Λέπεδα, γιατί εκεί επρόκειτο να «αποθάνει». Πράγματι. Λίγο μετά, ασθένησε από ίκτερο, έδωσε την ευχή του στους Κεφαλλήνες που τον επισκέφθηκαν, άφησε τις τελευταίες παρακαταθήκες του στην θλημένη αδελφότητα της μονής, και στις 4 Σεπτεμβρίου του 1782, παρέδωσε την Αγία του ψυχή στα Χέρια Του Δεσπότου Χριστού, τον οποίον ευαρέστησε με την Οσιακή του πολιτεία!
Το 1800 ο εφημέριος της Ι. Μονής Λεπέδων, πατήρ Ιωάννης ο Λεπεδιώτης, πραγματοποίησε την ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του Αγίου, τα οποία ευρέθησαν Κροκοβαφή και ευωδιάζοντα. Πλήθη θαυμάτων επετελέσθηκαν τότε από τον Όσιο Άνθιμο. Σήμερα, από τα Ιερά του λείψανα, σώζεται μόνον ο δεξιός πήχης του Οσίου, ο οποίος φυλάσσεται στην Ιερά Μονή της Παναγίας της Πορταϊτήσσης στην Αστυπάλαια, της οποίας είναι και ο πολιούχος και προστάτης.
Η παρουσία ενός Αγίου στον αμαρτωλό μας κόσμο, είναι ασφαλώς Θείο δώρο και ευλογία. Ο Όσιος Άνθιμος, ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου κατά τον Κ. Κανέλλο, απετέλεσε για το σκλαβωμένο γένος μας κατά τον 18ο αιώνα, βάλσαμο παρηγοριάς, εγερτήριο σάλπισμα εκκλησιαστικής και εθνικής ζωής, φάρος Αγιασμού σε ζοφώδη χρόνια, και διηνεκής πρεσβευτής μας προς Κύριον, άχρι τερμάτων αιώνος.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διεκύρηξε την αγιότητά του, στις 30 Ιουλίου του 1974.
Σημείωσις. Περισσότερα στοιχεία για τον βίο και την πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Ανθίμου του Κεφαλλήνος, καθώς και Ιερές ακολουθίες προς τιμήν του Αγίου, μπορεί κανείς να βρει στο προαναφερθέν βιβλίο του διδασκάλου Κωνσταντίνου Κανέλλου, υπό τον τίτλο, Όσιος Άνθιμος ο εκ Κεφαλληνίας, ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου. 1727 – 1782. Εκδόσεις Επτάλοφος.
Ιωάννης Παπαχρήστος.

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

Ο ιερέας στον Παπαδιαμάντη


Γιός παπά ό κυρ-Άλέξανδρος και με επώνυμο παπαδικό.Τον ξεχώριζαν τ'αλλα παιδιά. Κι αυτό τον πονούσε.

"Εβλεπε στον παπά τον συνεχιστή του έργου του Χριστού."Εδειχνεν ό παπάς τον αόρατο Χριστό. Έδάνειζε το χέρι και το στόμα του σ' Εκείνον. Και όπως ό Χριστός νοιαζότανε τους ανθρώπους στα χρόνια της ένσάρκου οικονομίας Του, έτσι και ό παπάς νοιάζεται τους άνθρώπους. Λειτουργεί και συλλειτουργεί μαζί τους στο Ναό. Παίρνει τα αιτήματα τους,«τα πάθια και τούς καϋμούς» των και τα προσφέρει στο Χριστό,πού είναι «ό αμνός του Θεού, ό αϊρων τήν άμαρτίαν του κόσμου». Κατεβάζει με την έγκριση των πιστών το "Αγιο Πνεύμα σε όλους και στα Δώρα. Και σε λίγο, άφού μεταλάβει αύτός, βγαίνει να κοινωνήσει τούς πιστούς το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας.
Και γίνεται έτσι ό παπάς πατέρας πού γεννά μέσα μας το Χριστό. Αρχικά βέβαια με το μυστήριο του Βαπτίσματος και υστέρα με τ'αλλα.
Οί τύποι των ιερέων στον Παπαδιαμάντη είναι μορφές (δηλαδή μορφωμένοι), ενάρετοι, σεβάσμιοι, ιεροπρεπείς. Μπορεί νά είναι ολιγογράμματοι, αλλά μπορούν και κάνουν πολύ καλά το έργο τους.
Μπορούν και στέκουν μέσα στο Ναό μα και στην Κοινωνία.
Κάνουν τη θεία Λειτουργία και παίρνουν τα ύπερκόσμια δώρα της.Και υστέρα βγαίνουν, «προέρχονται εν ειρήνη», και συνεχίζουν τη λειτουργία της ζωής. Τη λειτουργία μετά τη Λειτουργία.
Ό ίερέας πατέρας του ήταν άριστος λειτουργος,τέκνον των Κολλυβάδων,αλλά και ικανός και θαρραλέος και χρήσιμος μέσα στην Κοινωνία.
Στό διήγημα «Στό Χριστό στο Κάστρο» νοιάζεται για τούς δυο αποκλεισμένους σε αυτό. Κάνοντας ό ίδιος το ντελάλη,το ανακοινώνει. Κι υστέρα στο σπίτι του συγκεντρώνει ενορίτες και συνεργάτες του καί, αποφασισμένος όντας εκείνος, συμπαρασύρει και πείθει αρκετούς να τον ακολουθήσουν στον πηγαιμό του για βοήθεια των κινδυνευόντων ενοριτών του.
Και όλοι μαζί πηγαίνουν με κίνδυνο της ζωής των στο Χριστό στο Κάστρο, βρίσκουν σώους τούς κινδυνεύοντας από τα χιόνια, κάνουν έκεί τή Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, προσφέρουν βοήθεια καί σε ναυαγούς πού ξώκειλαν κατά τ'ακροθαλάσσι, κι όλοι μαζί τρώνε και πίνουν ευχαριστημένοι και κοιμούνται πανάλαφροι. Και την άλλη μέρα το απόγευμα γυρίζουν αίσίως στην πολίχνη.
Τι καρτερούν οί άνθρωποι από την Εκκλησία; Την αγάπη την έμπρακτη, την έγνοια καϊ την αποδοχή. Ή "Εκκλησία είναι ή Μάννα μας, κι έμείς πιστά Της τέκνα. Όπως και ό σήμερα τιμώμενος και φίλτατός μας κυρ-Αλέξανδρος.
Στήν Αθήνα τον έσαγήνευε ό μακάριστος παπα-Πλανάς. Ό ταπεινός.Ό άξιος του πρώτου μακαρισμού του Σωτήρος. Πόση γαλήνη εύρισκε κοντά του.Γνωστό μας είναι και το άρθρο του γι' αυτόν.
Τα μέγιστα τιμούσε και τους άγαμους ενάρετους κληρικούς και μοναχούς. Είχε υπέροχο παράδειγμα τον Διονύσιο το Γέροντα, τον ιεροπρεπή ασκητή και λόγιο,τον συγγενή του.Τόνιζε την προσφορά τους τη μεγάλη...
Και στα τελευταία του έκάλεσε τον αξιαγάπητο αρχιμανδρίτη Ανδρέα Μπούρα, τον σπουδαίο και φίλο του, για εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία. Ζήτησε να του διαβάσει τη μεγάλη εξομολογητική ευχή. Και τον μετέλαβε.Κι υστέρα ό κυρ-Άλέξανδρος άρχισε να κλαίει."Εφευγε για την άλλη πλάση. Είχε συναίσθηση τής άμαρτωλότητός του.
Αναφέρει στα έργα του και ίερείς με αδυναμίες. Αναγκάζεται να κρίνει. Άλλα με πόνο και ταπείνωση και μοναδικό σκοπό τη διόρθωση, τη θεραπεία καί την σωτηρία. Φέρεται μ' ευσπλαχνία και καλωσύνη. Ποτέ δεν προσβάλλει και δεν έκχυδαίζει τους ήρωες του. Περιβάλλει μ' άνείπωτη στοργή ακόμα καί τον πειναλέο άνθρωπίσκο στο «Λαμπριάτικο Ψάλτη». Και δείχνει σε όλους και στον εαυτό του, χωρίς αφόρητο διδαχτισμό, τήν θύρα του Παραδείσου, πού είναι ή Μετάνοια.
Θεωρεί ως κύρια αιτία του πολλαπλασιασμού των αιρέσεων την έλλειψη πραγματικής ποιμαντικής μέριμνας εκ μέρους τών ιερέων.
Το δέσιμο κλήρου και λάου και ή συνεργασία σώζει. Παντοτε φυσικά με του Χρίστου τη Χάρη.

Διαβάζοντας κανείς τα έργα του Παπαδιαμάντη έχει τήν αίσθηση πώς βρίσκεται εδώ και κάπου άλλου ταυτόχρονα. Πώς βρίσκεται εδώ,στα πάθια και τους καυμούς του κόσμου και συγχρόνως στα Ρόδινα ακρογιάλια της Θείας Βασιλείας. Και τούτο γιατί ό Παπαδιαμάντης είναι γνήσιον τέκνον της "Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Και όλα μέσα σ' αυτήν είναι θεανθρώπινα.
Καί ζώντα μέσα σ' αυτήν την θεανθρώπινη διάσταση της Εκκλησίας ό κυρ-Άλέξανδρος, μεταξύ της άνθρώπινης αδυναμίας και της Πηγής της Παντοδυναμίας σχοινοβατούσε κι αγωνιζότανε.Αφηνε την οντότητα του στην Άγκάλη του Χρίστου και στη στοργή τής Παναγίας, που Τοϋς υπεραγαπούσε. Υμνούσε «μετά λατρείας τον Χριστό του».
Έπόνεσεν αμέτρητα στη ζωή του. Πέρασε φτώχεια σαν ασκητής,μα έμεινε στην έντιμη πενία του, όπως έγραψε κάποτε στον ιερέα πατέρα του, και είχε τη βοήθεια του Θεού. Πέρασε μοναξιά και δυσκολίες «σαν σκοτεινό και άμοιρο τρυγόνι». Κατέφευγεν όμως στην αγία Εκκλησιά, έκεί που «το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τρυγόνι σκέπη».
Δεν έγινε ό ϊδιος ιερέας,μα ίερουργοϋσε με τα αθάνατα γραφτά του τον λόγον της άληθείας.Και πόσους δεν ωφέλησε και ωφελεί.
Λένε πώς κάποια φορά απελπισμένος επήγε να εξομολογηθεί (πίστευε στην Εξομολόγηση). Και είπε στον παπα πώς δυσκολεύεται και υποφέρει πολύ. Καί ό παπά, χωρίς να τον ξέρει, άφού τον παρηγόρησε δεόντως, του συνέστησε να διαβάζει τα έργα του Παπαδιαμάντη.
Αναφέρει ό Μικρασιάτης λογοτέχνης και μακαριστός πλέον Ήλίας Βενέζης πως ενώ ευρίσκοντο στα περίφημα τάγματα εργασίας κι έμεναν σ'ένα σταύλο κλεισμένοι,βρήκε κάποιος πεταμένο μέσα έκεί ένα φύλλο από περιοδικό και άρχισε να το διαβάζει, για να περνά ή ώρα. Και καθώς έδιάβαζε άρχισαν όλοι ν' άκοϋνε μ' ενδιαφέρον. Μαλάκωσαν και γαλήνεψαν οι ταλαίπωρες ψυχές τους. Και καθώς τελείωσε το διάβασμα, έβγαλαν όλοι ανακουφισμένοι μια φωνή: «ρε αυτό ήταν Ευαγγέλιο. Λες κι είμαστε στήν 'Εκκλησία.» Και τί λέτε πώς ήταν; Ενα κομμάτι άπ'το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Υπό την Βασιλικήν Δρύν».
Θυμάμαι κάποια φορά ήρθε και με βρήκε στην εκκλησία ένας πολύ πονεμένος.'Ήθελε να πεθάνει, μου έλεγε. Δεν ήξερα τί να κάνω."Ήταν Μεγαλοβδομάδα. Είχα μαζί μου τα «Πασχαλινά Διηγήματα» του κυρ-Άλέξανδρου και σκέφθηκα να ζητήσω κι εγώ μια εξυπηρέτηση από τον πονεμένο αδελφό μας. Τον παρακάλεσα να μου διαβάσει, αν ήθελε,ένα διήγημα πασχαλινό. Του είπα πώς ήμουν πολύ κουρασμένος, και ήμουν, και θα με εξυπηρετούσε μ'αυτό. Κι υστέρα θα μιλάγαμε για τα δικά του. Έκείνος σάστισε για λίγο, μα υποχώρησε στο αίτημα μου και άρχισε να διαβάζει σιγά-σιγά το «Λαμπριάτικο Ψάλτη». Και διαβάζοντας άρχισε λίγο-λίγο να συνέρχεται. Εβλεπα το πρόσωπο του ν' αλλάζει. "Ελαμπε άγάλι-άγάλι ή θωριά του. Διάβασεν αρκετά. Και κάποια στιγμή άρχισε να κλαίει.'Έσκυψε και μου φίλησε το χέρι. Κι είπε με χαρμολύπη: «Παππούλη, τί μου έκανες; Τί είναι αυτό πού διαβάζω; Γιατί έφυγεν ό πόνος από μέσα μου κι άλάφρωσεν ή ψυχή μου;» Κι έκλαιγεν,όλο έκλαιγε από χαρά και θαυμασμό. Του είπα για τον Παπαδιαμάντη και το έργο του. «Μα τούτος είναι άγιος, άνθρωπος του Θεού,σοφός, ποιητής μεγάλος, μάγος του λόγου» μου είπε. Και έφυγεν ό άνθρωπος πουλάκι "Ηθελε να ζήσει.
Αυτός είναι ό κυρ-Άλέξανδρος. Μιλάει όμως με γλύκα και αποδοχή για τους αρχαίους. Και συναιρεί στο έργο του το διαιώνιο Ελληνισμό.Καταγράφει τη γλώσσα μας άπ' τις αμμουδιές τ''Όμηρου μέχρι σήμερα.
Είναι λάτρης του Χριστού και μέγιστος Πατριώτης. Και συνάμα αγαπά «πάντα τα έθνη», λέγοντας σε κάποιο διήγημα του «πώς κι ό Έβραίος έχει ψυχή».
Ευχαριστούμε το Θεό, πού μας έδωκε τον κυρ-Άλέξανδρο. Ευχαριστούμε και τον ίδιο, πού άφηκε σε μας «άλλο,τάς βίβλους,στόμα του».

του Αρχιμανδρίτου Ανανία Κουστένη
Από τό βιβλίο «Παπαδιαμαντικοί Λόγοι», έκδ. Ακτή, Είσήγηση στό Διήμερο Συνέδριο για τον Αλεξ. Παπαδιαμάντη, πού οργάνωσε ή'Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Έλλάδος στις 25-26 Μαΐου 2001.(Πειραικη Εκκλησία)
 
 
 
από το ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΠΑ-ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΛΑΝΑΣ



Του Δρος Κλείτου Ιωαννίδη



Υπάρχουν άνθρωποι, σπάνιο φυσικά, που έρχονται στον κόσμο
έτοιμοι για τη βασιλεία του Θεού, ευλογημένοι και μακάριοι.
Έρχονται καθαροί τη καρδία και ειρηνοποιοί. Ο Παπα-Νικόλας,
Πλανάς από τη νήσο Νάξο, που έζησε στις τελευταίες δεκαετίες, του 19ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ανήκει σ΄ αυτή την κατηγορία ανθρώπων.

Για τον άγιο αυτό άνθρωπο έγραψαν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Φώτης Κόντογλου, η Μοναχή Μάρθα και πολλοί άλλοι. Ο Σκιαθίτης
διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έψαλλε, μαζί με το
συμπατριώτη του διηγηματογράφο Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, όταν λειτουργούσε ο Παπα-Νικόλας Πλανάς στα ερημικά εξωκλήσια στην
περιοχή των Αθηνών. Ο παπα-Νικόλας δεν είχε «πού την κεφαλήν κλίναι». Νήπιος του Θεού, αγιάστηκε μέσα στην απλότητα και την άσπιλη ζωή, υμνώντας τον Κύριο από πρωίας μέχρι εσπέρας και από εσπέρας μέχρι πρωίας. Έζησε όπως εκείνους που αναφέρει ο απόστολος Παύλος ως "μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες". Ζητούσε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και μετά όλα "προσετίθεντο αυτώ". Ας δούμε όμως τι έγραψαν για τον άγιο αυτό ιερέα εκείνοι που τον έζη¬σαν. Και πρώτα ο μεγάλος νεοέλληνας διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: "Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων υπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι και αγαθοί, εις τας πόλεις και εις τα χωριά. Είναι τύποι λαϊκοί, ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ας μην εκφωνούσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον. Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκώτερος των ανθρώπων. Δια πάσαν ιεροπραξίαν αν του δώσης μίαν δραχμήν, ή πενήντα, ή μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν του δώσης τίποτε, δεν ζητεί. Δια τρεις δρα χμάς εκτελεί παννύχιον Ακολουθίαν, Λειτουργίαν, Απόδειπνον, Εσπερινόν, Όρθρον, Ώρας, το όλον διαρκεί εννέα ώρας. Αν του δώσης μόνον δυο δραχμάς, δεν παραπονείται. Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ του το δώσης, το κρατεί δια πάντοτε. Επί δύο, τρία έτη εξακολουθεί να μνημονεύη τα ονόματα. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δυο ή τρείς χιλιάδας ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. Η προσκομιδή παρ' αυτώ διαρκεί δυο ώρας. Η Λειτουργία άλλες δύο. Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός του ιερού από πρόσφορα ή αρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε… "Μιάν φοράν έτυχε να χρεωστή μικρόν χρηματικόν ποσόν, και
ήθελε να το πληρώση. Είχε δέκα ή δεκαπέντε όραχμάς, όλα εις χαλκόν. Επί δυο ώρες εμετρούσεν, εμετρούσεν, εμετρούσεν, και δεν ημπορούσε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος είς άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και του τα εμέτρησεν. Είναι ολίγον τι βραδύγλωσσος και περισσότερον αγράμματος. Εις τας ευχάς, τας περισσοτέρας λέξεις τας λέγει ορθάς, εις το Ευαγγέλιον, τάς περισσοτέρας εσφαλμένας. Θα είπητε, διατί η αντίθεσις αυτή; Αλλά τάς ευχάς τας ιδίας απαγγέλλει καθ' εκάστην, ενώ την δείνα περικοπήν του Ευαγγελίου θα την αναγνώση άπαξ ή δις ή, το πολύ, τρις του έτους, εξαιρέσει ορισμένων περικοπών συχνά, αλλ' ατάκτως επανερχομένων, ως εις τους Αγιασμούς, εις τας Παρακλήσεις. Τα λάθη όσα κάμνει εις την ανάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά. Και όμως εξ όλων των ακροατών του, εξ όλου του εκκλησιάσματος, κανείς μας δεν γελά. Διατί; Τον εσυνηθίσαμεν και μας αρέσει. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοϊκός και ενάρετος. Είναι άξιος του πρώτου Μακαρισμού του Σωτήρος.

"Τώρα υποθέσατε ότι αυτός ο ίδιος ιερεύς είχεν εξέλθει από το βέλτιον; Θα ήτο πασαλειμμένος με ολίγα ατελή, κακοχώνευτα και συγκεχυμένα γράμματα, με περισσοτέραν οίησιν και αξιώσεις. Θα ήτο δια τούτο καλύτερος;" 0 Παπαδιαμάντης αναφέρεται επίσης και σ' ένα από τα πιο σημαντικά διηγήματά του στον Παπα-Νικόλα: "Στα Τραγούδια του θεού". Αυτή τη φορά τον αναφέρει ονομαστικά. Λέγει ο Παπαδιαμάντης, ότι η μικρή Κούλα πέθανε και οι ψάλτες μαζί με τους ιερείς έψαλλον το "δεύτε τελευταίον ασπασμόν" και συνεχίζει λέγοντας χαρακτηριστικά: "Μόνος ο παπα-Νικόλας από τον Άη-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι έπιανε χωριστήν ακολουθίαν, εμουρμούριζε μέσα του, και τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα. "Τι μουρμουρίζεις παπά;", του είπα από το όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακουμβήσει. "Λέγω την ακολουθίαν των νηπίων μέσα μου", είπεν ο παπα-Νικόλας. Εις αυτό το άκακον αρμόζει η ακολουθία των νηπίων".

Το 1984, κυκλοφόρησε στην Αθήνα ο βίος και τα περιστατικά της ζωής του παπα-Νικόλα Πλανά, όπως τα είδε και τα έζησε από κοντά για είκοσι και περισσότερα χρόνια, η Ουρανία Παπαδοπούλου, η μετέπειτα μοναχή Μάρθα και με πρόλογο του Φώτη Κόντογλου. Γράφει για τη βιογραφία του παπα-Νικόλα, όπως τη συνέγραψε η μοναχή Μάρθα και για τον άγιο και απλοϊκό ιερέα του Υψίστου ο Φώτης Κόντογλου, ο Κυδωνιεύς:

"Τέτοιος βίος, μονάχα από τέτοιαν βιογράφον θα έπρεπε να
γραφή, όπωςς η σεβάσμια Μοναχή Μάρθα, η εν ευσεβεία γηράσασα παρά τους πόδας όχι του σοφού Γαμαλιήλ, αλλά Νικολάου του Απλού. Ωσάν να ήτο η σκιά του γέροντα, δεν άφησε μήτε ένα κρυφόν μορφασμό του, μήτε ένα γρήγορο και απαρατήρητο βλέμμα του, μήτε τον παραμικρό λόγο του, μήτε ένα μουρμουρητό του, μήτε μιά κίνησή του, που να μην τα τύπωσε βαθιά μέσα στην ψυχή της. Όσα απ' αυτά μπόρεσε, τα έγραψε μ' έναν τρόπο απλόν κι απερίτεχνο, που ταιριάζει με τον αγαπημένο γέροντά της. Είναι κι αυτή μία από τις ψυχές που ζήσανε με φόβο και αγάπη Κυρίου, όπως εκείνη η Άννα, η θυγάτηρ του Φανουήλ που επέραοε τη ζωή της μέσα στο ναό, ανάβοντας τα κεράκια που έφεγγαν σαν νάτανε πνεύματα, κ' ευφραινόμενη από το λιβάνι που έβγαινε σαν μυρίπνοο σύννεφο από το θυμιατήρι του παπα-Νικόλα, του νέου Συμεών. Από νεότητός της δεν απέλειπε από τις αγρυπνίες κι από τις λειτουργίες, που γινόντανε εκείνον τον καιρόν στον Άγιο Ελισσαίο, με ψάλτη τον Παπαδιαμάντη και τον Μωραϊτίδη, στον Άγιο Γιάννη τον Κυνηγό, στους Τρεις Ιεράρχες του Παγκρατίου, στον Άγιο Γεώργιο στο Κουκάκι, στον Άγιο Λάζαρο, στον Άγιο Φανούριο του Παγκρατίου, στον Άγιο Σπυρίδωνα του Μαντουκά, στον Άγιο Δημήτρη τον Δουμπαρδιάρη κοντά στην Ακρόπολη, και σ' ένα πλήθος ερημοκκλήσια γύρω στην Αθήνα. Όπου πήγαινε ο γέροντας, από πίσω κι ο ίσκιος του, η μοναχή Μάρθα. Ευλογία του Θεού είναι για μας που την έχουμε ακόμα ζωντανή μεταξύ μας, και ακούμε την κατανυκτική, μα μαζί έξυπνη και ιλαρή ομιλία της. Είναι μια ποιήτρια της Ορ¬θοδοξίας, χωρίς να γράψη άλλο τίποτα, παρεκτός από τα σημειώματα για τον αγαπημένο της «Παππού», που τυπώνονται σε τούτο το μικρό βιβλίο. Αξίζει όμως να δούμε τη μαρτυρία της Ουρανίας Παπαδοπούλου (μοναχής Μάρθας) μέσα από τα περιστατικά που αφηγείται και που αποδεικνύουν εύγλωτα την αγιότητα του απλοϊκού ποιμένα, του παιδιού αυτού της Βασιλείας. Γράφει η μοναχή Μάρθα: «Μια μέρα πήραμε ένα αμάξι να μας πάη, μαζί με τον Παππού, από τον Προφήτη Ελισσαίον στην οδόν Χέϋδεν. Όταν φθάσαμε, είπαμεν στον αμαξά, να πλησίαση το αμάξι κοντά στο πεζοδρόμιο, για να κατεβή με ευκολία ο Παππούς. Ο αμαξάς απαντά ειρωνικώς: "Από σας περίμενα να μου το ειπήτε; Μήπως ξέρετε με ποιόν έχετε να κάνετε; μήπως ξέρετε τον θησαυρόν"; Και τον κατέβασε από το αμάξι του σαν να κατέβαζε άγια λείψανα. Οι άνθρωποι που περίμεναν τον Παππού τον πήραν μέσα. Και αυτός -ο αμαξάς - άρχισε να μας λέγη τι του είχε συμβή. "Κάποτε εις τον Νέον Κόσμον, εγίνετο ένας γάμος και με
έστειλεν η οικογένεια του γαμβρού να πάρω τον παπα-Νικόλα,
που έμενε στη Γαργαρέττα. Επήγα στο σπίτι του παπά, ο οποίος
καθώς βγήκε από το σπίτι του, και τον είδανε τα άλογα μου
αφήνιασαν τόσο πολύ, ώστε ήτο αδύνατον να τα συγκρατήσω.
Σήκωναν τα πόδια τους σούζες κ.τ.λ. Λέγω εις τον γέροντα:
"Πάτερ μου, είναι αδύνατον να σε πάρω εις το αμάξι μου με
τέτοια ταραχή που έχουν τα άλογα μου. Θα τρέξω μια στιγμή να τους ειδοποιήσω, ότι δεν σε πήρα στο αμάξι».

«Δεν πειράζει, παιδί μου, του είπε, πηγαίνω με τα πόδια μου». Τι μεγάλη έκπληξις με περίμενε, έλεγε ο αμαξάς, όταν έφθασα κοντά στο σπίτι του γαμβρού και βλέπω τον παπα-Νικόλα (γνωστόν για την βραδυπορίαν του) να περπατή στο πεζοδρόμιο, κοντά σχεδόν στο σπίτι του γαμβρού! Μπορείτε να καταλάβετε, μας έλεγε, πόση απόστασις είναι από τον Άγιον Ιωάννην της Γαργαρέττας, ως τον Νέον Κόσμον».

Και ρώτησε: «Πέστε μου και σεις, πώς πήγε περπατώντας, ενώ εγώ δεν είχα φθάσει ακόμα στο σπίτι»; Και αυτός, δηλαδή, ο αμαξάς, επίστευσε ότι πραγματικά κάποια υπερφυσική δύναμις τον επήγε, ή μάλλον τον βοήθησε, καθώς και μεις όλοι που τον ξέραμε το πιστεύουμε».

Ας δούμε ακόμη ένα συγκλονιστικό περιστατικό από τη ζωή του παπα-Νικόλα Πλανά, που δείχνει, πόσο μακάριοι είναι όσοι πορεύονται στο νόμο του Θεού. Γράφει η μοναχή Μάρθα: «Μια κυρία, ήταν από τους τύπους εκείνους, πού έχουν την
δαιμονικήν περιέργειαν να δοκιμάζουν τους Αγίους, με την
προσπάθειαν να εύρουν αιτία να εξαπολύσουν λιβέλλους εναντίον
των Ιερωμένων. Όταν άκουσε τας αρετάς του πατρός Νικολάου,
απεφάσισε να τον δοκιμάση. Πήγε μια μέρα στην εκκλησία, και
του λέγει: "Να έλθης, πάτερ μου, στο σπίτι να μου κάμης 40
παρακλήσεις, διότι έχω οικογενειακές φουρτούνες, θα σε περιμένω κάθε απόγευμα". «Μετά χαράς, παιδί μου», της είπε. Της πήρε την διεύθυνσιν και την επομένην, επήγε. Της έκαμε την
παράκληση. Στο τέλος του έδωσε μια δεκάρα. Την πήρε απαθώς.
Του λέγει: "Και αύριο σε περιμένω".

"Μετά χαράς", επανέλαβε ο πατήρ. Επήγε την επομένην κατάκοπος ως συνήθως και γέρων πλέον, της έκαμε πάλι παράκληση, και αυτή πάλι του έδωσε μια δεκάρα. Την πήρε και πάλιν ο πράος αθώος. Αυτό επανελήφθη 40 ημέρες. Να του δίνη μια δεκάρα κάθε παράκληση και η αγιότης του να εξακολουθεί να πηγαίνει. Στο τέλος έπεσε στα πόδια του συντετριμμένη και του ζήτησε συγχώρεση
και του είπε: "Συ είσαι ο ενδεδεγμένος ιερεύς της υπομονής
και του καθήκοντος!"



πηγή:η εφημερίδα της ρωμηοσύνης

Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2010/03/blog-post_128.html#ixzz1LPVW5awc

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος: ἀναμνήσεις...


ρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος, Πάρος 
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΝ ΚΑΙ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΝ
Τος γνώρισα κα τος δύο καλς κα συνεδέθην μετ' ατν δι το συνδέσμου τς κατ Χριστν γάπης. Τος γνώρισα κατ τ τη 1905 – 1907, πηρετν ες τς τάξεις το στρατο. γνώρισα πρτον τν είμνηστον λέξανδρον Παπαδιαμάντην, τν ποον παρηκολούθουν τακτικς ψάλλοντα ες τν δεξιν χορν κατ τς λονυκτίας, α ποαι γίνοντο ες τ κκλησάκι το προφήτου λισαι πλησίον του Παλαιο Στρατνος. Κατόπιν κε γνώρισα κα τν λέξανδρον Μωραϊτίδην, στις ψαλλε ριστερά. ψαλον δ κα ο δύο μετ πολλς συνέσεως, προσοχς, φόβου κα κατανύξεως, ποφεύγοντες τς τάκτους, τς θεατρικς κα θυμελικς φωνς. ψαλλον καθς τ Πνεμα τ γιον δι το Προφητάνακτος Δαυΐδ ν ψαλμος διδάσκει λέγον «Ψάλλατε τ Θε μν, ψάλλατε... καλς ψάλλατε... ψάλλατε συνετς (Ψάλμ. 32, 36) κα καθς ρίζουν ο θεσπέσιοί της γίας μν κκλησίας γιοι Πατέρες. «Τος π τ ψάλλειν ν τας κκλησίαις παραγενομένους βουλόμεθα, μήτε βοας τάκτοις κεχρσθαι κα τν φύσιν πρς κραυγν κβιάζεσθαι, μήτε τί πιλέγειν τν μ κκλησία ρμοδίων τ κα οκείων, λλ μετ πολλς προσοχς κα κατανύξεως τς τοιαύτας ψαλμωδίας προσάγειν τ τν κρυπτν φόρω Θε· ελαβες γρ σεσθαι τος...
υος σραλ (Λευϊτικν ΙΕ', 31) τ ερν δίδαξε λόγιον» (Κανν τς ΣΤ' Οκουμενικς Συνόδου).
Άγιος Νικόλαος ΠλανάςΜέχρι σήμερον πο χουν παρέλθη 45 τη, σάκις ναπολήσω ες τν μνήμην μου τν Παπαδιαμάντην κα τν Μωραϊτίδην κα τς κατανυκτικς κείνας γρυπνίας κα εράς μυσταγωγιας, τς ποίας τέλουν ο είμνηστοι π. ντώνιος κα πλος κα κακος, πράος, κέραιος κα ταπεινς τ καρδία παπ-Νικόλαος Πλανς, μο φαίνεται σν ν κούω τν ερν κείνην μνωδίαν, ποία μοίαζε σν μνωδία γγελικ κα προσευχ κατανυκτική, ποία ξαϋλώνει τρόπον τιν τν νθρωπον, τν ναβιβάζει νοερς ες τ οράνια κα τν πλησιάζει κα τν νώνει μ τν Θεόν. Ἐὰν κατ' ατν τν τρόπον, τν σεμνόν, τν εσχημον τελοντο ες λας τς κκλησίας α ερα κολουθίαι κα θεαι μυσταγωγίαι, μεγίστην φέλειαν θ λάμβανον λοι ο χριστιανοί. Δυστυχς, τς περισσοτέρας κκλησίας ο ψάλλοντες κα ερουργοντες μ τς τάκτους, τς σήμους κα νοικείους φωνς, τς κινήσεις χειρν, ποδν κ.λ. μελν τς μετέβαλον ες θέατρα κα οδεμία φέλεια ψυχικ προσγίνεται, διότι Βυζαντιν κκλησ. μουσική, κατανυκτικ κα εσχημος, ψυχωφελς κα σωτήριος φυγαδεύθη κα ντικατεστάθη ες τος περισσοτέρους ναος δι τς ερωπαϊκς θεατρικς μουσικς, τις εχαριστε κα τέρπει χι τν ψυχήν, λλ τν κοήν, οχ τν ελαβν χριστιανν, τν ταπεινν κα φοβουμένων τν Θεόν, λλ τν ν τος θεάτροις κα κινηματογράφοις φοιτώντων.
δ λεγομένη τετραφωνία, ψαλλομένη παρ ψαλτν νίων νευλαβν, χόντων τ πίσθια τν στραμμένα πρς τς γίας εκόνας κα τ γιον θυσιαστήριον, οτινες ν θεάτροις κα ν καπηλείοις τραγωδούσιν, χοντες τελείαν γνοιαν τν ερν κανόνων τν περ μνωδίας κα ψάλλουν μόνον τ στόματι κα οχ τ νοΐ κα τ καρδία, εναι μία τερατοφωνία, εναι τραγέλαφος. Δ θ λησμονήσω τν ελάβειαν κα προσοχν μ τν ποίαν ψαλλον ο είμνηστοι διδάσκαλοι Μωραϊτίδης κα Παπαδιαμάντης, μ τν σιγανν κα ταπεινν φωνν τν.
φαίνοντο χι τι ψαλλον λλ' τι προσηύχοντο κα συνωμίλουν μ τν Θεόν. δ Παπαδιαμάντης ταν ψαλλε τ τροπάρια τς Δευτέρας Παρουσίας: «ταν μέλλεις ρχεσθαι κρίσιν δικαίαν ποισαι, Κριτ δικαιότατε... ταν τίθενται θρόνοι κα νοίγονται βίβλοι κα Θες ες κρίσιν καθέζηται... ννο τν μέραν κείνην κα τν ραν, ταν μέλλομεν πάντες γυμνο κα ς κατακριτοι τ δεκάστω Κριτ παρίστασθαι...» τ ψαλλε μ τοιαύτην συναίσθησιν κα φόβον, στε φαίνετο σν ν στατο μπροσθέν του φοβερο Κριτηρίου. ταν δ ψαλλε τ το Παραδείσου τροπάρια, φαίνετο σν ν ξίστατο κα ρπάζετο ς ες Παράδεισον. σαύτως ταν ψαλλε τ ναστάσιμα τροπάρια κα κανόνας, φαίνετο ς χαίρων κα λλόμενος, καθς Θεοπάτωρ Δαυΐδ πρ τς σκιώδους Κιβωτο λατο σκιρτν.
πειδ δ ψαλλον μετ συνέσεως κα ελαβείας, δν πέτρεπον ες ψάλτας πο ρχοντο δι ν ψάλωσι ες τς γρυπνίας, ἐὰν κα κενοι δν ψαλλον συνετς κα μεταχειρίζοντο χι τς φυσικς τν φωνς, λλ θυμελικς, προσποιητς κα τάκτους φωνς. δ Παπαδιαμάντης στις το κα εέξαπτός τους δίωκε.
-Φύγετε, τος λεγε, δ εναι τόπος προσευχς. Πηγαίνετε ν τραγουδήσετε ες τ θέατρα.
Πολλάκις κα μ στις μην βοηθός του κα μαθητής, ταν κανα καμμίαν παραφωνίαν παρατονίαν, μ δίωκεν.
-Φύγε, μο λεγε, πασε, κλεσε τ στόμα σου, πρόσεκτε.
γ παραμέριζα, λλ γρήγορα το περνοσε θυμς κα πάλιν μ κάλει.
-Κώστα, λα ν ψάλης.
γ πειδ εχον ζλον ν μάθω μέσως, τρεχον κα ψαλλον. το δ τόσο ταπεινός, στε πολλάκις μετ τ τέλος τς γρυπνίας μπροσθεν πολλν μο ζήτει συγχώρησιν.
-Κώστα, μο λεγεν (τοτο το τ κοσμικόν μου νομα), ν μ συγχωρέσης διότι σ λύπησα.
Κα γ τ λεγον:
-γ πταίω, διδάσκαλε, διότι εμαι πρόσεκτος. Σ εχαριστ δ διότι μ τς παρατηρήσεις πού μου κάμνεις γίνομαι προσεκτικώτερος κα μ τς πιπλήξεις μ διδάσκεις τν πομονν τς ποίας χω νάγκην.
μολογ, τι π τν τάξιν κείνην ποία παρετηρετο ες τ κκλησάκι κενο το προφήτου λισαι λαβον μεγάλην φέλειαν. κενοι πο τ κατεδάφισαν δειξαν μεγάλην σέβειαν κα συνιστ ες πάντας τος λληνας λογοτέχνας κα λογογράφους ς πνευματικς πατρ ν παιτήσουν παρ τού Σου πουργείου τς Παιδείας κα παρ τς ερς Συνόδου κα τς ρχαιολογικς ταιρίας ν νοικοδομηθ νέον κκλησίδιον ες τν διον τόπον που πρχε τ παλαιόν, δι ν παραμείνη ς μνημεον δι τς μελλούσας γενες, ν τ βλέπωσιν ο νέοι λογοτέχναι κα ν τ πιδεικνύωσι κα ες τος ξένους λογοτέχνας, τος πισκεπτομένους τν λλάδα, δι ν πληροφορνται τι ες ατν τν ερν τόπον, ες ατο τ κκλησίδιον, ο κορυφαοι τν λογογράφων τς λλάδος ς εσεβέστατοι τέλουν γρυπνίας προσευχόμενοι, δοντες, ψάλλοντες, ανοντες κα ελογοντες τν Θεόν.
Ο μόνον δ γ φελήθην, λλ κα λλοι πολλο φοιτντες ες τς γρυπνίας κείνας, κούοντες μετ κατανύξεως τς ναγνώσεις ες τος βίους τν γίων, ες τος λόγους περ ψυχς, περ μελλούσης κρίσεως, περ Παραδείσου, περ κολάσεως, τος ποίους λόγους μ πλν φράσιν ρμήνευεν νίοτε Μωραϊτίδης.
Τινς ξ ατν μισήσαντες τν μάταιον κόσμον κα καταφρονήσαντες πάντα τ πίγεια ς φθαρτ κα ρέοντα, γαπήσαντες δ τν Θεν κα τ οράνια κα ε διαμένοντα, γκατέλειπον τν κόσμον κα τ ν κόσμω κα κολούθησαν δι τς μοναχικς πολιτείας τν Χριστόν, ξ ν τινς διέπρεψαν π' ρετή, φιλομαθεία κα σιότητι βίου, πολλο δ γιναν γούμενοι μονν. Ες κ τν πρώτων στις σπάσθη τν μοναχικν βίον κα ρεν τν Σταυρν το Κυρίου π' μων κα κολούθησεν Ατόν, το ξ Αγίνης ατρς Σπυρίδων Καμπανάος, δι το γγελικο σχήματος πικληθες θανάσιος Λαυριώτης μελετηρότατος κα πολυγραφώτατος, δρυτς τς γιορειτικς Βιβλιοθήκης.
Οτος τε τι το νέος κα φοιτητς τς ατρικς, το κα τακτικς θιασώτης τν γρυπνιν, ατινες γίνοντο ες τν προφήτην λισαιέ, ψάλλων μελωδικότατα. τε δ λαβε τ δίπλωμα τς ατρικς, κατανοήσας ς φρόνιμος κα νουνεχς τν το Κυρίου φωνήν: «στις θέλει πίσω μου λθεν παρνησάσθω αυτν κα ράτω τν Σταυρν ατο κα κολουθείτω μοί... κα φιλν πατέρα μητέρα πρ μέ, οκ στί μου ξιος...», φκε τν κόσμον κα τ ν κόσμω, γονες, δελφούς, φίλους, τιμς, δόξας κα ναπαύσεις προσκαίρους κα κατέφυγεν ες τν ν τ γίω ρει το θωνος ερν Μονν τς Μεγίστης Λαύρας, νθα π πολλ τη τν μοναχικν νύσας δίαυλον, ν ρετας, νηστείαις, γρυπνίαις κα προσευχας, ν συγγραφας κα μεταφράσεσιν φελίμων βιβλίων, δόξασε κα τίμησε τν Θεόν, τ μοναχικν πολίτευμα κα τ γιώνυμον ρος το θωνος.
Τούτου τ παράδειγμα κολούθησαν κα λλοι τινς κα μεταξ ατν κα ποφαινόμενος, μετ το πνευματικο δελφο κα φίλου μου Νικολάου Μητροπούλου, δικηγόρου, νεψιο το ειμνήστου ρχιεπισκόπου Πατρν εροθέου Μητροπούλου, γραμματέως τότε το μεγάλου καταστήματος το Δήμ. Τερζοπούλου, μ τν ποον γνωρίσθην ες τς γρυπνίας κα φο γνωρίσθημεν, μείναμεν σύνοικοι π 1 ½ τος κα μο νεχωρήσαμεν ξ θηνν δ' γιον ρος τν 8ην Μαΐου, ορτν το γίου ωάννου το Θεολόγου.
Μετ τν γρυπνίαν κα ερν μυσταγωγίαν, ν παρηκολουθήσαμεν ες τ κκλησάκι το Προφήτου λισαιέ, μς φιλοξένησεν ες τν οκον το μαζ μ τν Παπαδιαμάντην φιλομόναχος κα φιλόξενος Νίκ. Μπούκης κα ποχαιρετίσαντες τος Παπαδιαμάντην κα Μωραϊτίδην, κατήλθομεν ες Πειραιά, που μας συνώδευσαν Νικόλαος Μπούκης, κ το ρωϊκο Σουλίου ταγματάρχης Κώνστ. Σμπόνιας, πνευματικν τέκνον το ν Πάρω σίου ρσενίου, κα κ Σίφνου γραμματες το πουργείου τν σωτερικν Στάμ. Γαϊτάνος, οτινες σαν τακτικώτατοι ες τς γρυπνίας.
Φθάσαντες ες Θεσσαλονίκην, ο Τορκοι μς θεώρησαν ς κατασκόπους, κα μ διασωθέντα ς κ θαύματος τ μεσιτεία το Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, μ πέστρεψαν ες τν λλάδα, τν δ φίλον μου Νικόλαον Μητρόπουλον τ μεσιτεία γνωστο του Τούρκου ξιωματικο τν πέστειλαν ες γιον ρος. Μεταβς ες τν ερν Μονν Σίμωνος Πέτρας λαβε τ γγελικν σχμα, κληθες Νελος κα διορισθες, ς γγράμματος, γραμματες τς Κοινότητας το γίου ρους, ζήσας λίγα τη ν κρα ρετ κα σιότητι, ν ταπεινώσει, ν φιλαδελφία κα γάπη ελικρινε πρς τν Θεν κα τν πλησίον κα εάρεστος τ Θε γενόμενος, τελειωθες ν λίγω πλήρωσε χρόνους μακρούς.
γ δ ετελς κα λάχιστος, πιστρέψας ες λλάδα, λθον κα κοινοβίασα ες τν ερν Κοινοβιακν Μονν τς Ζωοδόχου Πηγς, ες ν κα ερίσκομαι ρτι κα ναμένω τν ντεθεν ναχώρησιν κα μετάβασιν ες τν ληθινν πατρίδα, τν οράνιον ερουσαλήμ, τν κραταιν κα νόλεθρον.
Μετ π μς κολούθησε μετ' λίγον κα νωτέρω ρηθες κ Σίφνου Σταμάτιος Γαϊτάνος, λθν κατ' ρχς ες τν ερν μν Μονν κα κατόπιν μεταβς ες τν πατρίδα το Σίφνον, που καρες μοναχς χειροτονήθη ερες κα γούμενος τς ερς Μονς Βρύσεως. ποσυρθες τς ερς Μονς, φησυχάζει ν Φυρογείοις. Μετ τατα λθον ες τν νταύθα ερν μν Μονν κ τν φοιτώντων ες τς γρυπνίας το Προφήτου λισαιέ, λλοι πέντε, κ Νάξου ντώνιος Κούρτης, στις το κανδηλανάπτης ες τν ναν το Προφήτου λισαιέ, κ Δεσφίνης τς Παρνασσίδος ωάννης Σιδέρης, νν ερομόναχος λίας, κ Σμύρνης μμ. Φωτιάδης, κ Κν/πόλεως μμ. Νιώτης, γενόμενος μοναχός, μν πρτος κληθες Φιλόθεος, δ δεύτερος Μάξιμος, κα κ Κέας Θεόφιλος Ζάμαρος, ερομόναχος πνευματικός, στις δη ερίσκεται ες τν ν μαλιάδι ερν Γυναικείαν Μονν το Προφήτου λιο. κτς τούτων σαν κα λλοι, οτινες μετέβησαν ες γιον ρος κα λλας μονάς.
λλ κα γυνακες φοιτσαι ες τς γρυπνίας κείνας, κολούθησαν τν μονήρη βίον, ατινες διέλαμψαν ν τας ρετας κα τ σιότητι, ν ας κ Κρήτης σία Ξένη, όμματος κα ποιήτρια κατανυκτικωτάτων εχν κα δεήσεων κα μνων, χρηματίσασα ρκετ τη γουμένη ες τν ν Αγίνη ερν Μονν τς γίας Τριάδος, τν δρυθεσαν π το γίου Νεκταρίου πρώην Πενταπόλεως, μοναχ Κασσιαν ποτακτική της νωτέρω Ξένης κα διάδοχός της γουμενείας, Νεκταρία Γιαβοπούλου χρηματίσασα κα ατ γουμένη ες τν δίαν Μονήν, Παρθενία Μάνδηλα, τις χρημάτισε γουμένη τς ν Πάρω Γυναικείας Μονς Μεταμορφώσεως Χριστο κα λλαι πολλαί.
Ες τς γρυπνίας το Προφήτου λισαι ψαλλεν νίοτε κα κ Κν/πόλεως μουσικοδιδάσκαλος Τσώκλης, βραδύτερον δ ο κ Βόλου Στέφανος Ζήτης, κατόπιν πρεσβύτερος χειροτονηθες, λίας Μάρος κα Διευθυντς τς «γιορειτικς Βιβλιοθήκης» Σώτ. Σχοινς, Γεώργ. Τσαντίλης, Πάν. Τομς, κ Πάρου Γεωργ. Στέλλας, στις κα πίτροπος χρημάτισε κα δ' νεργειν το κοσμήθη τ κκλησίδιον δι τοιχογραφιν.
μφότεροι, Παπαδιαμάντης κα Μωραϊτίδης ς νθρωποι κα ατο εχον νθρωπίνους δυναμίας κα τελείας, πειδ κατ τν Μ. Γρηγόριον «κα τν ρίστων μμος πτεται, ς τελείου κα ναμαρτήτου ντος μόνου του Θεο», λλ' ες τν γενεν τν ποίαν ζησαν, καθ' ν πάντες κατ τν Προφητάνακτα Δαυΐδ ξέκλιναν μα χρειώθησαν, οτοι ο μακάριοι δν ξέκλιναν, λλ' στάθησαν δραοι, στύλοι κλόνητοί της εσεβείας, κα κριβες φύλακες τν παραδόσεων.
νήστευον τς π τν γίων ποστόλων κα τς κκλησίας νενομοθετημένας νηστείας, γρύπνουν, προσηύχοντο κα κατεγίνοντο ες τν μελέτην τν γίων Γραφν, τν συγγραμμάτων τν γίων Πατέρων κα διδασκάλων τς γίας μν κκλησίας. Ες τ συγγράμματα τν εναι καταφανς ελάβεια τν κα φοσίωσις πρς τν Θεόν, τος γίους Πατέρας κα ερς παραδόσεις. σαν κτήμονες, ζων λιτότατα κα νεδύοντο ταπειν κα πενιχρά. δ Παπαδιαμάντης το πάντοτε πτωχός, διότι ,τι εχε τ διδον, τ διένειμε τος πτωχος. Πολλάκις ο φίλοι του βλέποντες τι τ νδύματά του σαν πεπαλαιωμένα, τ πρόσφερον καινουργή, λλ' κενος δν δέχετο, κα ταν τ νδύματά του κα σανδάλια καθίσταντο χρηστα, τότε τ ντικαθίστα. φρόντιζον κα ο δύο ν στολίζουν χι τ φθαρτν κα θνητν σμα τν, λλ τν φθαρτον κα θάνατον ψυχν τν μ ρετς, μίσουν κα πεστρέφοντο πάντα νεωτερισμν κα τν σημερινν ψευδοπολιτισμν κα τν ξενομανίαν, λεγχον δ κα καυτηρίαζον τος χάσκοντας δι τ ξένα κα θνεία κα εσάγοντας ξένα κα καιν δαιμόνια, τος νεωτεριστς κα καινοτόμους, οτινες πεμπόλησαν τ ρχαία κα χριστιανικ θη κα θιμα, τινς δ κα ατν τν θησαυρν τς ρθοδόξου μν πίστεως κα νεδύσαντο ς μάτιον τν νεωτερισμν κα τ σαθρ κα σεμνα θη τν Ερωπαίων κα λοιπν ξένων κα κινδυνεύει λλς ν ξευρωπαϊσθ κα μερικανοποιηθ. Μετέβησαν τινς λληνίδες ες Ερώπην, εδον γυναίκας σέμνως νδεδυμένας, βαμμένας τ πρόσωπα, τ χείλη, τος νυχας, εδον γυναίκας ν καπνίζουν, ν χαρτοπαίζουν, ν' ποφεύγουν τν τεκνογονίαν, ν κάμνουν κτρώσεις, ν παίρνουν διαζύγια, ν χωρίζωνται τος νδρας τν, ν κουρεύωνται, ν φορον πανταλόνια, κα εθς τς μιμήθησαν κα μοιώθησαν ατας. Κα χι μόνον τς μιμήθησαν, λλ κα ρχόμεναι ες τν λλάδα φρόντισαν ν μεταδώσουν τ τοιατα κα ες λλας γυναίκας, α ποαι μετ χαρς δέχθησαν τ σεμνα, τ σεσηπότα, τ σαθρ κα θνεία.
Πρέπει ν μολογήσωμεν τν λήθειαν, τι ες διαφόρους χώρας τς Ερώπης, ες τν Γαλλίαν, ταλίαν κα γγλίαν, λβετίαν κ.α., πάρχουν κα γυνακες σεμναί, τίμιαι, θικαί, θεοφοβούμεναι, σεμνς νδεδυμέναι κα γενικς δ παρ τος καθολικος παγορεύεται ν τος ερος ναος εσοδος γυναικν σέμνως νδεδυμένων. λλ' α νωτέρω λληνίδες μιμήθησαν τς π τν σκηνν τν θεάτρων κα κινηματογράφων.
Πρ 60 τν ες τν λλάδα δν πρχε γυν σέμνως νδεδυμένη, οτε πλουσία οτε πτωχή, οτε μεγάλη οτε μικρή· ντρέπετο ν δη τς γυμνν χι τ χέρι, πόδι, τράχηλον λλ κα ατ τ πρόσωπον τν. Δι τοτο α μν τν πόλεων, δίως α τν πλουσίων κυρίαι, ταν ξήρχοντο ες περίπατον, μετέβαινον ες πισκέψεις, εχον καλύπτρας ες τ πρόσωπον, α δ τν παρχιν, δίως τν χωρίων, εχον μανδήλας, μ τς ποίας κάλυπτον χι μόνον τς κεφαλάς, λλ κα τ πρόσωπα κα μόνον γυμνν μέρος μενον ο φθαλμο δι ν βλέπωσι κα ρς δι ν ναπνέωσιν· πολλάκις κάλυπτον κα τν ρίνα κα ταν συνήντων μίλουν μ νδρας νευον πρς τ κάτω· σπάνιαι βάφοντο· βάφοντο δίως α τν θεάτρων κα τν οκων νοχς.
Ες τς περισσοτέρας κκλησίας εχον τ λεγόμενα δικτυωτά, δι ν μ βλέπουν ο νδρες τς γυναίκας, δ' ατ α πορνεαι, α μοιχεαι, α κτρώσεις, τ διαζύγια σπάνιζον, δ ποφυγ τς τεκνογονίας τις γενικεύθη κόμη κα ες τ μικρότερα χωρία τς λλάδος κα ες τ γροικίας, το γνωστος καθς το γνωστον κα τ σιγάρο κα χαρτοπαιξία ες τς γυναίκας. μοίως πολλο νδρες μεταβαίνοντες ες Ερώπην κα μαθόντες τι κε πάρχουν μασόνοι χοντες μασονικς στος, μιμήθησαν τούτους κα πιστρέψαντες ες τν λλάδα, μετελαμπάδευσαν κα μετεφύτευσαν τν μασονισμόν, δρύσαντες στος, γωνιζόμενοι πως προσελκύσουν κα προπαγανδίσουν, σους δυνηθον ες τν μασονίαν· λλοι γένοντο χιλιασταί, κομμουνισταί, πνευματισταί, αρετικοί, κακόδοξοι κα φο γένοντο υο το σκότους ο πρώην υο το φωτός, προσπαθον μ φανατισμν ν σκοτίσουν κα λλους κα ε δυνατν ν κάμουν πάντας μοίους τν.
λλ τ πλέον λυπηρν κα ξιον θρήνων εναι τι κα κληρικο μεταβαίνοντες ες Ερώπην κα μερικν κτς σπανίων ξαιρέσεων παθον τ μοια· βλέποντες το τεροδόξους κουρευμένους, ξυρισμένους χωρς ράσα, ς λαϊκος νδεδυμένους, τος μιμήθησαν δικαιολογούμενοι κα προφασιζόμενοι προφάσεις ν μαρτίαις, τι δθεν ο Ερωπαοι κληρικο εναι καλλίτεροι π μς, εναι πολιτισμένοι, ν μες εμεθα πολίτιστοι, συγχρόνιστοι, μ τ ράσα δ κα μ τ γένεια εμεθα γριοι, κα τι τ ράσα δν κάνουν τν παπ κα τι ο ξένοι ταν φορμεν ράσα μς χλευάζουν. Ταλαίπωροι! Πόσον πλανάσθε!! στε ο γιοι Προφται, ο γιοι πόστολοι, ο γιοι Πατέρες, γιώτερος πάντων τν νθρώπων Τίμιος Πρόδρομος, ατς διος Κύριος μν ησος Χριστς μονογενς Υἱὸς κα Λόγος το Θεο Πατρός, δι τν μετέραν σωτηρίαν γενόμενος νθρωπος πο εχαν γένεια κα μύστακα, σαν γριοι πολίτιστοι!
ντροπή σας! Λείπεται ν μς επητε τι κα Θες Οράνιος Πατρ θ εναι πολίτιστος κα συγχρόνιστος διότι παραγγέλλει ες τ Λευϊτικν (κέφ. ΙΘ', 27) κοινς ες πάντας, διαιτέρως δ ες τος ερες ν μ ξυρίζωσι τ γένειον «Ο φθαρετε τν ψιν το πώγωνος μν.» Συμφων κα γ τι τ ράσα δν κάμνουν τν παπά, τν κάμνουν τ καλ ργα, λλ κα παπς χωρς ράσα δν μπορε ν εναι παπάς. Παπς δ κουρεμένος, ξυρισμένος τελείως, παπς μ γυναικείαν ψιν, γυναικοπρόσωπος, δν εμπορε ν εναι παπάς.
Παπς φοιτν ες θέατρα, παίζων, διασκεδάζων, χορεύων, πηδν κα κατόπιν τελν τ φρικτ μυστήρια, δν εναι παπάς, εναι θεομπαίκτης, εναι καραγκιόζης! Παπς στις φοβούμενος μήπως τν χλευάσουν ο λλόθρησκοι βγάζει τ ράσα του, ἐὰν το χλευάσουν κα τν πίστιν το πόμενον ν τν ρνηθ! Διότι « εχερς π τν μικρν ττώμενος, εχερς κα π τν μεγάλων ττηθήσεται» λέγει σοφς Μάρκος σκητής.
λλ τί επω κα λαλήσω; Μακάριοι ο λέγοντες ες τα κουόντων. Φοβομαι μήπως μιλ κα γράφω ες τα χόντων τα λλ μ κουόντων, χόντων φθαλμος λλ μ βλεπόντων. Φοβομαι μήπως φθασαν α μέραι α πονηρα κεναι, δι τς ποίας επεν Μέγας ντώνιος μίαν προφητείαν ες τος αυτο μαθητς κα ες κροατς το οτινες πολλαχόθεν προσέτρεχον πρς ατν δι ν τν δωσι κα κούσωσι τν γλυκυτάτην διδασκαλίαν το νομάζοντες ατν νθρωπον Θεο. «κούσατε, τέκνα μου, τος επεν, ρχεται καιρς καθ' ν ο νθρωποι θ μανσι (θ τρελλαθσι), πν δ δωσι τιν μ μαινόμενον παναστατήσοναι κατ' ατο λέγοντες· μες μαινόμεθα, να τί σ ο μαίνει»; προφητεία ατη το γίου ντωνίου ρχισεν ες τίνας νδρας κα γυναίκας ν κπληροται ξ σων νωτέρω επομεν, λλ κα κ τν λεγομένων καλλιστείων δήλ. τν πιδείξεων γυμνν γυναικείων σωμάτων.
π ρχαιοτάτων χρόνων κα π Χριστο ς ναφέρουν ο ερο εαγγελισταί, λλ κα σήμερον μόνον ο τρελλο κα ο δαιμονισμένοι ξεσχίζουν τ μάτια τν κα λαυνόμενοι π τς μανίας κα τν δαιμόνων περιφέρονται γυμνο ες τς δος κα ρήμους κα τος ποίους ο συγγενες τν κα ο λοιπο φρόνιμοι νθρωποι τος δένουν μ σίδηρα κα λύσεις κα φ' σον διαρκε τρέλλα, τος κλείουν ες φρενοκομεα. μοιον τί μ τ νωτέρω πάσχουσι κα α γυνακες κεναι α ποαι σπεύδουν πιδεξαι γυμνς τς σάρκας τν. Ταύτας φείλουν ο γονες, ο δελφοί, ο συγγενες, ο φίλοι ν τς περιορίζωσι κα ἐὰν πιμένουν τότε ν μεταχειρισθσιν λύσεις κα σίδηρα κα ξύλο, διότι ταν τς φίνουν λευθέρας εναι φανερόν, τι κα ατο πάσχουν τν δίαν σθένειαν, καθς κα κενοι πο τρέχουσι ν τς δωσι κα θαυμάσωσι, ν τς τιμήσωσι κα ν τς δοξάσωσι κα ν τας ποδώσωσι λατρείαν οαν πέδιδον, ο γνωστοι κα σελγες ρχαοι τ ψευδοθε φροδίτη.
ξιος παίνου εναι Σς Μητροπολίτης δέσσης στις δ' πιτιμίου φορισμο μπόδισε τν πίδειξιν καλλιστείων ες τν παρχίαν του κα πρεπε πάντες ο μητροπολίται ν τν μιμηθσι. Πο εσθε Παπαδιαμάντη κα Μωραϊτίδη, πο εσθε τν παρελθόντων αώνων διδάσκαλοι κα κήρυκες τς εσεβείας κα τς κκλησίας γιοι ρχιερες κα κληρικο Κοσμ Ατωλέ, Μακάριε Νοταρά, Νικηφόρε Θεοτόκη, Εγένιε Βούλγαρη, θανάσιε Πάριε, Νικόδημε γιορείτα, Χριστόφορε Παπουλάκε;
Πο εσθε γιοι ρχιερες κα ερες τς ποδούλου λλάδος, οτινες π πέντε αώνας π κάτω του σκληροτάτου ζυγο τς δουλείας φυλάξατε κριβ, νόθευτον κα σάλευτον τν ρθόδοξον πίστιν μν, τς ερς παραδόσεις κα λα τ σεμν κα χριστιανικ θη κα θιμα, δι ν δητε τν κατάντια τς σημερινς γενες κα ν κλαύσητε κα θρηνήσετε τν σημερινν λεεινν κα οκτρν μς κατάστασιν!
Πο εσαι λία Μηνιάτη, διαπρύσιε κρυξ τς κκλησίας ν κηρύξεις στεντορείως. θη! καιροί! Υο τν λλήνων χριστιανν ως πότε βαρυκάρδιοι; να τί γαπτε ματαιότητα κα ζητετε ψεδος; λληνες κα λληνίδες σοι πλανήθητε π τν ρχοντα το σκότους, σοι σκοτίσθητε, ποδιώξατε τ σκότος, προσέλθετε ες τν ρχοντα το Φωτς τν Κύριον μν ησον Χριστόν, στις εναι τ φς τ ληθινν τ φωτίζον κα γιάζον πάντα νθρωπον ρχόμενον ες τν κόσμον, προσέλθετε πρς ατν κα φωτίσθητε κα τ πρόσωπά σας δν θέλουν καταισχυνθ, προσέλθετε ν μετανοία ελικρινε, προσέλθετε χωρς ναβολήν, τι τ τέλος γγικεν, θάνατος στιν δηλος κα ν τ δη οκ στι μετάνοια.
Κύριος μν ησος Χριστς μεταξ λλων σημείων, σα θ κολουθήσουν λίγον πρ τς συντελείας το κόσμου κα περ ν ναφέρουσιν ο ερο Εαγγελισταί, τος επε κόμη κα ν λλο π κενα τ ποα δν εναι γραμμένα λλ διεσώθη κ παραδόσεως κα τ ποον νέγνωσα ες ρχαον βιβλίον. ταν δητε τ νωτέρω σημεα κα ταν γίνωσιν α γυνακες νδρες κα ο νδρες γυνακες, τότε ν γνωρίσητε τι πλησιάζει τ τέλος.
Τ βλέπομεν κα ατ σήμερον. Πόσαι γυνακες δν περιπατον μ πανταλόνια κα μ σιγάρα στ χέρια κα στ στόματα, ο δ νδρες τν κα ο πατέρες τν κα α μητέρες τν τς καμαρώνουν!
δ φωστρ τς κκλησίας μς Θεος Χρυσόστομος ρωτηθες πότε ρχεται τ τέλος, πήντησεν, ταν κλείψη αδς π τς γυναίκας. αδς ο μόνον ξέλιπεν π τς πλείστας τν γυναικών, λλ κα ερίσκεται ν διωγμ ς γραψεν ρθοτατα κα ληθέστατα φιλευσεβέστατος κα ζηλωτς τν πατρίων γαπητς κ. Μ. Τριανταφύλλου ες φυλλάδιόν του δημοσιευθν ν Θεσσαλονίκη τ 1950 « αδ ν διωγμ».
Τ ν ξετάζωμεν δι ν μάθωμεν κριβς περ τς μέρας τς συντελείας το κόσμου κα τς Δευτέρας Παρουσίας δν μς φελε τόσον, σον μς φελε ν πιστεύσωμεν τι τ τέλος εναι γγύς, τι θ ποθάνωμεν, τι μετ θάνατον πάρχει ζω αώνιος, τι θ δώσωμεν λόγον τν πράξεών μας κα καστος κ τν δίων ργων δοξασθήσεται ασχυνθήσεται κα τι Παρουσία το Κυρίου θ λθη αφνιδίως κα ς στραπή, κα τι πρέπει ν εμεθα πάντοτε τοιμοι ς παραγγέλλει μν Κύριος «Προσέχετε αυτος μήποτε βαρυνθσιν μν α καρδίαι ν κραιπάλη κα μέθη κα μερίμναις βιωτικας κα αφνίδιος φ' μς πιστ μέρα κείνη· ς παγς γρ πελεύσεται π πάντας τος καθημένους π πρόσωπον πάσης της γής· γρυπνετε ον ν παντ καιρ δεόμενοι, να καταξιωθτε κφυγεν πάντα τ μέλλοντα γίνεσθαι κα σταθναι μπροσθέν του υο το νθρώπου (Λούκ. ΚΒ' 34,35).
πανέλθομεν π τ προκείμενον. Παπαδιαμάντης κα Μωραϊτίδης ζήσαντες εσεβς, σίως κα δικαίως κα φυλάξαντες τς ντολς το Κυρίου, μετέβησαν πρς τς αωνίους μονάς, δι ν ανσι κα δοξολογσιν καταπαύστως μετ τν γγελικν Ταγμάτων κα τν γίων Πάντων τν Ποιητν κα Δεσπότην κα Βασιλέα το παντός. Κα μν Παπαδιαμάντης κοιμήθη ν Σκιάθω κατ τ τος 1910. δ Μωραϊτίδης, γενόμενος μοναχς κα μετονομασθες νδρόνικος, κοιμήθη σαύτως ες Σκιάθον κατ τ 1929. Κα ο δύο εχον πόθον ν ρχοντο ν μόναζον νταύθα ες τν ερν Μονν τς Λογγοβάρδας. μν Παπαδιαμάντης μόλις κουσεν τι λθον ες τν Μονν κα γινα μοναχς κα χειροτονήθην διάκονος, μο παρήγγειλεν ν τν περιμένω πιστρέφοντα κ Σκιάθου νθα μετέβαινε, λλ' πελθν δν πέστρεψε, πλθε πρς Κύριον. δ Μωραϊτίδης πειδ εχεν λθη μικρς ες τν Μονν δι ν μονάση, μαθητς ν το Γυμνασίου ν Σύρω, πλησίον του θείου το ερομονάχου Διονυσίου διδασκάλου Πνευματικο κα εροκήρυκος, κα μ δεχθες παρά του τότε γουμένου εροθέου Βουτσινιώτου πειδ το μικρς τ λικία, πέστρεψεν ες Σύρον κα τελειώσας τ Γυμνάσιον εσήχθη ες τ Πανεπιστήμιον κα σπούδασε τν φιλολογίαν κα γενόμενος Καθηγητς δίδαξεν λίγα τη, νυμφευθες γυναίκα τιμίαν κα σεμνν τις ες τ τέλος το βίου τς γένετο μοναχ θανασία νομασθεσα.
ζησε μετ' ατς ν παρθενία, φοσιωμένος ες τν Θεν κα ες τν συγγραφν βιβλίων κα μετάφρασιν τν συγγραμμάτων τν γίων Πατέρων Γρηγορίου κα Μ. Βασιλείου. Εχε σκοπν ἐὰν ζη ν μετέφραζε, ς μο γραφε, ες τν καθομιλουμένην μφοτέρων τν διδασκάλων τ παντα· μο στειλε δ μερικ ποσπάσματα μεταφρασμένα· πειδ π τ τος 1909-1929 εχομεν τακτικν λληλογραφίαν κα εχον πολλς πιστολς του κα ποσπάσματα μεταφράσεων το γ. Γρηγορίου κα Μ. Βασιλείου. Τ ποία λθόντες ο ταλο κατ τν καιρν τς κατοχς κα ποιήσαντες ρευναν ες τ κελλίον μου κα γραφεον, φήρεσαν ατ λα μετ' λλων πιστολν. πόθος το το ν γίνετο μοναχς ες τν Λογγοβάρδαν ες τν ποίαν λθε πας ν μ σκοπν ν μονάση. λλ μεταβς ες τν πατρίδα το κάρη κε μοναχς π τού Σου γ. Χαλκίδος κυρο Γρηγορίου κα κε παρέδωκε τ μν πνεμα ες χείρας το Θεο, τ δ σμα ες τν γενέτειραν ατο. πρεπε γεννήσασα κα θρέψασα ατος διαιτέρα πατρς ν δεχθ ν τος κόλποις ατς τ λείψανα ατν. Μωραϊτίδης κτός της φιλολογίας, φιλοτεχνίας κα θεολογίας ες ς σχολετο, το κα ριστος μνογράφος κα σματογράφος κα πολλος γίους κα γίας στόλισε δ' σμάτων κα γκωμίων.
Δίκαιον κα πρέπον ν καυχται ο μόνον Σκιάθος, λλ κα σύμπασα λλς δι τν ξυνωρίδα τν δύο τούτων νεωτέρων διδασκάλων κα λογογράφων, τι ες τς πονηρς ταύτας μέρας, ες τν γενεν τν πονηρν μοιχαλίδα κα μαρτωλν τοιοτοι νεφάνησαν βλαστοί, τος ποίους φείλουν ν μιμηθσι λοι ο νεώτεροι θικολόγοι, λογογράφοι κα λογοτέχναι· ν μ γράφωσι κα λέγωσι μόνον λλ κα ν ποισιν. πειδ ποιήσας πρτον κα δεύτερον διδάξας, μέγας κληθήσεται ν τ Βασιλεία τν Ορανν.
ρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος, Πάρος 
ΚΙΒΩΤΟΣ 
ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
 
 
ρωμαίικο οδοιπορικό