Το Σάββατο της Διακαινησίμου εβδομάδος η Εκκλησία μας τιμά άπαντες τούς Αγίους Κολλυβάδες Πατέρες. Πρόκειται για οσιακές μορφές κυρίως του 18ου και του 19ου αιώνος, αν και δεν είναι άτοπο να συγκαταριθμήσουμε μαζί τους και άλλους Πατέρες του 20ου, οι οποίοι αγωνίστηκαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την γνήσια ορθόδοξη πνευματική ζωή. Η αρχή έγινε με οξείες διαφωνίες με άλλους αγιορείτες που υποστήριζαν την κατά την Κυριακή τέλεση των μνημοσύνων αλλά και την σπάνια συμμετοχή στην θεία Κοινωνία. Οι «Κολλυβάδες»- όνομα που τους επιδόθηκε σκωπτικά- αγωνίστηκαν να συνδέσουν τους ορθοδόξους της εποχής τους με την λοιπή ιερή ασκητική Παράδοση της Εκκλησίας μας, όχι μόνον διότι το ορθό ήταν να τελούνται τα μνημόσυνα το Σάββατο και οι Χριστιανοί να κοινωνούν συχνά, αλλά επειδή γενικότερα η ησυχαστική ζωή της Εκκλησίας είχε παραγκωνισθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Κολλυβάδες προτείνουν διαρκώς θέσεις του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Βέβαια, όπως τότε ο μεγάλος αυτός Πατήρ παρεξηγήθηκε έτσι και αυτοί παρεξηγήθηκαν, πολεμήθηκαν και διώχθηκαν προς χάρη της Αλήθειας. Το Φιλοκαλλικό Πνευματικό κίνημα αυτών των Οσίων οφείλουμε να το βιώνουμε διαρκώς εντός της Εκκλησίας, εάν θέλουμε να είμαστε συνδεδεμένοι με ολόκληρη την αγιοπνευματική Παράδοση Αυτής. Το φοβερότερο είναι πως ακόμη και σήμερα, ενώ πλέον έχουν ανακηρυχθεί Άγιοι της Εκκλησίας και εμείς είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε πως όσα δίδαξαν είναι απολύτως σύμφωνα προς την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, κατηγορούνται και συκοφαντούνται από κάποιους που θεώρησαν εαυτούς ανωτέρους των Αγίων.

κειμ. ΙΜ Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
εικών Δημητρέλος

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Ο μοναχισμός ως λειτουργική άσκηση. Πρ. Γεώργιος Μεταλληνός



Τοῦ Πρωτοπρεσβ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

1. Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμὸς διατηρεῖ τὸν σύνδεσμο ἀσκήσεως καὶ λατρείας, διασώζοντας τὰ πνευματικὰ ἐρείσματα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὴν πνευματική του πορεία.
Ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ εἶναι αὐθεντικὴ σπουδὴ μετανοίας. Ὁ μοναχὸς εἶναι «ὁ στηλογραφῶν τὴν ζωὴν τῆς μετανοίας» (1).
Δεδομένου δὲ ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι οὐσιαστικὴ ἐπανάσταση, ποὺ εἰσήχθη ἐν Χριστῷ στὸν κόσμο, γιὰ τὴ συνεχῆ ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου, ὁ μοναχισμὸς διακρατεῖ τὸν Χριστιανισμὸ ὡς μόνιμη (πνευματική) ἐπανάσταση, μέσα στὸν κόσμο ἐνῶ παράλληλα συνεχίζει τὴν πνευματικότητα τῶν πρώτων αἰώνων, προφυλάσσοντας τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς ἐκκοσμίκευσης, ἐνεργώντας ἀνασταλτικὰ στὴν ἐξάπλωσή της.
Ὁ Μοναχισμὸς στὴν ἀπόλυτη συνέπειά του στὸν ἀγώνα γιὰ θέωση, ἐκφράζει σὲ κάθε ἐποχὴ τὸ «περισσόν» τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως, τὴν ὁδὸν τῆς «ὑπερβολῆς» (Α´ Κορ. 12, 31), ἡ ὁποία στὴν πνευματικὴ ζωὴ γίνεται κανόνας.
Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε «κρείσσων ὁδός»«κόσμος τῆς Ἐκκλησίας». Διότι, μολονότι ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ἔχουν κληθεῖ νὰ καταλάβουν «μὲ τὴ βία» (τὸν βιασμὸ τῆς φύσεώς τους) τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, οἱ μοναχοὶ ἀκολουθοῦν τὴν Κυριακὴ ἐντολὴ μὲ μεγαλύτερη συνέπεια, μέσα ἀπὸ τὴν συνεπέστερη καὶ πληρέστερη ἄσκησή τους.

Κατὰ συνέπεια, ὅλοι οἱ πιστοὶ ἐπιδιώκουν τὸν ἴδιο σκοπό. Οἱ μοναχοὶ ὅμως παλαίουν μὲ μεγαλύτερη ἐπάρκεια δυνατοτήτων. Ὁ δικός τους δρόμος εἶναι ἡ βίωση τῆς «ἐσχάτης ὥρας» (Α´ Ἰωάν. 2, 18), τῆς ἀδιάκοπης ἐγρήγορσης στὴν ἀναμονὴ τοῦ «ἐρχομένου Κυρίου».
Εἶναι, γι᾽ αὐτό, ὁ μοναχισμὸς ἡ αὐθεντικότερη μορφὴ χριστιανικῆς ζωῆς καὶ «φῶς» τῶν ἀγωνιζομένων στὸν κόσμο. Ἡ ἔνταξη δὲ τῆς λατρείας στὸν πνευματικὸ ἀγώνα τῶν μοναχῶν, ὅσο καὶ ἄν θεωρεῖται διαφοροποίηση στὴν ἀρχικὴ θεώρηση τῆς λατρείας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀπέβη ἡ μεγαλύτερη εὐλογία γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, διότι μέσῳ τοῦ μοναχισμοῦ συνεχίσθηκε ἡ διασύνδεση λατρείας καὶ ἐνθουσιαστικοῦ μαρτυρικοῦ στοιχείου, ἐφ᾽ ὅσον καὶ ὁ μοναχισμὸς εἶναι ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ χριστιανικοῦ - μαρτυρίου, ὡς «μαρτύριον συνειδήσεως» (2).

Ἤδη ἡ ἀποστολικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων παρουσιάζεται ὡς κατ᾽ ἐξοχὴν λατρευτική. Ἡ προσευχὴ τῶν πιστῶν ἀναπέμπεται «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ» πρὸς τὸν Θεό (Ρωμ. 15, 6· Α´ Πέτρ. 4, 1· Ἀποκ. 15, 4 κ.τλ).
Σ᾽ αὐτὴ τὴν παράδοση θὰ μείνουν πιστοὶ οἱ μοναχοί, ὡς συνεχιστὲς τῶν «ἐνθουσιαστικῶν τάσεων» τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἡ ζωή τους θὰ διαμορφωθεῖ ὡς ζωὴ λατρείας, οἱ ἴδιοι δὲ θὰ περιφέρονται ὡς «ἐν σώματι ἄγγελοι» καὶ «λειτουργικὰ πνεύματα».
Ὁ μοναχός, ἄλλωστε, δὲν «τροφοδοτεῖται» ἁπλῶς (παθητικά) στὴ λατρεία, ἀλλὰ γίνεται κοινωνὸς καὶ τελετουργός της, μετέχοντας ἔτσι στὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ.
Μὲ ὀργανωτὴ τὸν Μ. Βασίλειο, τὸ μοναστικὸ κοινόβιο συνιστᾶ μικρογραφία τῆς Ἐκκλησίας ὡς «μοναστικὴ ἐνορία», ὅπου ἡ καθημερινὴ ζωὴ ἐκφράζεται ὡς λειτουργικὴ δοξολογία.
Μέσῳ τοῦ κοινοβίου ἡ ἐκκλησιαστικὴ λατρεία ἀναπτύσσει τὴ δυναμική της στὸν χῶρο τῆς ἀσκήσεως (3).
 Στὸ γεωγραφικὸ κέντρο τοῦ μοναστικοῦ κοινοβίου ὑπάρχει πάντα τὸ Καθολικὸν ἤ Κυριακόν, ὁ κεντρικός ναὸς γιὰ τὴ λειτουργικὴ σύναξη ὅλης τῆς Μονῆς.

2. Μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς ὀργανωμένης ἀσκήσεως ἀπὸ τὸν 4ον αἰώνα, ἡ λατρεία συνδέθηκε ἄμεσα μὲ τὴν ἄσκηση (4). Οἱ μοναχοὶ ἐνσωμάτωσαν στὴ λατρεία τους τὶς γονυκλισίες, γνωστὲς ἀπὸ τὸ αὐτοκτρατορικὸ τυπικό (adoratio =προσ - κύνηση), γιὰ νὰ ἐκφράσουν συντριβή, αὐτομεμψία, ὑποταγὴ στὸν Θεό.
Ἡ λατρεία προσέλαβε, ἔτσι, ἀσκητικὸ χαρακτὴρα, ὡς μιὰ διαρ κὴς μετάνοια. Τὸ πνεῦμα αὐτὸ προδίδει ἕνας λόγος τοῦ Ἀββᾶ Παμβώ, ποὺ φανερώνει συνάμα ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὴ μορφὴ λατρείας τῶν χριστιανῶν τοῦ κόσμου: «Καὶ γάρ, οὐκ ἐξῆλθον οἱ μοναχοὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ ταύτῃ, ἴνα παρίστανται τῷ Θεῷ καὶ μετεωρίζονται καὶ μελωδοῦσιν ᾄσματα καὶ ρυθμίζουσιν ἤχους καὶ σείουσι χεῖρας καὶ μεταβαίνουσι πόδας, ἀλλ᾽ ὀφείλομεν ἐν φόβῳ πολλῷ καὶ τρόμῳ δάκρυσί τε καὶ στεναγμοῖς μετὰ εὐλαβείας καὶ εὐκατανύκτου καὶ μετρίας φωνῆς τὰς προσευχὰς τῷ Θεῷ προσφέρειν» (5).

Τὸ κείμενο αὐτὸ ἐκφράζει καθαρὰ τὸ πνεῦμα τῆς μοναστικῆς λατρείας, τοῦ ἐμβολιασμοῦ της δηλαδὴ στὴ μοναστικὴ ἄσκηση. Παρ᾽ ὅλο δὲ ποὺ στοὺς μετέπειτα αἰῶνες ὁ μοναχισμὸς θὰ προσλάβει λατρευτικὸ πλοῦτο μεγαλύτερο ἀπ᾽ αὐτὸν τῶν κοσμικῶν ἐνοριῶν, καθιστάμενος ὁ κύριος παράγοντας ἀναπτύξεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, δὲν θὰ χαθεῖ ποτὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ποὺ συνδέεται μὲ ὅλη τὴ συντηρούμενη σ᾽ αὐτὸν πνευματικὴ ἀνάταση.
Ὁ Μοναχισμὸς ἐπιτυγχάνει νὰ καθιστᾶ τὴ ζωὴ ὀργανικὴ συνέχεια τῆς λατρείας, ἀκριβῶς, μέσῳ τῆς ἀσκή- σεως. Ἡ ἔνταξη τοῦ μοναχοῦ σὲ προσευχὴ ἀπαιτεῖ καὶ αὐξημένη μετοχὴ στὴ λατρεία. Στὴ λατρεία ὁ μοναχὸς πραγματώνεται. Γι᾽ αὐτὸ καὶ θέλει νὰ ζεῖ στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ βρέφος ἀναζητεῖ τὴ μητρικὴ ἀγκάλη. Ἡ συμμετοχὴ τοῦ μοναχοῦ στὴ λατρεία τὸν διακρα- τεῖ στὴ θεοκεντρικὴ κοινωνία, ἀλλὰ καὶ σὲ κοινωνία μὲ τοὺς ἀδελφούς του. Ἀποχὴ ἀπὸ τὴ λατρεία εἶναι γιὰ τὸν μοναχὸ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ μητρικὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι, ἔτσι, παράδοξο, ὅτι οἱ ἐρημίτες - ἀσκητὲς σὲ κάθε ἐποχὴ δέχονται μέσῳ κοινοβιατῶν μοναχῶν τὴ Θεία Κοινωνία, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ κοινωνοῦν κάθε μέρα, μετέχοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ταυτόχρονα καὶ στὴν ἐκκλησια- στικὴ κοινωνία.

Μιὰ ἀπολυτοποι- ημένη ἄσκηση, ἀποξενωμένη ἀπὸ τὴ λατρευτικὴ κοινωνία, δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἐκκλησιαστικά. Ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ μεγαλύτερος μοναχολόγος τῆς Ἐκκλησίας, στὰ ἀσκητικά του συγγράματα δίνει προτεραιότητα στὴ λειτουργικὴ πράξη, τονίζοντας ὅτι «οἱ προσευχές, ποὺ δὲν ἀπαγγέλλονται ἀπὸ κοινοῦ, χάνουν πολὺ ἀπὸ τὴ δύναμή τους» (6).

3. Αὐτὴ ἡ πράξη τηρεῖται σήμερα στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἐκπροσωπεῖται σύνολη ἡ Ὀρθοδοξία. Μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος τελοῦνται ἐκεῖ περίπου πενήντα ἀγρυπνίες. Σὲ μερικὰ αὐστηρότερα κοινόβια τελοῦνται ἀγρυπνίες ὅλα τὰ Σάββατα τῶν δύο μακρῶν νηστειῶν (Χριστουγέννων καὶ Πάσχα).
Ἕνας σύγχρονος γνωστὸς ἁγιορείτης (π. Γεώργιος Καψάνης) δίνει στὸ σημεῖο αὐτὸ μιὰ σημαντικὴ αὐτομαρτυρία: «Στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ὁ μοναχὸς παραδίδεται μὲ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς παραδίδεται σ᾽αὐτόν.
Πολλὲς ὧρες κάθε μέρα ὁ μοναχὸς τὶς περνᾶ στὸ ναό, λατρεύων τὸν ἀγαπώμενο Κύριο. Ἡ μετοχὴ στὴ λατρεία δὲν εἶναι “ὑποχρέωση”, ἀλλὰ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς του, ποὺ διψᾶ γιὰ τὸ Θεό. Στὰ ἁγιορείτικα μοναστήρια κάθε ἡμέρα τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία καὶ οἱ μοναχοὶ δὲν βιάζονται νὰ τελειώσει ἡ ἀκολουθία, ὅσες ὧρες καὶ ἄν διαρκεῖ, γιατὶ δὲν ἔχουν νὰ κάνουν κάτι καλύτερο ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὸν Λυτρωτή, τὴ Μητέρα τοῦ Λυτρωτοῦ καὶ τοὺς φίλους τοῦ Λυτρωτοῦ [...]

Ἔτσι ἡ λατρεία εἶναι χαρὰ καὶ πανηγύρι, ἄνοιξη τῆς ψυχῆς καὶ πρόγευση τοῦ παραδείσου [...] Ἡ προτεραιότητα, ποὺ δίνει ὁ Μοναχισμὸς στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ὑπενθυμίζει στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κόσμο ὅτι ἄν ἡ Θεία Λειτουργία καὶ ἡ λατρεία δὲν ξαναγίνουν τὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας, ὁ κόσμος μας δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἑνοποιηθεῖ καὶ νὰ μεταμορφωθεῖ, νὰ ξεπεράσει τὴ διάσπαση, τὴν ἀνισορροπία, τὸ κενὸ καὶ τὸν θάνατο, παρὰ τὰ φιλότιμα ἀνθρωπιστικὰ συστήματα καὶ προγράμμα- τα βελτιώσεως τοῦ κόσμου.

Ὁ Μοναχισμὸς ὑπενθυμίζει ἀκόμη ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία καὶ ἡ λατρεία δὲν εἶναι «κάτι» μέσα στὴ ζωή μας, ἀλλὰ τὸ κέντρο, ἡ πηγὴ τῆς ἀνακαινίσεως καὶ ἁγιασοῦ ὅλων τῶν πτυχῶν τῆς ζωῆς μας» (7).
Τὸ κείμενο αὐτὸ εἶναι σημαντικὴ μαρτυρία γιὰ τὴ σχέση ἀσκήσεως καὶ λατρείας, ὅπως ἡ σχέση αὐτὴ ἔχει παγιωθεῖ στὴν Ὀρθοδοξία διὰ μέσου τῶν αἰώνων.

4. Ἐξίσου ὅμως καὶ ἡ ἄσκηση ἔχει ἀφήσει τὴ σφραγίδα της πάνω στὴν ἐκλλησιαστικὴ λατρεία. Ὄχι μόνο μορφές, ἀλλὰ καὶ περιεχόμενο, ἰδέες καὶ θεματικὴ τῆς ἐκλησιαστικῆς λατρείας φέρουν ἔντονο ἀσκητικὸ χαρακτήρα. Περιοριζόμαστε σὲ μερικὰ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα:
α) Καθολικὴ ἐπικράτηση καὶ στὸν «κόσμο» τῆς μοναστικῆς λειτουργικῆς πράξεως μετὰ τὸ τέλος τῆς εἰκονομαχίας.  
β) Οἱ ἰδέες τοῦ «ἀκολουθεῖν» τὸν Χριστό, τοῦ διὰ Χριστὸν πάθους, τῆς αὐτοσταυρώσεως, θέματα καθαρὰ ἀσκητικά, κυριαρχοῦν καθολικὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑμνογραφία.
γ) Πολλὲς ἑορτὲς καὶ ἀκολου- θίες εἶναι ἀφιερωμένες σὲ ἀσκητὲς -ἄνδρες καὶ γυναῖκες- ποὺ προβάλλονται ὡς πρότυπα τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητας (8).
δ) Τὸ ἀσκητικὸ ἰδεῶδες κυριαρχεῖ στὴν ἑβδομαδιαία λειτουργικὴ πράξη: Ἡ Τρίτη ἀφιερωμένη στὴ Θεοτόκο καὶ κυρίως στὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή, τὶς κορυφὲς τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς καὶ ὁδηγοὺς τῶν ἀσκουμένων στὸν ἀγώνα τους. ῾Η παρθενία καὶ ἡ ἐγκράτεια τιμῶνται, ἔτσι, λειτουργικὰ στὰ πρόσωπα τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Προδρόμου.
ε) Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ προσθέσει ἐδῶ τὴν ὕψωση τοῦ εἰκονοστασίου, τὶς μακρὲς περιόδους νηστείας, ὅπως καὶ τὸ ἔνδυμα τῶν κληρικῶν (ράσο), ποὺ εἶναι καρπὸς μακρᾶς ἀσκητικῆς -μονα- στικῆς παραδόσεως.
Ἀκόμη καὶ ἡ συνήθεια νὰ συμμετέχουν κατὰ κανόνα ὄρθιοι οἱ Ὀρθόδοξοι στὴ λατρεία, ἀποδίδεται στὴν ἐπίδραση τῆς μοναστικῆς πολιτείας (ἀσκητικὴ στάση ἔναντι τοῦ σώματος καὶ μίμηση τῆς πράξεως τῶν Ἀγγέλων στὴν οὐράνια λατρεία, οἱ ὁποῖοι «ἱστάμενοι» -ὄρθιοι- λατρεύουν τὸν Θεό) (9).
Ἡ ἀλληλοπεριχώρηση λατρεία καὶ ἀσκήσεως στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐνσαρκώνει τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εἶναι ἡ «ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ» προσέγγιση τοῦ βασιλείου τῆς Χάριτος.
Κυρίως ἡ μετοχὴ στὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων, τὴ Θεία Εὐχαριστία, κατὰ τὴν ὁμολογία τῆς ἁγιοπατερικῆς συνειδήσεως, ἀπαιτεῖ τὴν ἐγρήγορση τοῦ πιστοῦ καὶ τὴν ψυχοσωματικὴ καθαρότητά του (πρβλ. Β´ Κορ. 7, 1).
Λατρεία (Εὐχαριστία) καὶ «καθαρότης βίου» -μὲ την ἀσκητικὴ σημασία τοῦ ὅρου καὶ ὄχι τὴν ἠθικολογική- συμπορεύονται.

5. Ἡ διάσωση ἀπὸ τὸ Μοναχισμὸ τῆς αὐθεντικῆς διασυνδέσεως ἀσκήσεως καὶ λατρείας εἶναι ἀπόθεμα τῆς δυνάμεώς του γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς διαχρονικῆς δυναμικῆς του στὴν ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς Θεολογίας.
Δὲν εἶναι συμπτωματικό, ὅτι οἱ ἀληθεῖς Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας (Πατέρες) προέρχονται ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς ἀσκήσεως, καὶ μάλιστα τὴν συντονισμένη ἐκδοχή της, τὸν Μοναχισμό, τὴ φυσικὴ συνέχεια τῆς ζωῆς - παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Μοναχισμὸς συντηρεῖ στὶς αὐθεντικές τους διαστάσεις τοὺς βραχίονες τῆς θεολογήσεως καὶ τὶς πτέρυγές της στὶς πνευματικές ἀναβάσεις (λατρεία καὶ ἄσκηση). Μέσα ἀπὸ τὴν προοπτική, συνεπῶς, τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀσκήσεως καὶ λατρείας διαφαίνεται ἡ ἐγγενὴς σχέση τοῦ Μοναχισμοῦ μὲ τὴ θεολογικὴ γνώση καὶ τὴ θεολόγηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος, ποὺ ὁ γράφων θεωρεῖ ἐκ πεποιθήσεως τὸν χῶρο τῆς ἀκαδημαϊκῆς Θεολογίας (Πανεπιστήμια) ἁπλῶς ὡς δυνατότητα ἐπιστημονικῆς προσεγγίσεως καὶ ἀναλύσεως τῶν ἀποτυπώσεων μέσα στὸν ἱστορικὸ χρόνο τῶν μαρτυριῶν τῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας, ποτέ, ὅμως, ὡς προϋπόθεση ἐκκλησιαστικῆς -δηλαδὴ πρωτογενοῦς- θεολογήσεως, ὡς φανερώσεως δηλαδὴ τῆς θείας γνώσεως.
Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται στὴν ὄντως Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χῶρο τῆς μοναστικῆς ἐμπειρίας, ποὺ θεμελιώνεται στὰ κεφάλαια 12-14 τῆς Α´ Πρὸς Κορινθίους, ὅπου ὁ λόγος περὶ «πνευματικῶν» (χαρισμάτων).
Μόνο οἱ μονίμως φοιτῶντες σ᾽αὐτὸ τὸ θεοδίδακτο σχολεῖο τῆς εὐσεβείας -ὅπως οἱ μοναχοί- ἀναδεικνύονται ἄνωθεν θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας (10).

Σημειώσεις:

1. Καν. μγ´ τῆς ΣΤ ´ Οἰκ. Συνόδου

2. Ἀνδρ. Ἰ. Φυτράκη, Μαρτύριον καὶ Μοναχικὸς βίος, Ἀθῆναι, 1948. Πρβλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ. Ὁ Ἅγιος καὶ ὁ Μάρτυρας ὡς μιμητὴς τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, στὸν τόμο: Ὁ Ἅγιος καὶ ὁ Μάρτυρας στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλη- σίας (Εἰσηγήσεις ΙΒ´ Συνεδρίου Πατε- ρικῆς Θεολογίας), Ἀθήνα 1994, σ. 56- 58.

3. Γιὰ τὴν σχέση μοναχισμοῦ καὶ λατρείας βλ. τὰ «Ἀσκητικά» τοῦ Μ. Βασιλείου (PG. 31, ´520-1428).

4. Γιὰ τὸ θέμα γλ. στοῦ π. Γ. Δ. Με- ταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία σ. 61 ἑ.ἑ.

5. Βλ. W.Christ - M. Paranikas, Anthologia Graeca carminum Christianorum Lipsiae 1871, s. XXIXἑ.

6. PG. 32, 493 B.

7. «Εὐαγγελικὸς μοναχισμός», στὸ περιοδ. «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος» 1(1976), σ. 68 καὶ 70.

8. Χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις ἡ προβολὴ τῶν ὁσιακῶν μορφῶν τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος (ἀντίστοιχα τὴν Ε´ καὶ Δ´ Κυριακὴ τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς).
Γιὰ τὴν ἔμπρα- κτη ἐπιβεβαίωση βλ. J. Tyciakt Die Liturgie als Quelle östlicher Frommig keit (Ecclesia Orans, 20) Freiburg 1937.

9. Βλ. Ἰω. Φουντούλη, Τὸ πνεῦμα τῆς θείας λατρείας στά:Λειτουργικὰ θέματα, Α´ Θεσ/νίκη 1977, σ. 21. ἑ. ἑ. 10. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Θεο- λογικὴ Παιδεία καὶ Ἐκκλησιαστικὴ Ἀγωγή, Ἀθήνα 1993, (ἀνάτ. ἀπὸ τὴν «Ἐκκλησία» 1993, σ. 127 ἑ. ἑ.).


























































anavaseis

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης κι ἡ πνευματικὴ κληρονομιά του


σύνταξη: Theo, πηγή: Ἀντίφωνο

Οἱ συνθῆκες τῆς ἐποχῆς

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐμφανίζεται στὸ προσκήνιο σὲ μία ἐποχὴ δύσκολη: Μετὰ ἀπὸ αἰῶνες δουλείας (τρεῖς σὲ κάποιες περιοχές, τέσσερις σὲ ἄλλες), ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας βρίσκεται σὲ δυσχερῆ θέση.
Ἀπὸ τὴ μία, ἡ φτώχεια, ἡ καταπίεση καὶ ἡ ἀμάθεια ὁδηγοῦν πολλοὺς στὸν ἐξισλαμισμό, γιὰ λίγη οἰκονομικὴ ἄνεση καὶ ἀξιοπρεπῆ διαβίωση. Περιοχὲς ὁλόκληρες κοντεύουν νὰ ξεχάσουν τὰ ἑλληνικὰ ἢ ἔχουν συντριπτικὸ ποσοστὸ ἀναλφαβητισμοῦ καὶ ἀδυνατοῦν ν᾿ ἀντιμετωπίσουν τοὺς ξένους μισιονάριους ποὺ ζητοῦν νὰ τοὺς προσηλυτίσουν σὲ ἄλλα δόγματα καὶ νὰ τοὺς ἀφελληνίσουν. (Εἶναι γνωστὸ πὼς τὸ 1821 οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ κάτοικοι τῶν Κυκλάδων βοήθησαν τοὺς Τούρκους ἤ, στὴν καλύτερη περίπτωση, τήρησαν εὐμενῆ πρὸς αὐτοὺς οὐδετερότητα.)
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔρχονται οἱ σπουδαγμένοι στὴν Ἑσπερία καί, στὰ σχολεῖα ποὺ ἱδρύουν στὶς διάφορες πόλεις, μαζὶ μὲ τὶς νέες ἀνακαλύψεις τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν καὶ τὶς προόδους τῶν μαθηματικῶν, προπαγανδίζουν τὸν ἀγνωστικισμὸ ἢ τὴν ἀθεΐα. Γιατὶ ἡ σχολαστικὴ θεολογία ποὺ γνώρισαν στὴ Δύση, δομημένη σὲ κάποιες ἀρχὲς καὶ ἀξιώματα ποὺ δῆθεν μποροῦσαν νὰ ἑρμηνεύσουν ὁτιδήποτε, μία θεολογία, ἀποτέλεσμα διανοητικῶν διεργασιῶν, ἄρα κτιστὴ καὶ ἀνεπαρκὴς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, κατέρρεε στὶς συνειδήσεις πολλῶν μορφωμένων καί, μαζί της, ἡ πίστη τους στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἄλλη.  Ἀλλὰ τὰ κείμενα ποὺ τὴ διασώζουν αὐθεντικὰ σπάνιζαν αὐτὰ τὰ χρόνια.
Ἂν δεῖ κανεὶς τὶς ἐκδόσεις τῆς Τουρκοκρατίας, θὰ διαπιστώσει ὅτι ὁ πιστὸς λαὸς τρεφόταν πνευματικὰ κυρίως ἀπὸ λειτουργικὰ κείμενα, βίους Ἁγίων, μὲ ἀρκετὰ μυθολογικὰ στοιχεῖα, ἠθικολογικὰ κηρύγματα καὶ εὐσεβεῖς διηγήσεις, μὲ κάποιες τους νὰ ἔχουν στοιχεῖα τρόμου. Ὅσο κι ἂν ἀρκετοὶ βίωναν τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καὶ δέχονταν τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μετέδιδαν, ἐλάχιστοι καταλάβαιναν πλήρως τὰ κείμενα. Τὰ ἔργα τῶν μεγάλων Πατέρων ἦσαν ἄγνωστα, εἴτε γιατὶ οἱ σχετικὰ λίγες μέχρι τότε ἔντυπες ἐκδόσεις ἤσαν δυσεύρετες, εἴτε γιατὶ τὰ περισσότερα δὲν εἶχαν ἐκδοθεῖ καὶ βρίσκονταν σὲ δυσπρόσιτα χειρόγραφα. Ἕνας λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο βασικὰ κείμενα τῆς Ὀρθοδοξίας παρέμεναν ἀνέκδοτα ἦταν ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Βενετία, οἱ ἄλλες ρωμαιοκαθολικὲς πόλεις, ὅπου κυρίως ἐκδίδονταν τὰ ἑλληνικὰ βιβλία, ὑπάκουαν στὶς παπικὲς ἐντολὲς ποὺ δὲν ἐπέτρεπαν τὴν ἔκδοση Ὀρθοδόξων κειμένων, οὔτε κἂν λειτουργικῶν.

Τὸ ἔργο του

Ὁ ἅγιος Νικόδημος πηγαίνει στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1775, σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν. Ἤδη ἔχει λαμπρὲς σπουδὲς καὶ Ὀρθόδοξη ἀγωγή. Ἀντιλαμβάνεται τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζει τὸ Γένος καὶ μὲ ταπείνωση καὶ αἴσθημα εὐθύνης ἀναλαμβάνει νὰ βοηθήσει, τὸ κατὰ δύναμιν.
Ξέρει ὅτι ὁ λαὸς κινδυνεύει νὰ ἐξισλαμισθεῖ ἢ νὰ φραγκέψει, ὄχι τόσο γιατὶ βρίσκεται μέσα στὴν ἀνέχεια ἢ γιατὶ τοῦ λείπουν τὰ ὄπλα ἢ ἡ πολιτικὴ ὀργάνωση, ὅσο γιατὶ δὲν γνωρίζει σὲ βάθος τὴν πίστη στὴν ὁποία ἐνστικτωδῶς καὶ ἐκ παραδόσεως στηρίζεται. Ξέρει ὅτι αὐτὴ δὲν εἶναι θέμα διανοητικὸ ἀλλὰ βιωματικό. Ὅπως φανερώνουν τὰ πατερικὰ κείμενα καὶ οἱ βίοι τῶν Ἁγίων, ὅσο ἀγωνίζεται κανεὶς τὸν ἀγώνα τῶν πρακτικῶν ἀρετῶν, ὅσο προσπαθεῖ ν᾿ ἀποκτήσει ταπείνωση καὶ ἀγάπη, τόσο ὁ νοῦς τοῦ φωτίζεται ἀπὸ τὸν Θεό, δέχεται τὴ χάρη Του καὶ γεύεται «γνωστῶς καὶ εὐαισθήτως» πράγματα ποὺ ξεπερνοῦν τὴν κτιστὴ καὶ πεπερασμένη φύση του καὶ τὸν εἰσάγουν στὴν αἰωνιότητα. Τότε γίνεται πλούσιος ὑπὲρ πάντα πλοῦτον καὶ δυνατὸς ὑπὲρ πᾶσαν δύναμιν. Δὲν φοβᾶται μήπως τὸν ταπεινώσουν, τὸν ἀπογυμνώσουν ἢ τὸν θανατώσουν, γιατὶ ἤδη ζεῖ μὲ τὸν Θεό, μετέχει στὴν αἰωνιότητα.
Ξέρει ἐπίσης, ὅτι ἡ Ἀλήθεια δὲν ἀλλάζει μὲ τὶς ἐποχές. Μόνο ἡ ἔκφραση καὶ ἡ ὁρολογία μεταβάλλονται, ἀνάλογα καὶ μὲ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ ὅσων τὴν διατυπώνουν. Ἔτσι, ἀναλαμβάνει νὰ φωτίσει τὸν λαὸ μὲ κείμενα, εἴτε στὴ δημώδη γλώσσα τῆς ἐποχῆς του, εἴτε στὸ πρωτότυπο, μὲ πολλὲς ἐπεξηγήσεις. Ἄλλοι, ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, τοῦ ὁποίου ὁ ἀδελφὸς Χρύσανθος ὑπῆρξε δάσκαλος τοῦ Νικοδήμου, τὸ κάνουν μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν ἵδρυση σχολείων. Ὁ Νικόδημος τὸ κάνει μὲ τὰ βιβλία του.
Τὸ 1777, σὲ ἡλικία 28 ἐτῶν, ἀναλαμβάνει νὰ ἐλέγξει καὶ ἀποκαθάρει ἀπὸ τὰ λάθη τὸ χειρόγραφο τῆς «Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν νηπτικῶν» ποὺ τοῦ ἐγχειρίζει ὁ ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς, δηλαδὴ τῆς συλλογῆς ἀσκητικῶν καὶ νηπτικῶν κειμένων ἀπὸ τὸν 4ο μέχρι τὸν 14ο αἰώνα, νὰ συντάξει τοὺς βίους τῶν ἀνθολογουμένων συγγραφέων καὶ νὰ γράψει τὸ προοίμιο. Ἡ ἀνθολογία θὰ ἐκδοθεῖ τὸ 1782, θὰ μεταφραστεῖ σὲ πολλὲς γλῶσσες καὶ θὰ ἀποτελέσει βιβλίο ἀναφορᾶς γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Τὸ 1783 θὰ ἐκδοθεῖ ὁ «Εὐεργετινός», συλλογὴ πιὸ πρακτικῶν ἀσκητικῶν κειμένων ποὺ ἔγινε τὸν 11ο αἰώνα, τὴν ὁποία ὁ Νικόδημος ἀντιγράφει ἀπὸ ἁγιορείτικα χειρόγραφα καὶ ἀποκαθαίρει, συντάσσοντας καὶ πάλι τὸ προοίμιο. Ἀκολουθοῦν ἡ «Ἀλφαβηταλφάβητος» τοῦ ἁγίου Μελετίου τοῦ ὁμολογητοῦ (θὰ ἐκδοθεῖ μόλις τὸ 1928), τὰ ἅπαντα τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ νέου θεολόγου, τὸ «Θεοτοκάριον τὸ νέον» (κανόνες πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο), τὰ ἅπαντα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τὰ χειρόγραφα τῶν ὁποίων, δυστυχῶς, θὰ χαθοῦν στὴ Βιέννη, ἡ Ἑρμηνεία στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (διασκευὴ καὶ ἐμπλουτισμὸς τῆς σχετικῆς ἑρμηνείας τοῦ Θεοφυλάκτου Ἀχρίδος), ἡ Ἑρμηνεία στὶς λοιπὲς ἐπιστολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ Ἑρμηνεία τοῦ Ψαλτηρίου μὲ βάση τὴν ἐξήγηση τοῦ Εὐθυμίου Ζυγαβηνοῦ, ὁ «Κῆπος χαρίτων» (ἑρμηνεία στὶς ἐννέα Ὠδές), τὸ Ἀπάνθισμα ἐκ τῶν Ψαλμῶν, οἱ ἐρωταποκρίσεις τῶν ὁσίων Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου, τὸ «Ἑορτοδρόμιον» (ἑρμηνεία τῶν κανόνων τῶν δεσποτικῶν καὶ θεομητορικῶν ἑορτῶν) καὶ ἡ «Νέα Κλίμαξ» (ἑρμηνεία τῶν Ἀναβαθμῶν τῆς Ὀκτωήχου).
Μέσα στὴ μέριμνά του γιὰ τὴν πνευματικὴ τροφοδοσία τοῦ δοκιμαζομένου λαοῦ μας, ἐπεξεργάζεται τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Μαυρικίου, ἀποκαθαίροντας τὸν ἀπὸ κάποια μυθολογικὰ στοιχεῖα, πλουτίζοντας τὸν μὲ πλῆθος ὑποσημειώσεων καὶ μεταφράζοντας τὸν σὲ μία χυμώδη δημοτική της ἐποχῆς του. (Ἡ γλώσσα αὐτὴ ξένισε τὸν ἐκδότη τῆς δεύτερης ἔκδοσης, ποὺ ἀντικατέστησε πλῆθος λαϊκῶν λέξεων μὲ ἀντίστοιχες τῆς καθαρεύουσας. Εὐτυχῶς σήμερα ἔχουμε τὴν ἔκδοση τοῦ «Δόμου», τὴ μόνη ποὺ ἀναπαράγει τὴν πρώτη.) Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν «Συναξαριστὴ τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ», ὅπως τὸν τιτλοφόρησε, ποὺ παρουσιάζει συντετμημένους βίους Ἁγίων, μεταφράζει ἐπιλεγμένους ἐκτενεῖς βίους καὶ τοὺς ἐκδίδει στὸ «Νέον Ἐκλόγιον», φροντίζοντας ἡ γκάμα του νὰ ἐκτείνεται σὲ ὅλους τους αἰῶνες καὶ νὰ περιλαμβάνει ἁγίους ἐπισκόπους, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς ποικίλων ἐπαγγελμάτων καὶ κοινωνικῶν θέσεων, γιὰ νὰ ὑποδείξει στὸν καθένα τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἁγιότητα. Ἀκόμα, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ πρόβλημα τῶν ἀθρόων ἐξισλαμισμῶν, συλλέγει μαρτυρολόγια τῆς Τουρκοκρατίας, τὰ ἐπιμελεῖται, τὰ μεταφράζει καὶ τὰ ἐκδίδει στὸ «Νέον Μαρτυρολόγιον» τὸ 1799, μὲ ἕνα θαυμάσιο προοίμιο ὅπου προτρέπει τοὺς πιστοὺς νὰ παραμείνουν ἀμετακίνητοι στὴν πίστη, μιμούμενοι τοὺς Νεομάρτυρες, καὶ τοὺς ἀλλαξοπιστήσαντες νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ὀρθοδοξία. Τὸ βιβλίο αὐτὸ συντελεῖ στὴν ἀνάσχεση τῶν ἀθρόων ἐξισλαμισμῶν, βοηθᾶ πολλοὺς νὰ ἀποκτήσουν συνείδηση τῆς πίστεώς τους καὶ ὁδηγεῖ ἄλλους, ἀλλαξοπιστήσαντες κυρίως, στὸ μαρτύριο. Τὰ ἁγιολογικὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου σταδιακὰ ἐκτοπίζουν τὶς προγενέστερες συλλογὲς βίων Ἁγίων, ποὺ εἶχαν δεκάδες ἐκδόσεις ἀνὰ τίτλο, καὶ φτάνουν νὰ κυριαρχοῦν στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο.
Ἡ ἀγάπη του πρὸς τοὺς Ἁγίους καὶ ἡ μέριμνά του γιὰ τὴ διάδοση τῆς τιμῆς τους στὸν Ὀρθόδοξο κόσμο τὸν ὁδηγεῖ νὰ  συνθέσει πλῆθος Ἀκολουθιῶν (γύρω στὶς 60) ἢ νὰ συμπληρώσει ἤδη ὑπάρχουσες. Οἱ περισσότερες ἀπ᾿ αὐτὲς παραμένουν ἀνέκδοτες καὶ σώζονται σὲ ἁγιορείτικες βιβλιοθῆκες. Ξεχωρίζει ἡ Ἀκολουθία ποὺ συνέθεσε πρὸς τιμὴν τῶν Ὁσίων του Ἄθω, μὲ θαυμαστὸ ἐγκώμιο, ὅπου συνοπτικὰ βιογραφεῖ ὅλους τοὺς Ἁγίους τοῦ Ὄρους. Οἱ Ἀθωνίτες Ὅσιοι γιὰ πρώτη φορὰ ὑμνολογοῦνται κι ἐγκωμιάζονται συλλογικά. Ἐπίσης, ἐκδίδει καὶ τοὺς ὀκτώηχους κανόνες τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ ὑμνογράφου στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, ἀποκαθαίρει καὶ ἐκδίδει τὸ «Ἐγχειρίδιον» μὲ τὰ ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου, καθὼς καὶ τὸ μέγα Εὐχολόγιον, γιὰ νὰ ἔχουν οἱ ἱερεῖς μία εὔχρηστη καὶ ἀκριβῆ ἔκδοση.
Γιὰ νὰ βοηθήσει ἐξομολόγους καὶ ἐξομολογούμενους, συντάσσει καὶ ἐκδίδει τὸ 1794 τὸ «Ἐξομολογητάριον», μὲ συμβουλὲς καὶ γιὰ τοὺς δύο, βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀργότερα ἀναλαμβάνει τὸ τιτάνιο ἔργο τῆς συλλογῆς καὶ κωδικοποιήσεως αὐτῶν τῶν Κανόνων, καθὼς καὶ τῶν ἑρμηνειῶν τους ἀπὸ τοὺς ἔγκριτους κανονολόγους, τοὺς συνθέτει, παρουσιάζοντας τὴ συμφωνία τῶν συντακτῶν τους, καὶ τοὺς ἐκδίδει στὸ «Πηδάλιον» τὸ 1800, μὲ πλῆθος ὑποσημειώσεων καὶ παραπομπῶν ποὺ μαρτυροῦν τὴν ἐξαίρετη μνήμη καὶ τὶς θαυμαστὲς συνθετικές του δυνατότητες. Αὐτὸ τὸ ἔργο καθοδηγεῖ τοὺς Ὀρθοδόξους ἐξομολόγους ἀνὰ τὸν κόσμο μέχρι σήμερα.
Στὴ μέριμνά του γιὰ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τῶν πιστῶν, μὴ θέλοντας νὰ προβάλλει τὸν ἑαυτό του, ἐπεξεργάζεται καὶ βιβλία ἄλλων συγγραφέων, συνήθως ἀλλάζοντας τὰ ριζικὰ καὶ πολλαπλασιάζοντας τὸν ὄγκο τους, ὅπως τὸ «Περὶ συνεχοῦς θείας μεταλήψεως» τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου καὶ τὰ «Πνευματικὰ γυμνάσματα» καὶ τὸν «Ἀόρατο πόλεμο», τὰ ὁποῖα ἀνακάλυψε ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς στὴν πατμιακὴ βιβλιοθήκη, μεταφρασμένα ἀπὸ τὰ ἰταλικά, καὶ τὰ ἔδωσε στὸν ἅγιο Νικόδημο, νὰ τὰ ἐπεξεργαστεῖ καὶ νὰ τὰ ὀρθοδοξοποιήσει.
Τέλος, συντάσσει καὶ ἐκδίδει κάποια ἐντελῶς δικά του ἔργα. Σὲ ἡλικία 32 ἐτῶν, ζώντας ἐρημικὰ στὸ ἐρημονήσι Σκυροπούλα, χωρὶς κανένα βιβλίο μαζί του, συγγράφει τὸ «Συμβουλευτικὸν ἐγχειρίδιον περὶ φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων», ὅπου ἐκθέτει τὴν ἀσκητικὴ καὶ πνευματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, μὲ πλῆθος ἁγιογραφικῶν καὶ πατερικῶν παραπομπῶν ἀπὸ μνήμης, γιὰ νὰ ἐνισχύσει πνευματικὰ τὸν ἐξάδελφό του Ἰερόθεο, ἐπίσκοπο Εὐρίπου, ποὺ τοῦ τὸ ζήτησε. (Τὸ βιβλίο πρωτοεκδίδεται τὸ 1801.) Ἀργότερα συγγράφει τὴ «Χρηστοήθεια» μὲ ἠθικὲς συμβουλὲς πρὸς τοὺς πιστοὺς (πραγματοποιεῖ πέντε ἐκδόσεις ἀπὸ τὸ 1803 ὡς τὸ 1816), καί, πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, γιὰ νὰ ἀπαντήσει στὶς ποικίλες ἐναντίον τοῦ συκοφαντίες, συντάσσει τὴν «Ὁμολογία πίστεως», ὅπου φαίνεται ἡ καθαρότητα τοῦ Ὀρθόδοξου φρονήματός του.
Μέχρι τὸ 1809, ποὺ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, δηλαδὴ σὲ διάστημα 32 χρόνων, ὁ ἅγιος Νικόδημος συνέθεσε 120 περίπου ἔργα, ποὺ ἂν ἐκδίδονταν ὅλα μαζί, θὰ συγκροτοῦσαν 30 μεγάλους τόμους. Πολλὰ παραμένουν ἀνέκδοτα, ἐνῶ ἀρκετὰ ἐκδόθηκαν μετὰ θάνατον, λόγω τῶν δυσκόλων περιστάσεων τῆς ἐποχῆς καὶ τῆς ἀνέχειας στὴν ὁποία ζοῦσε ὁ Ἅγιος καὶ οἱ συμμοναστές του. (Κάποια παραχαράχτηκαν ἀπὸ τοὺς ἐπιμελητές τους, λόγω τῆς ἀποστάσεως ἀπὸ τὸν τόπο ἐκδόσεως ἢ τοῦ μεσολαβήσαντος θανάτου τοῦ συγγραφέα.) Ἔτσι, αὐτὸς ὁ ταπεινὸς μοναχὸς ἀναδείχθηκε ὁ πολυγραφότερος Ἁγιορείτης καὶ πιθανότατα ὁ πολυγραφότερος ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς 2ης μ.Χ. χιλιετίας.
Ἔζησε πολὺ ἀσκητικά, στὴν ἱ. Μονὴ Διονυσίου ἀρχικὰ καὶ σὲ διάφορες καλύβες τῆς Καψάλας στὴ συνέχεια, συνήθως ὡς ὑποτακτικὸς ἢ φιλοξενούμενος ἄλλων γεροντάδων. Κυκλοφοροῦσε ρακένδυτος καὶ μὲ γουρουνοτσάρουχα, αὐτὸς τοῦ ὁποίου τὶς συμβουλὲς ζητοῦσαν πατριάρχες, ἐπίσκοποι ἀλλὰ καὶ ἁπλὸς λαός. Κι ὄχι μόνο δὲν ξυπάστηκε ἀπὸ τὴν ἀναγνώριση, ἀλλὰ καὶ παραπονιόταν γι᾿ αὐτήν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ βιβλία τοῦ κυκλοφόρησαν ἀνωνύμως ἢ μὲ ὀνόματα κάποιων ἄλλων ποὺ ἐλάχιστα συνέβαλαν γι᾿ αὐτά.
Στὶς ἔριδες γιὰ τὸ θέμα τῶν μνημοσύνων καὶ τῆς συχνῆς θείας μεταλήψεως πῆρε τὸ μέρος τῶν ἀποκαλούμενων «κολλυβάδων», στοιχώντας στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, χωρὶς ὅμως νὰ ἐπιτίθεται μὲ ἀνοίκειους χαρακτηρισμοὺς στοὺς ἀντιπάλους του, ὅπως συχνὰ συνέβαινε καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές. Γι᾿ αὐτὸ καὶ παρέμεινε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ δὲν διώχθηκε ὅπως οἱ περισσότεροι ἐπώνυμοι «κολλυβάδες».
Τὸ ἔργο του εἶναι διδασκαλία καὶ μαθητεία Ὀρθοδοξίας. Ἐνῶ θὰ μποροῦσε νὰ συγγράψει πολλά, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὰ τέσσερα καταδικά του βιβλία σὲ πεζὸ λόγο, τὶς χιλιάδες ἐπεξηγήσεις, τὰ πολλὰ προοίμια, ἐγκώμια, πανηγυρικοὺς λόγους καὶ Ἀκολουθίες ποὺ συνέθεσε, προτίμησε ν᾿ ἀφήσει τοὺς προγενέστερούς του Πατέρες νὰ μιλήσουν στὸν λαό, κι αὐτὸς νὰ τοὺς σχολιάζει, ἐπεξηγεῖ, ὑπομνηματίζει, μεταφράζει... Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι οἱ μεταφράσεις του θυμίζουν αὐτὲς τοῦ Παπαδιαμάντη: Ἔχει τὴν ἐλευθερία νὰ παραλείπει ἢ νὰ προσθέτει ἀποσπάσματα, γιὰ νὰ καθιστᾷ τὸ κείμενο πιὸ εὔληπτο ἤ, σὲ κάποιες περιπτώσεις, περισσότερο Ὀρθόδοξο. Τὸ τελευταῖο συνέβη μὲ τὰ βιβλία «Περὶ συνεχοῦς θείας μεταλήψεως», «Πνευματικὰ γυμνάσματα» καὶ «Ἀόρατος πόλεμος».

Κάποιες ἐνστάσεις

Γιὰ τὰ δύο τελευταῖα ἔχει γίνει κάποιος θόρυβος, ὅτι τάχα εἰσάγουν τὴ ρωμαιοκαθολικὴ εὐσέβεια στὴ χώρα μας. Ὅμως, ἀφενὸς μὲν ὁ ἅγιος Νικόδημος δὲν τὰ μετέφρασε ὁ ἴδιος ἀλλὰ τὰ παρέλαβε σὲ χειρόγραφες μεταφράσεις χωρὶς νὰ γνωρίζει τὸν συγγραφέα τους1 καὶ ἀνέλαβε νὰ τὰ ἐπιμεληθεῖ καὶ ὀρθοδοξοποιήσει, αὐξάνοντας κατὰ πολὺ τὸν ὄγκο τους. Ἀφετέρου δέ, ἦταν κι αὐτὸς τέκνο τῆς ἐποχῆς του καί, ἂν ὑπάρχει κάποια εὐσεβιστικὴ χροιά, αὐτὴ ἀντανακλᾶ τὴν τότε περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα.
Τελευταία κατηγορήθηκε μὲ ἔμφαση κυρίως γιὰ τὸ «Πηδάλιον», ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ «Ἐξομολογητάριον». Ὅμως τὸ ὑλικὸ ποὺ παραθέτει δὲν εἶναι δικό του ἀλλὰ τῶν ἁγίων Πατέρων. Αὐτὸς ἁπλῶς τὸ κωδικοποίησε καὶ τὸ ὑπομνημάτισε. Κι ἂν κάπου ἔχει κάποιες ἀπόψεις ποὺ μπορεῖ νὰ χαρακτηριστοῦν νομικίστικες, αὐτὲς ἀφενὸς μὲν μαρτυροῦν ἐλαφρὰ ἐπιρροὴ τῶν ἀντιλήψεων τῆς ἐποχῆς του, ὅπως προαναφέραμε, ἀφετέρου δὲ εἶναι σταγόνα μπροστὰ στὸν ὠκεανὸ τοῦ ἔργου του. Κι εἶναι πολὺ ἄδικο νὰ μιλᾶ κανεὶς γιὰ «τὸν Θεὸ τοῦ Αὐγουστίνου, τοῦ Ἀνσέλμου καὶ τοῦ Νικοδήμου, τὸν τρομοκράτη Θεὸ τῶν σαδιστικῶν ἀπαιτήσεων δικαιοσύνης»2, τὴ στιγμὴ ποὺ στὰ πολλὰ ἔργα του φαίνεται ἡ συμπαθοῦσα καρδιά του καὶ παρουσιάζεται ὁ Θεὸς ὡς ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος. Ἂν δὲ δεῖ κανεὶς μόνο τὸν κατάλογο τῶν πατερικῶν καὶ ἁγιολογικῶν κειμένων ποὺ ἐξέδωσε, ὑπομνημάτισε καὶ μετέφρασε ὁ Ἅγιος, θὰ συνειδητοποιήσει πὼς πρόκειται γιὰ τὸν ἀνθὸ τῆς ἀσκητικῆς καὶ νηπτικῆς γραμματείας τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ ὁποῖα κάθε ἄλλο παρὰ ἕνα θεὸ τιμωρό, σὰν τοῦ Ἀνσέλμου, παρουσιάζουν. Κι αὐτὴ ἡ συνειδητὴ ἐπιλογὴ τοὺς μᾶς ὑποψιάζει λίγο γιὰ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς καὶ τὶς πεποιθήσεις τοῦ Ἁγίου. Τὸ ἴδιο μαρτυροῦν κι οἱ Ἀκολουθίες του.

Ἡ πνευματικὴ κληρονομιά του

Ἡ Φιλοκαλία, ποὺ μεταφράστηκε ταχύτατα ἀπὸ τὸν ἅγιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι καὶ διαδόθηκε σὲ λίγα χρόνια στὴ Μολδαβία καὶ στὴ Ρωσία, ἄλλαξε ἄρδην τὴν πνευματικὴ ζωὴ μοναστηριῶν, ἀσκητῶν καὶ λαϊκῶν. Πυροδότησε τὴν ἐμφάνιση μεγάλων στάρετς ποὺ πολέμησαν τὴν ἐκκοσμίκευση ἱ. μονῶν καὶ σκητῶν καὶ τὶς ἔκαναν κέντρα ἀσκητισμοῦ καὶ πνευματικότητας ὅπου καθημερινὰ προσέτρεχαν πλήθη πιστῶν γιὰ πνευματικὴ καθοδήγηση. Τὴ μεγαλύτερη ἀκμὴ παρουσίασε ἡ μονὴ τῆς Ὄπτινα κι ἕναν ἀπὸ τοὺς στάρετς αὐτῆς τῆς μονῆς σκιαγραφεῖ ὁ Ντοστογιέφσκι στὸ πρόσωπο τοῦ Ζωσιμᾶ τῶν «Ἀδελφῶν Καραμαζώφ». Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς σημειώσεις του, ὁ ρῶσος συγγραφέας εἶχε μελετήσει ἀρκετὴ νηπτικὴ γραμματεία (ἰδιαίτερα τὸν ἀββᾶ Ἰσαὰκ τὸν Σύρο). Ἡ καλλιέργεια τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ διὰ τῶν στάρετς, τῆς Φιλοκαλίας καὶ τῶν λοιπῶν πνευματικῶν συγγραμμάτων, τὸν βοήθησε νὰ βιώσει βαθύτερα τὴν Ὀρθόδοξη παράδοσή του καὶ ν᾿ ἀντέξει τὴ λαίλαπα τοῦ «ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ» καὶ τὶς δεκαετίες διωγμῶν ποὺ ἀκολούθησαν. Κάποιοι στάρετς, ποὺ ζοῦσαν στὶς πόλεις ἄγνωστοι γιὰ τοὺς πολλούς, βοήθησαν τοὺς ἁπλοὺς πιστοὺς ν᾿ ἀνταπεξέλθουν τὶς δοκιμασίες καὶ μεταλαμπάδευσαν τὸ πνεῦμα τῆς Φιλοκαλίας μέχρι σήμερα ποὺ μία νέα ἄνθιση Ὀρθόδοξης πνευματικότητας καὶ μοναχισμοῦ παρουσιάζεται στὴ Ρωσία.
Στὴν Ἑλλάδα ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ζωογόνησε τὸν λαὸ μὲ τὰ καθάρια νάματα τῆς Παραδόσεώς μας, τὸν ἐνίσχυσε ν᾿ ἀντέξει τὸ ὑπόλοιπο τῆς Τουρκοκρατίας, ὄχι μόνο νὰ μὴ χάσει τὴν πίστη του, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴ ζήσει βαθύτερα. Τοῦ ἔδωσε καὶ τὴ δύναμη νὰ μὴ λυγίσει ἀπὸ τὴ λαίλαπα τῆς βαυαροκρατίας ποὺ ἔκλεισε τὰ 4/5 τῶν μοναστηριῶν τοῦ νεοσύστατου κράτους, ὅριζε κατὰ βούλησιν τὰ μέλη τῆς Ἱ. Συνόδου, τὴν ἀνάγκασε νὰ συστήσει στοὺς κάτω τῶν 40 ἐτῶν μοναχοὺς καὶ μοναχὲς τῶν καταργημένων μοναστηριῶν νὰ παντρευτοῦν, πούλησε τὰ ἱερὰ κειμήλιά τους στὰ παζάρια, κατεδάφισε 70 ἱ. ναοὺς στὴν Ἀθήνα καὶ προσπάθησε νὰ εἰσαγάγει ἀλλότρια ἤθη.
Οἱ περισσότεροι «κολλυβάδες», μετὰ τὸν διωγμό τους ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, διασκορπίστηκαν στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου. Ἐκεῖ ἵδρυσαν μοναστήρια ποὺ λειτουργοῦσαν κατὰ τὸ ἁγιορείτικο τυπικό, μὲ ἔμφαση στὴ λατρευτικὴ ζωή, στὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ στὴ συχνὴ θεία μετάληψη, καὶ ἔθεσαν τὴ σφραγίδα τους στὶς τοπικὲς κοινωνίες. Στὸ Ἅγιον Ὄρος αὐτὲς οἱ τάσεις συνεχίστηκαν περισσότερο στὶς ἀσκητικὲς καλύβες, παρὰ στὰ μοναστήρια καὶ στὰ κελλιὰ μὲ τὶς μεγάλες συνοδεῖες καὶ τὶς πολλὲς δραστηριότητες. Ἐπανῆλθε ὅμως τὸ «κολλυβάδικο» πνεῦμα καὶ ἡ συχνὴ θεία μετάληψη στὰ μοναστήρια, μὲ τὴ μετατροπὴ κάποιων ἀπ᾿ αὐτά σε κοινόβια καὶ τὴν ἔλευση νέων ἀδελφοτήτων σὲ ἄλλα στὶς δεκαετίες τοῦ 1970 καὶ τοῦ 1980.
Ἕνα ἄλλο φαινόμενο τὸ ὁποῖο ποθοῦσε καὶ εὐχόταν ὁ ἅγιος Νικόδημος πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τοὺς μαθητές του στὰ προεπαναστατικὰ καὶ στὰ πρῶτα μετεπαναστατικὰ χρόνια. Ἐννοῶ τὴν ἀναβίωση τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ στὰ νησιά, μὲ τὴν ἵδρυση πολλῶν μοναστηριῶν, ποὺ ὁδήγησε στὴ σημερινὴ ἄνθισή του πανελληνίως.
Τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου κυριαρχοῦν στὴν ἐκδοτικὴ παραγωγὴ τῶν χρόνων 1782-1819, ὅταν ἐκδίδονται τὰ περισσότερα βιβλία του. Ὅπως σημειώνει ὁ Φίλιππος Ἠλιοῦ, τὴν περίοδο τοῦ ὕστερου Διαφωτισμοῦ (1801-1820), παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ κυκλοφορία τοῦ κοσμικοῦ βιβλίου εἶχε αὐξηθεῖ σημαντικότατα σὲ σχέση μὲ τὸ παρελθόν, τὸ 41% τῶν ἑλληνικῶν ἐκδόσεων εἶναι θρησκευτικές3 (ἂν ὅμως ὑπολογίσει κανεὶς τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀντιτύπων κάθε βιβλίου, ξεπερνοῦν σημαντικὰ τὸ μισὸ τῶν τυπωμένων σωμάτων). Μέσα σ᾿ αὐτὲς κυριαρχοῦν τὰ νικοδημικὰ βιβλία. Τὴν ἴδια περίοδο στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν Πελοπόννησο καὶ στὰ νησιὰ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν συνδρομητῶν τῶν ἐκδιδομένων βιβλίων παραγγέλνει ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ὅπως προσθέτει ὁ Ἠλιοῦ4. Ἂν ἑξαιρέσουμε τὸν Ἄθω, οἱ ἄλλες δύο περιοχὲς θ᾿ ἀποτελέσουν τὰ 2/3 τοῦ νεοσύστατου κράτους. Μᾶλλον δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ κάτοικοί τους, μὲ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ ἐν ὄψει τῶν δοκιμασιῶν ποὺ προανέφερα, θὰ εἶναι μπολιασμένοι στὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὰ νικοδημικὰ ἔργα. Ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Μωραϊτίδης, ὁ μείζων καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους πεζογράφους τοῦ 19ου αἰώνα, εἶχαν πολλοὺς συγγενεῖς ἡγουμένους καὶ μοναχούς, μυήθηκαν ἀπ᾿ αὐτοὺς στὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, τὴν παρουσίασαν σαρκωμένη στὴ ζωὴ καὶ στὰ κείμενά τους καὶ ποδηγετοῦν ἀκόμα τοὺς Ἕλληνες (ἂς θυμηθοῦμε τὴ ρήση τοῦ Ἐλύτη: «Ὅταν βρίσκεστε σὲ δύσκολες στιγμές, ἀδελφοί, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό, μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.»).
Ἔτσι, τὰ νάματα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου μᾶς ἀρδεύουν μέχρι σήμερα. Ἡ «πνευματικὴ» ἡγεσία τοῦ τόπου ὅμως θέλει νὰ τὸν ξεχάσουμε. Τὰ σχολικὰ βιβλία, ἐνῶ ἀσχολοῦνται μὲ ἐλάσσονες λογίους του Διαφωτισμοῦ, ποὺ ἐλάχιστα ἐπηρέασαν τοὺς Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς τους, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὴν κυκλοφορία καὶ διάδοση τῶν βιβλίων τους, δὲν ξέρω ἂν ἀναφέρουν κἂν τὸν ἅγιο Νικόδημο ἢ τὸν μέγα ἀπόστολο τοῦ Γένους ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, ποὺ δέσποσαν στὶς συνειδήσεις τῶν πολλῶν κατὰ τὴν προεπαναστατικὴ περίοδο. (Εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς ὁ Κ. Θ. Δημαρᾶς, εἰσηγητὴς αὐτῆς τῆς τάσης στὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ, ἀπὸ τὶς 946 σελίδες τῆς «Ἱστορίας τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας», ἀφιερώνει κοντὰ στὶς ἑκατὸ στοὺς λογίους του Διαφωτισμοῦ, δίνει μόλις μία καὶ κάτι στὸν ἅγιο Κοσμᾶ καὶ τρεισήμισι στὸν Παπαδιαμάντη, προσπαθώντας ἐμφανῶς ν᾿ ἀπαξιώσει τὸ ἔργο του μὲ ὅσα γράφει γι᾿ αὐτόν. Τὸν δὲ ἅγιο Νικόδημο, τὸν συγγραφέα μὲ τὶς μεγαλύτερες κυκλοφορίες κατὰ τὴν περίοδο 1782-1845, οὔτε ποὺ τὸν μνημονεύει!)
Τὸν Παπαδιαμάντη τὸν ἐπανέφεραν δυναμικὰ στὸ προσκήνιο οἱ ὁμότεχνοί του, καὶ σήμερα θεωρεῖται ὁ μέγιστος τῶν πεζογράφων μας, κάτι ποὺ ὁ Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος ἀποκάλεσε «νίκη τῶν ποιητῶν». Θὰ ἔλεγα, καὶ νίκη τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ἀπὸ τὸ πνευματικὸ περιβάλλον τοῦ ὁποίου ξεπήδησε ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος.

Σημειώσεις

1. Βλ. Ἐμμ. Φραγκίσκου, «Ἀόρατος Πόλεμος» (1796), «Γυμνάσματα Πνευματικὰ» (1800). Ἡ πατρότητα τῶν «μεταφράσεων» τοῦ Νικοδήμου Ἁγιορείτη, «Ὁ Ἐρανιστής», ἔτος ΚΕ-ΛΑ, τόμος 19 (1993), σ. 104.
2. Χρήστου Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση στὴ Νεώτερη Ἑλλάδα, Ἀθήνα 1992, σ. 206. Ὁ Γιανναρᾶς γράφει πὼς ὁ ἅγιος Νικόδημος «ἐπιλέγει, μεταφράζει καὶ ἐκδίδει, σὰν βιβλία “ψυχοφελέστατα” γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους, δύο τυπικὰ ρωμαιοκαθολικὰ ἐγχειρίδια» (ὅ.π., σ. 199), ἀγνοώντας, ὅπως προκύπτει ἀπὸ μελέτες, μεταγενέστερες τοῦ βιβλίου του (τοῦ Ἐμμ. Φραγκίσκου, ὅ.π., ἀλλὰ καὶ τοῦ Κ. Παπουλίδη, Ἁγιορειτικά, Ἅγιον Ὄρος 1993, σσ. 125-127) ὅτι ὁ Ἅγιος ἔχει ἀλλάξει ἄρδην τὸ περιεχόμενό τους, προσθέτοντας καὶ πολὺ νικοδημικὸ ὑλικό. Π.χ., τὰ «Πνευματικὰ γυμνάσματα» ἀπὸ ἕνα τευχίδιο τῶν 30 σελίδων, μεταμορφώθηκαν σὲ τόμο τῶν 650.
3. Φίλιππου Ἠλιοῦ, Ἑλληνικὴ Βιβλιογραφία τοῦ 19ου αἰώνα. Τόμος 1ος, 1801-1818, Ἀθήνα 1997, σσ. νστ-νζ.
4. ὅ.π., σ. νστ.



AΠΟ ΕΔΩ

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Η «φιλοκαλική» Αναγέννηση και η επίδρασή της στην Ορθόδοξη Ευρώπη


Του Γιώργου Καραμπελιά

Οι Κολυβάδες επανενεργοποίησαν ένα σημαντικό ιδεολογικό και πολιτισμικό ρεύμα του οποίου οι επιδράσεις ξεπερνούν τα όρια του ελληνικού χώρου και φθάνουν στη Ρωσία, μέσω μιας διαφορετικής «αναγέννησης», την οποία φαίνεται να αγνοούν ή να παρασιωπούν οι ιστορικοί μας, της «Φιλοκαλλικής Αναγέννησης». Πράγματι η επίδραση των Κολυβάδων στην διαμόρφωση της ιδεολογίας του σλαβόφιλου και αντιδυτικού πνεύματος, σε όλο τον ορθόδοξο χώρο και κατεξοχήν στη Ρωσία, αποσιωπάται συστηματικά  και παραμένει άγνωστη…


Η έκδοση από τον Μακάριο Νοταρά και τον Νικόδημο Αγιορείτη της Φιλοκαλίας, μια συλλογής μεταφρασμένων στα νεοελληνικά κειμένων των Πατέρων της εκκλησίας, που έως τότε κείτονταν ξεχασμένοι σε παλιά χειρόγραφα στο Άγιο Όρος και αλλού, υπήρξε τουλάχιστον ισάξιας σημασίας με την έκδοση των αρχαίων ελληνικών κειμένων από τον Κοραή και τον Δούκα. Εγκαινίαζε μια πνευματική παράδοση που στη νεώτερη Ελλάδα επανεύρισκε το νήμα του ριζικού αντιδυτικισμού, εκεί που το είχε αφήσει ο Γρηγόριος ο Παλαμάς και έτσι θεμελίωνε μια παράδοση που περνώντας από τον Παπουλάκο και τον Παπαδιαμάντη, θα φθάνει μέχρι τη σύγχρονη Νέο-ορθοδοξία. Έριχνε πνευματικές γέφυρες προς τον ορθόδοξο κόσμο των Βαλκανίων και της Ρωσίας, που σε μεγάλο βαθμό είχαν διακοπεί μετά  την Άλωση, φθάνοντας μέχρι τον Ντοστογιέφσκυ, τον Μπερντιάγιεφ και τη σύγχρονη ρώσικη σχολή.
Δεν είναι προφανώς τυχαίο πως η πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού είναι σφαιρική και  καθολική, δεν κατευθύνεται μόνο προς την παιδεία του Διαφωτισμού, προς την επιστροφή στους Αρχαίους Έλληνες, αλλά επεκτείνεται και στην «επιστροφή» στους Πατέρες της Εκκλησίας και την πνευματική παράδοση του Βυζαντίου.
Αυτό το πνευματικό γεγονός, που παρασιωπήθηκε συστηματικά, απορρίπτει την κοινωνία και τις ιδεολογικές αρχές του αναπτυσσόμενου δυτικού κόσμου και κηρύττει την επιστροφή σε έναν κόσμο που θα διαπνέεται από τις παλιές αξίες του Βυζαντίου και του ορθόδοξου μοναχισμού. Αυτό το πνευματικό ρεύμα δεν θα περιοριστεί, όπως μπορούμε να πιστέψουμε με μια πρώτη ανάγνωση, στο κίνημα του Παπουλάκου, ή το θρησκευτικό-πολιτικό κίνημα του Απόστολου Μακράκη. Θα προσελκύσει ή θα επηρεάσει προσωπικότητες όπως ο Κολοκοτρώνης – που φυλακίστηκε για συνομωσία –, ο Νικηταράς – που υπήρξε μέλος της «Φιλορθόδοξης Εταιρείας» και διώχθηκε ως συνωμότης – και ο Μακρυγιάννης, και θα έχει ως πνευματικό του τέκνο τους δύο σημαντικότερους νέο-έλληνες πεζογράφους, τον… Μακρυγιάννη και τον Παπαδιαμάντη.
Και όμως ένα τέτοιο ρεύμα, το μοναδικό που στη νεοελληνική ιστορική διαδρομή που θα επιδράσει καθοριστικά και εκτός Ελλάδας, και μάλιστα σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο, θα παραμένει άγνωστο και θα αποσιωπάται. Γιατί δεν διαθέτουμε, ιδιαίτερα στους τομείς των κοινωνικών επιστημών, μια διανόηση που να μελετάει τα ελληνικά φαινόμενα. Η διανόηση στις κοινωνικές επιστήμες μεταφέρει, αναπαράγει, αλλά σπανίως παράγει.
Στην περίοδο που πραγματευόμαστε η επίδραση των Κολλυβάδων και του κινήματος τους θα είναι αποφασιστική. Ο κυριότερος αγωγός του θα είναι ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, Ουκρανός μοναχός, που έμεινε για πάνω από εικοσιπέντε χρόνια στο Άγιο Όρος, από το 1746 έως το 1763, και αφού έμαθε τα ελληνικά ήρθε σε επαφή με τα κείμενα των Πατέρων και των ησυχαστών.
Στη συνέχεια μαζί με εξηντατέσσερεις μοναχούς μολδοσλαβικής καταγωγής επέστρεψαν στη Ρουμανία όπου, με την βοήθεια του ηγεμόνα Κωνσταντίνου Μουρούζη, ανέδειξαν την μονή Νεάμτσου σε κέντρο του ορθόδοξου μοναχισμού, η οποία διέθετε σχολή ελληνικής γλώσσας και ανέλαβε την μετάφραση τόσο της Φιλοκαλίας στα σλαβονικά όσο και πολλών άλλων κειμένων. Η μονή Νεάμτσου επέβαλε παράλληλα και μια μορφή μοναστικού κοινοβίου, με βάση τα πρότυπα του Αγίου Όρους, όπου ίσχυε η απόλυτη κοινοκτημοσύνη, η νοερά προσευχή και η από κοινού μελέτη των έργων των πατερικών κειμένων. Στον αρχόμενο 19o αιώνα η ρωσική μονή Όπτινα, μια από τις τουλάχιστον 103 ρωσικές μονές που ακολουθούσαν τη σχολή του Παϊσίου, στελεχωμένη με μαθητές του, μεταβλήθηκε στο κέντρο της εισαγωγής στη Ρωσία της Φιλοκαλίας και των κειμένων της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης. Η μονή της Όπτινα αποτέλεσε και την έδρα ορισμένων από τους μεγαλύτερους στάρτσκι της ρωσικής παράδοσης τον 19o αιώνα, όπως του Μακάριου και του Αμβρόσιου. Όταν ο φιλόσοφος Ιβάν Βασίλιεβιτς Κιρεγέφσκι (1806-1856), που είχε χρηματίσει μαθητής του Σέλλινγκ και του Σλεϊερμάχερ στη Γερμανία, έλθει σε επαφή με τον «στάρετς» Μακάριο της Όπτινα θα πραγματοποιηθεί η μετάβαση από το πεδίο της θρησκείας στη φιλοσοφία. Ο Κιρεγέφσκι μαζί με τον φίλο του και ομοϊδεάτη Xομιακώφ θα θεωρηθούν οι ιδρυτές του ρεύματος των σλαβοφίλων. Το κύριο έργο του Κιρεγέφσκι και του Μακάριου θα είναι η έκδοση των σλαβονικών μεταφράσεων του Βελιτσκόφσκι των κειμένων των Ελλήνων πατέρων καθώς και νέων στα ρωσικά,. Ανάμεσα στα άλλα έργα που εξέδωσαν ήταν και εκείνο του Αρχιεπισκόπου Νικηφόρου Θεοτόκη, Τέσσαρες κατηχητικοί λόγοι προς μοναχήν, το οποίο εξεδόθη σε δύο εκδόσεις το 1848 και το 1849, στη μετάφραση του Βελιτσκόφσκι.
Η απόπειρα μιας «ανατολικής οδού» προς τη νεωτερικότητα
Το λεγόμενο ρεύμα των «σλαβοφίλων», που θα συκοφαντηθεί ως «σκοταδιστικό» σε ό,τι αφορά στους ιδρυτές του, τους Ακσάκωφ, Κιρεγέφσκι και Χομιακώφ, θα επιχειρεί μία σύζευξη της ρώσικης και ορθόδοξης ταυτότητας με την νεωτερικότητα και την παγκοσμιότητα. Μάλιστα οι περισσότεροι από τους επιφανείς οπαδούς του χρημάτισαν ενθουσιώδεις οπαδοί του Χέγκελ και του Σέλλινγκ. Ο Αλεξέι Στεπάνοβτς Χομιακώφ (1804-1860) που ανάμεσα στους δασκάλους του περιλαμβανόταν και ένας Έλληνας λόγιος, επέκρινε τον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό, θεωρώντας τους ως παραλλαγές της ίδιας κοσμοθεωρίας. Το όραμά του ήταν μια οργανική κοινωνία-κοινότητα, που θα συνδυάζει την ελευθερία και την αναγκαιότητα-συνεργασία και αποδιδόταν με έναν όρο που έγινε πασίγνωστος στη συνέχεια, «σομπορνόστ», (αλληλεγγύη και ομοφωνία ταυτόχρονα). Ο Κιρεγέφσκι όπως και ο Χομιακώφ θα καταδιωχθούν από το ρωσικό καθεστώς. Για τον Κιρεγέφσκι η δυτική φιλοσοφία οδηγείται σε ένα αδιέξοδο. Απέναντι σε αυτό το διέξοδο ο «καλλιεργημένος Ρώσος θα βρει στα βάθη μιας ιδιαίτερης φιλοσοφίας, που παραμένει ζώσα στην φιλοσοφία των αγίων της εκκλησίας, τις πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις». «Στην παλιότερη ζωή της πατρίδας του, θα του δοθεί η δυνατότητα να κατανοήσει την ανάπτυξη ενός άλλου πολιτισμού».
Ο μεγάλος Ρώσος ιστορικός Ριαζανόφσκυ θα δείξει πως οι «σλαβόφιλοι δημιούργησαν έναν ορθόδοξο και ρωσικό αυθεντικό ρομαντισμό. Οι απόψεις του Χομιακώφ αποδίδονται με τον καλύτερο τρόπο στην ακόλουθη περιγραφή του Α. Οσσίπωφ:
Ο Χομιακώφ θέλει μονίμως να υποδεικνύει ότι η Εκκλησία είναι ένας ζωντανός οργανισμός και όχι ένας μηχανισμός, ένα ζωντανό σώμα, που αποτελείται από ένα άπειρο πλήθος κυττάρων ομοουσίων μεταξύ τους και όχι από ένα εξωτερικό άθροισμα ταυτόσημων στοιχείων, ακόμα και εάν έχουν συναρθρωθεί αρμονικά. Σε αυτή την ιδέα ο Χομιακώφ και όλοι οι ομοϊδεάτες του διαβλέπει τη λύση ενός από τα σημαντικότερα κοινωνικά και θεολογικά προβλήματα, αυτό της ελευθερίας του ατόμου μέσα στην κοινωνία […]
Ο Χομιακώφ επιμένει διαρκώς πάνω στην προτεραιότητα της αγάπης, στην θεμελιώδη σημασία της για όλες τις όψεις της ζωής της Εκκλησίας και της κοινωνίας […] Η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται ούτε στον αυτόνομο, ανεξάρτητο χριστιανό, ούτε στην κοινωνία, ούτε στην μεγαλοφυΐα, αλλά στον αμοιβαίο έρωτα, δηλαδή στην αγία και καθολική Εκκλησία.
Σε ότι αφορά στους μεγάλους Ρώσους συγγραφείς του 19ου αιώνα, εδώ η επίδραση της ορθόδοξης παράδοσης θα είναι άμεση. Στη μονή της Όπτινα θα συχνάζουν οι συγγραφείς Νικολάϊ Γκόγκολ και, ο Κωνσταντίν Λεόντιεφ, που θα γίνει μοναχός στο τέλος της ζωής του, ο Λέον Τολστόϊ, ο Βλαντιμίρ Σολοβιώφ. Όσο για τον Ντοστογιέφσκι, όχι μόνο θα επηρεαστεί βαθύτατα από το πνεύμα της Φιλοκαλίας και από τους στάρτσκι της Όπτινα, Μακάριο και Αμβρόσιο, αλλά θα τους μεταβάλει, και σε ήρωες των βιβλίων του και σε πρότυπο του στάρετς Ζωσιμά των Αδελφών Καραμαζώφ.
Δυστυχώς δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε περισσότερο πάνω στην επίδραση, άμεση και έμμεση, τόσο του εθνικο-απελευθερωτικού και διαφωτιστικού ρεύματος και των Κολυβάδων στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά ελπίζουμε ότι υπογραμμίσαμε τουλάχιστον μια αγνοημένη παράμετρο ιδιαίτερα σημαντική για την ελληνική πνευματική ζωή· ίσως επρόκειτο για την τελευταία φορά που η ελληνική οικουμένη θα επιδράσει τόσο ουσιαστικά στον γεωπολιτικό και πολιτισμικό της περίγυρο.

* Απόσπασμα από το ανέκδοτο (τότε) βιβλίο του συγγραφέα: Η Ελληνική Αναγέννηση, 1700-1922, Μέρος Α΄ Ο φωτισμός και η παλιγγενεσία (1700-1821). Αναδημοσίευση από το αφιέρωμα «Το πνευματικό κίνημα των Κολλυβάδων», στο περιοδικό “Πειραϊκή Εκκλησία”, τχ 205, Ιούνιος 2009.

ΠΗΓΗ: Τρίτη, 30 Αύγουστος 2011, Πρώτη διαδικτυακή ανάρτηση: Αντίφωνο
από αποικία ορεινών μανιταριών

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος





Γεννήθηκε στο χωριό Κώστος της Πάρου το 1721 από ευκατάστατους γονείς. Ο πατέρας του Απόστολος Τούλιος καταγόταν από τη Σίφνο και είχε άλλα τρία παιδιά. Στο νησί του έμαθε τα πρώτα γράμματα από ρασοφόρους των εκεί μονών. Η Πάρος του έδωσε το επίθετό του.
Το 1745 μεταβαίνει για σπουδές στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, όπου παραμένει επί εξαετία. Τότε δίδασκαν εκεί οι γνωστοί παραδοσιακοί δάσκαλοι Ιερόθεος Δενδρινός ο Ιθακήσιος και Χρύσανθος Καραβίας, οι οποίοι τον επηρέασαν αρκετά στην υγιή εντρύφηση του κάλλους της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Το 1751 έφθασε στο Άγιον Όρος, στην επίσης ξακουστή Αθωνιάδα Σχολή, που είχε ιδρύσει πλησίον της μεγάλης και πλούσιας μονής του ο αρχιμανδρίτης Μελέτιος Βατοπαιδινός, με καθηγητή του τον πολύ Ευγένιο Βούλγαρη και συμμαθητή του τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Η εξάχρονη φοίτηση του Αθανασίου στην Αθωνιάδα ήταν γόνιμη και τον βοήθησε πολύ στην κατοπινή του πορεία. Σε αυτό συνέβαλε ιδιαίτερα η μαθητεία του στον Βούλγαρη.
Το 1758 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Σχολής του Ελληνομουσείου της Θεσσαλονίκης επί διετία. Η εκεί καταστρεπτική ασθένεια της πανώλης τον αναγκάζει ν’ αναχωρήσει για την Κέρκυρα και να μαθητεύσει ξανά στον Νικηφόρο Θεοτόκη. Από εκεί προσκαλείται από τον συμμαθητή του Παναγιώτη Παλαμά στο Μεσολόγγι ως ιεροκήρυκας. Επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη το 1767 και διευθύνει το Ελληνομουσείο μέχρι το 1770, όπου έχουμε την έκρηξη επαναστάσεως. Καταφεύγει στη γνωστή φίλη αθωνική ησυχία, μένει για λίγο στη μονή Ιβήρων και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Αθωνιάδος Σχολής (1771-1776). Την εποχή αυτή χειροτονείται ιερέας από τον επίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρά, με τον οποίο θα συνεργασθεί και συναγωνισθεί στο θέμα της διατηρήσεως και επανόδου των ιερών θεσμών της Ορθοδόξου Παραδόσεως, «αναδεικνυόμενος απολογητής και μαχητικός ηγέτης των Κολλυβάδων». Ο σοφός Αθανάσιος «εμφανίζεται ως σθεναρός υπέρμαχος του ορθού και της αλήθειας, εις την περίπτωσιν αυτήν προσπαθεί να συμβιβάση τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, να αμβλύνη τις διαφορές και να ενώση τα διεστώτα». Δυστυχώς η στάση του Αθανασίου παρεξηγήθηκε, και κατόπιν συκοφαντικών εισηγήσεων από ψευδαδέλφους καταδικάσθηκε το 1776 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι εισηγείται ετεροδιδασκαλίες. Έτσι απομακρύνεται λυπημένος από το φίλτατο Άγιον Όρος.
Στη Θεσσαλονίκη αναλαμβάνει πάλι τη διεύθυνση του Ελληνομουσείου. το 1781 αποκαθίσταται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και εγκωμιάζεται ως «ανήρ ων ου των ευκαταφρονήτων σοφίας τε μετεσχηκώς της θύραθεν και της καθ’ ημάς και καλώς μεμυημένος τα θεία και ευπαιδευσία τω όντι τη καθηκούση κεκοσμημένος». Μάλιστα τον καλούν στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και του προτείνουν επισκοποποίηση. Εκείνος ειλικρινά και ταπεινόφρονα τους απαντά: «Τας μεν αρχιερατείας τιμώ και προσκυνώ, αλλά δεν είμαι άξιος. Αν εκαταλάμβανα ότι έκαμα περισσότερον καρπόν εις την Βασιλεύουσαν πόλιν, ήθελα έλθει αυτόκλητος· άφετέ με, παρακαλώ, εδώ εις τα πέριξ να ωφελώ όσον δύναμαι τους αδελφούς μου και το Γένος μου».
Το 1787 μεταβαίνει στη Χίο, όπου θα παραμείνει έως της μακαρίας κοιμήσεώς του, διδάσκων, κηρύττων, συγγράφων, λειτουργών, προσευχόμενος και ασκούμενος.
Ο όσιος Αθανάσιος ο Πάριος, κατά τις δύο περίπου εξαετίες της παραμονής του στην Αθωνιάδα, την πρώτη φορά ως μαθητής άριστος και τη δεύτερη ως σχολάρχης εξαίρετος, μελετά με φιλοπονία και ετοιμάζεται για μεγάλο έργο. Γράφει ένας των βιογράφων του: «Άπληστος και ακαταπόνητος στη φιλομάθειά του, καταγίνεται εντατικά στις ιδιαίτερές του αυτές μελέτες με την έρευνα της ελληνικής ιστορίας και της κλασσικής παιδείας… ερευνά τις βιβλιοθήκες της Σχολής και όλων των αγιορειτικών μονών… καταρτίζεται λοιπόν η γεμάτη από άγιους οραματισμούς αυτή καρδιά και διάνοια και για “εργάτης του Ευαγγελίου”. Εξασκείται εντατικά και συστηματικά στο θείο κήρυγμα, για να «ωφελήση», όπως συχνά εδήλωνε «το Γένος του». Είναι πλασμένος για ιεραπόστολος και εθναπόστολος».
Όπως αναφέραμε, ο όσιος Αθανάσιος υπήρξε ενεργό, δραστήριο, τολμηρό και άφοβο μέλος της ευκλεούς τριάδος, μετά του Μακαρίου και Νικοδήμου, των Κολλυβάδων. «Η προσωνυμία τούτη έλαβε από τότε χαρακτήρα ιερό, τίτλο τιμής, για τους μεγάλους αυτούς ανακαινιστές… Κολλυβάς έγινε ταυτόσημο μέ το αναδημιουργός. Γιατί πραγματικά οι Κολλυβάδες εζητούσαν αλλαγές. Όχι βέβαια νεωτεριστικές μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα· εννοούσαν να ξαναφέρουν τόσο στο μοναχισμό όσο και στου λαού γενικά τη ζωή, το πρωτοχριστιανικό, το γνήσιο του Χριστού πνεύμα. Πλην δε από τα άλλα συνιστούσαν και τη συχνή θεία Κοινωνία, σύμφωνα με την παράδοσι του Μυστηρίου από τον Κύριο και την πράξι της Αρχαίας Εκκλησίας. Σε τούτο όμως σφοδρά αντιδρούσανε μεγάλο μέρος Αγιορειτών Πατέρων. Η Εκκλησία μ’ αλλεπάλληλες αποφάσεις εκανόνισε το θέμα κατά την αρχική παράδοσι. Μάλιστα ο Γρηγόριος ο Ε΄ με δυο του εγκυκλίους (1807 και 1819) εδικαίωσε πέρα για πέρα των Κολλυβάδων τις απόψεις».
Ο όσιος Αθανάσιος και οι ομόφρονές του Κολλυβάδες «δεν ημπορεί να εζήτουν απλώς μίαν στενόκαρδον προσήλωσιν εις τύπους. Πίσω από την ημέραν της τελέσεως των μνημοσύνων και την συνεχή θεία μετάληψιν εκρύπτετο το πλέον σοβαρόν αίτημα της Ορθοδοξίας. Η Παράδοσις». Πιστός πάντοτε στις παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας αγωνίσθηκε πολύ κατά των επιδράσεων του ρωμαιοκαθολικισμού και του γαλλικού διαφωτισμού. Στον αγώνα του είχε πρότυπα δύο μεγάλους αγίους, τον Αγιορείτη Γρηγόριο τον Παλαμά και τον Μάρκο Ευγενικό Εφέσου. Για τον πρώτο γράφει βιβλίο, που περιλαμβάνει σε παράφραση τον βίο του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, και για τον δεύτερο επίσης βιβλίο με τον τίτλο «Ο Αντίπαπας».
Η παραμονή του οσίου Αθανασίου του Παρίου στη διεύθυνση της Σχολής της Χίου από το 1788 ως το 1811 της έδωσε μεγάλη φήμη και φοίτησαν σπουδαίοι μαθηταί. Το έργο του Αθανασίου συνίστατο κυρίως στην προβολή των ιερών κειμένων της Ορθοδόξου Παραδόσεως απέναντι στο δυνατό ρεύμα του Διαφωτισμού. Αφετηρία, τροφή και πηγή εμπνεύσεως του διδακτικού του έργου είναι τα αγιοπατερικά έργα και όχι οι νέες ιδέες της Δύσης, οι ξένες από την πλούσια παράδοση του εγχώριου πολιτισμού. Αρκετοί λόγιοι της εποχής εκείνης αντέδρασαν στη στάση, το ήθος, τον τρόπο και την εμμονή του Αθανασίου στις πατροπαράδοτες παραδόσεις, όπως οι Βενιαμίν Λέσβιος, Αδαμάντιος Κοραής και Κωνσταντίνος Κούμας, οι οποίοι τον κατηγορούσαν για συντηρητισμό, οπισθοδρομικότητα, στενοκεφαλιά και γεροντικό πείσμα. Εντούτοις ο υπομονετικός, σοβαρός, σοφός, θεοσεβής και ελληνοτραφής Αθανάσιος υπήρξε βράχος ακλόνητος της πίστεως, «κυρίαρχη μορφή λογίου ανδρός που αγωνίσθηκε κατά της δυτικής αλλοτριώσεως του χώρου της Ορθόδοξης Ανατολής… η ενσάρκωση μιάς πνευματικής στάσης, πιστά προσκολλημένης στην Παράδοση των Πατέρων, Παράδοση εκκλησιαστικής εμπειρίας, εκκλησιαστικού γεγονότος, κάλλους και σοφίας».
Ο όσιος Αθανάσιος πέρα από την πολύτιμη διδακτική και κηρυκτική του δράση άφησε, όπως και οι άλλοι Κολλυβάδες, ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, που περιέχεται σε αξιόλογα βιβλία απολογητικού, δογματοκανονικού, λειτουργικού, παιδαγωγικού, αγιολογικού, υμνολογικού, ομιλητικού, επιστολογραφικού περιεχομένου. Ο μαθητής και βιογράφος του όσιος Νικηφόρος ο Χίος (1760-1821) γράφει για το πλούσιο έργο του σεβαστού και αγαπητού του διδασκάλου: «Εις διάστημα τόσον ολιγοχρόνιον εξέδωκεν εις φως τόσα και τόσα βιβλία αξιόλογα και επαίνου παντός υπεράξια, ρητορικάς αντιφωνήσεις, χριστιανικάς απολογίας, κρίσεις του ουρανού, μεταφυσικά, θεολογίας… Τα δε λοιπά όλα συνθέματα σχολής βιβλία όσον αναγκαία τόσον και σπάνια, και όσον σπάνια τόσον και αναγκαία, βιβλία καινούργια, καινοφανή, πρωτοφανούσικα, ως προς ημάς, διά να μεταχειρισθώ αυτήν την λέξιν».
Ο άλλος βιογράφος του Αθανασίου, ο Χίος λόγιος Ανδρέας Ζανής Μάμουκας, σε «Υπόμνημα αληθέστατον υπό ανωνύμου τινός περί του περιωνύμου και αοιδίμου κυρίου Αθανασίου του Παρίου» αναφέρει ότι το 1811 υπέργηρος και κατάκοπος ο Αθανάσιος παραιτήθηκε από τη διεύθυνση της Σχολής και αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο του Αγίου Γεωργίου στα Ρευστά, έχοντας συνοδεία τον όσιο Νικηφόρο από τα Καρδάμυλα και τον Ιωσήφ από τον Φουρνά των Αγράφων. Γράφοντας ως τα τέλη του, μελετώντας, προσευχόμενος και διδάσκοντας τελείωσε τον μακάριο βίο του, όπως ωραία αναφέρει ο Μάμουκας: «Μόλις δ’ εις μέσου του προοιμίου όντι, επήλθε αυτώ ρεύμα αποπληξίας, και διέκοψε την εργασίαν. Μετά δύο εβδομάδας μικρόν αναλαβών, εξακολούθησε την συγγραφήν και τω επήλθε δεύτερον, ισχυρότατον του πρώτου ρεύματος, τούτο δε μόνον έφθασε να είπη «ετοιμάσατε τα χρειώδη». Η γλώσσα του έμεινε δεδεμένη, εκ δε του νεύματος των οφθαλμών και εκ μικράς κινήσεως της χειρός εννοήσαν οι μετ’ αυτού, ότι χρειώδη είπε την κοινωνίαν των αχράντων μυστηρίων. Λαβών δε το εφόδιον τούτο του ουρανίου δρόμου, σύννους και εν γνώσει φρενών, έμεινεν έτι ζων και νοών επί μίαν ημέραν και μίαν νύχτα, και ετελειώθη εν Κυρίω ατάραχος τη 24η Ιουνίου 1813 έτους. Ετάφη εν τω προπυλαίω του ναού του μονυδρίου εκείνου».
Τα μάτια του έκλεισε ο ιεροδιάκονος Ιωσήφ. Αυτή ήταν η περιουσία του: «Την ευσέβειαν ήσκει ουχί εν λόγοις, αλλ’ εν έργοις· μεριμνών περί των άλλων πάντοτε, ημέλει εαυτού και απέθανε πάμπτωχος, ενώ έσχε πλείστας ευκαιρίας να πλουτίση. Εθεώρει αμάρτημα θανάσιμον, εάν η ανατολή της πρώτης του έτους εύρισκεν εν τω θηλακίω αυτού οβολόν του παρελθόντος έτους· διό αποθανών κατέλιπεν ως περιουσίαν μίαν ενδυμασίαν, ένα λύχνον και ένα μελανοδοχείον».
Ετάφη στην είσοδο του ναού του Αγίου Γεωργίου Ρεστών. Στην επιτύμβια πλάκα ο συνασκητής του όσιος Νικηφόρος έγραψε:
« Η πολύκροτος Αθανασίου φήμη
Η περικλεής και πανένδοτος μνήμη
Πάντων τοις ωσίν ενηχεί θαυμασίως
Και εις έπαινον πάντας κινεί αξίως…».
Στον ίδιο τάφο ετάφη αργότερα ο όσιος Νικηφόρος. Τα οστά του οσίου Αθανασίου μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκειο του εκεί ναϋδρίου, αλλά αποτεφρώθηκαν κατά τον εμπρησμό του 1822. Ημέτεροι και ξένοι επαινούν επάξια τον όσιο Αθανάσιο για τη δράση και το έργο του, υπάρχει μάλιστα πλούσια βιβλιογραφία. Σήμερα θεωρείται πλέον ισχυρός, σοφός και ενάρετος άνδρας. Αντέδρασε δικαιολογημένα και τεκμηριωμένα στον δυτικό διαφωτισμό, που ήθελε ν’ αλλοιώσει βάναυσα το ορθόδοξο ήθος και ύφος της αγιοτόκου Ελλάδος. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατόπιν ενεργειών των μακαριστών Γερόντων Φιλοθέου Ζερβάκου και Νικολάου Αρκά διά του μητροπολίτου Παροναξίας κ. Αμβροσίου και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας κατέταξε το 1991 τον όσιο Αθανάσιο τον Πάριο στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έτσι οι τρεις πρόμαχοι του αναγεννητικού κινήματος των Κολλυβάδων Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος εστέφθησαν αγιωνυμίας επάξια.
Ακολουθία προς τιμήν του αγίου έγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Ο άγιος συντιμάται και μετά των αγίων της Αθωνιάδος.
Η μνήμη του τιμάται στις 24 Ιουνίου.
πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι
Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Ο όσιος Άνθιμος, ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου (1727 – 1782).


Ο νέος ασκητής, Ο όσιος Άνθιμος ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου, γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς το 1727. Ήταν δηλ. σύγχρονος με τον έτερο Μεγάλο Ισαπόστολο και εθνομάρτυρα του γένους μας, τον Άγιο Κοσμά των Αιτωλό, με τον οποίον είχε παρόμοια δράση και προσφορά!
Κατά το Άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Αθανάσιος, μα σε ηλικία επτά ετών, έχασε το φως του, χτυπημένος από την αρρώστια της ευλογιάς. Το ξαναβρήκε όμως, χάρη στην Θεία παρέμβαση αφενός, και στις ανύστακτες προσευχές της πιστής και ενάρετης μητέρας του Ατζουλέτας, καθώς και του ιδίου. Είχαν μάλιστα συμμετάσχει τότε σε σαρανταλείτουργο, το οποίο έγινε με βασικό αίτημα την θεραπεία του μικρού Αθανασίου. Πράγματι, αφού μητέρα και γιος κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων κατά την τεσσαρακοστή Θεία Λειτουργία, το παιδί φώναξε, «βλέπω’ ο Ιερεύς φοράει κόκκινο φελόνι»!
Έξυπνος και μνήμων καθώς ήταν, παρακολούθησε τα μαθήματα της στοιχειώδους παιδείας, πιθανότατα κοντά στον πρώτο του δάσκαλο και πνευματικό Άνθιμο, τον ηγούμενο τότε της Ι. Μονής της Αγίας Παρασκευής Λεπέδων Ληξουρίου. Όταν έγινε 20 ετών, αποφάσισε να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, Ιωάννου Κουρούκλη, ο οποίος ήταν εμπειρότατος ναυτικός. Μαζί ταξίδεψαν σε πολλές θάλασσες, αλλά φθάνοντας κάποτε στην Κωνσταντινούπολη, ο πατέρας του Οσίου, χτυπημένος από την πανώλη, εκοιμήθη. Το 1750, ο πλοίαρχος του καραβιού στο οποίον υπηρετούσε τότε ο Αθανάσιος, εκτιμώντας το υποδειγματικό και εργατικότατο του χαρακτήρος του, του πρότεινε να τον κάνει γαμβρό του. Ο Αθανάσιος δέχθηκε. Άλλες όμως ήταν οι βουλές του Κυρίου. Ξυπνώντας λοιπόν ο νέος το πρωί της ημέρας, κατά την οποία θα επισημοποιούταν ο γάμος του, συνειδητοποίησε πως είχε χάσει εντελώς το φως του. «Τώρα εκατάλαβα», είπε, «πως είμαι θεότυφλος». Η επωνυμία θεότυφλος, θα τον συνοδεύει πια, σε όλη του τη ζωή!
Αντιλαμβανόμενος λοιπόν πως αυτό ήταν το θέλημα του Κυρίου, αποτάσσεται τα του κόσμου, οπότε τυφλός και άσημος, αναχωρεί για το Άγιον Όρος, όπου κείρεται μοναχός, μετονομαζόμενος Άνθιμος, πιθανότατα στα όρια της Ιεράς Μονής Ιβήρων. Εκεί ασκήθηκε θεαρέστως, αναμίχθηκε ενεργά, όπως αποδεικνύει η μετ’ έπειτα δράση του, και στο κίνημα των Κολλυβάδων, και τελικώς, όταν εκοιμήθη ο σοφότατος γέροντάς του, απεφάσισε να βγεί στον κόσμο, να κηρύξει, και να διασώσει από την αμάθεια και των εξισλαμισμό τους Ορθοδόξους Ρωμιούς, οι οποίοι στέναζαν τότε κάτω από τον απάνθρωπο ζυγό των Τούρκων Μουσουλμάνων.
Πρώτη ιεραποστολική περιοδεία.
Πρώτος του σταθμός ήταν το νησί της Χίου, όπου κήρυξε τον Ευαγγελικό λόγο, αλλά και ασκήθηκε σκληρά, φθάνοντας σε μεγάλα μέτρα αγώνων. Έτρωγε μόνον λίγο ψωμί την ημέρα, ενώ έπινε νερό μόνον μετά την δύση του ηλίου. Κοιμόταν ελάχιστα, και ασκούσε συνεχώς την αδιάλειπτη ευχήτου Ιησού.
Κατόπιν επισκέφθηκε την Σίφνο, και παρά τις παρακλήσεις των κατοίκων του νησιού οι οποίοι εκτίμησαν τον ενάρετο τυφλό γέροντα, έπειτα από λίγο διάστημα ασκήσεως και κηρύγματος εκεί, αναχώρησε για την Πάρο. Καθώς το πλοίο που τον μετέφερε στο νησί, βρέθηκε στο μέσον περίπου αυτής της θαλάσσιας διαδρομής, έπεσε σε μεγάλη θαλασσοταραχή, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να καταποντισθεί από τα κύματα και τον αέρα. Κατόπιν λοιπόν πολλών και επιμόνων εκλύσεων των συνεπιβατών του μα και ενός εκ των Σιφνιών ιερέων που τον συνόδευαν, ο Όσιος Άνθιμος προσευχήθηκε με δάκρυα στην Παναγία, την οποίαν ιδιαιτέρως ευλαβείτο, και η θαλασσοταραχή σταμάτησε! Παρακάλεσε μάλιστα τους παρισταμένους να μην διαδώσουν το θαύμα, μα εκείνοι, μόλις έφθασαν στην Πάρο, το διαφήμισαν παντού. Τόσο αυτό, όσο και η οσιακή ζωή του, διέδωσαν την φήμη του και στα γειτονικά νησιά.
Έτσι ο επίσκοπος Παροναξίας, τον προσκάλεσε να κηρύξει και στην Νάξο, όπου, υπακούοντας, μετέβη. Μεταξύ δε των Ναξίων που τότε άκουσαν τα ζήδορα λόγια του, ήταν και ο νεαρός τότε Νικόλαος Καλιβούρσης, ο μετ’ έπειτα Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ακολούθως μετέβη στην Ίο, και έπειτα από λίγο, βρέθηκε προσκυνητής στους Αγίους Τόπους, όπου με θερμά δάκρυα στα άφωτα μάτια του, προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο και τον Ζωοπάροχο Γολγοθά, ενώ απ’ τα εκεί περιώνυμα Μοναστήρια άντλησε μεγάλη παρηγοριά και δύναμη για την επόμενη εργώδη προσπάθειά του. Έτσι ολοκληρώθηκε η πρώτη του ιεραποστολική περιοδεία.
Δευτέρα ιεραποστολική περιοδεία.
Επιστρέφοντας πιθανότατα από τους Αγίους τόπους (1759), κατευθύνθηκε στο Καστελόριζο, όπου είχε τον πόθο να ιδρύσει το πρώτο του μοναστήρι. Το νησί όμως, μαστιζόταν τότε από φοβερή λειψυδρία. Ο Όσιος προσευχήθηκε, και οι καταρράκτες του ουρανού άνοιξαν, αφήνοντας εξτατικούς όλους τους κατοίκους της Μεγίστης – Καστελορίζου. Οι ευλαβείς αυτοί άνθρωποι δε, εις ένδειξιν ευχαριστίας προς τον Θεό και το εκλεκτό Του σκεύος εκλογής, συνέβαλαν αποφασιστικά στο κτίσιμο του Ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος έγινε στο ψηλότερο βουνό του νησιού. Με κέντρο αυτόν ακριβώς τον ναό, οικοδομήθηκαν ακολούθως, τα κελιά, το ηγουμενείο, οι λοιποί βοηθητικοί χώροι της μονής, και το ψηλό περιτείχισμα του μοναστηριού. Το 1761 μάλιστα, με σιγίλιο του οικουμενικού Πατριάρχου Ιωανικίου του τρίτου, η μονή ανακηρύχθηκε Σταυροπηγιακή.
Από το Καστελόριζο, και με την ευχή του αρχιεπισκόπου Σίφνου Νικοδήμου, ο τυφλός Ιεραπόστολος Άνθιμος, κατευθύνθηκε στην Αστυπάλαια, όπου διέμεινε επί εννέα έτη. «Το ασκητικό του πρόσωπο που φανέρωνε την ενάρετη ζωή του, και ακτινοβολούσε την ευσέβεια του ανδρός», μαγνήτισαν τους νησιώτες! Γι’ αυτό οι ευλαβείς Αστυπαλιώτες τον ακολουθούσαν σε κάθε του βήμα, (ρουφώντας) τα γεμάτα (νέκταρ) λόγια του, όπως σημειώνει ο νέος βιογράφος του Οσίου, Κωνσταντίνος Κανέλλος.
Στο ήσυχο λοιπόν νησί της Δωδεκανήσου, ο Άγιος κατόπιν θείας Αποκαλύψεως, απεφάσισε το κτίσιμο της Ιεράς μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Πορταϊτησας. Οι κάτοικοι χάρηκαν με αυτή του την απόφαση, μα του διευκρίνισαν πως δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα οικοδομικά υλικά. Ο Όσιος γέρων δεν αποθαρίνθηκε. Ειδοποίησε έναν ευλαβή χριστιανό, μέλλος της οικογένειας Χουσουλίνη, να παραχωρήσει τα κτήματά του που ήταν κοντά στο χωριό, γιατί εκεί θα βρισκόταν τα απαιτούμενα υλικά. Ο άνθρωπος δέχθηκε ευχαρίστως, αν και ήξερε πως στα κτήματά του δεν είχαν υπάρξει ποτέ τέτοια υλικά. Λαμβάνοντας την άδεια ο Άγιος, υπέδειξε στους εργάτες να σκάψουν σε συγκεκριμένο σημείο, όπου και βρήκαν άφθονα οικοδομικά υλικά, κατάλοιπα παλαιού οικισμού! Κατά την ανασκαφή μάλιστα, μαζί με τις πέτρες, ανασύρθηκε και ένα πιθάρι γεμάτο χρυσσά νομίσματα. Ο Θεοφώτιστος Άνθιμος παρότρυνε τους εργάτες να μην ανακοινώσουν το γεγονός, μήπως και οι άπληστοι Μουσουλμάνοι παρέμβουν, και ματαιώσουν την ανέγερση της Ιεράς Μονής. Προσευχήθηκε στην συνέχεια, και τα χρυσσά νομίσματα μεταβλήθηκαν σε έναν σωρό κάρβουνα, αποκαλύπτοντας εντελώς το πανούργο και θεομάχο σχέδιο του Διαβόλου. Η Μονή της Πορταίτησας θεμελιώθηκε, και το 1760 άρχισε η συστηματική ανέγερσή της. Στην συνέχεια ο πατήρ Άνθιμος περιήλθε διάφορα μέρη του ορθοδόξου Ελληνισμού, πιθανώς και τους Αγίους τόπους για δεύτερη φορά, για να συλλέξει χρήματα, άμφια καθώς και ιερά σκεύη, ώστε να στολίσει το μοναστήρι του.
Τότε, μετέβη και στην Ιερά Μονή των Υβύρων του Αγίου Όρους, όπου ζήτησε από γνωστό του μοναχό, αγιογράφο, να ιστορίσει ένα αντίγραφο της θαυματουργού εικόνος της Πορταϊτησσας. Εκείνος όμως αρνήθηκε, αφού και η όραση του, μα και τα χέρια του είχαν εξασθενήσει, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του. Επειδή όμως ο Όσιος Άνθιμος επέμενε, υπεχώρησε, και αφού και οι δύο προσευχήθηκαν θερμά στην Θεοτόκο, ώστε να συνεργήσει και αυτή στο εγχείρημα, έθεσαν μία κατάλληλη σανίδα κάτω από την θαυματουργό εικόνα της Πορταίτησας, αγρύπνησαν προσευχόμενοι, και το πρωί μετά την Θεία Λειτουργία, όλοι οι μοναχοί μετέβησαν στο παρεκκλήσιο της Πορταιτήσης. Ανασύροντας την σανίδα, είδαν, έκπληκτοι, αποτυπωμένη την μορφή της Θεομήτορος στην Σανίδα! Ένδακρυς ο πατήρ Άνθιμος καταφιλούσε την θαυματοποίητη νέα εικόνα της Παναγίας μας, έστω κιαν δεν την έβλεπε με τους αισθητούς οφθαλμούς του. Η μεταφορά δε της νέας θαυματουργού εικόνος της Παναγίας μας στην μονή της στην Αστυπάλαια, ήταν για το νησί, Πάσχα Κυρίου!
Τα θαυμάσια που επιτέλεσε ο Όσιος Άνθιμος με την συνέργεια της Θείας Δυνάμεως, δεν σταματούν όμως εδώ. Στο βορειοανατολικό μέρος του νησιού, εκεί που και σήμερα ακόμη οι Αστυπαλιώτες αποκαλούν το σημείο δρακοσπιλιά, φώλιαζε τότε ένα τρομερό φίδι, το οποίο φόβιζε τους κατοίκους με την ύπαρξή του, ώστε η γύρω περιοχή να παραμένει ακατοίκητη και ακαληέργητη. Ο Αγιος παρότρυνε τους ντόπιους να καλλιεργήσουν το μέρος, μα εκείνοι δίσταζαν. Τότε ο γέροντας, συνοδεία μερικών πιστών, έφθασε σε ένα ύψωμα, απέναντι από το σπήλαιο του φιδιού. Ζήτησε από τους συνοδούς του να φτιάξουν μια θιμονιά από ξύλα, και να τον αφήσουν για λίγο μόνο του. Ενώ λοιπόν αυτός προσευχόταν, το τεράστιο ερπετό βγήκε από το σπήλαιό του και κατευθύνθηκε προς το σωρό των ξύλων. Κουλουριάστηκε πάνω τους, και εκείνα υπεχώρησαν από το βάρος του! Ο Όσιος υπέδειξε τότε στους νησιώτες να βάλουν φωτιά στα ξύλα, και το ζώο κάηκε εκεί, χωρίς καμία αντίσταση! Έτσι απαλλάχθηκε ο τόπος από την πολυετή εκείνη διαβολική μάστιγα. Ο Άγιος Άνθιμος αποτελεί έκτοτε τον διώκτη και το φόβητρο των φιδιών. Λέγεται δε, πως στο σημείο όπου κάηκε το τέρας εκείνο, δεν φυτρώνουν χόρτα ακόμη και σήμερα!
Ο Μισόκαλος Διάβολος φθόνησε δυστυχώς τα έργα του Κυρίου δια του πιστού Του δούλου Ανθίμου. «Έπεισε» κάποιους αστυπαλιώτες να συκοφαντήσουν τον Άγιο, για αθέμιτες σχέσεις με μοναχές της Ιεράς Μονής της Πορταίτήσσης του νησιού. Στην δημόσια δίκη που ακολούθησε, αποκαλύφθηκε η σκευωρία, και οι ντόπιοι θαύμασαν για μία ακόμη φορά την αγιότητα του τυφλού Ιεραποστόλου. Εκείνος όμως κατόπιν προσευχής, απεφάσισε να φύγει από το προσφιλές του νησί, και να κατευθυνθεί προς την γενέτειρα του Κεφαλλονιά, χάριν ησυχίας.
Τρίτη Ιεραποστολική περιοδεία.
Στα τέλη του 1768 φθάνει στο Ληξούρι, όπου τον υποδέχονται με σεβασμό και ενθουσιασμό. Κατευθύνεται στην Ι. Μ. της Αγίας Παρασκευής Λεπέδων, (όπου σύμφωνα με κάποιους βιογράφους του πιθανόν και να εκάρη ως μοναχός), την οποία και βρίσκουν ερειπωμένη, μετά από τους καταστροφικούς σεισμούς του 1766 και 1767. Με την άδεια του οικείου επισκόπου Σωφρονίου, ο Όσιος αναλαμβάνει την εκ βάθρων ανακαίνιση της μονής. Οι 7 μοναχές που συνόδευσαν τον γέροντα από τα Δωδεκάνησα, απαρτίζουν τον πυρήνα της πρώτης αδελφότητος της μονής. Σύντομα όμως ο αριθμός τους θα διπλασιαστεί! Όλοι οι ευσεβείς κάτοικοι της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου, την οποία φαίνεται πως ο Άγιος επισκεπτόταν συχνά, συμβάλουν στην ανοικοδόμηση. Ο πατήρ Άνθιμος παραδίδει μάλιστα στην νεοσύστατη μονή, και Μοναχικό κανονισμό, γνωστό και ως Διαθήκη του Αγίου Ανθίμου. Η ζωή του και εδώ παρέμεινε ασκητική. Ολιγοφαγία, χαμευνία, και αγρυπνία στόλιζαν τον βίο του.
Σύμφωνα με την παράδοση, το 1777, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, αφού κήρυξε σε αρκετά χωριά της Κεφαλλονιάς, επισκέφθηκε και την Ι. Μονή της Αγίας Παρασκευής, όπου γνώρισε τον Όσιο Άνθιμο, για τον οποίον είχε ακούσει πάμπολα ως τότε!
Με επίκεντρο την Ι. Μονή της Αγίας Παρασκευής Λεπέδων, ο τυφλός Ιεραπόστολος Άνθιμος, επισκέφθηκε τα Κύθηρα, την Πελοπόννησο, την Κρήτη, την Σίφνο, ευαγγελιζόμενος τον υπόδουλο ορθόδοξο λαό, και θαυματουργώντας κατά περίπτωση. Στα Σφακιά επί παραδείγματι (1770), τρεις μάγοι αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν, ενώ αυτός κήρυττε στα πλήθη. Όταν όμως προσπάθησαν να θέσουν σε ενέργεια το πανούργο σχέδιό τους, διαπίστωσαν έντρομοι πως ενώ ο Όσιος μιλούσε, από το στόμα του έβγαιναν φλόγες! Έτσι παραιτήθηκαν του σχεδίου τους. Εκεί ήταν επίσης που ο γέροντας θεράπευσε μία τυφλή γυναίκα, έφερε με την προσευχή του βροχή σε άνυδρα χρόνια, και άλλοτε, συνόδευσε με σεισμό το θείο κήρυγμά του!
Το 1773 φρόντισε να ιδρυθεί ένα νέο μοναστήρι, των γενεθλίων του τιμίου Προδρόμου, στα Κύθηρα, όπου έφθασε παρακινημένος από θεία φώτιση. Τα χρήματα μάλιστα για το κτίσιμο του καθολικού της μονής, τα πρόσφερε ένας ευλαβής καπετάνιος, αφού θαυματουργικά σώθηκε από την τρυκιμία, στις βορειοανατολικές ακτές του νησιού.
Το 1775, Ιουλίου 10, ανακαίνισε και αναδιοργάνωσε την γυναικεία μονή της Παναγίας της Χρυσσοπηγής στην Σίκινο. Ήταν το έκτο και τελευταίο μοναστήρι που ανήγειρε ή ανεκαίνησε ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου, χωρίς ποτέ να τα έχει δει με τα σωματικά του μάτια!
Πηγαίνοντας κάποτε στην Μάνη, προσκεκλημένος από τους εκεί κατοίκους, αφού θαυματουργικά μετέστρεψε τον ληστρικό βίο χωρικών της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, έλαβε Θεία πληροφορία πως επίκειται η από του κόσμου τούτου αναχώρησης του. Διέταξε τους ναυτικούς να επιστρέψουν στα Λέπεδα, γιατί εκεί επρόκειτο να «αποθάνει». Πράγματι. Λίγο μετά, ασθένησε από ίκτερο, έδωσε την ευχή του στους Κεφαλλήνες που τον επισκέφθηκαν, άφησε τις τελευταίες παρακαταθήκες του στην θλημένη αδελφότητα της μονής, και στις 4 Σεπτεμβρίου του 1782, παρέδωσε την Αγία του ψυχή στα Χέρια Του Δεσπότου Χριστού, τον οποίον ευαρέστησε με την Οσιακή του πολιτεία!
Το 1800 ο εφημέριος της Ι. Μονής Λεπέδων, πατήρ Ιωάννης ο Λεπεδιώτης, πραγματοποίησε την ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του Αγίου, τα οποία ευρέθησαν Κροκοβαφή και ευωδιάζοντα. Πλήθη θαυμάτων επετελέσθηκαν τότε από τον Όσιο Άνθιμο. Σήμερα, από τα Ιερά του λείψανα, σώζεται μόνον ο δεξιός πήχης του Οσίου, ο οποίος φυλάσσεται στην Ιερά Μονή της Παναγίας της Πορταϊτήσσης στην Αστυπάλαια, της οποίας είναι και ο πολιούχος και προστάτης.
Η παρουσία ενός Αγίου στον αμαρτωλό μας κόσμο, είναι ασφαλώς Θείο δώρο και ευλογία. Ο Όσιος Άνθιμος, ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου κατά τον Κ. Κανέλλο, απετέλεσε για το σκλαβωμένο γένος μας κατά τον 18ο αιώνα, βάλσαμο παρηγοριάς, εγερτήριο σάλπισμα εκκλησιαστικής και εθνικής ζωής, φάρος Αγιασμού σε ζοφώδη χρόνια, και διηνεκής πρεσβευτής μας προς Κύριον, άχρι τερμάτων αιώνος.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διεκύρηξε την αγιότητά του, στις 30 Ιουλίου του 1974.
Σημείωσις. Περισσότερα στοιχεία για τον βίο και την πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Ανθίμου του Κεφαλλήνος, καθώς και Ιερές ακολουθίες προς τιμήν του Αγίου, μπορεί κανείς να βρει στο προαναφερθέν βιβλίο του διδασκάλου Κωνσταντίνου Κανέλλου, υπό τον τίτλο, Όσιος Άνθιμος ο εκ Κεφαλληνίας, ο τυφλός Ιεραπόστολος του Αιγαίου. 1727 – 1782. Εκδόσεις Επτάλοφος.
Ιωάννης Παπαχρήστος.

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

Ο ιερέας στον Παπαδιαμάντη


Γιός παπά ό κυρ-Άλέξανδρος και με επώνυμο παπαδικό.Τον ξεχώριζαν τ'αλλα παιδιά. Κι αυτό τον πονούσε.

"Εβλεπε στον παπά τον συνεχιστή του έργου του Χριστού."Εδειχνεν ό παπάς τον αόρατο Χριστό. Έδάνειζε το χέρι και το στόμα του σ' Εκείνον. Και όπως ό Χριστός νοιαζότανε τους ανθρώπους στα χρόνια της ένσάρκου οικονομίας Του, έτσι και ό παπάς νοιάζεται τους άνθρώπους. Λειτουργεί και συλλειτουργεί μαζί τους στο Ναό. Παίρνει τα αιτήματα τους,«τα πάθια και τούς καϋμούς» των και τα προσφέρει στο Χριστό,πού είναι «ό αμνός του Θεού, ό αϊρων τήν άμαρτίαν του κόσμου». Κατεβάζει με την έγκριση των πιστών το "Αγιο Πνεύμα σε όλους και στα Δώρα. Και σε λίγο, άφού μεταλάβει αύτός, βγαίνει να κοινωνήσει τούς πιστούς το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας.
Και γίνεται έτσι ό παπάς πατέρας πού γεννά μέσα μας το Χριστό. Αρχικά βέβαια με το μυστήριο του Βαπτίσματος και υστέρα με τ'αλλα.
Οί τύποι των ιερέων στον Παπαδιαμάντη είναι μορφές (δηλαδή μορφωμένοι), ενάρετοι, σεβάσμιοι, ιεροπρεπείς. Μπορεί νά είναι ολιγογράμματοι, αλλά μπορούν και κάνουν πολύ καλά το έργο τους.
Μπορούν και στέκουν μέσα στο Ναό μα και στην Κοινωνία.
Κάνουν τη θεία Λειτουργία και παίρνουν τα ύπερκόσμια δώρα της.Και υστέρα βγαίνουν, «προέρχονται εν ειρήνη», και συνεχίζουν τη λειτουργία της ζωής. Τη λειτουργία μετά τη Λειτουργία.
Ό ίερέας πατέρας του ήταν άριστος λειτουργος,τέκνον των Κολλυβάδων,αλλά και ικανός και θαρραλέος και χρήσιμος μέσα στην Κοινωνία.
Στό διήγημα «Στό Χριστό στο Κάστρο» νοιάζεται για τούς δυο αποκλεισμένους σε αυτό. Κάνοντας ό ίδιος το ντελάλη,το ανακοινώνει. Κι υστέρα στο σπίτι του συγκεντρώνει ενορίτες και συνεργάτες του καί, αποφασισμένος όντας εκείνος, συμπαρασύρει και πείθει αρκετούς να τον ακολουθήσουν στον πηγαιμό του για βοήθεια των κινδυνευόντων ενοριτών του.
Και όλοι μαζί πηγαίνουν με κίνδυνο της ζωής των στο Χριστό στο Κάστρο, βρίσκουν σώους τούς κινδυνεύοντας από τα χιόνια, κάνουν έκεί τή Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, προσφέρουν βοήθεια καί σε ναυαγούς πού ξώκειλαν κατά τ'ακροθαλάσσι, κι όλοι μαζί τρώνε και πίνουν ευχαριστημένοι και κοιμούνται πανάλαφροι. Και την άλλη μέρα το απόγευμα γυρίζουν αίσίως στην πολίχνη.
Τι καρτερούν οί άνθρωποι από την Εκκλησία; Την αγάπη την έμπρακτη, την έγνοια καϊ την αποδοχή. Ή "Εκκλησία είναι ή Μάννα μας, κι έμείς πιστά Της τέκνα. Όπως και ό σήμερα τιμώμενος και φίλτατός μας κυρ-Αλέξανδρος.
Στήν Αθήνα τον έσαγήνευε ό μακάριστος παπα-Πλανάς. Ό ταπεινός.Ό άξιος του πρώτου μακαρισμού του Σωτήρος. Πόση γαλήνη εύρισκε κοντά του.Γνωστό μας είναι και το άρθρο του γι' αυτόν.
Τα μέγιστα τιμούσε και τους άγαμους ενάρετους κληρικούς και μοναχούς. Είχε υπέροχο παράδειγμα τον Διονύσιο το Γέροντα, τον ιεροπρεπή ασκητή και λόγιο,τον συγγενή του.Τόνιζε την προσφορά τους τη μεγάλη...
Και στα τελευταία του έκάλεσε τον αξιαγάπητο αρχιμανδρίτη Ανδρέα Μπούρα, τον σπουδαίο και φίλο του, για εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία. Ζήτησε να του διαβάσει τη μεγάλη εξομολογητική ευχή. Και τον μετέλαβε.Κι υστέρα ό κυρ-Άλέξανδρος άρχισε να κλαίει."Εφευγε για την άλλη πλάση. Είχε συναίσθηση τής άμαρτωλότητός του.
Αναφέρει στα έργα του και ίερείς με αδυναμίες. Αναγκάζεται να κρίνει. Άλλα με πόνο και ταπείνωση και μοναδικό σκοπό τη διόρθωση, τη θεραπεία καί την σωτηρία. Φέρεται μ' ευσπλαχνία και καλωσύνη. Ποτέ δεν προσβάλλει και δεν έκχυδαίζει τους ήρωες του. Περιβάλλει μ' άνείπωτη στοργή ακόμα καί τον πειναλέο άνθρωπίσκο στο «Λαμπριάτικο Ψάλτη». Και δείχνει σε όλους και στον εαυτό του, χωρίς αφόρητο διδαχτισμό, τήν θύρα του Παραδείσου, πού είναι ή Μετάνοια.
Θεωρεί ως κύρια αιτία του πολλαπλασιασμού των αιρέσεων την έλλειψη πραγματικής ποιμαντικής μέριμνας εκ μέρους τών ιερέων.
Το δέσιμο κλήρου και λάου και ή συνεργασία σώζει. Παντοτε φυσικά με του Χρίστου τη Χάρη.

Διαβάζοντας κανείς τα έργα του Παπαδιαμάντη έχει τήν αίσθηση πώς βρίσκεται εδώ και κάπου άλλου ταυτόχρονα. Πώς βρίσκεται εδώ,στα πάθια και τους καυμούς του κόσμου και συγχρόνως στα Ρόδινα ακρογιάλια της Θείας Βασιλείας. Και τούτο γιατί ό Παπαδιαμάντης είναι γνήσιον τέκνον της "Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Και όλα μέσα σ' αυτήν είναι θεανθρώπινα.
Καί ζώντα μέσα σ' αυτήν την θεανθρώπινη διάσταση της Εκκλησίας ό κυρ-Άλέξανδρος, μεταξύ της άνθρώπινης αδυναμίας και της Πηγής της Παντοδυναμίας σχοινοβατούσε κι αγωνιζότανε.Αφηνε την οντότητα του στην Άγκάλη του Χρίστου και στη στοργή τής Παναγίας, που Τοϋς υπεραγαπούσε. Υμνούσε «μετά λατρείας τον Χριστό του».
Έπόνεσεν αμέτρητα στη ζωή του. Πέρασε φτώχεια σαν ασκητής,μα έμεινε στην έντιμη πενία του, όπως έγραψε κάποτε στον ιερέα πατέρα του, και είχε τη βοήθεια του Θεού. Πέρασε μοναξιά και δυσκολίες «σαν σκοτεινό και άμοιρο τρυγόνι». Κατέφευγεν όμως στην αγία Εκκλησιά, έκεί που «το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τρυγόνι σκέπη».
Δεν έγινε ό ϊδιος ιερέας,μα ίερουργοϋσε με τα αθάνατα γραφτά του τον λόγον της άληθείας.Και πόσους δεν ωφέλησε και ωφελεί.
Λένε πώς κάποια φορά απελπισμένος επήγε να εξομολογηθεί (πίστευε στην Εξομολόγηση). Και είπε στον παπα πώς δυσκολεύεται και υποφέρει πολύ. Καί ό παπά, χωρίς να τον ξέρει, άφού τον παρηγόρησε δεόντως, του συνέστησε να διαβάζει τα έργα του Παπαδιαμάντη.
Αναφέρει ό Μικρασιάτης λογοτέχνης και μακαριστός πλέον Ήλίας Βενέζης πως ενώ ευρίσκοντο στα περίφημα τάγματα εργασίας κι έμεναν σ'ένα σταύλο κλεισμένοι,βρήκε κάποιος πεταμένο μέσα έκεί ένα φύλλο από περιοδικό και άρχισε να το διαβάζει, για να περνά ή ώρα. Και καθώς έδιάβαζε άρχισαν όλοι ν' άκοϋνε μ' ενδιαφέρον. Μαλάκωσαν και γαλήνεψαν οι ταλαίπωρες ψυχές τους. Και καθώς τελείωσε το διάβασμα, έβγαλαν όλοι ανακουφισμένοι μια φωνή: «ρε αυτό ήταν Ευαγγέλιο. Λες κι είμαστε στήν 'Εκκλησία.» Και τί λέτε πώς ήταν; Ενα κομμάτι άπ'το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Υπό την Βασιλικήν Δρύν».
Θυμάμαι κάποια φορά ήρθε και με βρήκε στην εκκλησία ένας πολύ πονεμένος.'Ήθελε να πεθάνει, μου έλεγε. Δεν ήξερα τί να κάνω."Ήταν Μεγαλοβδομάδα. Είχα μαζί μου τα «Πασχαλινά Διηγήματα» του κυρ-Άλέξανδρου και σκέφθηκα να ζητήσω κι εγώ μια εξυπηρέτηση από τον πονεμένο αδελφό μας. Τον παρακάλεσα να μου διαβάσει, αν ήθελε,ένα διήγημα πασχαλινό. Του είπα πώς ήμουν πολύ κουρασμένος, και ήμουν, και θα με εξυπηρετούσε μ'αυτό. Κι υστέρα θα μιλάγαμε για τα δικά του. Έκείνος σάστισε για λίγο, μα υποχώρησε στο αίτημα μου και άρχισε να διαβάζει σιγά-σιγά το «Λαμπριάτικο Ψάλτη». Και διαβάζοντας άρχισε λίγο-λίγο να συνέρχεται. Εβλεπα το πρόσωπο του ν' αλλάζει. "Ελαμπε άγάλι-άγάλι ή θωριά του. Διάβασεν αρκετά. Και κάποια στιγμή άρχισε να κλαίει.'Έσκυψε και μου φίλησε το χέρι. Κι είπε με χαρμολύπη: «Παππούλη, τί μου έκανες; Τί είναι αυτό πού διαβάζω; Γιατί έφυγεν ό πόνος από μέσα μου κι άλάφρωσεν ή ψυχή μου;» Κι έκλαιγεν,όλο έκλαιγε από χαρά και θαυμασμό. Του είπα για τον Παπαδιαμάντη και το έργο του. «Μα τούτος είναι άγιος, άνθρωπος του Θεού,σοφός, ποιητής μεγάλος, μάγος του λόγου» μου είπε. Και έφυγεν ό άνθρωπος πουλάκι "Ηθελε να ζήσει.
Αυτός είναι ό κυρ-Άλέξανδρος. Μιλάει όμως με γλύκα και αποδοχή για τους αρχαίους. Και συναιρεί στο έργο του το διαιώνιο Ελληνισμό.Καταγράφει τη γλώσσα μας άπ' τις αμμουδιές τ''Όμηρου μέχρι σήμερα.
Είναι λάτρης του Χριστού και μέγιστος Πατριώτης. Και συνάμα αγαπά «πάντα τα έθνη», λέγοντας σε κάποιο διήγημα του «πώς κι ό Έβραίος έχει ψυχή».
Ευχαριστούμε το Θεό, πού μας έδωκε τον κυρ-Άλέξανδρο. Ευχαριστούμε και τον ίδιο, πού άφηκε σε μας «άλλο,τάς βίβλους,στόμα του».

του Αρχιμανδρίτου Ανανία Κουστένη
Από τό βιβλίο «Παπαδιαμαντικοί Λόγοι», έκδ. Ακτή, Είσήγηση στό Διήμερο Συνέδριο για τον Αλεξ. Παπαδιαμάντη, πού οργάνωσε ή'Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Έλλάδος στις 25-26 Μαΐου 2001.(Πειραικη Εκκλησία)
 
 
 
από το ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΠΑ-ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΛΑΝΑΣ



Του Δρος Κλείτου Ιωαννίδη



Υπάρχουν άνθρωποι, σπάνιο φυσικά, που έρχονται στον κόσμο
έτοιμοι για τη βασιλεία του Θεού, ευλογημένοι και μακάριοι.
Έρχονται καθαροί τη καρδία και ειρηνοποιοί. Ο Παπα-Νικόλας,
Πλανάς από τη νήσο Νάξο, που έζησε στις τελευταίες δεκαετίες, του 19ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ανήκει σ΄ αυτή την κατηγορία ανθρώπων.

Για τον άγιο αυτό άνθρωπο έγραψαν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Φώτης Κόντογλου, η Μοναχή Μάρθα και πολλοί άλλοι. Ο Σκιαθίτης
διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έψαλλε, μαζί με το
συμπατριώτη του διηγηματογράφο Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, όταν λειτουργούσε ο Παπα-Νικόλας Πλανάς στα ερημικά εξωκλήσια στην
περιοχή των Αθηνών. Ο παπα-Νικόλας δεν είχε «πού την κεφαλήν κλίναι». Νήπιος του Θεού, αγιάστηκε μέσα στην απλότητα και την άσπιλη ζωή, υμνώντας τον Κύριο από πρωίας μέχρι εσπέρας και από εσπέρας μέχρι πρωίας. Έζησε όπως εκείνους που αναφέρει ο απόστολος Παύλος ως "μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες". Ζητούσε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και μετά όλα "προσετίθεντο αυτώ". Ας δούμε όμως τι έγραψαν για τον άγιο αυτό ιερέα εκείνοι που τον έζη¬σαν. Και πρώτα ο μεγάλος νεοέλληνας διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: "Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων υπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι και αγαθοί, εις τας πόλεις και εις τα χωριά. Είναι τύποι λαϊκοί, ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ας μην εκφωνούσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον. Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκώτερος των ανθρώπων. Δια πάσαν ιεροπραξίαν αν του δώσης μίαν δραχμήν, ή πενήντα, ή μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν του δώσης τίποτε, δεν ζητεί. Δια τρεις δρα χμάς εκτελεί παννύχιον Ακολουθίαν, Λειτουργίαν, Απόδειπνον, Εσπερινόν, Όρθρον, Ώρας, το όλον διαρκεί εννέα ώρας. Αν του δώσης μόνον δυο δραχμάς, δεν παραπονείται. Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ του το δώσης, το κρατεί δια πάντοτε. Επί δύο, τρία έτη εξακολουθεί να μνημονεύη τα ονόματα. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δυο ή τρείς χιλιάδας ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. Η προσκομιδή παρ' αυτώ διαρκεί δυο ώρας. Η Λειτουργία άλλες δύο. Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός του ιερού από πρόσφορα ή αρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε… "Μιάν φοράν έτυχε να χρεωστή μικρόν χρηματικόν ποσόν, και
ήθελε να το πληρώση. Είχε δέκα ή δεκαπέντε όραχμάς, όλα εις χαλκόν. Επί δυο ώρες εμετρούσεν, εμετρούσεν, εμετρούσεν, και δεν ημπορούσε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος είς άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και του τα εμέτρησεν. Είναι ολίγον τι βραδύγλωσσος και περισσότερον αγράμματος. Εις τας ευχάς, τας περισσοτέρας λέξεις τας λέγει ορθάς, εις το Ευαγγέλιον, τάς περισσοτέρας εσφαλμένας. Θα είπητε, διατί η αντίθεσις αυτή; Αλλά τάς ευχάς τας ιδίας απαγγέλλει καθ' εκάστην, ενώ την δείνα περικοπήν του Ευαγγελίου θα την αναγνώση άπαξ ή δις ή, το πολύ, τρις του έτους, εξαιρέσει ορισμένων περικοπών συχνά, αλλ' ατάκτως επανερχομένων, ως εις τους Αγιασμούς, εις τας Παρακλήσεις. Τα λάθη όσα κάμνει εις την ανάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά. Και όμως εξ όλων των ακροατών του, εξ όλου του εκκλησιάσματος, κανείς μας δεν γελά. Διατί; Τον εσυνηθίσαμεν και μας αρέσει. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοϊκός και ενάρετος. Είναι άξιος του πρώτου Μακαρισμού του Σωτήρος.

"Τώρα υποθέσατε ότι αυτός ο ίδιος ιερεύς είχεν εξέλθει από το βέλτιον; Θα ήτο πασαλειμμένος με ολίγα ατελή, κακοχώνευτα και συγκεχυμένα γράμματα, με περισσοτέραν οίησιν και αξιώσεις. Θα ήτο δια τούτο καλύτερος;" 0 Παπαδιαμάντης αναφέρεται επίσης και σ' ένα από τα πιο σημαντικά διηγήματά του στον Παπα-Νικόλα: "Στα Τραγούδια του θεού". Αυτή τη φορά τον αναφέρει ονομαστικά. Λέγει ο Παπαδιαμάντης, ότι η μικρή Κούλα πέθανε και οι ψάλτες μαζί με τους ιερείς έψαλλον το "δεύτε τελευταίον ασπασμόν" και συνεχίζει λέγοντας χαρακτηριστικά: "Μόνος ο παπα-Νικόλας από τον Άη-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι έπιανε χωριστήν ακολουθίαν, εμουρμούριζε μέσα του, και τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα. "Τι μουρμουρίζεις παπά;", του είπα από το όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακουμβήσει. "Λέγω την ακολουθίαν των νηπίων μέσα μου", είπεν ο παπα-Νικόλας. Εις αυτό το άκακον αρμόζει η ακολουθία των νηπίων".

Το 1984, κυκλοφόρησε στην Αθήνα ο βίος και τα περιστατικά της ζωής του παπα-Νικόλα Πλανά, όπως τα είδε και τα έζησε από κοντά για είκοσι και περισσότερα χρόνια, η Ουρανία Παπαδοπούλου, η μετέπειτα μοναχή Μάρθα και με πρόλογο του Φώτη Κόντογλου. Γράφει για τη βιογραφία του παπα-Νικόλα, όπως τη συνέγραψε η μοναχή Μάρθα και για τον άγιο και απλοϊκό ιερέα του Υψίστου ο Φώτης Κόντογλου, ο Κυδωνιεύς:

"Τέτοιος βίος, μονάχα από τέτοιαν βιογράφον θα έπρεπε να
γραφή, όπωςς η σεβάσμια Μοναχή Μάρθα, η εν ευσεβεία γηράσασα παρά τους πόδας όχι του σοφού Γαμαλιήλ, αλλά Νικολάου του Απλού. Ωσάν να ήτο η σκιά του γέροντα, δεν άφησε μήτε ένα κρυφόν μορφασμό του, μήτε ένα γρήγορο και απαρατήρητο βλέμμα του, μήτε τον παραμικρό λόγο του, μήτε ένα μουρμουρητό του, μήτε μιά κίνησή του, που να μην τα τύπωσε βαθιά μέσα στην ψυχή της. Όσα απ' αυτά μπόρεσε, τα έγραψε μ' έναν τρόπο απλόν κι απερίτεχνο, που ταιριάζει με τον αγαπημένο γέροντά της. Είναι κι αυτή μία από τις ψυχές που ζήσανε με φόβο και αγάπη Κυρίου, όπως εκείνη η Άννα, η θυγάτηρ του Φανουήλ που επέραοε τη ζωή της μέσα στο ναό, ανάβοντας τα κεράκια που έφεγγαν σαν νάτανε πνεύματα, κ' ευφραινόμενη από το λιβάνι που έβγαινε σαν μυρίπνοο σύννεφο από το θυμιατήρι του παπα-Νικόλα, του νέου Συμεών. Από νεότητός της δεν απέλειπε από τις αγρυπνίες κι από τις λειτουργίες, που γινόντανε εκείνον τον καιρόν στον Άγιο Ελισσαίο, με ψάλτη τον Παπαδιαμάντη και τον Μωραϊτίδη, στον Άγιο Γιάννη τον Κυνηγό, στους Τρεις Ιεράρχες του Παγκρατίου, στον Άγιο Γεώργιο στο Κουκάκι, στον Άγιο Λάζαρο, στον Άγιο Φανούριο του Παγκρατίου, στον Άγιο Σπυρίδωνα του Μαντουκά, στον Άγιο Δημήτρη τον Δουμπαρδιάρη κοντά στην Ακρόπολη, και σ' ένα πλήθος ερημοκκλήσια γύρω στην Αθήνα. Όπου πήγαινε ο γέροντας, από πίσω κι ο ίσκιος του, η μοναχή Μάρθα. Ευλογία του Θεού είναι για μας που την έχουμε ακόμα ζωντανή μεταξύ μας, και ακούμε την κατανυκτική, μα μαζί έξυπνη και ιλαρή ομιλία της. Είναι μια ποιήτρια της Ορ¬θοδοξίας, χωρίς να γράψη άλλο τίποτα, παρεκτός από τα σημειώματα για τον αγαπημένο της «Παππού», που τυπώνονται σε τούτο το μικρό βιβλίο. Αξίζει όμως να δούμε τη μαρτυρία της Ουρανίας Παπαδοπούλου (μοναχής Μάρθας) μέσα από τα περιστατικά που αφηγείται και που αποδεικνύουν εύγλωτα την αγιότητα του απλοϊκού ποιμένα, του παιδιού αυτού της Βασιλείας. Γράφει η μοναχή Μάρθα: «Μια μέρα πήραμε ένα αμάξι να μας πάη, μαζί με τον Παππού, από τον Προφήτη Ελισσαίον στην οδόν Χέϋδεν. Όταν φθάσαμε, είπαμεν στον αμαξά, να πλησίαση το αμάξι κοντά στο πεζοδρόμιο, για να κατεβή με ευκολία ο Παππούς. Ο αμαξάς απαντά ειρωνικώς: "Από σας περίμενα να μου το ειπήτε; Μήπως ξέρετε με ποιόν έχετε να κάνετε; μήπως ξέρετε τον θησαυρόν"; Και τον κατέβασε από το αμάξι του σαν να κατέβαζε άγια λείψανα. Οι άνθρωποι που περίμεναν τον Παππού τον πήραν μέσα. Και αυτός -ο αμαξάς - άρχισε να μας λέγη τι του είχε συμβή. "Κάποτε εις τον Νέον Κόσμον, εγίνετο ένας γάμος και με
έστειλεν η οικογένεια του γαμβρού να πάρω τον παπα-Νικόλα,
που έμενε στη Γαργαρέττα. Επήγα στο σπίτι του παπά, ο οποίος
καθώς βγήκε από το σπίτι του, και τον είδανε τα άλογα μου
αφήνιασαν τόσο πολύ, ώστε ήτο αδύνατον να τα συγκρατήσω.
Σήκωναν τα πόδια τους σούζες κ.τ.λ. Λέγω εις τον γέροντα:
"Πάτερ μου, είναι αδύνατον να σε πάρω εις το αμάξι μου με
τέτοια ταραχή που έχουν τα άλογα μου. Θα τρέξω μια στιγμή να τους ειδοποιήσω, ότι δεν σε πήρα στο αμάξι».

«Δεν πειράζει, παιδί μου, του είπε, πηγαίνω με τα πόδια μου». Τι μεγάλη έκπληξις με περίμενε, έλεγε ο αμαξάς, όταν έφθασα κοντά στο σπίτι του γαμβρού και βλέπω τον παπα-Νικόλα (γνωστόν για την βραδυπορίαν του) να περπατή στο πεζοδρόμιο, κοντά σχεδόν στο σπίτι του γαμβρού! Μπορείτε να καταλάβετε, μας έλεγε, πόση απόστασις είναι από τον Άγιον Ιωάννην της Γαργαρέττας, ως τον Νέον Κόσμον».

Και ρώτησε: «Πέστε μου και σεις, πώς πήγε περπατώντας, ενώ εγώ δεν είχα φθάσει ακόμα στο σπίτι»; Και αυτός, δηλαδή, ο αμαξάς, επίστευσε ότι πραγματικά κάποια υπερφυσική δύναμις τον επήγε, ή μάλλον τον βοήθησε, καθώς και μεις όλοι που τον ξέραμε το πιστεύουμε».

Ας δούμε ακόμη ένα συγκλονιστικό περιστατικό από τη ζωή του παπα-Νικόλα Πλανά, που δείχνει, πόσο μακάριοι είναι όσοι πορεύονται στο νόμο του Θεού. Γράφει η μοναχή Μάρθα: «Μια κυρία, ήταν από τους τύπους εκείνους, πού έχουν την
δαιμονικήν περιέργειαν να δοκιμάζουν τους Αγίους, με την
προσπάθειαν να εύρουν αιτία να εξαπολύσουν λιβέλλους εναντίον
των Ιερωμένων. Όταν άκουσε τας αρετάς του πατρός Νικολάου,
απεφάσισε να τον δοκιμάση. Πήγε μια μέρα στην εκκλησία, και
του λέγει: "Να έλθης, πάτερ μου, στο σπίτι να μου κάμης 40
παρακλήσεις, διότι έχω οικογενειακές φουρτούνες, θα σε περιμένω κάθε απόγευμα". «Μετά χαράς, παιδί μου», της είπε. Της πήρε την διεύθυνσιν και την επομένην, επήγε. Της έκαμε την
παράκληση. Στο τέλος του έδωσε μια δεκάρα. Την πήρε απαθώς.
Του λέγει: "Και αύριο σε περιμένω".

"Μετά χαράς", επανέλαβε ο πατήρ. Επήγε την επομένην κατάκοπος ως συνήθως και γέρων πλέον, της έκαμε πάλι παράκληση, και αυτή πάλι του έδωσε μια δεκάρα. Την πήρε και πάλιν ο πράος αθώος. Αυτό επανελήφθη 40 ημέρες. Να του δίνη μια δεκάρα κάθε παράκληση και η αγιότης του να εξακολουθεί να πηγαίνει. Στο τέλος έπεσε στα πόδια του συντετριμμένη και του ζήτησε συγχώρεση
και του είπε: "Συ είσαι ο ενδεδεγμένος ιερεύς της υπομονής
και του καθήκοντος!"



πηγή:η εφημερίδα της ρωμηοσύνης

Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2010/03/blog-post_128.html#ixzz1LPVW5awc